Mικρές ιστορίες και Μεγάλη Ιστορία

«Ισμαήλ και Ρόζα» του Γιάννη Γιαννέλλη-Θεοδοσιάδη και «Η Ρόζα της Σμύρνης» του Γιώργου Κορδέλλα

(Φωτ. Studio Kominis)
(Φωτ. Studio Kominis)



Στο κείμενο αυτό[1] θα επιχειρήσω μια συγκριτική ανάγνωση δύο έργων εμπνευσμένων από το μικρασιατικό τραύμα, του μυθιστορήματος Ισμαήλ και Ρόζα του Γιάννη Γιαννέλλη-Θεοδοσιάδη, που κυκλοφορεί στην Ελλάδα το 2004 από τις εκδόσεις Πατάκη,[2] και της κινηματογραφικής διασκευής του, Η Ρόζα της Σμύρνης του Γιώργου Κορδέλλα, που πραγματοποιεί την πρώτη της προβολή τον Δεκέμβριο του 2016, και θα επικεντρωθώ στη διαγραφή των χαρακτήρων στα δύο έργα.

Το Ισμαήλ και Ρόζα είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του δικηγόρου Γιάννη Γιαννέλλη-Θεοδοσιάδη, ο οποίος κατάγεται από παλαιά οικογένεια της Μυτιλήνης και αναπτύσσει έντονη πολιτική δραστηριότητα στον χώρο της συντηρητικής παράταξης για πολλά χρόνια (εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής Μυτιλήνης το 1989 με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και επανεκλέγεται το 1990, το 2004 και το 2007). Πριν από το Ισμαήλ και Ρόζα ο συγγραφέας δίνει το Η διαπλοκή της εξουσίας (2002) και μετά ακολουθούν το πολιτικό θρίλερ Το βλέμμα της Ήρας (2008), το μυθιστόρημα μυστηρίου και συνωμοσιών Η λίστα του Χόρχε (2011), με σαφείς επιδράσεις από τον Κώδικα Ντα Βίντσι του Dan Brown, το οικογενειακό δράμα Café Napolitano (2013), το μυθιστόρημα διαμόρφωσης Δέκα δευτερόλεπτα (2015) και τα ιστορικά μυθιστορήματα Έρωτας στις φλόγες της Σμύρνης (2017) και Σάρλιτζα Πάλλας (2019), τοποθετημένα στη Σμύρνη του 1922.

Ιστορικό υπόβαθρο έχει και το μυθιστόρημα Ισμαήλ και Ρόζα, η δράση του οποίου εκτυλίσσεται το 1977, αλλά με σημαντικές αναλήψεις στο 1922. Ο κεντρικός ήρωας είναι ο Δημήτρης, ένας επιτυχημένος αρχιτέκτονας, με γραφεία στην Αθήνα και τη Μυτιλήνη, και μανιώδης συλλέκτης, που επισκέπτεται τακτικά τα τουρκικά παράλια, όπου αγοράζει ένα παλιό νυφικό, λερωμένο από αίματα, και γνωρίζει έναν ηλικιωμένο Έλληνα, τον Μάριο, που του αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς του στη Σμύρνη του 1922, στην οποία περιλαμβάνεται και ο γάμος της αδελφής του, που καταλήγει σε μακελειό. Αργότερα, εντοπίζει σε ένα παλαιοπωλείο στην Αθήνα τη φωτογραφία μιας νύφης με το συγκεκριμένο νυφικό και ανακαλύπτει ότι μέσα στο ρούχο είναι ραμμένο ένα σημείωμα της μητέρας της νύφης για την προίκα που την περιμένει όταν διαφύγει στην Αθήνα. Με τη βοήθεια της φίλης του, Μαργαρίτας, και του αδελφού της Γιώργου, ο Δημήτρης οδηγείται στα ίχνη της ηλικιωμένης πια γυναίκας της φωτογραφίας, της Ρόζας, η οποία ζει σε ένα ταπεινό διαμέρισμα στη Νέα Σμύρνη, μαζί με την όμορφη εγγονή της, ονόματι Μαριάννα. Παρά την αρχική άρνηση της Ρόζας να μιλήσει για το οικογενειακό παρελθόν της, ο Δημήτρης, με τη βοήθεια της Μαριάννας πλέον, την οποία ερωτεύεται, κατορθώνει να εντοπίσει τον Ισμαήλ, έναν ηλικιωμένο Τούρκο με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, του οποίου το ερωτικό πάθος για τη νεαρή Ρόζα είχε προκαλέσει την αιματοχυσία στον γάμο της και το ξεκλήρισμα της οικογένειάς της. Ο Δημήτρης οργανώνει μια συνάντηση της Ρόζας και της Μαριάννας με τον Ισμαήλ στην Κωνσταντινούπολη: ο Ισμαήλ αποκαλύπτει στη Μαριάννα ότι είναι παππούς της –αφού ο πατέρας της προέκυψε από τον βιασμό της Ρόζας από τον Ισμαήλ– και η Ρόζα τον σκοτώνει με μαχαίρι, παίρνοντας την εκδίκησή της.

Το μυθιστόρημα του Γιαννέλλη-Θεοδοσιάδη, ένα νοσταλγικό ταξίδι στην παράδοση του μικρασιατικού πολιτισμού, γεμάτο αρώματα και μνήμες, έχει σημαντικές αρετές, όπως μια καλοσχεδιασμένη πλοκή, με αρκετές ανατροπές, μια επιμέλεια στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και μια προσεκτική αναπαράσταση της Σμύρνης του 1922, που δείχνει έρευνα και μόχθο. Όπως παρατηρεί η Λώρη Κέζα στη βιβλιοκρισία της:

Τα πισωγυρίσματα του χρόνου, τα πολλά πρόσωπα, ο ρυθμός των αποκαλύψεων κάνουν την αφήγηση να ρέει. […] Στα θετικά θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την πολύ ζωντανή γλώσσα, τόσο ζωντανή που σε μερικά σημεία ξενίζει με την προφορικότητά της. […] Το Ισμαήλ και Ρόζα παραμένει ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται ευχάριστα και ταυτόχρονα ανοίγει θέματα προς συζήτηση.[3]

Το βιβλίο παίρνει τον δρόμο της κινηματογράφησης το 2016, με σκηνοθέτη τον Γιώργο Κορδέλλα.[4] Το σενάριο γράφεται από τη Χριστίνα Λαζαρίδη, τη διεύθυνση φωτογραφίας αναλαμβάνει ο Κωστής Γκίκας, τη μουσική και τα τραγούδια της ταινίας (σε στίχους του σκηνοθέτη), υπογράφει ο Δημήτρης Παπαδημητρίου. Την παραγωγή αναλαμβάνει η εταιρεία «Αργοναύτες» του Πάνου Παπαχατζή, σε συμπαραγωγή με την τουρκική εταιρεία Sarmasik Sanatlar, τον ΟΤΕ TV, και τη Feelgood Entertainment, με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Τους βασικούς ρόλους ερμηνεύουν οι Τάσος Νούσιας, Ευγενία Δημητροπούλου, Λήδα Πρωτοψάλτη, Yilmaz Gruda, Γιούλικα Σκαφιδά, Cem Aksakal, Πέτρος Λαγούτης. Τα γυρίσματα της ταινίας πραγματοποιούνται στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τη Μυτιλήνη και την Αθήνα. Το φιλμ προβάλλεται στους ελληνικούς κινηματογράφους στις 22 Δεκεμβρίου 2016 και σημειώνει μεγάλη εμπορική επιτυχία,[5] παρά τις επιφυλάξεις της κριτικής, η οποία αναγνωρίζει καλές προθέσεις[6] και επαινεί τη φροντισμένη παραγωγή,[7] αλλά εντοπίζει «σενάριο με ακαμψίες στους διαλόγους και σκηνοθεσία που υπερτονίζει και τρενάρει»[8] και χαρακτηρίζει την ταινία «άλλη μια νοσταλγική, μελοδραματική και κάπως επιτηδευμένη προσομοίωση της προαιώνιας κόντρας μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων».[9]

Η Ρόζα της Σμύρνης είναι η πρώτη κινηματογραφική δουλειά του Γιώργου Κορδέλλα, μετά από μια γόνιμη σκηνοθετική θητεία στο πεδίο της τηλεοπτικής μυθοπλασίας (υπογράφει, μεταξύ άλλων, τις επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές Aναστασία, 1993· Aπών, 1994· Τζιβαέρι, 1997· Δούρειος Ίππος, 2000· Mυστικά και λάθη, 2003), του τηλεοπτικού ντοκυμανταίρ (Ιστορία της Μακεδονίας και της Θράκης, 2006· Η ζωή και το έργο του Μίμη Πλέσσα, 2007· Οι κεραίες της εποχής μας, 2010-2013), του βιντεοκλίπ, του θεάτρου (Ένα καπέλο γεμάτο βροχή, 2013), της μουσικοθεατρικής παράστασης (Μύθοι του Αισώπου - Δ. Παπαδημητρίου, 2013· Κατερίνα Γώγου - Στο μυαλό είναι ο στόχος, 2013· Νικόλας Άσιμος - Αγαπάω κι αδιαφορώ, 2014), αλλά και ένα πέρασμα από τον χώρο της λογοτεχνίας (δίνει το μυθιστόρημα ΣΑΩ, 2014 και τη νουβέλα Στην εχεμύθια των κυμάτων, 2015).

Η ταινία του Κορδέλλα ανήκει σε εκείνη την κατηγορία κινηματογραφικής διασκευής που ο Geoffrey Wagner αποκαλεί «σχόλιο», καθώς: «Το πρωτότυπο είτε ηθελημένα είτε αθέλητα μεταλλάσσεται σε κάποια σημεία. Θα μπορούσε επίσης να ονομαστεί επαν-έμφαση ή επανα-δόμηση».[10] Η ταινία διατηρεί τον βασικό πυρήνα του βιβλίου, δηλαδή την προσπάθεια του Δημήτρη, μετά τον εντοπισμό του νυφικού, της φωτογραφίας και του γράμματος, να διεισδύσει στο παρελθόν της Ρόζας, να βρει τα ίχνη του Ισμαήλ και να επιτύχει τη συνάντησή τους ύστερα από αρκετές δεκαετίες, αλλά διαφοροποιείται αισθητά ως προς τον χρόνο, τα πρόσωπα και την πλοκή. Συγκεκριμένα το φιλμ τοποθετείται όχι στα 1977, αλλά δέκα χρόνια μετά, την περίοδο της ελληνοτουρκικής κρίσης του Μαρτίου 1987,[11] με τον αρχιτέκτονα Δημήτρη να προσπαθεί να οργανώσει, για λογαριασμό της Εστίας Νέας Σμύρνης, μια έκθεση για τον πολιτισμό των ελληνικών κοινοτήτων στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης πριν από την Καταστροφή, αλλά να συνειδητοποιεί ότι η έκθεση κινδυνεύει να ματαιωθεί, καθώς, λόγω των θερμών επεισοδίων, αρκετοί χορηγοί και συλλέκτες αποσύρουν τα εκθέματά τους. Οι περισσότεροι από τους βασικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος διατηρούνται στην ταινία (Δημήτρης, Ρόζα, Ισμαήλ, Μαριάννα, Μαργαρίτα), αλλά εξοβελίζονται ο Μάριος, ο δικηγόρος Αλιμπράντης και η Φρόσω, η εξαδέρφη της Μαριάννας, ενώ ο Τούρκος ταξιδιωτικός πράκτορας Εζέρ υποκαθίσταται από τον ξεναγό Ομέρ. Η απουσία του χαρακτήρα του Μάριου από την ταινία συνεπάγεται την απουσία ολόκληρου του τρίτου κεφαλαίου του μυθιστορήματος, με τη σχοινοτενή ανάληψη στο δραματικό παρελθόν του ίδιου και της οικογένειας Εμπέογλου και τις αναφορές στα ιστορικά συμφραζόμενα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Έτσι στο φιλμ ο Δημήτρης μαθαίνει εν συντομία τα σχετικά με τον ματωμένο γάμο της Ρόζας από την Τουρκάλα ιδιοκτήτρια του παλαιοπωλείου της Σμύρνης όπου εντοπίζει και αγοράζει το νυφικό. Υπάρχουν επίσης, παραλείψεις αρκετών δευτερευόντων επεισοδίων του βιβλίου και, το κυριότερο, το φινάλε της ταινίας αποκλίνει σημαντικά από αυτό του βιβλίου: στην ταινία του Κορδέλλα ο Δημήτρης οργανώνει μια συνάντηση των δύο γυναικών στην Κωνσταντινούπολη με τον Ισμαήλ, που αποκαλύπτει στη Μαριάννα ότι είναι παππούς της και πεθαίνει από καρδιακή προσβολή, ενώ η Ρόζα τον βλέπει ετοιμοθάνατο στο νοσοκομείο και μετά πεθαίνει και η ίδια.

Ο Δημήτρης τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στην ταινία είναι ένας σφαιρικός και εξελισσόμενος χαρακτήρας: σε αρκετές περιπτώσεις εκπλήσσει τον αναγνώστη και τον θεατή με πειστικό τρόπο[12] και αλλάζει μέσα στον χρόνο, κατακτώντας μια νέα γνώση της ζωής.[13] Και στα δύο έργα παρεμβαίνει στις ζωές της Ρόζας και του Ισμαήλ, επιθυμώντας να πληροφορηθεί το μυστικό που τους ενώνει και να τους φέρει κοντά. Και στα δύο έργα εμφορείται από το πάθος του συλλέκτη, στοιχείο που, ωστόσο, αξιοποιείται στο βιβλίο πολύ περισσότερο σε σχέση με την ταινία. Και στα δύο έργα τονίζεται η σχέση του με το γυναικείο φύλο, αλλά υπάρχουν διαφορές: αν ο Δημήτρης του Γιαννέλλη-Θεοδοσιάδη είναι ένας αδιόρθωτος –και ενίοτε κυνικός– γυναικοκατακτητής, που φλερτάρει ταυτόχρονα τρεις γυναίκες (όχι μόνο τη Μαργαρίτα και τη Μαριάννα –την οποία τελικά παντρεύεται– αλλά και τη Φρόσω, την όμορφη εξαδέρφη της Μαριάννας), ο Δημήτρης του Κορδέλλα είναι πολύ πιο ξεκάθαρος και συναισθηματικός, αφού χωρίζει εγκαίρως τη Μαργαρίτα και αφοσιώνεται στη Μαριάννα. Η μεγαλύτερη διαφορά, πάντως, έγκειται στην καταγωγή του ήρωα και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τους Τούρκους: ο Δημήτρης του μυθιστορήματος είναι Μυτιληνιός που ταξιδεύει συχνά στην Τουρκία, διατηρώντας στενές σχέσεις με Τούρκους εμπόρους και παλαιοπώλες, ενώ ο Δημήτρης της ταινίας έχει καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, βιώνει ως βαθύ τραύμα τον ξεριζωμό του 1955, που αναγκάζει τον ίδιο και την οικογένειά του να εγκατασταθούν στην Αθήνα, αλλά και τη Μικρασιατική Καταστροφή («οι χαμένες πατρίδες είναι πληγές στην ψυχή του Έλληνα», λέει σε κάποιο σημείο), και ξεπερνά την αρχική του προκατάληψη και εχθρικότητα απέναντι στους Τούρκους μέσα από τις έρευνες που κάνει για την ιστορία του Ισμαήλ και της Ρόζας και χάρη στη φιλία του με τον Ομέρ, τον Τούρκο ξεναγό που θα γίνει φίλος και βοηθός του. Δεν είναι τυχαίο ότι η ταινία κλείνει με τον Δημήτρη να μιλάει στην Εστία Νέας Σμύρνης και να ισχυρίζεται: «Άρχισα να καταλαβαίνω τον εχθρό. Ο μόνος εχθρός είναι η στενομυαλιά και η μισαλλοδοξία». Έτσι, το ταξίδι του ήρωα στην Τουρκία και η διείσδυσή του στην ιστορία του Ισμαήλ και της Ρόζας είναι ταυτόχρονα και ένα ταξίδι στα βάθη της μεγάλης Ιστορίας, ένα ταξίδι αυτογνωσίας και λύτρωσης από προσωπικούς δαίμονες.

Αλλά και ως προς την αποτύπωση του χαρακτήρα της Ρόζας εντοπίζονται συγκλίσεις και αποκλίσεις στα δύο έργα. Τόσο στο μυθιστόρημα του Γιαννέλλη-Θεοδοσιάδη όσο και στο φιλμ του Κορδέλλα η ηλικιωμένη γυναίκα προσπαθεί να ξεχάσει τη ζωή στη Σμύρνη πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή και τα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς και της προσαρμογής στην ελληνική κοινωνία, κρατά αρχικά επιφυλακτική στάση απέναντι στον άγνωστό της Δημήτρη, που ζητά να εισβάλει στο προσωπικό της παρελθόν, και κατόπιν αποφασίζει να τον εμπιστευτεί, ενώ χαρακτηρίζεται σταθερά από την αγάπη και την αφοσίωση που δείχνει στην εγγονή της. Ωστόσο, η Ρόζα του βιβλίου δολοφονεί τον Ισμαήλ, παίρνοντας εκδίκηση για το κακό που της έχει προκαλέσει, ενώ η Ρόζα της ταινίας εμφανίζεται πολύ πιο γενναιόδωρη, αφού τον συγχωρεί και τον επισκέπτεται στο νοσοκομείο, λίγο πριν κλείσουν τα μάτια και οι δύο.

Η μεγαλοψυχία της Ρόζας στην ταινία σχετίζεται και με το αρκετά διαφορετικό προφίλ του χαρακτήρα του Ισμαήλ στα δύο έργα. Στο βιβλίο το εμμονικό ερωτικό πάθος του ήρωα τον οδηγεί στην απαγωγή και στον βιασμό της Ρόζας, ενώ στην ταινία η συμπεριφορά του είναι πολύ ηπιότερη, καθώς παρουσιάζεται να διατηρεί ερωτική σχέση με τη Ρόζα, την οποία δεν εγκρίνουν οι γονείς της, και να την αφήνει ελεύθερη αμέσως μετά την αιματοχυσία στην εκκλησία.

Τόσο το μυθιστόρημα του Γιαννέλλη-Θεοδοσιάδη όσο και η ταινία του Κορδέλλα εγγράφονται σε μια ευρύτερη τάση της ελληνικής πεζογραφίας και του ελληνικού κινηματογράφου των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα να εξερευνήσουν το ελληνικό στοιχείο στην Εγγύς Ανατολή και τις σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων σε ένα ευρύ χρονικό άνυσμα: αναφέρονται ενδεικτικά τα μυθιστορήματα Ο Τούρκος στον κήπο (2001) του Γιάννη Ξανθούλη, Οι μάγισσες της Σμύρνης (2002) της Μάρας Μεϊμαρίδη, Με το φεγγάρι στην πλάτη (2003) της Μαρίας Σκιαδαρέση, Ο λαβύρινθος (2004) του Πάνου Καρνέζη και οι ταινίες Πολίτικη κουζίνα (2003) του Τάσου Μπουλμέτη[14] και Πολυξένη (2017) της Δώρας Μασκλαβάνου. Όλα αυτά τα έργα διακρίνονται για την ψυχραιμία και τη νηφαλιότητα με την οποία προσεγγίζουν το θέμα τους και την ανθρωποκεντρική τους διάθεση: η μεγάλη Ιστορία συμπληρώνεται από τις μικρές ιστορίες των καθημερινών ανθρώπων και οι τόποι μνήμης επανέρχονται κάθε τόσο στην αφήγηση, για να προτείνουν μια συμφιλίωση με τον Άλλον και το παρελθόν.


 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: