Πολύπλοκες οικογενειακές δοκιμασίες

Μαίρη Μικέ, «Δοκιμασίες. Όψεις του οικογενειακού πλέγματος στο νεοελληνικό μυθιστόρημα 1922-1974», Gutenberg 2019

Η πολυσχιδής μελέτη της Μαίρης Μικέ Δοκιμασίες. Όψεις του οικογενειακού πλέγματος στο νεοελληνικό μυθιστόρημα 1922-1974 επικεντρώνεται στην αποτύπωση της οικογένειας στο νεοελληνικό μυθιστόρημα της περιόδου 1922-1974: της οικογένειας ως δομής που βρίσκεται σε άμεση σχέση με τις εκάστοτε πολιτικοκοινωνικές συνθήκες, ως προβολής πεποιθήσεων σχετικά με την κληρονομική μεταβίβαση και τη διαδοχή, ως πεδίου συγκρούσεων, ως χώρου άσκησης εξουσίας, ως σημείου συνάντησης της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας. Το βιβλίο απαρτίζεται από εκτενή «Εισαγωγή», έξι κεφάλαια –που φέρουν τους τίτλους «Το ψυχομάχημα του παλαιού κόσμου», «Η σαθρή ευρωστία των αστικών οίκων τη δεκαετία του 1930», «Το γυναικείο βλέμμα μιας παροικιακής μεγαλοαστικής οικογένειας», «Το πέρασμα από τη (μεσοπολεμική) οικιακή εσωτερικότητα στις νέες ανάγκες», «Μεταπολεμικές οικογένειες σε (μυθ)ιστορικές περιδινήσεις», «Οικογενειακές παραμορφώσεις στα ερείπια της μετεμφυλιακής εποχής»–, «Επιλεγόμενα», βιβλιογραφία και ευρετήριο ονομάτων.

Λαμβάνοντας ως σημείο εκκίνησης τη λέξη «δοκιμασία» με τη σημασία της «πολύ μεγάλης ψυχικής και σωματικής ταλαιπωρίας», η Μικέ επεξηγεί με ευκρίνεια στην πολύ διαφωτιστική εισαγωγή του βιβλίου της ότι στόχος της είναι η διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους αναπαρίσταται σε νεοελληνικά μυθιστορήματα της περιόδου 1922-1974 μια διπλή δοκιμασία μεταξύ των μελών ενός οικογενειακού πλέγματος, δηλαδή τόσο μια ενδογενής και εσωτερική δοκιμασία προερχόμενη ενδεχομένως από τους κόλπους της οικογένειας όσο και μια εξωγενής, «που ξεφεύγει από την επικράτεια του οίκου, αντιμετωπίζει γεγονότα κατά το μάλλον ή ήττον καθοριστικά που υπερβαίνουν τα όρια του ατομικού και του οικογενειακού βιώματος και ως προς τις αιτίες και ως προς τις επιπτώσεις τους» (σ. 17). Η μελετήτρια διευκρινίζει εκ των προτέρων ότι τα μυθιστορήματα που αποτελούν το corpus της μελέτης της επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση στην οποία προβαίνει ο Άγγελος Τερζάκης στο μεταπολεμικό του μυθιστόρημα Μυστική ζωή (1957) ότι «κάθε οικογένεια έχει λίγο-πολύ την πληγή της»,[1] καθώς οικογένειες κατατρώγονται από τις πληγές τους και οι ήρωες των έργων προσπαθούν να λυτρωθούν από εσωτερικούς βρυκόλακες. Επιπρόσθετα, υπογραμμίζει τη μεταβλητότητα και τη ρευστότητα των ορίων εννοιών όπως ιδιωτικό, δημόσιο, πολιτικό και προαναγγέλλει την αντιμετώπισή τους ως πολιτικά προσδιορισμένων κατηγοριών (σ. 21)· επισημαίνει ότι η ιστορική πραγματικότητα «δεν εκλαμβάνεται […] μόνο ως παραγωγός αλλά και ως παράγωγο συμπεριφορών, νοοτροπιών, ιδεολογιών, συλλογικών αντιδράσεων, αγκυλώσεων κ.ο.κ.» (σ. 23)· συνδέει το μεγάλο χρονικό άνυσμα των εξεταζόμενων μυθιστορημάτων με την ποικιλία των ιστορικών χρόνων των κειμένων, που καλύπτουν μια περίοδο επτά περίπου δεκαετιών, από την αρχή του εικοστού αιώνα μέχρι τη δικτατορία των συνταγματαρχών (σ. 24). Επιπλέον, δικαιολογεί στην επιλογή της να εστιαστεί στο γραμματολογικό είδος του μυθιστορήματος, επικαλούμενη την αύξηση της μυθιστορηματικής παραγωγής και την κυριαρχία της εκτενούς αφηγηματικής σύνθεσης λίγο μετά το χρονικό σημείο εκκίνησης της μελέτης της, τη δεκαετία του 1930, την πολυδύναμη, πολυπρόσωπη διάσταση του μυθιστορήματος, που αποτελεί μια προνομιακή μορφή για την απεικόνιση μιας κινητικής εποχής, τον ισχυρό δεσμό του μυθιστορήματος με το άστυ, το οποίο αναλαμβάνει ρόλο προνομιακό και διαδραστικό. Επίσης, θέτει τα κριτήρια με τα οποία επιλέγει τα συγκεκριμένα μυθιστορήματα, είκοσι δύο συνολικά της περιόδου 1922-1974, από δεκατρείς συγγραφείς του λογοτεχνικού κανόνα: βρίσκονται σε ένα είδος μεταιχμίου, συνδυάζοντας ενδογενείς και εξωγενείς δοκιμασίες, κάποια αποτελούν «διαγενεακά οικογενειακά μυθιστορήματα», καθώς παρακολουθούν διαδοχικές γενιές μιας οικογένειας, και εκτείνονται σε περισσότερους του ενός τόμους, συνδεόμενα με το «μυθιστόρημα-κύκλος» ή το «μυθιστόρημα-ποταμός». Η εισαγωγή ολοκληρώνεται με αναφορά στα μεθοδολογικά εργαλεία που πρόκειται να ακολουθήσει η συγγραφέας: συνδυασμός ιστορικών-γραμματολογικών συμφραζομένων και θεωρητικών προτάσεων, εκ του σύνεγγυς ανάγνωση των μυθιστορημάτων, διάταξή τους σύμφωνα με τον χρόνο γραφής τους, συνεξέταση περισσότερων του ενός μυθιστορημάτων σε κάθε κεφάλαιο –πλην του πρώτου–, συμπερίληψη ποικίλων κειμένων των ίδιων των εξεταζόμενων πεζογράφων (δοκίμια, μελέτες, συνεντεύξεις, επιστολές), κριτικές καταθέσεις συγγραφέων για ομοτέχνους τους που μελετώνται στο βιβλίο, χρήση των πρώτων εκδόσεων των μυθιστορημάτων, συγκερασμός της ιστορίας των ιδεών, της πρωτογενούς έρευνας, της αφηγηματολογίας, των σπουδών φύλου και της πολιτισμικής εικονολογίας. Μια από τις βασικές φιλοδοξίες της μελέτης, υποστηρίζει η συγγραφέας, είναι «να ρίξει νέο φως στα μυθιστορήματα, να προσφέρει νέες αναγνώσεις, να δει διαφορετικά συγγραφείς και κείμενα, μέσα από νέα ερωτήματα» (σ. 41).

Αν επιχειρήσουμε μια καταλογογράφηση των έργων που εξετάζει η Μικέ, θα διαπιστώσουμε την παρουσία δύο πεζογράφων των αρχών του εικοστού αιώνα (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, με το Οι σκλάβοι στα δεσμά τους, 1922· Πηνελόπη Δέλτα, με την τριλογία Ρωμιοπούλες, γραμμένη το διάστημα 1926-1939 αλλά εκδομένη μόλις το 2014), τεσσάρων πεζογράφων της γενιάς του 1930 (Θανάσης Πετσάλης, με την τριλογία Γερές και αδύναμες γενεές, 1933-1935· Γιώργος Θεοτοκάς, με την Αργώ, 1936· Άγγελος Τερζάκης, με τα μυθιστορήματα Δεσμώτες, 1932, Η παρακμή των Σκληρών, 1934 και Η μενεξεδένια πολιτεία, 1937· Μ. Καραγάτσης, με τα έργα Γιούγκερμαν, 1938 και Τα στερνά του Μίχαλου, 1941), ενός πεζογράφου που βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής πεζογραφίας (Τάσος Αθανασιάδης, με την τριλογία Οι Πανθέοι, 1945-1961) και έξι μεταπολεμικών πεζογράφων (Βασίλης Βασιλικός, με το μυθιστόρημα Τα σιλό, γραμμένο το 1949 αλλά εκδομένο το 1976· Μαργαρίτα Λυμπεράκη με το Ο άλλος Αλέξανδρος, 1949· Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ με το …Και ιδού ίππος χλωρός, 1963· Νίκος Μπακόλας με το Ο κήπος των πριγκίπων, 1966· Αντρέας Φραγκιάς με το Η καγκελόπορτα, 1962· Αλέξανδρος Κοτζιάς με το Ο γενναίος Τηλέμαχος, 1972). Όπως διαφαίνεται και από την παραπάνω παράθεση συγγραφέων και τίτλων, την πιο ισχυρή εκπροσώπηση έχει η γενιά του 1930, αυτή που επαναφέρει δυναμικά το μυθιστόρημα στο λογοτεχνικό προσκήνιο, διαπρέπει στο μυθιστόρημα του «αστικού ρεαλισμού»,[2] τονίζοντας «το πρόβλημα των σχέσεων μέσα στον οικογενειακό κύκλο»,[3] και διαλέγεται με ευρωπαϊκά ομόλογα κείμενα: διόλου τυχαία το σχετικό κεφάλαιο είναι το εκτενέστερο του βιβλίου και καταλαμβάνει περισσότερες από εκατό σελίδες (σ. 93-198). Επιπλέον, αξιοπρόσεκτη είναι η παρουσία της γυναικείας γραφής: σε σύνολο δεκατριών πεζογράφων οι τρεις είναι γυναίκες (Δέλτα, Λυμπεράκη, Γκρίτση-Μιλλιέξ).

Σε κάθε κεφάλαιο η Μικέ παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τον ιστορικό χρόνο αλλά και τον χρόνο συγγραφής των εξεταζόμενων μυθιστορημάτων, εξετάζει την κριτική υποδοχή τους, παρακολουθεί τη συγκρότηση της πλοκής, μελετά τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, τις αφηγηματικές τεχνικές, την αποτύπωση του χώρου, το αισθητικό και ιδεολογικό πλαίσιο του κάθε κειμένου και επιμερίζει το υλικό της σε λειτουργικούς και ευφάνταστους τίτλους,[4] που υπηρετούν τους στόχους της έρευνάς της. Αξίζει να υπογραμμιστεί η αυτονομία του κάθε κεφαλαίου, αλλά και το οργανικό δέσιμο του συνόλου, η διασφάλιση υψηλού βαθμού συνοχής και συνεκτικότητας μεταξύ των κεφαλαίων, με τις απαραίτητες «γέφυρες» που ενώνουν τα κεφάλαια μεταξύ τους. Για παράδειγμα, το πέρασμα από το πρώτο κεφάλαιο (που ασχολείται με το μυθιστόρημα του Θεοτόκη, όπου το οικογενειακό πλέγμα περνά μέσα από την κατάρρευση του αριστοκρατικού οίκου των Οφιομάχων, την άνοδο του οίκου του αυτοδημιούργητου γιατρού Στεριώτη, εκπροσώπου της ανερχόμενης αστικής τάξης, και τον μαρασμό του οίκου των Σωζόμενων, που διαπνέονται από αγάπη για την επιστήμη και το σοσιαλιστικό ιδεώδες) στο δεύτερο κεφάλαιο (που βάζει στο μικροσκόπιο τα εμβληματικά μυθιστορήματα των Πετσάλη, Θεοτοκά, Τερζάκη και Καραγάτση και θίγει ζητήματα όπως η κρίση του θεσμού της οικογένειας, η κληρονομικότητα, η συνέχεια των γενεών, η μέριμνα για τη διασφάλιση της «καθαρότητας» της τάξης) πραγματοποιείται με μια παράγραφο, που συνοψίζει μεστά το κεφάλαιο που ολοκληρώνεται και προαναγγέλλει το κεφάλαιο που έπεται: «Μπορεί λοιπόν στο μυθιστόρημα του Θεοτόκη η δύναμη του χρήματος να αναδεικνύεται σε ρυθμιστικό παράγοντα ερωτικών σχέσεων και κοινωνικών εξουσιαστικών μηχανισμών και μπορεί ακόμη να παρακολουθούμε το ψυχομάχημα του παλαιού (αριστοκρατικού) κόσμου και την ορμητική ανάδυση νέων δυνάμεων με διαφορετικές ιδεολογίες, συνήθειες και νοοτροπίες, στο κεφάλαιο που ακολουθεί αυτό ακριβώς το νήμα γίνεται αντικείμενο συστηματικότερης επεξεργασίας: συνδέεται δηλαδή η ανάπτυξη του μυθιστορήματος στα χρόνια της δεκαετίας του 1930, ώς έναν μεγάλο βαθμό, μ’ αυτήν ακριβώς τη στίλβουσα γενιά που αποπνέει τον αέρα του αστικού φιλελευθερισμού και καταθέτει τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια τη συνείδηση μιας συλλογικότητας, ένα αίσθημα του συνανήκειν που επιτρέπει την κατάθεση των ίδιων ερωτημάτων και όχι αναγκαστικά των ίδιων απαντήσεων» (σ. 91). Με ανάλογο τρόπο επιχειρείται η μετάβαση και στα υπόλοιπα κεφάλαια της μονογραφίας: στο τρίτο κεφάλαιο, όπου, με συνδετικό κρίκο τις «τονικότητες σχέσεων ανάμεσα στην περιφέρεια του παροικιακού Ελληνισμού και το μητροπολιτικό ελλαδικό κέντρο» (σ. 198), εξετάζεται η περίπτωση της μεταιχμιακής τριλογίας της Πηνελόπης Δέλτα Ρωμιοπούλες (Το ξύπνημα, Λάβρα, Σούρουπο), στην οποία η συνοχή μιας μεγαλοαστικής οικογένειας απειλείται από τον ανολοκλήρωτο έρωτα της ηρωίδας σε μια άκρως φορτισμένη ιστορική περίοδο (1895-1920)· στο τέταρτο κεφάλαιο, όπου, με γέφυρα τις συγκλίσεις ανάμεσα στους τρόπους πρόσληψης του έθνους στις Ρωμιοπούλες και στους Πανθέους, τις λειτουργίες που επιτελεί η απαγορευμένη ερωτική επιθυμία και τις χαράξεις δρομολογίων από τις κλειστοφοβικές επαύλεις στις εντάσεις του Διχασμού και στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, προσεγγίζεται το φιλόδοξο τρίτομο «μυθιστορηματικό χρονικό»[5] του Τάσου Αθανασιάδη (Η χαρισάμενη εποχή, Μάρμω Πανθέου, Η Κερκόπορτα), η πλέον ολοκληρωμένη απόπειρα μεταφύτευσης του είδους «μυθιστόρημα-ποταμός» στην ελληνική λογοτεχνική πραγματικότητα· στο πέμπτο κεφάλαιο, όπου με σημείο τομής την έξοδο από την εσωτερική περιδίνηση στην πιο ενεργή συμμετοχή στο κοινωνικό γίγνεσθαι και τη διαμόρφωση νέων πραγματικοτήτων και νέων αναγκών, προσεγγίζονται τα μεταπολεμικά –και, στην πλειοψηφία τους, με έντονα νεοτερικά στοιχεία– μυθιστορήματα του Βασιλικού, της Λυμπεράκη, της Γκρίτση-Μιλλιέξ και του Μπακόλα, στα οποία η οικογένεια διαπλέκεται με τον μύθο και την Ιστορία· και, τέλος, στο έκτο κεφάλαιο, με άξονα τις μετατοπίσεις που παρατηρούνται στους χώρους των οικογενειακών πλεγμάτων, της σχέσης δημόσιου και ιδιωτικού, των εργασιακών σχέσεων, από τα πρώτα μεταπολεμικά στα μετεμφυλιακά χρόνια, αναλύονται τα μυθιστορήματα του Φραγκιά και του Κοτζιά, όπου «η οικογένεια θα συμβαδίσει με την κοινωνία, την κεντρική εξουσία, το δίπολο της μνήμης και της λήθης, όπως και με το καθημερινό άγχος της ύπαρξης».[6]

Στα πολύ χρήσιμα και διεισδυτικά «Επιλεγόμενα» η μελετήτρια προτείνει πέντε άξονες, βάσει των οποίων κατηγοριοποιεί τα πορίσματα της έρευνάς της και συνοψίζει τις «δοκιμασίες» των οικογενειών που έχει παρουσιάσει διεξοδικά στα προηγούμενα κεφάλαια: «Κληρονομικότητα και οικογενειακές αξίες», «Οικογένεια ως μεταφορά του έθνους», «Οικογενειακό πλέγμα και ταξικός παράγοντας: Η οικο-νομία, ο ρόλος του χρήματος και της εργασίας», «Εμποδισμένη ερωτική επιθυμία και οικογενειακή διασάλευση», και «Σχέσεις ανάμεσα στην οικογενειακή και τη δημόσια σφαίρα». Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «οι συγγραφείς όχι μόνο ενορχηστρώνουν και προβάλλουν οικογενειακές δομές που διαμορφώνουν και διαμορφώνονται […] από κοινωνικές, πολιτικές, εθνικές συνθήκες, αντιλαμβανόμενοι με διαφορετικούς τρόπους τη σχέση ανάμεσα στις ιδιωτικές ζώνες της οικογενειακής εστίας και τη δημόσια σφαίρα, αλλά μετασχηματίζουν τις γραφές δοκιμάζοντας νέες διασταυρώσεις ανάμεσα στην ιστορική σημασιοδότηση και τη μυθοπλασία» (σ. 442).
Η Μικέ «δαμάζει» με μεγάλη επιτυχία το ετερόκλητο υλικό των μυθιστορημάτων που χρησιμοποιεί, βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία ανοιχτού διαλόγου με τα κείμενα που εξετάζει, αξιοποιεί μεθοδολογικά εργαλεία από ποικίλους χώρους και οι εκ του εγγύς αναγνώσεις που προτείνει είναι διαυγείς και απολύτως τεκμηριωμένες. Το πλούσιο, εύχυμο υλικό της διαρκώς αναταξινομείται και αναδιατάσσεται, χάρη στα καίρια ερωτήματα που θέτει και τις πειστικές απαντήσεις που η ίδια προσπορίζει. Το βιβλίο της αποτελεί μια καλειδοσκοπική, πανοραμική μελέτη που παρακολουθεί ενδελεχώς τους μετασχηματισμούς του οικογενειακού πλέγματος, διατρέχοντας ένα ευρύτατο φάσμα έργων, συγγραφέων, ρευμάτων, ιστορικών γεγονότων, και διανοίγει νέους δρόμους στην ερμηνευτική προσέγγιση μυθιστορημάτων αγαπητών και ανθεκτικών στον χρόνο· χωρίς ποτέ να ξεφεύγει από το αυστηρά οργανωμένο πλαίσιο μιας επιστημονικής μονογραφίας, με εξαντλητική παράθεση πηγών και εξαιρετική εποπτεία της ελληνικής και διεθνούς βιβλιογραφίας, κατορθώνει να γοητεύσει και να συναρπάσει τον αναγνώστη, ενώ ταυτόχρονα του δημιουργεί την επιθυμία να διαβάσει ή να ξαναδιαβάσει τα μυθιστορήματα που εξετάζει.    

ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Δοκιμασίες
της Μαίρης Μικέ

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: