Η Διδώ Σωτηρίου για τη Μικρασιατική Καταστροφή

«Όποιος ξεχνάει το παρελθόν είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει»

Επιγραφή μετά τον πόλεμο σε ένα χιτλερικό στρατόπεδο, βλ. Διδώ Σωτηρίου, Η Μικρασιατική Καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο, 18η έκδοση, Κέδρος 2021, σ. 8.


Η Διδώ Σωτηρίου για τη Μικρασιατική Καταστροφή




Στη μνήμη του Νίκου Ν. Μπελογιάννη

Το όνομα της Διδώς Σωτηρίου είναι ίσως το πρώτο που έρχεται στον νου ενός αναγνώστη, όταν αναζητά έναν συγγραφέα που έγραψε για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Και το έργο της Ματωμένα χώματα είναι το πιο γνωστό συνυφασμένο με το θέμα της Μικρασίας μυθιστόρημα, με 109 ως τώρα (2022) εκδόσεις στην Ελλάδα, που αντιστοιχούν σε 429.000 αντίτυπα, με πολλές μεταφράσεις σε διάφορες γλώσσες, τιμημένο με το βραβείο Ελληνοτουρκικής φιλίας Ιπεκτσί και με άπειρους αναγνώστες. Αλλά αυτό δεν είναι το μοναδικό βιβλίο που έγραψε για το θέμα.
Το 1959 εξέδωσε το μυθιστόρημα Οι νεκροί περιμένουν, με το οποίο έκανε την πρώτη της εμφάνιση ως μυθιστοριογράφος. Ως τότε εργαζόταν συστηματικά ως δημοσιογράφος με σημαντικές θέσεις σε διάφορα έντυπα.
Για τη δημοσιογραφική της σταδιοδρομία γνωρίζουμε ότι ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’30, όταν παράλληλα με σποραδικά μικρά λογοτεχνικά δημοσιεύματα μετέφραζε γαλλικά μυθιστορήματα στην εφημερίδα Nέος Kόσμος της Pόζας Nικολοπούλου, όπου σύντομα άρχισε να κάνει ρεπορτάζ, ενώ κατόπιν έγινε αρχισυντάκτρια στο περιοδικό H Γυναίκα του Αντώνη Νικολόπουλου. Στην Kατοχή μαζί με τη Mέλπω Aξιώτη συνεργάστηκαν στις παράνομες εφημερίδες της Aντίστασης. Λίγο πριν από την Απελευθέρωση και ως το 1947 δημοσιογραφούσε στον Pιζοσπάστη και στον Pίζο της Δευτέρας, γράφοντας κυρίως για διεθνή θέματα με το ψευδώνυμο Σ. Δέλτα (από τα αρχικά της Δ. Σ.). H συνεργασία αυτή διακόπηκε το 1947 ύστερα από την πρωτοβουλία της να αποκαλύψει «πρόωρα» ότι η Aγγλία παραχωρούσε την κυριαρχία της Eλλάδας στις HΠA. Tο γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διαγραφή της από το KKE.[1] Aκολούθησαν συνεργασίες με πολλά άλλα έντυπα (Eπιθεώρηση Tέχνης, Δρόμοι της Eιρήνης κ.ά), και κυρίως με την Aυγή τη δεκαετία του ’50 και του ’60.[2]

Η έκδοση του πρώτου μυθιστορήματός της φαίνεται ότι ξάφνιασε. Ως γνωστή δημοσιογράφος που εμφανίστηκε αιφνίδια στη λογοτεχνία, παρουσιάζεται σε σύντομη βιβλιοκρισία.[3] Ανάλογα και ο Δ. Pαυτόπουλος, καλός γνώστης προσώπων και έργων της εποχής, στην κριτική του για το ίδιο βιβλίο τόνιζε ότι η συγγραφέας ήταν «άγνωστη ως τώρα στη λογοτεχνία».[4]
Για αυτή τη στροφή της υπάρχουν πολλές πιθανές αιτίες. Πρώτα από όλα ήταν ο ερχομός στο σπίτι της και στη φροντίδα της ίδιας και του άντρα της του μικρού ανιψιού τους Νίκου Ν. Μπελογιάννη, που δεν επιτρεπόταν μετά τα τρία του χρόνια να μένει πλέον στη φυλακή με τη μητέρα του Έλλη Παππά. Ο ερχομός αυτός εμπόδιζε τις μεγάλες απουσίες της από το σπίτι και την οικογένεια. Έπειτα, καθώς πλησίαζαν να συμπληρωθούν 40 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή, η Σωτηρίου φαίνεται να ένιωσε την ανάγκη να επιστρέψει στον χαμένο κόσμο των παιδικών της χρόνων αλλά και να προβάλει εμφατικά το δράμα της απώλειας της Ιωνίας και του ξεριζωμού των Μικρασιατών.
Πολύ αργότερα συνέδεσε την πεζογραφία της τόσο ως προς τον τρόπο γραφής όσο και ως προς την επιλογή και επεξεργασία των θεμάτων της με τη δημοσιογραφία, που αποτέλεσε την κύρια επαγγελματική της απασχόληση

Θα μιλήσω σύμφωνα και με τα χρόνια μου ―διότι τον 20ό αιώνα, αν περάσουν ακόμη πέντε χρόνια, θα τον έχω συμπληρώσει κάπως, αρχίζοντας το ’09 τη ζωή μου, στη Mικρά Aσία, στο Aϊντίνι, γεμάτη περιέργειες, μύθους που έφτιαξαν τη ζωή μου. Eκείνο που με οδήγησε να γράψω, να καθίσω αργά και να γράψω λογοτεχνία ―γιατί αργά έγραψα― ήταν γιατί δούλεψα πάρα πολύ σα δημοσιογράφος. Kαι δημοσιογράφος όχι απλός... κατευθείαν δηλαδή έπιασα την εξωτερική πολιτική, και το έκανα την εποχή εκείνη που δεν υπήρχαν όπως σήμερα σπουδαίοι αναλυτές, που ξέρουν τα γεγονότα, γιατί και πώς τα ζήσαμε κ.λπ. Eίχαμε δηλαδή από τη μια μεριά τα βιώματα, είχα την κρίση επάνω στα βιώματα, και δούλεψα κατά έναν τρόπο που οι δημοσιογράφοι σήμερα λένε πως κάπως τους βοήθησε μετά να πάρουν έναν σωστό δρόμο ―όσοι τον πήραν, βέβαια.»[5]

H σχέση της δημοσιογραφικής με τη λογοτεχνική της ταυτότητα, αλλά και ο τρόπος διαχείρισης του βιωματικού υλικού στο έργο της διακρίνονται καθαρά στην Eντολή (με θέμα τις δίκες του Νίκου Μπελογιάννη και της Έλλης Παππά), όπου η Kατερίνα, η μυθιστορηματική ηρωίδα που αποτελεί την persona της Σωτηρίου, είναι επαγγελματίας δημοσιογράφος. Mε ανάλογα δημοσιογραφικά και βιωματικά χαρακτηριστικά διαγράφονται και στο βιβλίο της Τυχαίο συναπάντημα και άλλες ιστορίες οι πρωτοπρόσωπες αφηγήτριες των διηγημάτων «Όπως στην Kατοχή» και «O άλλος Σωτήρης».

Η ίδια είδαμε ότι έδινε μεγάλη σημασία στη δημοσιογραφική της σταδιοδρομία, που την έφερε σε επαφή με όλα τα μεγάλα γεγονότα της εποχής της αλλά και της δίδαξε τον τρόπο της γραφής της: καίριο, λιτό, στρωτό λόγο, αβίαστη ─φαινομενικά απλή─ αφήγηση μαζί με την ιδιαίτερη ζωντάνια του ύφους της, την προβολή της είδησης, την τόλμη, την κριτική στάση απέναντι στα γεγονότα, τοn συνδυασμό της πληροφόρησης του αναγνώστη αλλά και της συγκίνησής του, τα συχνά διευκρινιστικά σχόλια του εκάστοτε αφηγητή, την γρήγορη εξέλιξη των ιστοριών. Επιπλέον η στάση της ως πεζογράφου απέναντι στο θέμα της φαίνεται να στηρίζεται στη δημοσιογραφική ακρίβεια και όχι στη δημιουργική φαντασία. Όπως γράφει η ίδια: «O συγγραφέας που πλαστογραφεί την πραγματικότητα είναι ένας μικροαπατεώνας, ανάξιος λόγου. Χειρότερος και από κακοποιός».[6] Στα μυθιστορήματά της (με την εξαίρεση πιθανόν του Κατεδαφιζόμεθα) στηρίχθηκε σε πραγματικά γεγονότα και σε ιστορίες υπαρκτών ανθρώπων, συγκεντρώνοντας με συνεντεύξεις και έρευνα αυθεντικό υλικό ιστορικό, πραγματολογικό, γλωσσικό και δημιουργώντας εντέλει ιδιότυπα nonfiction novels.[7]
Ξαναγυρίζοντας στο Οι νεκροί περιμένουν επισημαίνω ότι η υπόθεσή του στηρίζεται στα οικογενειακά βιώματα της Σωτηρίου, που διαπλέκονται με τα ιστορικά γεγονότα που αφορούν τη Μικρασία, την Καταστροφή και την προσπάθεια των προσφύγων να ριζώσουν στην Ελλάδα. Ήταν άλλωστε φυσικό να στραφεί για το πρώτο της μεγάλης έκτασης πεζογράφημα στη συγκλονιστική ιστορία των νεανικών της χρόνων, που έδενε με τις αντίστοιχες ιστορίες πολλών άλλων προσφύγων.[8] Σύμφωνα με την τελική του μορφή, η αρχή της ιστορίας τοποθετείται στο 1918 (με μικρές αναδρομές ως τις αρχές του 20ου αιώνα) και το τέλος στο 1941, στη γερμανική εισβολή στη χώρα μας. Η εποχή της αφήγησης, όμως, είναι το 1943, που δείχνει ότι η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια μιλά από αρκετή χρονική απόσταση, ξεπερνώντας μάλιστα το χρονικό τέλος της ιστορίας της. Στο στοιχείο αυτό θα επανέλθω στη συνέχεια.
Στο Πρώτο Μέρος του μυθιστορήματος γνωρίζουμε τη ζωή μιας πολύκλαδης αστικής οικογένειας στο Αϊντίνι και τη Σμύρνη στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα μέσα από τα μάτια της Αλίκης Μάγη (που αποτελεί persona της Δ. Σωτηρίου). Στο Δεύτερο Μέρος η ιστορία τους συνεχίζεται στην Αθήνα (κυρίως στην προσφυγική Κοκκινιά), από το 1922 ως το 1941. Η συγγραφέας σχεδιάζει μια ολόκληρη πινακοθήκη ηρώων, που λειτουργούν αντιθετικά ή συμπληρωματικά, θέλοντας να παρουσιάσει μια πολύπλευρη εικόνα του τόπου και της εποχής: Έλληνες της Μικράς Ασίας, Ελλαδίτες και Τούρκοι, πλούσιοι και φτωχοί, Χριστιανοί, Μωαμεθανοί, Εβραίοι, αστοί, εργάτες, αγρότες. Όλα αυτά «τα δευτερεύοντα πρόσωπα με τα πρωτεύοντα δράματά τους»[9] είναι πλασμένα με εξαιρετική ζωντάνια και αληθοφάνεια, προκαλώντας το ενδιαφέρον και τη συγκίνηση των αναγνωστών για την τύχη τους. Η περιγραφή βασανιστηρίων και σφαγών είναι περιορισμένη κυρίως στην ολιγοήμερη κατάληψη και καταστροφή του Αϊδινίου από τους Τσέτες τον Ιούνιο του 1919, αφού η κεντρική ηρωίδα και αφηγήτρια φεύγει από τη Μικρά Ασία πριν από την Καταστροφή.
Η Σωτηρίου γράφει ένα έργο με θέση και θέλει να προβάλει μέσα από το εθνικό ζήτημα το κοινωνικό πρόβλημα.[10] Στην πλειονότητά τους οι πλούσιοι, ασχέτως εθνικότητας, δεν είναι ηθικοί, καθώς τους απασχολεί μόνο το συμφέρον τους. Οι περισσότεροι Μικρασιάτες έμποροι και βιομήχανοι πληροφορούνται για τον επικείμενο όλεθρο και έχουν τα οικονομικά μέσα για να φύγουν αλώβητοι, ενώ οι φτωχοί μένουν και αντιμετωπίζουν την επερχόμενη καταστροφή. Ανάλογα, όταν φτάνουν στην Ελλάδα, οι ξεριζωμένοι και ταπεινωμένοι φτωχοί πρόσφυγες πάσχουν από φτώχεια και ανεργία, την ώρα που σε άλλες συνοικίες όπου εγκαταστάθηκαν πλούσιοι, ανάμεσα σε διασκεδάσεις σχεδιάζονται γάμοι και σταδιοδρομίες, καθώς παράλληλα αρχίζει η άνοδος φασιστικών ιδεών, που προοιωνίζονται τη δικτατορία του 1936.
Η συγγραφέας δεν αρκείται στα παραδείγματα, ορισμένα πρόσωπα λένε τα πράγματα με το όνομά τους:

Μα κουτό παιδί, δεν το ξέρεις πώς όταν έχεις λεφτά, έχεις και σχέσεις με τους μεγάλους και μαθαίνεις πότε θα ’ρθει το κακό; Και να το υποπτεύεσαι μόνο, έχεις τον τρόπο να λάβεις τα μέτρα σου. Κάνεις, που λέει ο λόγος, ένα ταξιδάκι προληπτικό, όπως ο θείος Γιάγκος, και βρίσκεσαι πάντα σε ασφάλεια. Βγάζεις τα χρήματά σου στο εξωτερικό και τ’ ασφαλίζεις. Να, γιατί εγώ, τ’ αγαπώ τα λεφτά. Με τα λεφτά κάνεις ό,τι θες. Εδώ οι καθολικοί αγοράζανε με τα λεφτά και θέση στον παράδεισο…[11]

Καθώς όλα σχεδόν αυτά τα σχόλια είτε γίνονται από ένα παιδί (την αφηγήτρια) ή απευθύνονται σε αυτήν, είναι διατυπωμένα σε μιαν εξαιρετικά απλή γλώσσα κατανοητή από το ευρύ κοινό.
Λόγος γίνεται στο μυθιστόρημα και για τον ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων, καθώς υποστηρίζεται η άποψη ότι η μετάβαση των Ελλήνων στη Μικρά Ασία και ο πόλεμος που ακολούθησε προκλήθηκαν από κράτη, όπως η Αγγλία, η Γαλλία και η Γερμανία, που εποφθαλμιούσαν τα πλούτη της Μικράς Ασίας και επιθυμούσαν να διώξουν τους Έλληνες από τον τόπο τους, συμμαχώντας με τον Κεμάλ και βοηθώντας τους Τούρκους.[12] Το θέμα αυτό, όπως θα δούμε, απασχόλησε ιδιαίτερα τη Σωτηρίου.
Ένα επιπλέον αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι αρχικά η συγγραφέας ήθελε στο βιβλίο της να παρουσιάσει και τη συμμετοχή των Μικρασιατών ηρώων της στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο και την Αντίσταση. Μετά το κεφάλαιο 9 του Δεύτερου Μέρους, που έχει περίπου κοινό περιεχόμενο και στις δύο μορφές του μυθιστορήματος, ακολουθούσαν άλλα εννέα στα οποία οι αναγνώστες παρακολουθούσαν τον ξεπεσμό του πλούσιου θείου που είχε αναλάβει την Αλίκη, εξαιτίας των σχέσεών του με ένα νέο κορίτσι αλλά και της φοβικής του εξάρτησης από έναν νεαρό φασίστα, ισχυρό λόγω του πολέμου. Αντίθετα, στην οικογένεια Μάγη όλοι (εκτός από τον πατέρα που πεθαίνει) συμμετείχαν στον πόλεμο και στην Αντίσταση. Στο προσκήνιο έρχονταν πλέον οι εξιδανικευμένοι ήρωες Ζήσης Δρόγας και Νιόβη (persona της Έλλης Παππά), ο έρωτας των οποίων τελείωνε τραγικά, όπως τελείωναν και οι ζωές άλλων ηρώων. Στην καταληκτική, χωρίς αρίθμηση, ενότητα η Αλίκη θυμόταν τα παιδικά της χρόνια στο Αϊντίνι και άρχιζε έναν φανταστικό διάλογο με τον νεκρό πλέον Ζήση και την αδελφή της. Στην τελευταία σκηνή οι εκτελεσμένοι μέσα από τους τάφους τους έλεγαν «Θα περιμένουμε». Και το μυθιστόρημα ολοκληρωνόταν με την ακόλουθη φράση: «Και απ’ όλους τους δρόμους του κόσμου ακούστηκαν βήματα. Βήματα ανθρώπων που τραβούσαν μπροστά…».[13]
Θέλοντας να συνδέσει αυτές τις τελευταίες περίπου 100 σελίδες του βιβλίου της με τη Μικρασιάτικη αφετηρία του, τόνιζε ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες είχαν κύριο ρόλο στην Αντίσταση,[14] ενώ η Αλίκη στην αναδρομή της στο παρελθόν θυμόταν ακόμη και το καπέλο με τις ψεύτικες μπούκλες με το οποίο άρχιζε το βιβλίο και το οποίο είχε μια συμβολική ερμηνεία: «Έτσι, μια από τις πρώτες διδαχές που πήρε η μικρούλα εκείνη ήταν πως εξωραΐζονται ακόμα και οι ασχήμιες της ζωής, φτάνει να μη διστάζει κανείς να κρύψει την πραγματικότητα μ’ ένα όμορφο, χρυσωμένο ψέμα…».[15]
Ωστόσο, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος στη κριτική του για το Οι νεκροί περιμένουν, ενώ άρχιζε με τη διαπίστωση: «Πεζογράφος εγεννήθη ημίν…», κατόπιν έψεγε έντονα τις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος:

Η πρόθεση της μυθιστοριογράφου είναι να ολοκληρώσει τον πίνακα του τετάρτου του αιώνα με τα χρόνια της Κατοχής, όπου πια ο λαός δεν σέρνεται άβουλα από τη μοίρα του, μα αντιστέκεται […]. Μα εδώ ακριβώς χάνει την κυριαρχία της πάνω στο υλικό της, τις προθέσεις και τα αισθήματά της. Χάνοντας το ρεαλιστικό της αισθητήριο, […] κάνει πότε ιστορικό άρθρο, πότε προκήρυξη και πότε ξύλινα ιδεοκρατούμενα ομοιώματα ανθρώπων, που παριστάνουν ─αυτό είναι το χειρότερο─ το νέο τύπο ανθρώπου της εποχής μας. […] Μιλάμε για τους δύο ─τους νεώτερους─ ήρωες του βιβλίου, τη Νιόβη και το Ζήση, που βαραίνουν αποφασιστικά σαν πρόθεση αλλά και σαν αποτυχία στο δεύτερο μέρος του βιβλίου.[16]

Ο Ραυτόπουλος είχε διακρίνει σωστά την έλλειψη ισορροπίας ανάμεσα στα δύο μέρη του βιβλίου. Η ζωή στη Μικρασία παρουσιαζόταν με μια δροσερή αλλά χωρίς αφέλεια παιδική ματιά, όπου ακόμη και σοβαρά ή και τραγικά ζητήματα αντιμετωπίζονταν με συγκρατημένη συγκίνηση και νεανική αισιοδοξία. Ωστόσο μετά την εγκατάσταση στην Αθήνα, και κυρίως στα χρόνια του πολέμου η αφηγήτρια περιοριζόταν ουσιαστικά να προβάλλει με υπέρμετρο θαυμασμό τις ιδεολογικά φορτισμένες συζητήσεις της Νιόβης και του Ζήση, χρωματίζοντας έντονα αλλά χωρίς επιδεξιότητα με αριστερές απόψεις το κείμενό της. Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη φράση: «Οι καμπάνες στην Κοκκινιά χτυπούσαν συναγερμό. Κι οι νέοι Ζήσηδες τρέχαν να πάρουν τη θέση του χαμένου αγωνιστή στο ταμπούρι της λευτεριάς…» [17]
Ας σημειωθεί, όμως, εδώ ένα πολύ ευρύτερο στοιχείο. Στα πρώτα μυθιστορήματα που εκδόθηκαν με θέμα τη ζωή στη Μικρασία και τον διωγμό των Ελλήνων τα σχετικά γεγονότα παρουσιάζονταν ξεκομμένα από τη ροή της ελληνικής ιστορίας και του κοινωνικού γίγνεσθαι, κυρίως σαν ένας περίκλειστος/περιχαρακωμένος κόσμος. Το τότε πρόσφατο και μείζον τραγικό γεγονός του 1922 είναι πιθανόν ότι επέβαλε την αποκλειστική προβολή του, χωρίς αναφορές σε άλλα ιστορικά συμβάντα, άρα η σύνδεση των ιστορικών περιόδων στο Οι νεκροί περιμένουν να μην μπορούσε ούτε εύκολα να γραφτεί ούτε εύκολα να γίνει αποδεκτή.
Φαίνεται πάντως ότι η κριτική αυτή επηρέασε πολύ την Σωτηρίου που συντόμευσε το κείμενό της στη δεύτερη έκδοση, η οποία αποτέλεσε και την οριστική μορφή του κειμένου της. Χωρίς αλλαγές στο Πρώτο Μέρος, έκανε ουσιαστικές αλλαγές στο Δεύτερο, το οποίο πλέον τελείωνε με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και την απλή μόνο αναφορά στην εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα.[18] Πάντως δεν αφαίρεσε, αν και περιόρισε, τα προπολεμικά επεισόδια που διαδραματίζονται στην Κοκκινιά, όπου πρωταγωνιστούν η αδελφή της πρωταγωνίστριας Νιόβη και ο Ζήσης.

Το 1978, είκοσι χρόνια μετά την έκδοση του Οι νεκροί περιμένουν, η Σωτηρίου διασκεύασε αυτό το μυθιστόρημα, ώστε να γίνει κατάλληλο να διαβάζεται από παιδιά.[19] Κατά τη γνώμη μου, το νέο βιβλίο απευθύνεται μόνο σε εφήβους, λόγω του θέματος και των σκληρών περιγραφών βασανιστηρίων και θανάτων. Άλλαξε και τον τίτλο, ο υποβλητικός αλλά και μακάβριος για νεαρές ηλικίες Οι νεκροί περιμένουν μεταβλήθηκε στον εξίσου δυνατό αλλά μάλλον αόριστο Μέσα στις φλόγες.
Η διασκευή δεν χωρίζεται σε μέρη, αλλά απλώς σε 12 κεφάλαια, ενώ η αφήγηση και η διαίρεση των κεφαλαίων στο νέο βιβλίο ακολουθεί πιστά στο μεγαλύτερο μέρος του το προηγούμενο μυθιστόρημα με μικρές παραλείψεις, συντομεύσεις ή προσθήκες αλλά και με πολλές αυτούσιες σελίδες. Οι μεγαλύτερες αλλαγές παρατηρούνται μετά την άφιξη των ηρώων στην Αθήνα, όπου παρακολουθούμε μεν την τύχη των Μικρασιατών προσφύγων αλλά δεν εμφανίζονται τα νέα πρόσωπα και τα επεισόδια στην Κοκκινιά τις παραμονές του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου. Σε μια τελευταία εκτός αρίθμησης σύντομη ενότητα τονίζεται ο αποφασιστικός ρόλος και η καίρια σημασία της παρουσίας των προσφύγων στην Ελλάδα. Το βιβλίο τελειώνει με την αναφορά στην επικείμενη έναρξη ενός νέου πολέμου που θα ενώσει σε κοινή μοίρα τους πρόσφυγες με τους Ελλαδίτες.
Η Σωτηρίου με αυτό το βιβλίο δεν ενδιαφερόταν να γράψει μια ιστορία ειδικά για παιδιά.[20] Ήθελε διασκευάζοντας το επιτυχημένο Οι νεκροί περιμένουν να προσεγγίσει τις νεότερες ηλικίες για να τους δείξει τα τραγικά γεγονότα της Μικρασίας και να προβάλει τις ιδέες της για τα όσα συνέβησαν εκεί και κυρίως για το γιατί συνέβησαν.
Στο μεταξύ η επιτυχία του Οι νεκροί περιμένουν και η δημοσιότητα που πήρε η Σωτηρίου, έφερε μπροστά της τον Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη πρόσφυγα. Αυτός της έδωσε το υλικό για το δεύτερο μυθιστόρημά της Ματωμένα χώματα (1962), που εκδόθηκε την τεσσαρακοστή επέτειο της Καταστροφής, τη χρονιά που και ο Κοσμάς Πολίτης είχε εκδώσει το δικό του αριστουργηματικό μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου.
Στον πρόλογό της η Σωτηρίου παρουσιάζει τον Μικρασιάτη αγρότη, «που έζησε τ’ Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας αντίστασης». Αυτός της παραχώρησε «ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του», αλλά σύμφωνα με τη συγγραφέα υπήρξαν και άλλοι «αυτόπτες μάρτυρες» που της έδωσαν το υλικό που χρειαζόταν.[21]
Η Αγγέλα Καστρινάκη στο μελέτημά της «Μανώλης Αξιώτης, ο αφηγητής των Ματωμένων χωμάτων: ένα σκίτσο» (σε αυτό το τεύχος του Χάρτη) εστιάζει στον πραγματικό Μ. Αξιώτη και στην προσπάθειά του να διεκδικήσει τη συγγραφική πατρότητα του μυθιστορήματος και να προβληθεί ως συγγραφέας με την μεταγενέστερη έκδοση άλλων σχετικών βιβλίων. Επισημαίνει επίσης την αντίστροφη κίνηση της Σωτηρίου να μειώσει τη συμβολή του στη δημιουργία των Ματωμένων χωμάτων.[22]
Επειδή δεν έχουμε στη διάθεσή μας ισχυρά τεκμήρια, όπως το χειρόγραφο του Αξιώτη ή κάποιες σχετικές σημειώσεις της Σωτηρίου, δεν γνωρίζουμε το ακριβές υλικό που της δόθηκε ή την αξία του. Ωστόσο, είναι προφανές ότι η Σωτηρίου διέθετε τις συγγραφικές αρετές να μεταμορφώσει τις καταγραμμένες αναμνήσεις του Μικρασιάτη πρόσφυγα σε συναρπαστική λογοτεχνική αφήγηση, αρετές που, όπως δείχνει η Καστρινάκη, έλειπαν από τον Αξιώτη.

Αυτό το δεύτερο μυθιστόρημά της μοιάζει να αλληλοσυμπληρώνεται με το πρώτο. Στο πρώτο το νέο κορίτσι, ο αστικός περίγυρος, η ήρεμη και άνετη ζωή στη Σμύρνη, η σχετικά εύκολη και χωρίς απώλειες πολλών συγγενών μετακίνηση στην Ελλάδα, στο δεύτερο ο νέος άνδρας, η ζωή στο χωριό, ο δύσκολος βιοπορισμός, η στρατιωτική θητεία, οι περιπετειώδεις αποδράσεις, οι μεγάλες απώλειες συγγενών και φίλων, η αβέβαιη εγκατάσταση στη νέα πατρίδα.

Tο μυθιστόρημα χωρίζεται σε τέσσερα μέρη («Ειρηνική ζωή», «Αμελέ Ταμπουρού», «Ήρθαν οι Έλληνες» και «Η καταστροφή») και 18 κεφάλαια, χωρίς ιδιαίτερο τίτλο το καθένα. Tην ιστορία αφηγείται ο πρωταγωνιστής, Mανώλης Aξιώτης, ένας τουρκόφωνος χωρικός από το χωριό Kιρκιντζέ κοντά στην Έφεσο.

Το έργο δείχνει ότι Έλληνες και Tούρκοι ζούσαν αγαπημένοι στην Aνατολή, παρά τις άσχημες περιπτώσεις Eλλήνων πλούσιων που, για να αυξήσουν την περιουσία τους, καταπίεζαν τους φτωχούς, Έλληνες και Tούρκους. Oι τελευταίοι πάντως παρουσιάζονται πιο αγαθοί, αμόρφωτοι και αφελείς από τους Έλληνες, που εμφανίζονται καλύτεροι και πιο προοδευτικοί έμποροι, επιστήμονες, ακόμη και αγρότες. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι η φιλία του Αξιώτη με τον Σεφκιέτ, Tούρκο βοσκό, ο οποίος περιγράφεται στο βιβλίο μέσα από την οπτική γωνία του φίλου του. Eίναι αξιοσημείωτο ότι ενώ ο Aξιώτης φαίνεται να τον αγαπάει πολύ, αυτοπαρουσιάζεται ανώτερος από τον Σεφκιέτ: «Tότες κράταγα στα χέρια μου τη φαντασία του Σεφκιέτ· την έπλαθα, όπως με το ζυμάρι πλάθεις τα Λαζαράκια.»[23] Ωστόσο ο Σεφκιέτ έχει σωστή κρίση και μια αξιοσημείωτη ευρύτητα πνεύματος. Είναι τίμιος και καλός, γι’ αυτό και όταν μαθαίνει ότι τα τουρκικά χωριά ξεσηκώνονται εναντίον των Eλλήνων, θεωρεί χρέος του να ειδοποιήσει τον φίλο του τον Mανώλη για να προσέχει. Aν και ο ρόλος του Σεφκιέτ στο έργο δεν είναι σημαντικός, γίνεται σύμβολο της ειρηνικής συνύπαρξης των δύο λαών και του αναγκαστικού χωρισμού τους, καθώς ο πόλεμος χωρίζει τους δύο φίλους σε αντίπαλα στρατόπεδα. Γι’ αυτό και ο Mανώλης τον θυμάται και σ’ αυτόν απευθύνει λίγα λόγια στο τέλος του βιβλίου του.
Τα Ματωμένα χώματα είναι ένα μυθιστόρημα με θέση και δομή μαθητείας. Ο κεντρικός ήρωας περνά μια μεγάλη σειρά από δοκιμασίες, που σχετίζονται με πρόσωπα ή γεγονότα, και τις αντιμετωπίζει όλες με εξαιρετική επιτυχία. Πρόκειται κατά σειρά για τον σκληρό πατέρα, τις εργασιακές του σχέσεις με καλούς ή μη εργοδότες, τη στρατιωτική θητεία στα Αμελέ Ταμπουρού, τις προσπάθειές του να αποδράσει, τη συμμετοχή στον πόλεμο της Μικράς Ασίας, τον φόνο ενός εχθρού, τη σωματική επιθυμία για μία μωαμεθανή, τον έρωτα, την προσπάθεια να κατανοήσει τις ιδέες που κυκλοφορούν στον στρατό, τη στήριξη της οικογένειάς του και τέλος τη σωτηρία του ίδιου και ενός φίλου του και την καταφυγή του στην Ελλάδα. Μέσα από τις δοκιμασίες του η συγγραφέας τον παρουσιάζει να περνά από την άγνοια και την αμφιβολία στη γνώση του σωστού, που είναι η ισότητα και η αγάπη προς όλους, η τιμιότητα, το ήθος αλλά και η αναγνώριση των πραγματικών εχθρών και υπαίτιων των δεινών της πατρίδας του. Αναδεικνύεται έτσι σε έναν ιδανικό ήρωα, ένα πρότυπο.
Ας προσέξουμε ότι ανάλογο πρότυπο θετικού ήρωα είναι και ο Κρητικός συστρατιώτης του Νικήτας Δροσάκης. Φοιτητής, καλός χαρακτήρας, γενναίος στρατιώτης και αριστερός, αποκαλύπτει με τα λόγια του στον Αξιώτη και σε όσους άλλους στρατιώτες τον ακούνε τον ύπουλο και προδοτικό ρόλο των ξένων Δυνάμεων που αντιμάχονταν την προσπάθεια των Ελλήνων να στερεώσουν την παρουσία τους στη Μικρά Ασία.[24] Αν και ο ρόλος του Δροσάκη είναι πολύ μικρότερος σε έκταση από εκείνον του Αξιώτη, ο λεβέντης Κρητικός εντυπώνεται στον νου των αναγνωστών για τα λεγόμενά του, που απηχούν καθαρά τις απόψεις της Σωτηρίου.
Σε αυτούς τους δύο θετικούς ήρωες, τον βασανισμένο Μικρασιάτη αγωνιστή και τον Κρητικό στρατιώτη που αναλαμβάνει την καθοδήγησή του, στηρίζεται όλο το μυθιστόρημα τόσο ως προς τη δράση όσο και ως προς την ιδεολογία του. Ο κόσμος του έργου είναι πολυεθνικός, βίαιος και πολύπλοκος. Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Αρμένιοι, λεβαντίνοι κ.ά., στρατιώτες και άμαχος πληθυσμός, αλληλοεξοντώνονται ουσιαστικά για τα συμφέροντα των ξένων Μεγάλων Δυνάμεων που κινούν τα νήματα από το παρασκήνιο. Έτσι με τη Μικρασιατική Εκστρατεία ανατρέπεται η προηγούμενη ζωή και καταποντίζεται το ουτοπικό όραμα όχι μόνο της απελευθέρωσης των μικρασιατικών παραλίων, που από την αρχαιότητα κατοικούνταν από Έλληνες, αλλά και της επέκτασης στα βάθη της Μικράς Ασίας, που κατοικούνταν κυρίως από Τούρκους, με αποτέλεσμα την καταστροφή της Μεγάλης Ιδέας και τον ξεριζωμό των Μικρασιατών από τα πατρογονικά εδάφη τους στην Ανατολή.
Υποστηρίζοντας η συγγραφέας τη συναδέλφωση των λαών και αποδίδοντας τις αιτίες του πολέμου στις Μεγάλες Δυνάμεις που ενεργούσαν για τα μεγάλα οικονομικά τους συμφέροντα στην περιοχή, δίνει μέσω του πρωταγωνιστή της στο τέλος του βιβλίου επιγραμματικά το «πιστεύω» της: «Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελάμ σοϊλέ…Ας μη μας κρατάει κάκια που την ποτίσαμε μ’ αίμα. […] Ανάθεμα στους αίτιους!».[25]
Με την καταληκτική φράση θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποσείει μεγάλο μέρος της ευθύνης των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, αποδίδοντας την Καταστροφή περισσότερο σε άλλους παράγοντες, όπως στη διείσδυση των ξένων συμφερόντων στην Ανατολή μαζί με την ανάπτυξη του τουρκικού εθνικισμού και λιγότερο στην κακή εξωτερική πολιτική της Eλλάδας, που οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον Διχασμό.[26]
Αυτή η συγκίνηση για τον αποχωρισμό της πατρικής της γης, της Μικρασίας, αλλά και η προσπάθεια της Σωτηρίου να σταθεί δίκαια απέναντι στα τρομερά γεγονότα, που αποτυπώνονται στα Ματωμένα χώματα, να καλλιεργήσει τη φιλία ανάμεσα στους λαούς και να εκφράσει με το έργο της ένα πανανθρώπινο αντιπολεμικό μήνυμα έκανε το μυθιστόρημά της πολύ αγαπητό και στην Τουρκία.[27]

Στο επόμενο βιβλίο της, όμως, το μελέτημα Η Μικρασιατική Καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο (Κέδρος 1975), εξετάζει και υπογραμμίζει τις ελληνικές ευθύνες για την τραγωδία της Μικρασίας.
Όπως γράφει στον πρόλογό της, το βιβλίο είχε γραφτεί πριν από το 1967, αλλά το έκρυψε μαζί με άλλα γραπτά της που δεν μπορούσαν να δημοσιευτούν στη διάρκεια της δικτατορίας.[28] Ωστόσο, δεν είναι γνωστό αν γράφτηκε παράλληλα με την έρευνα και τη σύνθεση των δύο μυθιστορημάτων της για τη Μικρά Ασία. Το ανέσυρε για να δημοσιευτεί μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974, συνδέοντας στον πρόλογό της την Καταστροφή του 1922 με τη νέα τραγωδία του Ελληνισμού από τους ίδιους εχθρούς, τους Τούρκους και τους συμμάχους τους. Στο κείμενό της στηρίζει τις απόψεις της σε πολλά ιστορικά βιβλία, σε μαρτυρίες προσωπικοτήτων (στρατηγών, διπλωματών, ιερωμένων) που έζησαν τα γεγονότα και σε άλλα μελετήματα. Παραθέτει μάλιστα και πολλά σχετικά αποσπάσματα. Η συγγραφέας παρακολουθεί την εξέλιξη των γεγονότων και φέρνει στο προσκήνιο τις αιτίες της αντιφατικής πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων που ενθάρρυναν τον Βενιζέλο να στείλει στρατό στη Σμύρνη, αλλά στο βάθος, ενεργώντας μόνο με βάση τα δικά τους ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, έρχονταν σε συνεννόηση με τον Κεμάλ.
Αν και επαινεί τον Βενιζέλο, χαρακτηρίζοντας τις διπλωματικές του μάχες «εύστροφες, με υπομονή, πείσμα και μαχητικότητα», καταδικάζει την «αφελή» αντίληψη Ελλαδιτών και Μικρασιατών ότι είχε έρθει το «“πλήρωμα του χρόνου” που η ελληνική προπαγάνδα, οι δάσκαλοι, οι παπάδες χρόνια παρουσίαζαν το όραμά του: Τη Μεγάλη Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών!»[29] Επιπλέον αποδίδει την προκήρυξη των εκλογών του 1920 όχι σε λαθεμένη εκτίμηση του Βενιζέλου αλλά στις πολιτικές βλέψεις των Άγγλων, που πίστευαν ότι με την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου θα είχαν έναν ευγνώμονα και περισσότερο υπάκουο υποστηρικτή των συμφερόντων τους, ενώ θεωρεί ότι ο Βενιζέλος μετά το 1920 θα αντιτασσόταν στην Αγγλική πολιτική.[30] Εξετάζει επίσης διεξοδικά την απόφαση για τη συνέχιση της εκστρατείας, αποδίδοντάς την ουσιαστικά στην προσπάθεια των φιλοβασιλικών να αναγνωριστεί ο Έλληνας βασιλιάς από τις Μεγάλες Δυνάμεις.[31]
Με λόγο σαφή αλλά σκληρό επισημαίνει τις αιτίες της τραγωδίας της Ιωνίας και δείχνει τους ενόχους με ένα δριμύ κατηγορώ:

Οι διαταγές των κυβερνήσεων του Κωνσταντίνου για τις επιχειρήσεις και προελάσεις του ελληνικού στρατού από τον Νοέμβριο του 1920 έως τον μοιραίο Αύγουστο του 1922 θα μένουν στην ιστορία σαν η μελανότερη πράξη εθνικής προδοσίας. […] Οι σχολιαστές και οι ιστορικοί μας δεν θέλουν ακόμα ή δεν μπορούν να δουν την πλάνη της μεγάλης ιδέας, που έδεσε ένα μικρό αδύνατο αλογάκι στη μηχανή των χιλίων ίππων του ξένου ιμπεριαλισμού με την αυταπάτη πως θα μπορούσε να συμβαδίσει! Δεν εννοούν να δουν πως η πολιτική της υποτέλειας και της ξενοδουλείας, η ισοδύναμη προς εθνική προδοσία οδήγησε στη μεγαλύτερη εθνική καταστροφή του αιώνα μας, στη μικρασιατική καταστροφή. […] Από τις αρχές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου οι Γερμανοί με τον Κωνσταντίνο, οι Αγγλογάλλοι με τον Βενιζέλο, δίχασαν την Ελλάδα, πυράκτωσαν πάθη και πλάνες για να κάνουν καλύτερα τις δουλειές τους, να μεταβάλουν την Ελλάδα σε ξέφραγο χωράφι, ν’ απαλλοτριώσουν την εθνική μας ανεξαρτησία, […] και τελικά να μας στείλουν να φάμε το κεφάλι μας στη Μ. Ασία. […] Μιλώντας ωστόσο για τις ευθύνες των ξένων ή των πολιτικών εκείνης της εποχής δεν μπορούμε να μην τις συνδέσουμε με τον ένοχο που κρύβεται πίσω τους, το ελληνικό κεφάλαιο, εφοπλιστικό, παροικιακό και χρηματιστικό που διψούσε, όπως είδαμε, να εξασφαλίσει τις θέσεις του στην Εγγύς Ανατολή και στον Εύξεινο και ονειρευόταν την Ελλάδα των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Και θεωρούσε αρκετά τα κότσια του για να συμβαδίζει με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό.»[32]

Συμπερασματικά, η Σωτηρίου αφιέρωσε στο θέμα της Μικρασιατικής Καταστροφής δύο πολύ σημαντικά μυθιστορήματα και ένα μελέτημα, που συνομιλεί από την πλευρά της Ιστορίας με τις μικροϊστορίες των (όχι φανταστικών) ηρώων της και με το μεγάλο δράμα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ωστόσο, τα τρία αυτά βιβλία συνομιλούν και με την εποχή που δημοσιεύτηκαν και με το είδος στο οποίο ανήκουν. Στις αρχές της Μεταπολίτευσης που εκδόθηκε το μελέτημά της υπήρχε πολύ μεγαλύτερη πολιτική ελευθερία στην Ελλάδα για να ειπωθούν όσα στο τέλος της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές του ’60 ήταν πολύ δύσκολο έως αδύνατο να διατυπωθούν φανερά. Επιπλέον η ευθεία αυστηρή κριτική και το συγκλονιστικό κατηγορώ του Η Μικρασιατική Καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να ειπωθούν από κάποιον μυθιστορηματικό της ήρωα.
Με αυτά τα βιβλία ολοκληρώνεται ο θεματικός κύκλος της Μικράς Ασίας στο έργο της.[33] Ήδη την επόμενη χρονιά, το 1976, με την Εντολή άρχισε να προβάλει ένα νέο θέμα, τον πόλεμο του 1940, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο και κυρίως τις τρομερές συνέπειες που είχαν στην πολιτική, κοινωνική, πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της χώρας μας με έναν νέο διχασμό και ένα σχεδόν αγεφύρωτο χάσμα που δεν έχει κλείσει ακόμη. Συνολικά στα γραπτά της η Σωτηρίου αποτυπώνει τις μεγάλες ώρες του Ελληνισμού στον εικοστό αιώνα, γράφοντας με τη σιγουριά του αυτόπτη μάρτυρα, με διάθεση διαμαρτυρίας αλλά και με μια πνοή αισιοδοξίας. Αγωνίστρια, πρωτοπόρος στις πολιτικές της ιδέες αλλά και στις απόψεις της για το γυναικείο φύλο, μοιάζει στα βιβλία της να έχει έναν «ανοιχτό διάλογο» με τα όσα συνέβαιναν γύρω της και με τους αναγνώστες της, με τους οποίους θέλησε να μοιραστεί τον προβληματισμό της για τη ζωή του τόπου αλλά και τον βαθύ ανθρωπισμό της.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: