Αφήγηση και πολιτισμική μνήμη: Κ. Πολίτη, «Στου Χατζηφράγκου, «Πάροδος» και Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος», τ. Α΄

Μαρτυρίες από τις επαρχίες των Δυτικών Παραλίων της Μικρασίας. Μια συνανάγνωση

Αφήγηση και πολιτισμική μνήμη:  Κ. Πολίτη, «Στου Χατζηφράγκου, «Πάροδος» και  Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Έξοδος», τ. Α΄



Παρατηρεί η Έρη Σταυροπούλου, συνοψίζοντας και θέσεις παλιότερων ερευνητών, στο καταστατικό δοκίμιό της: «Η παρουσία της Μικρασιατικής Καταστροφής στη νεοελληνική πεζογραφία (συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις)»,[1] πως η αφηγηματική παραγωγή που αναπαριστά τη ζωή των ελληνικών κοινοτήτων στη Μικρά Ασία πριν, όσο και κατά, την Καταστροφή του 1922, αναπτύσσεται σε τρεις θεματικές περιοχές: στην περιοχή που εστιάζει στην αναπαράσταση της ευτυχισμένης ζωής στη Mικρά Aσία πριν από την Καταστροφή (παράδειγμα: Ηλίας Βενέζης, Αιολική Γη, 1943· Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, 1962)· στην περιοχή που εστιάζει στην περιγραφή των πολεμικών γεγονότων στη Μικρά Ασία από την αποβίβαση του ελληνικού στρατού έως την υποχώρηση και την καταστροφή (παράδειγμα: Ηλίας Βενέζης, Το Νούμερο 31328, 1931)· στην περιοχή που εστιάζει στην μεταγενέστερη διαδικασία μετοικεσίας, και κοινωνικής ένταξης των μικρασιατών προσφύγων στον ελλαδικό χώρο μετά την Καταστροφή (παράδειγμα: Ηλίας Βενέζης, Γαλήνη, 1939).

Η οριστική απώλεια της πατρίδας, της περιουσίας, των αγαπημένων προσώπων, συνετέλεσε στο να εξιδανικευτεί, σε αυτό το σώμα κειμένων, ο τόπος ζωής πριν από την Καταστροφή σε Γη της Επαγγελίας: πρόκειται για ένα πρώτο είδος μετάπλασης της ιστορικής ύλης σε δημόσια μνήμη, που πρωτίστως κοινοποιεί και μνημειώνει το τραυματικό γεγονός, δευτερευόντως δε, δυνητικά, επουλώνει τις πληγές που άνοιξε το τραυματικό γεγονός.[2] Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με την Έρη Σταυροπούλου, αρκετές μελέτες για το είδος εστιάζουν στη χρήση του ως πηγής ιστορικής πληροφορίας (αναφέρει ενδεικτικά τη μελέτη της Τ. Καφετζάκη, Προσφυγιά και λογοτεχνία, 2003), χωρίς να εμβαθύνουν πάντα στο ζήτημα των ρητορικών τρόπων μετάπλασης του ιστορικού υλικού σε δημόσια μνήμη, με προτάσεις οι οποίες να υπερβαίνουν το αυτονόητο, για την πεζογραφία, σχήμα της αντανάκλασης του έξω κόσμου μέσα στο έργο.

Στο παρόν κείμενο, ορμώμενη από τις επισημάνσεις της Σταυροπούλου, προσεγγίζω, αναλυτικότερα, το ζήτημα των ρητορικών τρόπων αποτύπωσης της διαδικασίας κρυστάλλωσης της μνήμης του τραυματικού γεγονότος, στη σχετική πεζογραφική παραγωγή. Σε παραλληλία, σχολιάζω τους τρόπους με τους οποίους κοινοποιείται η ανάμνηση, μετατρεπόμενη σε δημόσια μνήμη, στις αυθεντικές προφορικές/γραπτές μαρτυρίες των προσφύγων της Καταστροφής, όπως αυτές απόκεινται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης (ΑΠΠ), του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών στην Αθήνα. Επιδιώκω να δείξω τις, τελικώς όχι τόσο αποκλίνουσες, τεχνικές αποτύπωσης της λειτουργίας της μνήμης στα δύο σώματα κειμένων, ιδίως όσον αφορά στο τελικό στάδιο της δημοσιοποίησής τους. Παραδειγματικό έργο από την πλευρά της λογοτεχνίας για τη ζήτησή μου, το μυθιστόρημα της εφηβείας Στου Χατζηφράγκου (1962), που ο Κοσμάς Πολίτης συνέθεσε όταν ήταν ήδη 74 ετών.[3] Παραδειγματικό έργο από την πλευρά της «μαρτυρίας», ο 1ος τόμος του πολύτομου έργου, Η Έξοδος (11980) του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, που συγκεντρώνει και κοινοποιεί μαρτυρίες των Ρωμιών προσφύγων από τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και τη Σμύρνη, την περίοδο που εκτυλίσσεται το μείζον τραυματικό γεγονός.[4]

Ξεκινώ από το μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου. Το έργο εκτυλίσσεται το 1902-03. Κύρια πρόσωπά του: τα παιδιά της ρωμέικης φτωχογειτονιάς του Χατζηφράγκου. Πρωταγωνιστές, στην παρέα των παιδιών: ο Αρίστος Μαυρέας, μαθητής άριστος και ευαίσθητος, κι ο Σταυράκης του Αμανατζή, κακός μαθητής που περνά δύσκολα στη φτωχή, δυσλειτουργική οικογένειά του. Ξεχωρίζουν επίσης ο δεκαοκτάχρονος Παντελής, που ερωτεύεται την Εβραία σιόρα Φιόρα· ο Ζαχαρίας Σιμωνάς, σύζυγος της σιόρας Φιόρας· ο παπα-Νικόλας, πνεύμα ανήσυχο με μόρφωση, καλλιέργεια και πνευματικές αναζητήσεις πολύ ευρύτερες του μέσου κλήρου. Τέλος, ο Γιακουμής, που ερωτεύεται το Κατερινάκι, την παντρεύεται, και τη χάνει στην πυρκαγιά της Σμύρνης το ‘22, για να καταλήξει πρόσφυγας στην Αττική.

Χαλαρός άξονας του μυθιστορήματος η φιλία του Αρίστου με τον Σταυράκη. Ο πρώτος δείχνει οίκτο και αγάπη για το δεύτερο. Όμως ο Σταυράκης ζει καθημερινά δράματα στην οικογένειά του. Έτσι, ενώ συμπαθεί τον Αρίστο, η ζήλεια του για την ήσυχη οικογενειακή του ζωή, θα τον οδηγήσει στον φόνο του Αρίστου και την αυτοκτονία του ίδιου. Μέσα σε δώδεκα κεφάλαια γύρω από την υπόθεση αυτή, ο Πολίτης ξετυλίγει μυθικές ιστορίες για τη Σμύρνη, φτιαγμένες από αναμνήσεις, άλλοτε εξωραϊσμένες από την χρονική απόσταση, άλλοτε στοχαστικά κοιταγμένες μες από το φακό της μεταγενέστερης εμπειρίας.



Ο Κοσμάς Πολίτης
Ο Κοσμάς Πολίτης



Για τη δομή της μνήμης που συνέχει το μυθιστόρημα, έχει μιλήσει εκτεταμένα ο τελευταίος εκδότης του, Peter Mackridge. Εξηγεί:

Αφηγητής Στου Χατζηφράγκου είναι, λοιπόν, η ίδια η μνήμη. Η πολιτεία δεν υπάρχει πια παρά μέσα από τη μνήμη. Αλλά, η μνήμη, καθώς καταργεί το χρόνο, αγνοεί τη χρονολογική κατάταξη. Η μνήμη περιπλανάται ελεύθερα, συχνά με τη βοήθεια της φαντασίας και της επιθυμίας. […] Η αφήγηση της μνήμης […] ακολουθεί τη σειρά των συνειρμών.[5]

Έτσι, λοιπόν, στην περίφημη «Πάροδο», το δίχως αρίθμηση κεφάλαιο που παρεμβάλλεται μεταξύ των κεφαλαίων 7 και 8 στο έργο, μες από την αφήγηση του Γιακουμή, ο Πολίτης κάνει ένα άλμα στο μέλλον, δίνοντας τη μοναδική περιγραφή της ομορφιάς της Σμύρνης με τα τσερκένια πριν από την καταστροφή («Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Έ, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα ματαδείς ένα τέτοιο θάμα»),[6] αλλά και το τραγικό τέλος αυτής της ομορφιάς, με την πυρπόληση της πόλης, τον Σεπτέμβριο του 1922.

Είναι σημαντικό να θυμηθούμε ότι η καταγραφή (στην πραγματικότητα: η εύρεση) της ύλης, στο σημαντικό αυτό κεφάλαιο, προκύπτει μέσα από τη σύμβαση μιας προφορικής συνέντευξης, που διεξάγεται στα περίχωρα της Αθήνας, στο παρόν της προσφυγιάς του Γιακουμή, σαράντα χρόνια μετά την Καταστροφή.[7] Πρόκειται για μια συνθήκη, η οποία, εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει τύχει αυτόνομης ερμηνευτικής προσοχής.[8] Τη θεωρώ κρίσιμη. Ξεκινά το κεφάλαιο: «Καλώς τονε… Τι; Συγγραφέας; Δηλαδή; Ά; γράφεις βιβλία. Χάρηκα πολύ. Τους έχω σε μεγάλη υπόληψη αυτούς που γράφουνε βιβλία –μιλάω σοβαρά. Κάτσε, λοιπόν. Να, σ’ εκείνο το πεζούλι, δεν περισσεύει άλλη καρέγλα...».[9] Πιο κάτω, συστηματικά, και σε όλη την έκτασή του, οδηγούμαστε να συναγάγουμε τις ερωτήσεις του ερευνητή-ερμηνευτή, προς τον πληροφορητή του, τις οποίες και δεν ακούμε, από τις συνεχιζόμενες ερωτηματικές φράσεις με τις οποίες ανοίγει η διαπραγμάτευση κάθε νέου θέματος της μνημονικής εξιστόρησης: «Τι; Αν μου λείπει ο μπαξές μου; Για φαντάσματα τώρα θα μιλάμε; Να ο μπαξές μου: αυτός ο τενεκές με το γεράνι κ’ η γλάστρα με το βασιλικό».[10] Και αμέσως πιο κάτω:

Τι; Ά δε σου μιλήσω για κείνη την πολιτεία, δε θα μπορέσεις να γράψεις το βιβλίο σου; Και ήρθες επίτηδες σ’ εμένα κι όχι σε κάποιον άλλον απ’ ούλο το συνοικισμό, γιατί έχεις ακουστά το Γιακουμή τον μπαξεβάνη; Λέγε το κι ας είν’ και ψέμματα. Μ’ έφερες στο φιλότιμο. Κάτσε, λοιπόν. Θα σου μιλήσω για τα τσερκένια.[11]

Σε όλη την έκταση της «Παρόδου», επίσης, οι μείζονες παύσεις του πληροφορητή Γιακουμή υποδεικνύονται με την φράση: «Αυτά είχα να σου πω», ή την παραπλήσιά της: «Δεν έχω τίποτ’ άλλο να σου πω», οι οποίες επαναλαμβάνονται τρεις φορές. Την πρώτη φορά, μετά τον υπαινιγμό για το θάνατο της Κατερίνας, της γυναίκας του Γιακουμή (σ. 140: «Δεν ξέρω αν καταγίνεσαι με την κηπουρική, μα πριν από της Αγίας Κατερίνας, δεν πιάνουν οι γαρουφαλιές. Εγώ θα τη φυτέψω ανήμερα. Έχω το λόγο μου»). Την δεύτερη φορά, μετά την ολοκλήρωση της θεαματικής εικόνας της ανυψωνόμενης από τους χαρταετούς Σμύρνης (σ. 143: «Είτανε θάμα να βλέπεις, ολάκερη την πολιτεία ν’ ανεβαίνει στα ουράνια»). Την τρίτη, ως προανάκρουσμα της περιγραφής της Πυρκαγιάς που έκαψε την πόλη (σ. 143: «Για την καμπάνα και το ράσο που φτερουγίσανε στον ουρανό; […] Μου ξέφυγε, και θά ‘θελα να σταματήσω εδώ»), περιγραφή που θα ολοκληρωθεί λίγες σελίδες αργότερα. Πλαισιωμένες από τις συγκεκριμένες φράσεις, οι παύσεις αυτές υποδεικνύουν ότι, κατά την αντίληψη του Πολίτη (όπως την ερμηνεύω εγώ), η διαπραγμάτευση κάθε τραυματικού γεγονότος, για το υποκείμενο, λαμβάνει χώρα αρχικά μες από την αποσιώπησή του.

Περιγράφεται, ακόμα, χαρακτηριστικά, στο μέσον περίπου αυτού του μνημονικού μονολόγου, η διαδικασία της δύσκολης ενθύμησης ως εξής: «το θυμητικό μου είναι μπαξές χορταριασμένος, τα μονοπάτια του πνιγμένα μες στην τσουκνίδα, και την αγριάδα. Δύσκολα πια βρίσκω το δρόμο».[12] «Η ιδιαιτερότητα της προφορικής μαρτυρίας, συνίσταται στην προφορικότητα και στη διαμεσολάβησή της από τη μνήμη», φαίνεται να συμφωνεί εδώ ο Κοσμάς Πολίτης. «Δεν μπορούμε, λοιπόν, να αναλύσουμε τη μαρτυρία, χωρίς να αναλύσουμε τη μνήμη». Και η μνήμη, σε αυτή την κωδικοποιημένη ανάλυση που μας προσφέρει ο Πολίτης, διά του στόματος του ήρωά του Γιακουμή, «είναι μια ενεργή διαδικασία δημιουργίας νοημάτων».[13] Έχει ενδιαφέρον, τέλος, να συνειδητοποιήσουμε ότι ο μυθοπλαστικός πληροφορητής της «Παρόδου», ο «μπαξεβάνης» Γιακουμής, αναζητώντας κατά τη διαδικασία της συνέντευξης το «μονοπάτι» που θα τον οδηγήσει στον «μπαξέ» της μνήμης, απηχεί, ίσως όχι τόσο τυχαία, τις τεχνικές των ειδικών της προφορικής ιστορίας, οι οποίοι φέρνουν στην κουβέντα το «lightbulb event», το δημόσιο γεγονός ή αξιομνημόνευτο φυσικό φαινόμενο, που έχει ούτως ή άλλως αποτυπωθεί στη συνείδηση του πληροφορητή, ως ερέθισμα, ως έναυσμα για το ξετύλιγμα της ιδιωτικής μνήμης του πληροφορητή, γύρω από το ερευνώμενο θέμα.[14]

Η «Πάροδος» του μυθιστορήματος Στου Χατζηφράγκου, με άλλα λόγια, είναι ένα εξαιρετικά επεξεργασμένο ημι-αυτόνομο κεφάλαιο μέσα στο μυθιστόρημα, το οποίο μπορεί να διαβαστεί με δύο τουλάχιστον τουλάχιστον τρόπους: κατ’ αρχάς θεματικά, ως δεξιοτεχνική μυθοπλαστική «καταγραφή» της «ανάμνησης» της Καταστροφής, και, στη συνέχεια, σε δεύτερο επίπεδο, ως συστηματικός αναστοχασμός γύρω από τη λειτουργία της μνήμης που παράγει την ανάμνηση και την αφήγηση, αλλά και ως πληροφορημένος αναστοχασμός γύρω από τις τεχνικές «εξόρυξης» της μνήμης. Η «Πάροδος» του μυθιστορήματος Στου Χατζηφράγκου δομείται ως προφορική συνέντευξη, την οποία κατευθύνουν οι ερωτήσεις του ερευνητή, που δεν ακούμε, ενώ προφανώς (αφού μιλούμε για «συγγραφέα») στη συνέχεια καταγράφεται. Πρόκειται για μια κρίσιμη σκηνοθεσία, που θα προσπαθήσω να ιστορικοποιήσω αμέσως.

Ας στρέψουμε, τώρα, τη συζήτηση στην άλλη πλευρά του φάσματος, στο «Αρχείο Προφορικής Παράδοσης» του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, ένα εκτενέστατο αρχείο προφορικών-γραπτών μαρτυριών της περιόδου που εκτείνεται από τα τέλη του 19ου αιώνα (περίοδο αρμονικής συνύπαρξης Μουσουλμάνων και μη - στη Μικρά Ασία) ως την Καταστροφή και την ανταλλαγή του 1923, κι από εκεί ως την περίοδο πρώτης εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα.[15] Εμπνεύστρια και πρώτη συνεργάτρια του αρχείου, η Θρακιώτισσα μουσικολόγος Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ (1890-1979). Η Μερλιέ ξεκίνησε τη δραστηριότητα της συλλογής και καταγραφής το 1930 (με το ίδρυμά της να ονομάζεται τότε, στην πρώτη του περίοδο, «Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο»), σε εποχή κατά την οποία το «Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας», που είχαν υπογράψει Ατατούρκ και Βενιζέλος, έτεινε να εξαφανίσει από τη δημόσια συζήτηση τη μικρασιατική περιπέτεια. Το πλάνο καταγραφής της Μερλιέ ξεκίνησε, σύμφωνα με τη μουσικολογική παιδεία που έλαβε στο Παρίσι, από τη μουσική παράδοση των χαμένων κοινοτήτων του Πόντου. Μεταπολεμικά, η ερευνητική της μονάδα, που το 1949 μετονομάστηκε σε «Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών - Ίδρυμα Μέλπως και Οκταβίου Μερλιέ», πέρασε από τη Λαογραφία στην Ιστορία. Με την αρωγή του συζύγου της, Οκτάβιου Μερλιέ (1897-1976), ελληνιστή και επί σειρά ετών διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, προχώρησε σε καταγραφή των οικισμών από τους οποίους τα τραγούδια αυτά προέρχονταν, από εκεί πέρασε στους κατοίκους τους, φθάνοντας να παραδώσει, στο τέλος της δράσης (1975), ένα εξαιρετικά ογκώδες αρχείο, στο οποίο καταγράφηκαν 2.163 οικισμοί, μελετήθηκαν 1.375 οικισμοί, ενώ έδωσαν συνεντεύξεις 5.000 άτομα περίπου, συμβάλλοντας στη δημιουργία τεκμηρίων έκτασης 300.000 χειρόγραφων σελίδων περίπου.[16] Σημαντικό, παρενθετικά, να σημειώσουμε πως το Κέντρο στηριζόταν οικονομικά, χάρη στη μεσολάβηση του Μερλιέ, και από τη γαλλική κυβέρνηση ως το 1963, και πως πρόσφερε εργασία σε αριστερούς διανοουμένους, οι οποίοι, λόγω φρονημάτων, αποκλείονταν από θέσεις στο Δημόσιο. Εργάστηκαν περιστασιακά σε αυτό μετέπειτα λαμπροί Έλληνες ερευνητές: αναφέρω ενδεικτικά την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ.

Το υλικό των συνεντεύξεων του «Αρχείου Προφορικής Παράδοσης» του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, ειδικότερα, είναι ταξινομημένο σε φακέλους γεωγραφικά, με βάση τον τόπο προέλευσης των πληροφορητών. Αναπτύσσεται, δε, σε τρείς τύπους καταγραφών: α) τις προφορικές, εν τέλει καταγεγραμμένες, συνεντεύξεις των πληροφορητών, που έχουν προκύψει μες από ερωτήσεις που τους απηύθυναν οι συνεργάτες του Κέντρου, βάσει ενός εκ των προτέρων έτοιμου, τυποποιημένου, ερωτηματολογίου:[17] οι συνεργάτες απευθύνουν τις ερωτήσεις στους πληροφορητές, στη συνέχεια καταγράφουν τις απαντήσεις, με σχεδόν φωνογραφική πιστότητα, διατηρώντας τους γραμματικούς τύπους, το συντακτικό, τις παύσεις στην ομιλία των πληροφορητών τους (δεν χρησιμοποιείται μαγνητόφωνο)· β) τα «Δελτία Μετάβασης» των συνεργατών του Κέντρου στους συνοικισμούς και τις κατοικίες όπου μένουν πληροφορητές, με πληροφορίες σχετικές και με το πώς εντοπίστηκαν τα πρόσωπα αυτά (μέσω ποιου συνδέσμου) και ποιες οι τυχόν ιδιαιτερότητες της επικοινωνίας τους στη διάρκεια των συντεύξεων· τέλος: γ) το σύντομο βιογραφικό σημείωμα των πληροφορητών, που συντάσσουν εκ των υστέρων οι ερευνητές, και το οποίο συχνά περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με το πόσο «καλοί» ή «κακοί» πληροφορητές στάθηκαν οι συγκεκριμένοι, με βάση την ηλικία τους την εποχή της μετάβασής τους ή τη μορφωτική τους κατάσταση. Θυμούνται, ή δεν θυμούνται, πολλά πράγματα οι πληροφορητές; Ήταν συνεργάσιμοι, ή όχι; Η διασταύρωση των πληροφοριών για τους ίδιους τόπους, τους ίδιους θεσμούς, τα ίδια κομβικά πρόσωπα (μητροπολίτες, κτλ.), όπως αντλούνται από περισσότερους κατοίκους ενός οικισμού, εξασφαλίζουν μια, κατά το δυνατό, αντικειμενική ανασύσταση της εικόνας της ζωής στις κοινότητες προέλευσης που ερευνώνται από το Αρχείο.

Από το πλούσιο αυτό περικειμενικό υλικό που πλαισιώνει τις συνεντεύξεις, και που απόκειται μόνο στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, ενδεικτικά παραθέτω ορισμένα στοιχεία, κατόπιν αυτοψίας στο Αρχείο, κατ’ αρχάς για το ερωτηματολόγιο που βοηθούσε τους συνεργάτες του Κέντρου να προσδιορίσουν την ταυτότητά του πρόσφυγα-πληροφορητή, δηλαδή για το «Δελτίο Πληροφορητή». Στις σωζόμενες εκδοχές του «Δελτίου Πληροφορητή» (πολλές εκδοχές των ερωτηματολογίων, παραδόξως, χάθηκαν), οι αρχικές ενότητες ρωτούν «Πότε γεννηθήκατε;», «Πού γεννηθήκατε;», «Ποιο το σημερινό σας επάγγελμα;», «Ποια η σημερινή σας διεύθυνση;». Έπονται ερωτήσεις για τις πόλεις ή τα χωριά στα οποία έζησε ο πληροφορητής πριν τη μετανάστευση, για το διάστημα που διέμεινε εκεί, για τα επαγγέλματα που άσκησε. Ακολουθούν ερωτήσεις για τη χρονολογία και τις αιτίες της μετανάστευσης. Για το ποια ήταν η «Μητρική Γλώσσα», για τις «Άλλες Γλώσσες» που τυχόν μιλούσε, για το αν διατήρησε στην Ελλάδα τη μητρική γλώσσα, που μιλούσε εκεί. Ακολουθούν παρόμοιες ερωτήσεις «δελτίου ταυτότητας» χωριστά για τον καθένα από τους δύο γονείς του πληροφορητή. Πρόκειται για ένα θετικιστικό αρχείο καταγραφής και ταυτοποίησης του πρόσφυγα-πληροφορητή, που στόχο έχει (μεταξύ άλλων) να καταστήσει αξιολογήσιμη την αξιοπιστία της μαρτυρίας του.

Παραθέτω επίσης ενδεικτικά, τις περικειμενικές πληροφορίες που περιλαμβάνονται στον φάκελλο ΚΜΣ ΑΠΠ Ιωνία 43 (Μαινεμένη) για την «Αγλαΐα Κόντου», μια, με βάση τα δεδομένα των πηγών, «καλή πληροφορήτρια». Στο «Δελτίο Μετάβασης» της ερευνήτριας-συνεργάτριας Λουκοπούλου (13.6.62), διαβάζουμε για την Κόντου:

[...] Όταν με είδε η πληροφορήτρια παραξευνεύτηκε λίγο και αντέδρασε, όπως άλλωστε οι περισσότεροι πληροφορητές. Της είπα όμως ότι μ’ έστειλε ο Στέφανος της Όλγας (τ’ όνομα του υδραυλικού) κι έτσι άλλαξε διαθέσεις απέναντί μου. // Στην αρχή η συνεργασία μας δεν πήγαινε και τόσο καλά. Η παρουσία μιας φιλενάδας της από τη Σμύρνη, που συνεχώς παρεμβάλλετο, μ’ εμπόδιζε στη δουλειά μου και μ’ ενοχλούσε. Ευτυχώς σε λιγάκι βαρέθηκε κι έφυγε κι έτσι εργαστήκαμε καλά με την πληροφορήτρια.

Στο, δε, σχετικό «Δελτίο Πληροφορήτριας» (δηλ., στο «βιογραφικό σημείωμα» της Κόντου) διαβάζουμε:

Η Αγλαΐα Κόντου γεννήθηκε το 1893 στη Μαινεμένη, από γονείς Μαινεμενήδες. / Γράμματα ξέρει λίγα. Τελείωσε την δ’ του δημοτικού. / Σε ηλικία 24 ετών παντρεύτηκε». Και πιο κάτω: «Στην Ελλάδα ήλθε το 1922 με την καταστροφή. / Τώρα είναι χήρα. Ο άνδρας της πέθανε πριν από 6 χρόνια. / Τα παιδιά της είναι παντρεμένα και μένει μόνη σ’ ένα πολύ φτωχικό σπίτι». Και, καταληκτικά, την κρίσιμη πληροφορία: «Είναι καλή πληροφορήτρια. Έφυγε μεγάλη από την πατρίδα της και θυμάται πολλά πράγματα. / Την γνώρισα στις 13.6.62.


Ακολουθεί ξανά το ονοματεπώνυμο, και η διεύθυνση της πληροφορήτριας: «Αγλαΐα Κόντου / Χίου 30 / Καισαριανή».[18]

Από το πολύχρωμο και πολυσύνθετο αυτό υλικό του Αρχείου, ας περάσουμε τώρα στην δημοσιοποιημένη αποτύπωσή του, στην δημοσιευμένη εκδοχή του, μέσω της συλλογής μαρτυριών Η Έξοδος, που σταδιακά, και έως τις μέρες μας, επεξεργάζεται και επεκτείνει το επιστημονικό δυναμικό του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.[19] Στον 1ο τόμο της Εξόδου, με υπότιτλο: Μαρτυρίες από τις επαρχίες των Δυτικών Παραλίων της Μικρασίας, ο «Πρόλογος» του καθηγητή Γεωργίου Τενεκίδη, δίνει τις μεθοδολογικές προδιαγραφές, σχετικά με τις αφηγήσεις που περιελήφθησαν στο έργο. Δηλώνει ότι τα δημοσιευμένα κείμενα: «αποτελούν επιλογή από άλλα πολλαπλάσια που μένουν στους φακέλλους του Αρχείου του Κ.Μ.Σ.»· ότι: «τα έχουν αφηγηθεί στους συνεργάτες του Κέντρου –που τα κατέγραψαν αμέσως– άνθρωποι απλοί· αγρότες, εργάτες, επαγγελματίες, παπάδες, δάσκαλοι και νοικοκυρές», ενώ βεβαιώνεται ότι:

Στην τελική του σύνταξη οι συνεργάτες απέφευγαν συστηματικά να προσθέτουν ή να αφαιρούν και το παραμικρό σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά των αφηγήσεων. Κρατούσαν ακόμη με τη μεγαλύτερη πιστότητα τη γλώσσα, τόσο από την άποψη της μορφής και του λεξιλογίου, όσο και από την άποψη της διατύπωσης.[20]

Σε άλλες, όμως, περιπτώσεις, εξηγεί: «μερικοί πληροφορητές έγραψαν εκτεταμένα κείμενα ως αναμνήσεις ή αυτοβιογραφίες· ένα τμήμα τους αφορά πάντοτε την Έξοδο»· και στις περιπτώσεις αυτές, διαβεβαιώνει ο Τενεκίδης: «Οι επεμβάσεις των συνεργατών δεν ήταν παρά επουσιώδεις, που απέβλεπαν στο να είναι η αφήγηση, ως γραπτό πια κείμενο, κατανοητή και ευκολοδιάβαστη». Στη συνέχεια, εξηγούνται τα κριτήρια επιλογής των μαρτυριών που δημοσιεύτηκαν, από θεματική άποψη. Επελέγησαν μαρτυρίες που: α) παρέχουν όσο το δυνατό περισσότερες πληροφορίες για τις συνθήκες που οδήγησαν στον ξεριζωμό· β) καλύπτουν, στο μέτρο του δυνατού, όλες τις ποικιλίες των μορφών διωγμού· γ) απεικονίζουν στην πιο πλατειά δυνατή κλίμακα τις εσωτερικές καταστάσεις και διακυμάνσεις των συναισθημάτων των μαρτύρων· δ) εμφανίζουν κάποια δομή, συνοχή και αλληλουχία, μέσα στην πολλαπλότητα των στοιχείων που δίνουν.[21]

Καθίσταται σαφές από τα παραπάνω ότι το πολύ ενδιαφέρον υλικό του τόμου, έχει συνταχθεί με μεικτές τεχνικές, και έχει παραδοθεί στο κοινό σε μορφή επιμελημένη. Προφορικές μαρτυρίες κι η καταγραφή τους από τη μια πλευρά (γιατί δεν δίνονται, άραγε, στους εκδεδομένους τόμους πληροφορίες για την ταυτότητα των ερευνητών, τις ερωτήσεις που υπέβαλαν, και τις γενικότερες τεχνικές –πιθανώς ψυχολογικού τύπου– εξόρυξης της πληροφορίας που χρησιμοποιήθηκαν;) συνυπάρχουν με ήδη καταγεγραμμένες βιοϊστορίες, που μας παρουσιάζονται εδώ κατόπιν της ελάχιστης, έστω, επιλογής και επιμέλειας. Το υλικό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, και είμαστε ευγνώμονες για την έκδοσή του. Με τους όρους μιας πιο αυστηρής μεθοδολογίας της προφορικής ιστορίας, πάντως, δεν είναι παράλογο να πει κανείς πως πρόκειται για ένα υλικό πολλαπλώς διαμεσολαβημένο.[22]

Αγαπημένη, για μένα, ανάμεσα σε αυτές τις αφηγήσεις, η μαρτυρία της «Κλειώς Νικολήνταγια», από το Σεβδίκιοϊ της περιφέρειας Σμύρνης, για το οδοιπορικό προσφυγιάς που περιγράφει, και που μας περνάει από τον Μπουτζά, στην Χίο, από εκεί στον Πειραιά, ύστερα στην κωμόπολη Επισκοπή και στο χωριό Μισίρια του Ρεθύμνου, από εκεί στη Θήβα, και εν τέλει στην Αθήνα, και στο Χαλάνδρι.[23] Και, φυσικά, ποιος μπορεί να ξεχάσει τις μαρτυρίες του «Αλέξη Αλεξίου» από την περιφέρεια Σμύρνης, ο οποίος παραμονές της Εξόδου, σε κέντρο παραλιακό, είδε: «ένα πτώμα, ανάσκελα, αποκεφαλισμένο, ντυμένο μόνο μ’ ένα πουκάμισο και μαύρο παντελόνι» το κεφάλι του οποίου, λίγο πιο πέρα «το τσιμπολογούσαν οι κότες».[24] Η, την μαρτυρία της «Ελένης Καραντώνη» από το Μπουνάρμπασι της περιφέρειας Σμύρνης, που, ενώ κρυβόταν τη νύχτα που τους επιτέθηκαν οι Τσέτες (παραμονές της Καταστροφής), πλησιάζοντας μια χαβούζα, για να «πάει προς νερού της», βλέπει πως: «Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια».[25] Είναι κείμενα συγκλονιστικά. Η λογοτεχνία της σκληρότητας που συναντούμε στο Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη: Βιβλίο Δεύτερο. Βαλκανικοί-‘22, του Θανάση Βαλτινού, μπροστά τους ωχριά.

Διαβάζοντας, ωστόσο, σε αντιδιαστολή τα κείμενα των δημοσιευμένων μαρτυριών προς το υλικό του αρχείου, παρατηρεί κανείς μια τάση επιλογής των αφηγήσεων όχι μόνο με βάση τα κριτήρια που έθεσε στον πρόλογο του 1980 ο Τενεκίδης, αλλά και με βάση αφηγηματικές αρετές όπως η σκληρότητα των κειμένων αυτών, ή το χαμηλό κοινωνικό status των πληροφορητών, στον τόπο προέλευσης. Αναρωτιέται κανείς γιατί δεν περιλαμβάνονται, λ.χ., στους δημοσιευμένους τόμους μαρτυρίες όπως αυτή που απέσπασε η Λουκοπούλου, που είχε μιλήσει και με την Κόντου, νωρίτερα τον ίδιο χρόνο (28.2.62), από την Τιτίκα Δημοπούλου, από το Νυμφαίο της Σμύρνης. Στην αδημοσίευτη μαρτυρία της Τ. Δημοπούλου, παρακολουθούμε το οδοιπορικό μιας οικογένειας ευκατάστατης. Εδώ τίποτε δεν συμβαίνει με τη σκληρότητα που συναντούμε στην αφήγηση της «Άννας Καραμπέτσου», λόγου χάριν, κατοίκου Νυμφαίου επίσης, που δημοσιεύεται στην σχετική ενότητα της Εξόδου.[26] Η διαφεύγουσα οικογένεια της Δημοπούλου δεν έρχεται πρόσωπο-με-πρόσωπο με τους Τούρκους ποτέ. Το δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων λειτουργεί, οι διευκολύνσεις μεταξύ μελών των ανωτέρων τάξεων στην πολυπολιτισμική Σμύρνη, ανεξαρτήτως εθνικής προέλευσης, καθιστούν τη διάσωση δυνατή, χωρίς τεράστιες απώλειες. Παραθέτω τη βασική πλοκή της μαρτυρίας της, με πολλές περικοπές.

Ο πατέρας της ήταν παραγωγός σταφίδας («Ήταν η εποχή της σταφίδας, κι είχαμε άλλο εισόδημα στο σπίτι, άλλο στα σεργκιά κι άλλο ακόμα ατρύγητο»). Η οικογένεια, προβλέποντας την ταραχή, τέλος Αυγούστου του ’22, εγκαταλείπει τις καλλιέργειες («Πληρώσαμε τους εργάτες κι αποφασίσαμε να φύγομε») και καταφεύγει στο Μπουρνόβα, όπου ένας αδελφός της αφηγήτριας, ο Νίκος, υπηρετεί «διευθυντής της Αγροφυλακής». Αναφέρεται, εδώ, πως ο άλλος αδελφός, ο Σωκράτης, εργάζεται ως «υπάλληλος της Banque Ottomane». Μετά από μερικών ημερών παραμονή στο Μπουρνόβα, και αναχωρώντας πεζή για τη Σμύρνη, η οικογένεια πληροφορείται την επέλαση των Τσετών στο Μπουρνόβα, με απολογισμό τη δολοφονία 2.000 ατόμων. Ακολουθεί, μέσω Χαλκά Μπουνάρ και Πούντας, η άφιξη στη Σμύρνη, όπου, κατά την αφηγήτρια, χτυπούν πόρτες για νερό, και αντιμετωπίζονται απαξιωτικά. Ωστόσο, η ταραχή κορυφώνεται, καθώς: «μαζί μας ερχόντουσαν κι άλλοι», που, τρομαγμένοι, εγκατέλειπαν τα ζώα τους, απότιστα, ατάϊστα, κι εκείνα ούρλιαζαν. Η οικογένεια βρίσκει τελικά καταφύγιο στην τράπεζα του Σωκράτη. Στη διαδρομή, η αφηγήτρια έχει χρόνο να παρατηρήσει στοιβαγμένο πλήθος, μπόγους, χαλιά στην Προκυμαία. Οι Τούρκοι λεηλατούν τα αγαθά αυτά σε πρώτη ευκαιρία, παρατηρεί. Στην τράπεζα πια, προμηθεύονται «χαρτιά» διαφυγής: όλοι φεύγουν ανενόχλητοι, «ακόμα κι οι Αρμεναίοι». Ωστόσο, εκείνη ειδικώς τη φορά, Τούρκοι στρατιώτες χαστούκισαν τον Άγγλο πρόξενο, που προσπαθούσε να διασώσει έναν Αρμένη. Η συμβουλή των Άγγλων στρατιωτών που παρίστανται, στην οικογένεια, είναι να φύγουν άμεσα για τα πλοία. Εκείνοι καταφεύγουν στη συνοικία του Τράσα, στο σπίτι Ελληνογάλλου συναδέλφου του Σωκράτη, με γυναίκα Ελληνίδα. Μένουν εκεί μερικές μέρες. Τους έρχεται η πληροφορία πως το σπίτι τους κάηκε, παράπλευρη απώλεια της πυρπόλησης του σπιτιού ανθυπομοίραρχου γείτονά τους, που είχε «μπατσίσει» ένα «τσοπανόπουλο», και εκείνο εκδικήθηκε. Εσωτερική πληροφόρηση φέρνουν «κάτι μεγάλοι Τούρκοι», στη συνέχεια, πως θα πυρποληθεί και η «λέσχη των Αρμεναίων για να πιάσομε τους Κιρκασίους». Από την ταράτσα, η οικογένεια παρακολουθεί την πυρκαγιά, η οποία εξαπλώνεται, τελικά, σε άλλες χριστιανικές συνοικίες –οι κάτοικοι: «ξυπόλητοι, με μαλλιά ξέπλεκα, αλλόφρονες έτρεχαν». Μετά από αυτό, η οικογένεια διαφεύγει, με τις γυναίκες «κουκουλωμένες να μην τις γνωρίσουν», στου «Σόλωνα Ξενάκη» στην προκυμαία. Από εκεί μεταφέρεται «στου Πανταλέων του εφοπλιστή το σπίτι». Είναι η μέρα της πυρκαγιάς: η φωτιά φθάνει στον κήπο του σπιτιού του εφοπλιστή και καίει τα δέντρα. Η οικογένεια δραπετεύει προς την προκυμαία: «Όλη η Μικρασία ήταν εκεί», σχολιάζει η αφηγήτρια. Οδηγίες δίνονται σε όσους σχετίζονται με την Τράπεζα, να σταθούν παράμερα: θα περάσει πλοίο να τους πάρει. Οι ώρες περνούν, χωρίς αποτέλεσμα. Τρομερή, πάλι, η δίψα, κατά την αναμονή. Νερό τους προσφέρει ένας «Αρμένης βρωμιάρης», η βοήθεια του οποίου εκλαμβάνεται από τη μητέρα ως θεία τιμωρία. Το βράδυ η οικογένεια καταφεύγει «σ’ ένα σπίτι με αμερικάνικη σημαία, στου Σαβελή». Στο πλουσιότατο αυτό σπίτι, βρίσκουν καταφύγιο, κατά την εκτίμηση της αφηγήτριας: «καμμιά πεντακοσαριά άνθρωποι» συνολικά. Προφύλαξη που ήταν απαραίτητη, καθώς: «Οι περισσότεροι που δεν είχαν πού να μείνουν και γύριζαν στους δρόμους, αυτοί την πάθαιναν». Στο ίδιο σπίτι, δύο μέρες αργότερα: «ήλθαν δύο Έλληνες με αμερικάνικες κορδέλες στα χέρια, που είχαν βαποράκι, κι έκοψαν εισιτήρια να μας πάνε στο μεγάλο βαπόρι». Τώρα, η οικογένεια χωρίζεται· η αφηγήτρια καταφέρνει να φύγει «με την πρώτη αποστολή», με τον πατέρα και το ανήψι της, με το ιταλικό πλοίο «Κωνσταντινούπολη», για Μυτιλήνη. «Εκεί δε μας θέλανε», δηλώνει απερίφραστα. Μένουν στο ύπαιθρο, κοιμούνται κάτω από τα δέντρα, στην περιοχή Τσαμάκια. Η παραμονή τους στο νησί είναι, άλλωστε, υπό προθεσμία· σύντομα δεν θα επαρκούν τα αγαθά, για την τροφοδοσία τους. Η ίδια περιμένει τη μητέρα και τη νύφη της, για να φύγει. Ωστόσο, ακόμα κι όταν έχουν πλέον αποβιβαστεί 50.000 άτομα στο νησί, οι δικοί της δεν εμφανίζονται. Τότε δημοσιεύει αγγελία σε εφημερίδα. Η «οδύσσεια» έχει αίσιο τέλος: «τις βρήκαμε» καταλήγει. «Η μητέρα με την αδελφή μου βγήκαν στην Τήνο. Η νύφη μας στη Θεσσαλονίκη. Τελικά συναντηθήκαμε όλοι στην Αθήνα, στο σπίτι της θείας μου στην Πλάκα» κλείνει, συμβολικά με αναφορά στο χωνευτήρι της πρωτεύουσας, το οδοιπορικό διάσωσης της Τιτίκας από το Νυμφαίο Σμύρνης. Η οικογένεια Δημοπούλου έχει διασωθεί, χωρίς ανθρώπινες απώλειες.[27]

Αναρωτιέται κανείς τι είναι εκείνο που κατέστησε την συγκεκριμένη μαρτυρία μη-δημοσιεύσιμη. Το ταξικό της πρόσημο; Το πλήθος πραγματολογικών στοιχείων που προϋποθέτει γνωστά, για να την κατανοήσει (δηλ. τις σχέσεις των ρωμέϊκων ελίτ με την οθωμανική διοίκηση, την αρμενική κοινότητα, το αμερικανικό-προτεσταντικό στοιχείο); Μήπως η κάποια αδεξιότητα και επαναληπτικότητα στην αφήγηση; Αυτή η άτεχνη εναλλαγή μικροσκοπικών (η εστίαση στους μπόγους, στα ζώα, κ.τ.λ.) και μακροσκοπικών πλάνων; Ίσως δεν είναι μόνο αυτό.

Στο ενδιαφέρον άρθρο του: «Children of Memory. Narratives of the Asia Minor Catastrophe and the making of refugee identity in interwar Greece»,[28] ο Χάρης Εξερτζόγλου ταξινομεί τους τύπους προσφυγικής μνήμης που προκύπτουν από τις αφηγήσεις της Εξόδου, σε εκείνες που κοιτάζουν προς τα πίσω και επιμένουν στη θυματοποίηση των προσφύγων, και σε κείνες που, χωρίς να αποσιωπούν τον διωγμό και την Καταστροφή, κοιτάζουν προς τα εμπρός, επιδιώκοντας να κατασκευάσουν μια θετική «θεσμική προσφυγική μνήμη», με στόχο να βοηθήσουν την ένταξη των εκτοπισμένων στη χώρα υποδοχής. Θεωρεί τις αφηγήσεις του πρώτου τύπου περισσότερο διαμεσολαβημένες, από συλλογείς και εκδότες. Αναφέρει, σχετικά, έργα όπως τις Αυτοβιογραφίες Προσφύγων Κοριτσιών. Παιδικαί περιγραφαί των διωγμών της Μικρασίας (Αθήνα, 1926) του Διεθνούς Συνδέσμου Γυναικών, και τις ανταποκρίσεις από την εμπόλεμη Σμύρνη του Κ. Μισαηλίδη, πρωτοδημοσιευμένες στην Εφημερίδα της Ανατολής και συγκεντρωμένες σε βιβλίο το 1928.[29] Στις θετικές αναπαραστάσεις της προσφυγικής ταυτότητας, εντάσσονται, κατά Εξερτζόγλου, οι δημοσιεύσεις που συναντούμε στην εφημερίδα Προσφυγικός Κόσμος, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, και, βεβαίως, το υλικό που παράγουν οι προσφυγικοί σύλλογοι.

Θέλω να πω, με όλα τα παραπάνω, ότι (όπως παρατηρεί σε αρκετά σημεία του βιβλίου της, Η Συγκρότηση της Προσφυγικής Μνήμης. Το παρελθόν ως ιστορία και πρακτική, η Αιμιλία Σαλβάνου),[30] οι μνημονικές αφηγήσεις, τελικά, δεν είναι Ιστορία, αλλά ο «άλλος» της Ιστορίας. Επομένως, τόσο η αφηγηματική πεζογραφία της Μικρασίας, στις τρεις βασικές εκδοχές της, που αναφέρθηκαν πιο πάνω, όσο και οι «κειμενοποιημένες» μαρτυρίες της Εξόδου, που συναντούμε στο πολύτομο έργο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, δεν απέχουν μεταξύ τους τόσο όσο θα φανταζόταν κανείς, με βάση το γραμματειακό είδος στο οποίο ανήκουν, από την άποψη της κατασκευαστικής διάστασης της μνήμης που τα αρθρώνει. Και στις δύο περιπτώσεις γραμματειακών σωμάτων, η μνήμη σκηνοθετείται ως Ιστορία, με συγκεκριμένη στόχευση και τεχνικές. Ομολογημένα στο μυθιστόρημα, υπόρρητα στην περίπτωση των «μαρτυριών» της «Εξόδου».

Και στις δύο περιπτώσεις γραμματειακών σωμάτων, οι μνημονικές κατασκευές ή αφηγήσεις υπηρετούν στοχεύσεις και ταυτότητες στο παρόν της αφήγησης, όχι στο παρελθόν του αφηγημένου χρόνου. Αρχικά προφορικές (αλλά, τελικά, γραπτές κι επεξεργασμένες) οι μαρτυρίες της Εξόδου συμβάλλουν στην ενδυνάμωση της συλλογικής μνήμης, εκφράζοντας συναισθηματικές και υποκειμενικές καταστάσεις της εποχής παραγωγής τους. Θραυσματικές και ανεπιβεβαίωτες στην πρώτη τους εκφορά, στη συνέχεια παρουσιασμένες σε συλλογικό σώμα, οι καταγεγραμμένες αυτές μαρτυρίες αποκτούν κατεύθυνση και νόημα με βάση τα αιτήματα του συλλογικού υποκειμένου των προσφύγων στο παρόν της εξιστόρησης και, ακόμα περισσότερο, στο παρόν της έκδοσής τους. Παρόμοια, ίσως, κίνητρα συναντούμε στο αρχετυπικό «Μικρασιατικό μυθιστόρημα».

Έχει κατ’ επανάληψη παρατηρηθεί ότι το έργο Στου Χατζηφράγκου, εκδίδεται στην επέτειο των πενήντα χρόνων από τους Βαλκανικούς Πολέμους, και των σαράντα από τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Οι επίσημοι θεσμοί τίμησαν την πρώτη επέτειο, αλλά αποσιώπησαν τη δεύτερη. Η κυβέρνηση Καραμανλή, που είχε κατηγορηθεί για ενδοτισμό μετά τις συμφωνίες για την ανεξαρτησία της Κύπρου και τον απόηχο των διώξεων των ομογενών στην Κωνσταντινούπολη, απέφευγε να ανακινήσει τη μνήμη του τραυματικού γεγονότος. Αντίθετα, η Αριστερά, με αφιερώματα στην Επιθεώρηση Τέχνης και την Αυγή, μνημόνευσε εκτεταμένα τη Μικρασιατική Καταστροφή, υιοθετώντας τη μαρξιστική ερμηνεία [...] υπαίτιοι της καταστροφής [...] οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί των Μεγάλων Δυνάμεων στη Μέση Ανατολή. Οι λαοί (Έλληνες και Τούρκοι) ήταν θύματα και ένοχοι όσοι αφύπνισαν τον εθνικισμό για να τους εκμεταλλευθούν,

εξηγεί την πνευματική-πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής η Μαρία Νικολοπούλου. Υιοθετώντας την αριστερή οπτική της εποχής, ο Κοσμάς Πολίτης παρουσιάζει τη Σμύρνη ως έναν πολυεθνικό χώρο –μολονότι κάτω από την αρμονική επιφάνεια της συνύπαρξης υποφώσκουν εντάσεις.[31]

Με βάση το σκεπτικό αυτό, θα πρότεινα να δούμε σε παραλληλία, την αναπαράσταση της ανάδυσης της μνήμης στην εμβόλιμη ενότητα «Πάροδος» του Στου Χατζηφράγκου, προς την αφηγηματοποίηση της μνήμης στις μαρτυρίες της πρώτης ενότητας της Εξόδου. Η συλλογική μνήμη γύρω από την μικρασιατική περιπέτεια που τα δύο σώματα κειμένων κατασκευάζουν σταδιακά μετατρέπεται σε μνήμη πολιτισμική: σε γαλαξία διατηρημένης γνώσης που περιλαμβάνει αισθήματα, σκέψεις, κοινωνικές σχέσεις, δημόσιες και ιδιωτικές συναλλαγές. Σε προϊόντα ταυτότητας για την Ελλάδα της εποχής παραγωγής και διάχυσής τους, μερικώς ανεξάρτητα από τις συνθήκες που τα δημιούργησαν. Ίσως, δε, η συμβολή του Στου Χατζηφράγκου (1963), του Πολίτη, στον αναστοχασμό της διαδικασίας αποτυπώσεων των προσφυγικών μαρτυριών, και της επίδρασης στη δημόσια σφαίρα του επί των ημερών του συγκροτούμενου Αρχείου Προφορικής Παράδοσης, με βάση τη συνανάγνωση που επιχείρησα, θα πρέπει να υπολογιστεί μεγαλύτερη από ό,τι του έχει προηγουμένως πιστωθεί.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: