Ο Νίκος Θέμελης ανατέμνει την πορεία της αστικής τάξης πριν, προς και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή

«Μεγάλη Ιδέα» εναντίον Μεγάλης Ιδέας

O Nίκος Θέμελης
O Nίκος Θέμελης


Η Μι­κρα­σια­τι­κή Εκ­στρα­τεία και συ­ντρι­βή βρί­σκε­ται στο επί­κε­ντρο των μυ­θι­στο­ρη­μά­των του Νί­κου Θέ­με­λη, αφού σ’ αυ­τό το εθνι­κό ορό­ση­μο τε­λειώ­νει μια πε­ρί­ο­δος και έρ­χε­ται ένα τέ­λος όπου ο ελ­λη­νι­σμός απο­τυγ­χά­νει στρα­τιω­τι­κά, ακρι­βώς επει­δή πρώ­τα έχει απο­τύ­χει κοι­νω­νι­κά. Αυ­τό φαί­νε­ται αν πα­ρα­κο­λου­θή­σει κα­νείς τα ιστο­ρι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του συγ­γρα­φέα, αρ­χής γε­νο­μέ­νης από την Τρι­λο­γία του, η οποία, με πα­ράλ­λη­λες και αλ­λη­λο­δια­σταυ­ρού­με­νες πο­ρεί­ες των ηρώ­ων της, κα­λύ­πτει ένα ευ­ρύ άνυ­σμα πε­νή­ντα πε­ρί­που ετών, από τη δε­κα­ε­τία του 1880 έως τα πρό­θυ­ρα της Δι­κτα­το­ρί­ας του Με­τα­ξά το 1936. Στην Ανα­ζή­τη­ση (1998) και στην Ανα­τρο­πή (2000) έχου­με ένα εκτε­τα­μέ­νο «πριν», που εκ­βάλ­λει στη Σμύρ­νη ποι­κι­λο­τρό­πως, και στην Ανα­λα­μπή ένα «πριν», ένα «ακρι­βώς» κι ένα «με­τά», που συ­μπλη­ρώ­νει τον ιστο­ρι­κό συλ­λο­γι­σμό του, συ­νε­πι­κου­ρού­με­νο από το έκτο μυ­θι­στο­ρή­μα του, τις Αλή­θειες των άλ­λων (2008), το οποίο ξε­κι­νά από το 1923.

Σ’ αυ­τό το ιστο­ρι­κό πλαί­σιο, πρω­τα­γω­νι­στής δεν εί­ναι κα­θέ­νας από τους τρεις κε­ντρι­κούς ήρω­ες (ο Νι­κο­λής στην Ανα­ζή­τη­ση, ο Θω­μάς –και η Ελέ­νη– στην Ανα­τρο­πή και ο Στέ­φα­νος στην Ανα­λα­μπή), αλ­λά η ανερ­χό­με­νη αστι­κή τά­ξη, που προ­σπα­θεί να ανορ­θω­θεί και να βρει τον βη­μα­τι­σμό της, κα­ταρ­χάς στον χώ­ρο του μεί­ζο­νος Ελ­λη­νι­σμού. Κι εί­ναι η ευ­ρυ­χω­ρία τό­σο της Οθω­μα­νι­κής και της Ρω­σι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας όσο και της Αυ­στρο­ουγ­γα­ρί­ας, που επι­τρέ­πει τη δια­κί­νη­ση εμπο­ρι­κών αγα­θών, ιδε­ών και νο­ο­τρο­πιών και ευ­νο­εί την ευ­δο­κί­μη­ση αν­θρώ­πων ανοι­χτό­μυα­λων, πρω­το­πό­ρων, και­νο­τό­μων. Αυ­τή η πο­ρεία των ανοι­χτών ορι­ζό­ντων ανα­κό­πτε­ται, σύμ­φω­να με τον Ν. Θέ­με­λη, όταν ο ελ­λη­νι­σμός εγκλω­βί­ζε­ται στην ελ­λα­δι­κή του μι­κρό­νοια και δεν ανα­πτύσ­σει σε βά­θος τις εκ­συγ­χρο­νι­στι­κές του δυ­να­τό­τη­τες. Έτσι, ενώ η πο­ρεία των δύο πρώ­των μυ­θι­στο­ρη­μά­των χα­ρά­ζε­ται προς Ανα­το­λάς, από τα Ζα­γο­ρο­χώ­ρια μέ­χρι τη Σμύρ­νη και τη Μα­νη­σά κι από τη Σιά­τι­στα ώς την Οδησ­σό, στο τέ­λος η ίδιου προ­σα­να­το­λι­σμού πε­ρι­πέ­τεια από την Ελ­λά­δα στη Μι­κρά Ασία ανα­χαι­τί­ζε­ται, γυ­ρί­ζο­ντας πί­σω τα όποια ανοίγ­μα­τα εί­χαν επι­τευ­χθεί ώς τό­τε.

Τα ερω­τή­μα­τα που θέ­τει ο Ν. Θέ­με­λης εί­ναι συ­νυ­φα­σμέ­να με την άνο­δο και την ελ­λι­πή ολο­κλή­ρω­ση της αστι­κής τά­ξης: μπό­ρε­σε αυ­τή να εκ­συγ­χρο­νί­σει την Ελ­λά­δα όσο έπρε­πε; Συ­νέ­χι­σε να ανοί­γε­ται στις έξω­θεν ιδε­ο­λο­γί­ες και να αφο­μοιώ­νει ρεύ­μα­τα και τά­σεις ή στα­μά­τη­σε σε μια εθνι­κή εσω­στρέ­φεια; Και εντέ­λει συ­μπο­ρεύ­τη­κε με τη Με­γά­λη Ιδέα της εδα­φι­κής επέ­κτα­σης ή προ­σπά­θη­σε να προ­ω­θή­σει μιαν άλ­λη «Με­γά­λη Ιδέα», όπως θα ήθε­λε ο Νι­κο­λής-εφέ­ντης, αυ­τήν της παι­δεί­ας που τε­λι­κά θα έδι­νε και την κα­θο­ρι­στι­κή ώθη­ση στο έθνος; Εί­ναι δη­λα­δή η Μι­κρα­σια­τι­κή Εκ­στρα­τεία απόρ­ροια των άναρ­χων φι­λο­δο­ξιών της αστι­κής τά­ξης ή ιστο­ρι­κό Βα­τερ­λώ που δεν την άφη­σε να ολο­κλη­ρώ­σει την πο­ρεία της;

Η πο­ρεία προς Ανα­το­λάς κι η πι­κρή μα­ταί­ω­ση

Στην Ανα­ζή­τη­ση ο νε­α­ρός Νι­κο­λής κα­τα­φεύ­γει στη Μυ­τι­λή­νη, όπου ενι­σχύ­ει την πί­στη του στα γράμ­μα­τα, στην αξία του εμπο­ρί­ου, στην πρό­ο­δο μέ­σω της τε­χνο­λο­γί­ας του ατμού, κι έπει­τα στη Σμύρ­νη και τη Μα­νη­σά, όπου με το επι­νοη­τι­κό μυα­λό του ανα­λαμ­βά­νει να ξα­να­βά­λει μπρος μια χρε­ω­κο­πη­μέ­νη επι­χεί­ρη­ση. Και, πα­ράλ­λη­λα, ορ­γα­νώ­νει την εκ­παί­δευ­ση των παι­διών των κο­λί­γων, αλ­λά και τη δι­κή τους φώ­τι­ση, ώστε με τη δύ­να­μη του νου να διευ­ρύ­νουν τους στε­νούς τους ορί­ζο­ντες κι έτσι να δουν προ­κο­πή. Ανά­λο­γα, στην Ανα­τρο­πή ο πα­τέ­ρας του Νί­κου, ο Θω­μάς, κλέ­βει τη νε­α­ρή Ελέ­νη, κό­ρη του συ­νε­ταί­ρου του, και κα­τα­φεύ­γει στην Οδησ­σό. Εκεί πα­ρα­κο­λου­θού­με την άνο­δο της αστι­κής τά­ξης, μέ­λος της οποί­ας ανα­δει­κνύ­ε­ται ο Θω­μάς, ο οποί­ος με το εμπό­ριο πλου­τί­ζει πά­λι και εξε­λίσ­σε­ται σε βα­σι­κό στέ­λε­χος της ελ­λη­νι­κής πα­ροι­κί­ας. Η άνο­δος αυ­τή δεν εί­ναι μό­νο οι­κο­νο­μι­κή, αλ­λά και πνευ­μα­τι­κή με ιδέ­ες, δρά­σεις, φε­μι­νι­στι­κές κι­νή­σεις –όπου πρω­το­στα­τεί η Ελέ­νη–, βι­βλία και βι­βλιο­θή­κες, μια γε­νι­κή δη­λα­δή ανύ­ψω­ση της παι­δεί­ας, μέ­σω της οποί­ας πι­στεύ­ε­ται ότι όλα μπο­ρούν να βελ­τιω­θούν.

Δυο πα­ράλ­λη­λες πο­ρεί­ες προς την Ανα­το­λή, τη Μι­κρά Ασία και τον Εύ­ξει­νο Πό­ντο αντί­στοι­χα, αντι­κα­το­πτρί­ζουν την πί­στη του Ν. Θέ­με­λη στη Με­γά­λη Ιδέα της παι­δεί­ας. Όπως φαί­νε­ται στη σκέ­ψη του Νι­κο­λή, ο Ελ­λη­νι­σμός δεν χρειά­ζε­ται τί­πο­τα άλ­λο, ού­τε πο­λέ­μους ού­τε έχθρες ού­τε κλει­στά σύ­νο­ρα ού­τε δε­σμεύ­σεις στα πα­τρώα χώ­μα­τα, πα­ρά μό­νο γράμ­μα­τα, ευ­ρύ­τη­τα νου, ανοι­χτούς ορί­ζο­ντες που να φέρ­νουν από την Ευ­ρώ­πη νέ­ες ιδέ­ες και και­νο­το­μί­ες, εμπό­ριο και πλού­το που να κα­τα­στή­σουν το ελ­λη­νι­κό στοι­χείο, ακό­μα και μέ­σα στην Οθω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρία, ισχυ­ρή δύ­να­μη. Τα δύο πρώ­τα βι­βλία της Τρι­λο­γί­ας ορα­μα­τί­ζο­νται μιαν αυ­το­δη­μιούρ­γη­τη αστι­κή τά­ξη που με τον πλού­το και την κουλ­τού­ρα της να ζει με ποιό­τη­τα και να απο­βαί­νει ρυθ­μι­στι­κός πα­ρά­γο­ντας στη νέα κοι­νω­νία που χτί­ζε­ται από τα τέ­λη του 19ου αιώ­να και με­τά.

Η Ανα­ζή­τη­ση συ­νο­μι­λεί άμε­σα ή έμ­με­σα με το Στου Χα­τζη­φρά­γκου (1962-1963) του Κο­σμά Πο­λί­τη, ο οποί­ος σκια­γρα­φεί τη ζωή στη Σμύρ­νη πριν από την Κα­τα­στρο­φή. Η ελ­λη­νι­κή με­γα­λού­πο­λη, τό­σο στις φτω­χο­γει­το­νιές της όσο και στις πλού­σιες συ­νοι­κί­ες της αλ­λά και στο πο­λυ­σύ­χνα­στο Και, πα­ρου­σιά­ζε­ται ως μη­τρό­πο­λη, με κο­σμο­πο­λί­τι­κο χα­ρα­κτή­ρα, με την ευ­τυ­χία που επι­κρα­τού­σε πριν από την ορι­στι­κή απώ­λεια, με εσω­τε­ρι­κές αντι­θέ­σεις που οδη­γούν σε προ­σω­πι­κά δρά­μα­τα, πριν από το με­γά­λο…

Όλα αυ­τά αλ­λά­ζουν ή κο­ρυ­φώ­νο­νται στην Ανα­λα­μπή. Εκεί βρι­σκό­μα­στε μέ­σα στα όρια του ελ­λη­νι­κού κρά­τους, στην πρω­τεύ­ου­σα Αθή­να, όπου η οι­κο­γέ­νεια του εμπό­ρου Αδα­μά­ντιου Λέκ­κα ζει τα δι­κά της ανε­βο­κα­τε­βά­σμα­τα και τις εθνι­κές εξε­λί­ξεις. Σε προ­σω­πι­κό επί­πε­δο ο κου­νιά­δος Δη­μή­τριος, δι­κη­γό­ρος, συ­νερ­γεί ώστε το εξώ­γα­μο του Αδα­μά­ντιου με την Ευαγ­γε­λία να το υιο­θε­τή­σει εν κρυ­πτώ το ζεύ­γος του κου­νιά­δου του και της αδελ­φής του Αρι­στέ­ας. Εί­ναι ο Στέ­φα­νος που σπου­δά­ζει τε­λι­κά δι­κη­γό­ρος στο Βε­ρο­λί­νο και πο­λύ αρ­γό­τε­ρα ανα­κα­λύ­πτει την νό­θη γέν­νη­ση του. Η τρα­γι­κό­τη­τα της φι­γού­ρας του Δη­μη­τρά­κη, όταν αυ­τός συ­νει­δη­το­ποιεί την προ­σω­πι­κή του απο­τυ­χία (άγα­μος, μό­νος και μα­κριά από την πρώ­ην ερω­μέ­νη του Ευαγ­γε­λία που κά­ποια στιγ­μή πα­ντρεύ­ε­ται) κι όταν επι­πλέ­ον έρ­χε­ται η Κα­τα­στρο­φή της Σμύρ­νης, που τη θε­ω­ρεί εθνι­κή απο­τυ­χία αλ­λά και απο­τυ­χία της τά­ξης του, τον οδη­γεί στην αυ­το­κτο­νία.

Η αυ­το­κτο­νία αυ­τή συν­δέ­ει στε­νά το μυ­θο­πλα­στι­κό πλαί­σιο της ζω­ής ενός εκ­προ­σώ­που της αστι­κής τά­ξης με το ιστο­ρι­κό πλαί­σιο της εθνι­κής τρα­γω­δί­ας. Ο Δη­μη­τρά­κης συ­νει­δη­το­ποιεί ότι η ζωή του, που συ­μπο­ρεύ­τη­κε με ένα ψέ­μα, που στη­ρί­χτη­κε στην κα­τά και­ρούς σε­ξουα­λι­κή σχέ­ση με την Ευαγ­γε­λία και τώ­ρα νιώ­θει προ­δο­μέ­νος από αυ­τήν, ήταν μια αυ­τα­πά­τη. Ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο (ή σε ανα­λο­γία με την προ­σω­πι­κή σφαί­ρα), η τά­ξη του εί­ναι υπεύ­θυ­νη για τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή και για το ξε­σπί­τω­μα εκα­τομ­μυ­ρί­ων αν­θρώ­πων· κι εί­ναι υπαί­τια για­τί πί­στε­ψε στη συ­νέ­χεια του ελ­λη­νι­σμού, η οποία οδή­γη­σε νο­μο­τε­λεια­κά στη Με­γά­λη Ιδέα, στην εδα­φι­κή δη­λα­δή επέ­κτα­ση χω­ρίς μέ­τρο, ώστε να ξα­να­φτά­σει τα όρια της Βυ­ζα­ντι­νής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, και για­τί πα­ρα­σύρ­θη­κε από τον «τυ­φλό εθνι­κι­σμό, τον επε­κτα­τι­σμό, τη με­γα­λο­μα­νία» (Ανα­λα­μπή, σελ. 1129).

Τέ­λος, το όριο του 1922 απο­τε­λεί την αφε­τη­ρία του βι­βλί­ου Οι αλή­θειες των άλ­λων, το οποίο συ­νε­χί­ζει κα­τά κά­ποιο τρό­πο την Ανα­λα­μπή. Εδώ η πο­ρεία εί­ναι προς Δυ­σμάς: ο Μα­νό­λης Λι­νός, που δεν έφυ­γε αμέ­σως με την ανταλ­λα­γή των πλη­θυ­σμών, επει­δή εί­χε κα­τα­φέ­ρει να απο­κτή­σει την ψευ­δε­πί­γρα­φη ταυ­τό­τη­τα του Τούρ­κου και Μου­σουλ­μά­νου, κα­τα­φέρ­νει να πά­ρει μα­ζί του ένα σε­ντού­κι με αρ­χεία και βι­βλία της οι­κο­γέ­νειάς του και να κα­τα­φύ­γει εντέ­λει στην Αθή­να. Εκεί σπου­δά­ζει Ιστο­ρία κι Αρ­χαιο­λο­γία και δια­κη­ρύσ­σει, όταν πλέ­ον γί­νε­ται κα­θη­γη­τής στην Κο­μο­τη­νή, μια αντι­η­ρω­ι­κή εκ­δο­χή του Κων­στα­ντί­νου Πα­λαιο­λό­γου, ότι δη­λα­δή δεν πέ­θα­νε με αυ­το­θυ­σία αλ­λά πή­γε να μο­νά­σει στο Άγιο Όρος.

Οι δύο δρό­μοι που δεν συ­να­ντή­θη­καν

Ενώ, λοι­πόν, στα δύο πρώ­τα βι­βλία της Τρι­λο­γί­ας, τα ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα περ­νά­νε πί­σω από τους μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κούς ήρω­ες και κά­ποια στιγ­μή τους συ­να­ντά­νε, στην Ανα­λα­μπή τα ιστο­ρι­κά ορό­ση­μα φαί­νε­ται να έρ­χο­νται άμε­σα στο προ­σκή­νιο. Εδώ δια­τυ­πώ­νε­ται πιο ρη­τά το συ­μπέ­ρα­σμα πως το σταυ­ρο­δρό­μι των δύο Με­γά­λων Ιδε­ών δι­χο­το­μή­θη­κε ανε­πι­στρε­πτί, με απο­τέ­λε­σμα αντί η αστι­κή τά­ξη να πρι­μο­δο­τή­σει ένα εκ­παι­δευ­τι­κό-πο­λι­τι­κό με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κό πρό­γραμ­μα, να επι­λέ­ξει την επε­κτα­τι­κή πο­λι­τι­κή της κρα­τι­κής διεύ­ρυν­σης. Ας δού­με αυ­τούς τους δύο δρό­μους:

Η Με­γά­λη Ιδέα της παι­δεί­ας, που φυ­σά αέ­ρα στα πα­νιά των φι­λο­πρό­ο­δων εμπό­ρων, εί­ναι, σύμ­φω­να με τον Ν. Θέ­με­λη, η λυ­δία λί­θος της επι­τυ­χί­ας. Όσο βρι­σκό­μα­στε στα ευ­ρέα όρια των αυ­το­κρα­το­ριών, όπου τα σύ­νο­ρα δεν εμπο­δί­ζουν το εμπό­ριο και τη δια­κί­νη­ση ιδε­ών, παι­δεία ση­μαί­νει επα­φή με τις νέ­ες αντι­λή­ψεις, τα βι­βλία και τον Δια­φω­τι­σμό, την επι­στή­μη και την τε­χνο­λο­γία, οι οποί­ες δί­νουν ώθη­ση στον Ελ­λη­νι­σμό και τον εδραιώ­νουν ως οι­κο­νο­μι­κή, πνευ­μα­τι­κή και πο­λι­τι­κή εντέ­λει δύ­να­μη. «Οι ήρω­ες της “Ανα­τρο­πής”, γρά­φει η Αγ­γε­λι­κή Μπιρ­μπί­λη (2000) σε συ­νέ­ντευ­ξή της με τον συγ­γρα­φέα, «δεν αντι­λαμ­βά­νο­νται την πα­τρί­δα τους σαν έναν τό­πο-φυ­λα­κή, αλ­λά σαν τα ανοι­χτά σύ­νο­ρα ενός κό­σμου πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κού και ελεύ­θε­ρου. Ο Νι­κο­λής ρώ­τα­γε τον πα­τέ­ρα του πώς γί­νε­ται να μην υπάρ­χουν σύ­νο­ρα, και εκεί­νος απο­κρι­νό­ταν “Και όμως γί­νε­ται, κά­πο­τε θα κα­τα­λά­βεις”. Το ση­μα­ντι­κό εί­ναι η καλ­λιέρ­γεια της συ­νεί­δη­σης του ελ­λη­νι­κού έθνους. Το πιο ση­μα­ντι­κό η παι­δεία που “δί­νει γλώσ­σα, πί­στη, συ­νεί­δη­ση, γνώ­σεις, δύ­να­μη, που φω­τί­ζει”. Αυ­τή εί­ναι η αλη­θι­νή, η διαρ­κής επα­νά­στα­ση. Και η τε­χνο­λο­γία που πά­ντο­τε φέρ­νει αθό­ρυ­βα την αλ­λα­γή».

Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά δο­σμέ­νοι αυ­τοί οι δύο άξο­νες, που εν­σαρ­κώ­νει ο Νι­κο­λής. Από τη μία, προ­ω­θεί νέ­ες τε­χνο­λο­γι­κές και­νο­το­μί­ες και τρό­πους διοί­κη­σης, από την πα­ρα­γω­γή και την ορ­γά­νω­ση της ερ­γα­σί­ας μέ­χρι τη δια­κί­νη­ση των αγα­θών, τρό­πους δη­λα­δή με τους οποί­ους οι πα­ρα­δο­σια­κές τε­χνι­κές θα ανα­νε­ω­θούν. Το ίδιο έκα­νε κι ο Θω­μάς στην Οδησ­σό, ο οποί­ος προ­μη­θεύ­τη­κε βι­βλία για να μά­θει πώς ορ­γα­νώ­νο­νται οι­κο­νο­μι­κά οι επι­χει­ρή­σεις και ποιες νέ­ες αντι­λή­ψεις πε­ρί εμπο­ρί­ου και λο­γι­στι­κής μπο­ρούν να ενι­σχύ­σουν το επι­χει­ρη­μα­τι­κό πνεύ­μα. Από την άλ­λη, η πρό­σλη­ψη δα­σκά­λου στη Μα­νη­σά για να δι­δά­ξει στα παι­διά γρα­φή και ανά­γνω­ση, αλ­λά και οι κύ­κλοι συ­ζή­τη­σης τους οποί­ους ει­σή­γα­γε ο Νι­κο­λής-εφέ­ντης, για να ανυ­ψώ­σει τη σκέ­ψη των απλών αν­θρώ­πων, ώστε αυ­τοί να μπο­ρούν να σκέ­φτο­νται λί­γο πιο αυ­τό­νο­μα, δεί­χνει την κα­τεύ­θυν­ση προς την ανά­γκη πνευ­μα­τι­κής ανύ­ψω­σης. Και τέ­λος η «Φι­λο­πρό­ο­δος Αδελ­φό­της Κυ­ριών», όπως και η Ελέ­νη με τις (προ)φε­μι­νι­στι­κές της ενέρ­γειες, ση­μα­το­δο­τούν μια νε­ω­τε­ρι­κή αντί­λη­ψη πε­ρί προ­ό­δου, στη­ριγ­μέ­νης στη σκέ­ψη και τη διεύ­ρυν­ση των ορι­ζό­ντων.

Οι ευ­ρείς αυ­τοί ορί­ζο­ντες συν­δέ­ο­νται και με τη διε­θνι­στι­κή νο­ο­τρο­πία, όπου το ελ­λη­νι­κό στοι­χείο συ­νυ­πάρ­χει με τις υπό­λοι­πες εθνό­τη­τες, Τούρ­κους, Εβραί­ους, Αρ­μέ­νιους, Γιου­ρού­κους, Ρώ­σους, Γάλ­λους, Ιτα­λούς, Γερ­μα­νούς κ.λπ. Η πο­λυ­πο­λι­τι­στι­κή κοι­νω­νία, σύμ­φω­να με τον συγ­γρα­φέα, δεν στη­ρί­ζε­ται τό­σο στις θρη­σκευ­τι­κές ή άλ­λες δια­φο­ρές, όσο σε μια δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή –κι αυ­τή όχι από­λυ­τη– ανά­με­σα στις εμπρο­σθο­βα­ρείς από­ψεις των προ­ο­δευ­τι­κών αν­θρώ­πων, που εκ­φρά­ζουν το πνεύ­μα του οδυσ­σεϊ­κού ελ­λη­νι­σμού, και τις οπι­σθο­δρο­μι­κές αγκυ­λώ­σεις των προ­γο­νό­πλη­κτων συ­ντη­ρη­τι­κών.

Η ίδια παι­δεία στο ελ­λα­δι­κό κρά­τος, που ενί­ο­τε δια­κη­ρυσ­σό­ταν και με­ρι­κές φο­ρές προ­ω­θού­νταν από τους πο­λι­τι­κούς (ιδί­ως από τον Ελ. Βε­νι­ζέ­λο), θα μπο­ρού­σε να οδη­γή­σει στην εκ βά­θρων ανα­μόρ­φω­ση της Ελ­λά­δας στα σύ­νο­ρα του 1918. Από το 1909 και τις βε­νι­ζε­λι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις ώς το 1928-1932 οι προ­σπά­θειες για κοι­νω­νι­κή ανύ­ψω­ση, τό­σο πριν από τη Μι­κρα­σια­τι­κή Εκ­στρα­τεία όσο και με­τά, θα έδι­ναν ώθη­ση στη με­τα­βο­λή, την εκλο­γί­κευ­ση και τον εκ­συγ­χρο­νι­σμό της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας (Λιά­κος, 2011). Αυ­τή θα ση­μα­το­δο­τού­σε την ου­σια­στι­κή μόρ­φω­ση του λα­ού –πο­λι­τι­σμι­κά και γλωσ­σι­κά– και μα­ζί τον βα­θύ εκ­δη­μο­κρα­τι­σμό της κοι­νω­νί­ας και των δο­μών της, με πυ­λώ­νες τη δι­καιο­σύ­νη, την αξιο­κρα­τία, την ισό­τη­τα και την αλ­λη­λεγ­γύη. Ακό­μα και με­τά την εθνι­κή ήτ­τα, όταν η προη­γού­με­νη ιδε­ο­λο­γία ξε­ψύ­χη­σε στα πα­ρά­λια της Ιω­νί­ας, το νέο όρα­μα θα μπο­ρού­σε να συ­μπε­ρι­λά­βει όλα αυ­τά, αν η αστι­κή τά­ξη εί­χε τη δύ­να­μη να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει τον ρό­λο της.

Ποιος θα ήταν αυ­τός; Να στη­ρί­ξει με όλες της τις δυ­νά­μεις ένα πρό­γραμ­μα, που απο­σπα­σμα­τι­κά εί­χε ξε­κι­νή­σει, ένα πρό­γραμ­μα εκ­συγ­χρο­νι­σμού, με την αγρο­τι­κή, γλωσ­σι­κή και εκ­παι­δευ­τι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση. Να προ­ω­θή­σει την εκ­βιο­μη­χά­νι­ση της χώ­ρας και να μην μεί­νει μό­νο στις εμπο­ρι­κές συ­ναλ­λα­γές. Να προ­χω­ρή­σει την εδραί­ω­ση της δη­μο­κρα­τί­ας, κα­ταρ­γώ­ντας τη βα­σι­λεία, ώστε να μην υπάρ­χει μια συ­ντη­ρη­τι­κή δύ­να­μη που να ανα­χαι­τί­ζει τις εξε­λί­ξεις. Να εν­δυ­να­μώ­σει τις κοι­νω­νι­κές αξί­ες και να ανα­μορ­φώ­σει τη δη­μό­σια διοί­κη­ση.

Αντί­θε­τα, ει­δι­κά μέ­χρι το 1922, όλοι προ­τί­μη­σαν τυ­φλά τη Με­γά­λη Ιδέα που για δε­κα­ε­τί­ες οι­στρη­λα­τού­σε την ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία, Ιδέα που, όπως απο­δεί­χθη­κε, έθα­ψε ή πα­ρα­γκώ­νι­σε τις υγιείς προ­σπά­θειες εκ­συγ­χρο­νι­σμού. Στή­ρι­ξε έναν κό­σμο πά­νω στο ψέ­μα (αυ­τό της εθνι­κής συ­νέ­χειας) και πρό­βα­λε πιο πο­λύ το όρα­μα της επέ­κτα­σης και όχι της εσω­τε­ρι­κής εν­δυ­νά­μω­σης, με απο­τέ­λε­σμα να μην εξα­λει­φθούν πο­τέ «οι πε­λα­τεια­κές σχέ­σεις και η δια­φθο­ρά στη δη­μό­σια διοί­κη­ση, οι κλί­κες και ο κομ­μα­τι­σμός, οι σχέ­σεις οι δια­προ­σω­πι­κές, η ανα­ξιο­κρα­τία, οι άθλιες συν­θή­κες μες στις οποί­ες δού­λευαν και κέρ­δι­ζαν το ψω­μί τους οι χα­μη­λό­τε­ρες βαθ­μί­δες της δη­μο­σιο­ϋ­παλ­λη­λί­ας» (Ανα­λα­μπή, σελ. 1190).

Ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας στο πο­λύ εύ­στο­χο ερώ­τη­μα της Σταυ­ρού­λας Πα­πα­σπύ­ρου (2003) «Τι στο κα­λό πή­γε λά­θος;» απα­ντά: «υπάρ­χει ένα ζή­τη­μα ευ­θύ­νης της τά­ξης που με τους όρους εκεί­νης της επο­χής μπο­ρού­σε να θε­ω­ρη­θεί αστι­κή. Δεν αντα­πο­κρί­θη­κε στην ανά­γκη να δια­μορ­φω­θεί κι εδώ μια κοι­νω­νι­κή συ­νεί­δη­ση που να στη­ρί­ζε­ται στις αξί­ες της αστι­κής δη­μο­κρα­τί­ας. Κυ­νή­γη­σε τη Με­γά­λη Ιδέα, σύρ­θη­κε να εγκα­θι­δρύ­σει την αβα­σί­λευ­τη δη­μο­κρα­τία, δεν την στή­ρι­ξε και πα­ρέ­δω­σε την εξου­σία στην 4η Αυ­γού­στου». Όπως φαί­νε­ται στην Ανα­λα­μπή, οι φυ­γό­κε­ντρες τά­σεις μιας εύ­πο­ρης οι­κο­γέ­νειας, από τον φι­λο­βα­σι­λι­κό παπ­πού και τον συ­ντη­ρη­τι­κό πα­τέ­ρα έως τον βε­νι­ζε­λι­κό θείο και τον άλ­λο θείο, ο οποί­ος ήταν σο­σια­λι­στής κι έπει­τα κομ­μου­νι­στής, δεν βο­ή­θη­σαν σε μια ενιαία γραμ­μή δρά­σης.

Η απο­τυ­χία εί­ναι φυ­σι­κά απο­τέ­λε­σμα και του Εθνι­κού Δι­χα­σμού, που χώ­ρι­σε τη χώ­ρα σε Φι­λο­βα­σι­λι­κούς και Βε­νι­ζε­λι­κούς, από τους οποί­ους οι δεύ­τε­ροι οδή­γη­σαν τη Με­γά­λη Ιδέα στο κρά­τος «των δύο ηπεί­ρων και των πέ­ντε θα­λασ­σών» κι οι πρώ­τοι, πα­ρό­λο που δια­κή­ρυτ­ταν την αντί­θε­σή τους με τη Μι­κρα­σια­τι­κή Εκ­στρα­τεία, συ­νέ­χι­σαν ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο την ίδια πο­λι­τι­κή, και μά­λι­στα χω­ρίς μέ­τρο, με τα γνω­στά οδυ­νη­ρά απο­τε­λέ­σμα­τα. Αλ­λά εί­ναι και απόρ­ροια πολ­λών επι­μέ­ρους πα­ρα­γό­ντων, όπως των πε­λα­τεια­κών σχέ­σε­ων πο­λι­τι­κών και λα­ού, η διαί­ρε­ση της αστι­κής τά­ξης με­τα­ξύ πα­λιών και νέ­ων μορ­φών επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τας κ.λπ. (Σού­λη 2011).

Το 1922 προ­έ­κυ­ψε, λοι­πόν, ακρι­βώς επει­δή η αστι­κή τά­ξη προσ­δέ­θη­κε στο άρ­μα της επέ­κτα­σης του κρά­τους, όπως το όρι­ζε η Με­γά­λη Ιδέα, και δεν επι­χεί­ρη­σε την εσω­τε­ρι­κή ενί­σχυ­σή του. Η Ιδέα ξε­κι­νά από τον Γερ­μα­νι­κό Ιδε­α­λι­σμό, που υπο­στή­ρι­ξε τη συ­νέ­χεια του Ελ­λη­νι­σμού από τον αρ­χαιό­τη­τα, το Βυ­ζά­ντιο ως σή­με­ρα, μια πο­λι­τι­κή που ακο­λού­θη­σαν και οι ίδιοι οι Γερ­μα­νοί με απο­τέ­λε­σμα την ήτ­τα στον Α΄ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο. Η δι­κή μας εκ­δο­χή της ιστο­ρι­κής συ­νέ­χειας, όπως τη στή­ρι­ξαν οι ιστο­ρι­κοί Σπ. Ζα­μπέ­λιος, Κ. Πα­παρ­ρη­γό­που­λος κ.ά., ορα­μα­τι­ζό­ταν μια με­γά­λη Ελ­λά­δα, που να πλη­σιά­ζει τη Βυ­ζα­ντι­νή αί­γλη. Ο Ν. Θέ­με­λης κα­τα­δι­κά­ζει μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κά αυ­τήν την τά­ση τό­σο στην Ανα­λα­μπή όσο και στις Αλή­θειες των άλ­λων, όπου ο μύ­θος του Κων­στα­ντί­νου Πα­λαιο­λό­γου, ο οποί­ος συ­ντη­ρού­σε ορά­μα­τα για την ανα­κα­τά­λη­ψη της Πό­λης, απο­δει­κνύ­ε­ται πα­ρα­πλα­νη­τι­κός.

Στα τέσ­σε­ρα έρ­γα του Νί­κου Θέ­με­λη που με­λέ­τη­σα, το 1922 δεν εί­ναι μια στρα­τιω­τι­κή απο­τυ­χία, αλ­λά μια απο­τυ­χία της αστι­κής τά­ξης να εδραιώ­σει το κρά­τος με όρους νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας. Έτσι, αυ­τή η βα­θιά και ευ­ρεία οπτι­κή του συγ­γρα­φέα μυ­θι­στο­ρη­μα­το­ποιεί πο­λύ πε­τυ­χη­μέ­να μιαν επο­χή αλ­λά και μια αντί­λη­ψη, η οποία ανα­ζη­τεί κοι­νω­νι­κές ρί­ζες στη Μι­κρα­σια­τι­κή στό­χευ­ση και εξη­γεί την τρα­γω­δία, πο­λύ πριν αυ­τή συμ­βεί.




Μι­κρή βι­βλιο­γρα­φία

Νί­κος Θέ­με­λης, Η τρι­λο­γία. Η Ανα­ζή­τη­ση / Η Ανα­τρο­πή / Η Ανα­λα­μπή, Με­ταίχ­μιο 2018.
Νί­κος Θέ­με­λης, Οι αλή­θειες των άλ­λων, Κέ­δρος 2008.

Αλι­βι­ζά­τος, Νί­κος (2003): «Μια απαι­σιό­δο­ξη ανά­γνω­ση της Ιστο­ρί­ας. Αστι­κή ιδε­ο­λο­γία και πο­λι­τι­κή στην Ανα­λα­μπή του Νί­κου Θέ­με­λη», περ. Νέα Εστία, τεύχ. 1760, Οκτώ­βριος 2003, σελ. 409-420.

Βέι­κου, Χρι­στί­να (2010): «Πο­λι­τι­σμι­κές επι­στρώ­σεις ενός πο­λυ­φω­νι­κού κό­σμου: οι επάλ­λη­λες αντι­στι­κτι­κές ταυ­τό­τη­τες στο έρ­γο του Ν. Θέ­με­λη Οι αλή­θειες των άλ­λων», στο Κων­στα­ντί­νος Α. Δη­μά­δης (επιμ.), Ταυ­τό­τη­τες στον ελ­λη­νι­κό κό­σμο (από το 1204 έως σή­με­ρα): Δ' Ευ­ρω­παϊ­κό Συ­νέ­δριο Νε­ο­ελ­λη­νι­κών Σπου­δών Γρα­νά­δα, 9-12 Σε­πτεμ­βρί­ου 2010: πρα­κτι­κά; Identities in the Greek world (from 1204 to the present day): 4th European Congress of Modern Greek Studies Granada, 9-12 September 2010: proceedings, τόμ. Β΄, σελ. 225-233. [https://​www.​eens.​org/​EENS_​cong... class="f-smaller">

Γα­ρα­ντού­δης, Ευ­ρι­πί­δης (2008): «Πο­λι­τι­κώς ορ­θές αλή­θειες και εκ­συγ­χρο­νι­σμός», εφ. Τα Νέα, 18.10.2008.

Κο­τζιά, Ελι­σά­βετ (2012): «Ο Νί­κος Θέ­με­λης και το νέο ιστο­ρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα», www.​pro​tago​n.​gr, 29.3.2012. [https://​www.​pro​tago​n.​gr/​apo​pse... class="f-smaller">

Κου­τρου­δί­τσου, Γε­ωρ­γία Κ. (2016): «“Ανα­λα­μπή” του Νί­κου Θέ­με­λη, ένα Ιστο­ρι­κό Μυ­θι­στό­ρη­μα της Γ’ Ελ­λη­νι­κής Δη­μο­κρα­τί­ας», https://​www.​res​earc​hgat​e.​net/​p... class="f-smaller">

Λιά­κος, Αντώ­νης (2011): «Το λο­γο­τε­χνι­κό μα­νι­φέ­στο του Εκ­συγ­χρο­νι­σμού», περ. The Books’ Journal, τεύχ. 11, Σε­πτέμ­βριος 2011, σελ. 54-57. [http://​rep​osit​ory.​costas-simit... class="f-smaller">

Μπα­κου­νά­κης, Νί­κος (2008): «Νί­κος Θέ­με­λης: “Η αλή­θεια των άλ­λων εί­ναι ανοη­σία”», εφ. Το Βή­μα, 19.10.2008. [https://​www.​tovima.​gr/​2008/​10/... class="f-smaller">

Μπιρ­μπί­λη, Αγ­γε­λι­κή (2000): «Συ­νέ­ντευ­ξη με τον Νί­κο Θέ­με­λη» (συ­νέ­ντευ­ξη), περ. Κλικ, Ιού­λιος 2000. [ανα­δη­μο­σί­ευ­ση στην Athens Voice: https://​www.​ath​ensv​oice.​gr/​pol​itis​mos/​vivlio/​727290/​mia-​syn​ente​yxi-​toy-​nikoy-​themeli-​kai-​i-​istoria-​enos-​vivlioy/]

Πα­πα­σπύ­ρου, Σταυ­ρού­λα (2003): «Τι στο κα­λό πή­γε λά­θος…» (συ­νέ­ντευ­ξη), εφ. Η Κα­θη­με­ρι­νή (Η Τέ­χνη της Ζω­ής), 6.3.2003. [ανα­δη­μο­σιεύ­τη­κε στο Χω­ρίς μα­γνη­τό­φω­νο, εκδ. Πό­λις, Αθή­να, 2018, σελ. 177-182]

Πα­πα­σπύ­ρου, Σταυ­ρού­λα (2021): «“Ανα­λα­μπή” του Ν. Θέ­με­λη: Το πι­κρό χρο­νι­κό του εθνι­κι­σμού που οδη­́γ­ησε στη μι­κρα­σια­τι­κή κα­τα­στρο­φή», εφ. Lifo, 21.12.2021. [https://​www.​lifo.​gr/​culture/​vi... class="f-smaller">

Σού­λη, Αγ­γε­λι­κή (2011): «“Η Ανα­λα­μπή” Νί­κος Θέ­με­λης, εκδ. Κέ­δρος, 2003», neaanagnosi.​blo​gspo​t.​com, 9.7.2011. [http://​nea​anag​nosi.​blo​gspo​t.​com/​2011/​07/​blog-​post.​html]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: