Μανώλης Αξιώτης, ο αφηγητής των «Ματωμένων χωμάτων»: ένα σκίτσο

Μανώλης Αξιώτης, ο αφηγητής των «Ματωμένων χωμάτων»: ένα σκίτσο

Σε κάθε μεγάλη ιστορική στιγμή πολλοί άνθρωποι, μικροί παράγοντες της Ιστορίας, μικροί συντελεστές της, κρίνουν πως οφείλουν να δώσουν τη μαρτυρία τους. Πλήθος απομνημονευματογράφοι ξεπηδούν από τα έγκατα της ανωνυμίας, πλήθος άνθρωποι που ξέρουν να γράφουν ή μαθαίνουν επί τούτου να γράφουν δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους στην απλή μαρτυρία ή και στον λογοτεχνικό στίβο. Συνέβη στην Επανάσταση του ’21, συνέβη μετά την Κατοχή, συνέβη και με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το μεγάλο γεγονός ζητά τους συγγραφείς του –κάποιοι θα γίνουν σπουδαίοι (ίσως το ίδιο το συγκλονιστικό γεγονός τους βοηθά να ανέβουν επίπεδο), άλλοι θα παραμείνουν απλοί καταθέτες του προσωπικού τους βιώματος.

Ο Μανώλης Αξιώτης, από τον Κιρκιντζέ της Μικράς Ασίας, γεννημένος το 1894, είναι μια τέτοια συγκινητική περίπτωση. Μεγαλωμένος σε τουρκόφωνο χωριό, που απείχε τέσσερις ώρες με τα πόδια από το Αϊδίνι, δίγλωσσος ο ίδιος λόγω του ότι ο πατέρας του υπήρξε μετανάστης από τη Νάξο, πηγαίνει σε ελληνικό σχολείο ως την πέμπτη δημοτικού.[1] Περνά του λιναριού τα πάθη από το 1915 ώς το 1923, οπότε έρχεται ως πρόσφυγας στην Ελλάδα. Δουλεύει λιμενεργάτης στον Πειραιά, συμμετέχει στο συνδικαλιστικό κίνημα από τις τάξεις της Αριστεράς, κατά την Κατοχή παίρνει μέρος στην Αντίσταση και όταν το 1952 συνταξιοδοτείται, βρίσκει τον χρόνο να γράψει κάποιες αναμνήσεις από τις περιπέτειές του και κάποιες σκέψεις του για την αδικία στον κόσμο.[2]

Με αυτές τις σημειώσεις σε ένα «τεφτέρι» πηγαίνει αρχικά στον Κώστα Βάρναλη, ο οποίος όμως αρνείται να συμπράξει, απαντώντας πως είναι πολύ απασχολημένος συντάσσοντας τα «Άπαντά» του.[3] Ο Αξιώτης διαβάζει τότε στην Αυγή μια κριτική για το βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου Οι νεκροί περιμένουν, το μυθιστόρημά της για τα μικρασιατικά πάθη, την έξοδο και την προσφυγιά, που κυκλοφόρησε το 1959, και σπεύδει σε αυτήν. Η Διδώ καταλαβαίνει πως το τεφτέρι και το πρόσωπο κουβαλούν έναν ανεκτίμητο θησαυρό, και έτσι, σε συνεργασία μαζί του, δηλαδή μέσα από αλλεπάλληλες συναντήσεις, όπου εκείνη τον ρωτούσε για περισσότερες πληροφορίες και για χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, έγραψε το περίφημο, πολυδιαβασμένο και πολυμεταφρασμένο μυθιστόρημά της Ματωμένα χώματα. Αποσπάσματα του μυθιστορήματος προδημοσιεύτηκαν στην Αυγή, από τον Ιανουάριο του 1961, υπό τον τίτλο «Μανώλης Αξιώτης» και με υπέρτιτλο της εφημερίδας «Επικές σελίδες από τη Μικρασιατική Καταστροφή».

Ο τίτλος άλλαξε, όταν το έργο εκδόθηκε αυτοτελώς στις αρχές του 1962, κάτι λογικό, εφόσον ο νέος τίτλος δίνει ένα μεγαλύτερο εύρος στο αφήγημα: από εμπειρία ενός ανθρώπου γίνεται η περιπέτεια των πολλών πάνω στην ταλαιπωρημένη απ’ τους πολέμους γη. Ωστόσο στον πρόλογο του έργου η Διδώ Σωτηρίου απεξαρτά το αφήγημά της από την αποκλειστική μαρτυρία του Αξιώτη: «Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό…».[4] Φαίνεται πως πράγματι υπήρξαν και μερικοί ακόμα πληροφοριοδότες, όμως αναμφίβολα ο αποφασιστικός ρόλος ανήκει στον Αξιώτη.[5]

Πάντως τότε αρχίζουν οι παρεξηγήσεις ανάμεσα στους δύο πρώην συνεργάτες. Τον Οκτώβριο του 1962 οι σχέσεις ανάμεσά τους έχουν ήδη διαταραχθεί, όπως προκύπτει από επιστολή εκείνου προς τη Διδώ, όπου την καλεί να σεβαστούν από κοινού το ρητό τα εν οίκω μη εν δήμω και «να μην κάψωμε το πάπλωμα για έναν ψύλλο». «Οι σύμβουλοί σου δεν θέλουν το καλό σου», την προειδοποιεί, ενώ κλείνει την επιστολή του «με αγάπη».[6] Προφανώς ο Μανώλης Αξιώτης είχε θεωρήσει πως η Διδώ καρπώθηκε τον κόπο του και την πνευματική του ιδιοκτησία σε αναμνήσεις, ενώ από την τεράστια δημοσιότητα που απόλαυσε εκείνη ο ίδιος δεν αποκόμισε παρά ψίχουλα.

Η σχέση κατέληξε σε έντονη αντιπαλότητα και από τις δύο πλευρές. Η Διδώ απαξίωνε διαρκώς τον Μανώλη, ενώ και εκείνος φαίνεται πως δεν είχε πλήρη συνείδηση της λογοτεχνικής δεξιότητάς της, των αφηγηματικών της ικανοτήτων. Ίσως σε κάποιο βαθμό θεωρούσε πως η Διδώ ήταν δημιούργημά του. Όταν π.χ. ο Αξιώτης αφηγείται πώς πήγε το «τεφτέρι» στη Διδώ, ο τρόπος του φανερώνει κάποια υπερβάλλουσα αυτοπεποίθηση: «Διάβασα το βιβλίο σου Οι νεκροί περιμένουν και μου άρεσε! Αν θέλεις να γράψεις κάτι καλύτερο, πάρε αυτό το τεφτέρι, διάβα­σέ το κι έλα στο γραφείο μου να μου πεις τη γνώμη σου, της είπα και την αποχαιρέτησα.»[7] Η αλήθεια είναι ότι τα Ματωμένα χώματα είναι όντως πολύ καλύτερο αφήγημα από το πρώτο μυθιστόρημα της Διδώς, και αυτό οφείλεται προφανώς και στο ζωντανό υλικό που της προσέφερε ο αφηγητής της. Καταλαβαίνουμε βέβαια ότι η λογία θα ενοχλιόταν πολύ από κάτι τέτοιες εκδηλώσεις αμετροεπούς αυτοεκτίμησης. Πολύ αργότερα, σε αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ της στην ΕΡΤ το 1984 (ο Αξιώτης έχει πεθάνει το 1979), σχεδόν εξαφανίζει πια τον αφηγητή της, κρύβοντας τον μέσα στους «χιλιάδες» ή «τέλος πάντων δεκάδες ανθρώπους» που της μίλησαν για τα βιώματά τους.[8]

Ο Μανώλης Αξιώτης εντωμεταξύ είχε κι εκείνος λογοτεχνικές φιλοδοξίες, αν και ρητά δήλωνε πως δεν είχε (όσο περισσότερο το δηλώνει κανείς, τόσο πιο έντονα μπορούμε να θεωρήσουμε πως τον τρώει το σαράκι). Παρόλο που οι αριστεροί διανοούμενοι στους οποίους πήγαινε τα γραπτά του τον είχαν αποθαρρύνει, λέγοντάς του ουσιαστικά πως μόνο το περιεχόμενο αξίζει,[9] ο άνθρωπος είχε μεράκι και απόψεις για τον κόσμο που ήθελε οπωσδήποτε να κοινοποιήσει με τη δική του πένα.

Στα 1964-1965 έγραψε λοιπόν ένα αφήγημα που το δημοσίευσε το 1965 υπό τον τίτλο Μπερδεμένο κουβάρι. Το βιβλιαράκι ήταν μια φθηνή αυτοέκδοση, μικρού σχήματος, στο εξώφυλλο της οποίας εικονίζονταν οι τέσσερις ήρωες με τους οποίους ανοίγει νοητή συνομιλία ο Αξιώτης στο κείμενό του, ο Γκάντι, ο Λουμούμπα, ο Κένεντυ και ο Γρηγόρης Λαμπράκης. Το βιβλίο περιέχει κάποιες αναμνήσεις, από αυτές που είχαν αξιοποιηθεί και στα Ματωμένα χώματα, και περισσότερες σκέψεις-καταγγελίες για τους μεγιστάνες του πλούτου και τους άγριους εκμεταλλευτές του λαού. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθενται φωτογραφίες από κρεμασμένους, κομμένα κεφάλια και άλλα φρικτά των φασιστών Βουλγάρων και Γερμανών.

Ο παλαίμαχος συνδικαλιστής είχε βάλει τα δυνατά του για να γράψει καλά. Είχε διαβάσει πλήθος μυθιστορήματα, όπως εξομολογείται: ανάμεσα σε άλλα, τους Αθλίους του Ουγκώ, την Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη, τα Σταφύλια της οργής του Στάινμπεκ, καθώς και το Κατηγορώ του Ζολά.[10] Όμως χρειαζόταν και επιπλέον υποστήριξη. Ως φαίνεται, ζήτησε βοήθεια από τη Διδώ Σωτηρίου, παρά την ψύχρανση των σχέσεών τους. Σύμφωνα με όσα εκείνη γράφει στο περιθώριο των σελίδων του Μπερδεμένου κουβαριού, που ο Αξιώτης της αφιέρωσε (και απόκειται στο αρχείο της στο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ), τον βοήθησε στο πρώτο κεφάλαιο, ενώ στα επόμενα τρία τον συνέδραμε μάλλον η Έλλη Παπαδημητρίου.[11] Η τελευταία, γεννημένη στη Σμύρνη το 1900, ασχολιόταν με τη συλλογή αφηγήσεων από τη Μικρά Ασία, οπότε μπορούμε να θεωρήσουμε εύλογο το ενδιαφέρον της για τον Αξιώτη.[12] Ατυχώς το Μπερδεμένο κουβάρι δεν είναι κάποιο ιδιαιτέρως ενδιαφέρον αφήγημα. Νέος Μακρυγιάννης σίγουρα δεν προέκυψε. Αντί να αφηγείται με απλό και λιτό λόγο τις αναμνήσεις του, ο Αξιώτης πολιτικολογεί κατ’ εξακολούθηση και επιθυμεί να νουθετήσει.

Έπειτα, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ο επίμονος ήρωάς μας δοκίμασε να κάνει ένα μεγάλο άνοιγμα. Καταβάλλοντας τεράστιο πνευματικό μόχθο, γράφει τις αναμνήσεις του στα τουρκικά και συμφωνεί με έναν εκδοτικό οίκο στην Κωνσταντινούπολη για την έκδοση και την προώθηση του βιβλίου. Το Κυπριακό, κατά τα λεγόμενά του, ματαιώνει το σχέδιο.[13]

Η Μεταπολίτευση αναπτερώνει το ηθικό του, οπότε το 1976 εκδίδει ένα ακόμα βιβλίο, τα Ενωμένα Βαλκάνια: κόκκινο εξώφυλλο με τρία ζευγάρια ενωμένα χέρια. Εδώ εξιστορούνται εκ νέου οι περιπέτειές του στη Μικρά Ασία, όσες γνωρίζουμε από τα Ματωμένα χώματα, με την ίδια δομή, περίπου τις ίδιες αφηγηματικές ακολουθίες, κάποτε και με τις ίδιες φράσεις, με ορισμένες ωστόσο πολύ ενδιαφέρουσες ιδεολογικές αποκλίσεις.[14]

Τον γνήσιο όμως λαϊκό συγγραφέα, χωρίς διαμεσολαβήσεις, μπορούμε να τον γνωρίσουμε –καθώς το αρχικό «τεφτέρι» ακόμα λανθάνει[15]– από ένα διήγημά του που βρίσκεται στο αρχείο της Διδώς Σωτηρίου, σε χειρόγραφη μορφή. Εικάζω πως έγραψε το διήγημα λίγο μετά την κυκλοφορία των Ματωμένων χωμάτων και πριν τη σύνταξη του δικού του Μπερδεμένου κουβαριού. Το χειρόγραφο έχει πλήθος ανορθογραφίες, όπως είναι φυσικό για έναν άνθρωπο που, όπως είπαμε, φοίτησε μονάχα ως την πέμπτη δημοτικού. Διαθέτει όμως εξαίρετη καθαρή γραφή, με κόκκινο μελάνι,[16] ενώ φέρει ίχνη της συγκινητικής προσπάθειας του συντάκτη του να γράψει ορθογραφημένα (πολλές φορές αυτοδιορθώνεται, είτε επιτυχώς είτε ανεπιτυχώς).[17]

Σε αυτό το διήγημα ο Αξιώτης αφηγείται τη συνέχεια μιας ιστορίας που εκτίθεται στα Ματωμένα χώματα. Στο μυθιστόρημα γίνεται εκτενής λόγος για μια ερωτική περιπέτεια ανάμεσα στον Μανώλη και τη νεαρή Ενταβιέ, στα βάθη της Ανατολίας, όταν εκείνος βρέθηκε εκεί στην υπηρεσία ενός Τούρκου κτηματία, αποσπασμένος τρόπον τινά από τα «αμελέ ταμπουρού», τα εξοντωτικά τάγματα εργασίας. Ο νεαρός Μανώλης τα ’φτιαξε με την κόρη του αφεντικού του, έζησαν ένα (μόνο ένα) θυελλώδες σμίξιμο στις όχθες ενός ποταμού, αλλά πολύ σύντομα εκείνος το έσκασε για να γυρίσει στο χωριό του.[18] Παραθέτω αποσπάσματα από το διήγημα που έγραψε ο Αξιώτης ως συνέχεια της παραπάνω ιστορίας:

Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΙΣ

Η Εδαβιέ εγένισε ένα σγουρόμαλο ξανθό αγοράκη από την παράνομη ένωση μας. Έγεινε πάταγος στο μικρό χωριό, που δεν ήταν συνηθησμένο σε τέτοιου είδους ιδήλια, και όλο το χωριό ως ήτο επόμενον την περιφρονούσε. Την απαρνήθικαν και οι δικοί της. Έτσι η εύμορφη Εδαβιέ ξεκομένη από τους δικούς της και περιφρονιμένη από τους συνχωριανούς της, δεν μπορούσε να ζήσει στο χωριό, και αναγκάσθηκε να φύγει στην Άγκυρα.
Κάτι μακρινοί συνγενείς της την περιμάζεψαν κονδά τους, και άρχισε ξενοδουλεύοντας να μεγαλώνει το μωρό της. Η Εδαβιέ ορκήσθικε να μην ξανασμίξει με Άνδρα σε όλην τη ζωή της, μια και ο πρώτος Άνδρας που γνώρισε και αγάπησε την εγκατέλειψε για λόγους ανεξάρτιτους της θελίσεώς του. Η Εδαβιέ ήταν έξυπνη γυναίκα και είχε καταλάβη πως ο Μανώλης Αξιώτης την εγκατέλιψε από ανάγκη, και δεν του κρατούσε κακία. Αντίθετα λαχταρούσε να τον δεχτή αν οι περιστάσεις το επέτρεπαν και ξαναγύριζε κονδά της. Πέρασαν 16 ολόκλιρα χρόνια, και ο γιόκας της Οσμάν ήρθε μια μέρα και έπεσε στην Αγκαλιά της Μάνας του με κλάματα. Μάνα δεν αντέχω τούτην την καταφρόνια της έλεγε με λιγμούς. Θα πάρω των οματιών μου και θα φύγω. Με φωνάζουν Γκιαούρ τοχουμού (απιστόσπορε) πες μου γιατί; Πεδή μου μην σε μέλη. Ο κόσμος αυτός δεν ξεύρει τη του γύνεται. Εγώ θα σου εξυγήσω μια μέρα όλα, μα ακόμα δεν ήρθε η ώρα. Τελίωσε πρώτα το Γυμνάσιο σου, υπηρέτισε την θυτία σου, και τότε όταν έρθης με το καλό, θα σου τα πω όλα, και θα καταλάβης παιδή μου πως ο κόσμος αυτός είνε ένα κουκλοθέατρο που το πέζουν λύγοι άνθρωποι, όπως αυτοί το θέλουν.

Πράγματι ο Οσμάν κάνει υπομονή, σπουδάζει, και κάποια στιγμή βρίσκεται ως υπολοχαγός στα σύνορα της Ανατολικής Θράκης. Περνώντας με το άλογό του το ποτάμι, βρήκε έναν κοιμισμένο γκιαούρη, έναν δεκανέα. Έψαξε τα χαρτιά του και ανακάλυψε μια φωτογραφία, όπου σαν να έβλεπε τον εαυτό του. Τότε

Έβαλε συγά συγά τα χαρτια [πίσω] στο προσκέφαλο του Δεκανέα και έκανε πως βύχει [για να ξηπνήσει = διαγραμμένο]. Ο Δεκανέας ξύπνησε, αλά δεν ταράχτικε καθόλου από την απροσδόκητη παρουσία του Τούρκου Υπολοχαγού. Τον κύταξε με ένα χαμόγελο και τον καλοσωρισε. Του είπε οτούρ αρκαδάς (κάθισε φύλε).

Οι δυο νέοι, στη συνέχεια, αφηγούνται την ιστορία τους, αντιλαμβάνονται ότι είναι αδέλφια, γιοι και οι δύο του Μανώλη Αξιώτη, και ότι τους χώρισε ο καταραμένος πόλεμος. Ο Νίκος μιλά στον αδελφό του εναντίον όσων δεν αφήνουν τους λαούς να συμφιλιωθούν με τις υποχθόνιες μεθόδους τους, και καταλήγει:

Τώρα αδελφέ μου Οσμάν που γνωρισθήκαμε ας δόσωμε τα χέρια μας, και ας ορκισθούμε πως ποτέ πλέον δεν θα ξαναπάρωμε τα όπλα να πολεμήσωμε μεταξή μας, και θα διατηρίσωμε μια αδελφική φιλία αιώνια, εις πίσμα εκείνων που θέλουν να μας έχουν χωρισμένους.

Οπότε,

Τα δυο Αδέλφια φιλήθικαν και τράβιξαν ο κάθε ένας στο πόστο του, για να στερεώσουν την αιώνια φυλία των δύο Ταλαιπωρημένων και Ηρωικών λαών.

Η ιστορία της συνάντησης των γιων είναι βέβαια εντελώς φανταστική. Ας παραβλέψουμε προς το παρόν το ερώτημα αν και η ίδια η ιστορία του σεξουαλικού σμιξίματος παρά τον ποταμό είναι αληθινή (το θίγω σε άλλο άρθρο[19]). Όσον αφορά όμως την αφηγηματική συνέχεια με τη μοίρα της Ενταβιέ, υποθέτει κανείς βάσιμα ότι ο Αξιώτης ουδέποτε έλαβε ειδήσεις από αυτήν. Έγκυος; Και να την γλύτωσε με τόσο ήπια τιμωρία από τους οικείους της και το χωριό της; Δύσκολο να το φανταστούμε. Ας επισημάνουμε ωστόσο, στο κείμενο του Αξιώτη, πλάι στη γοητεία του ξανθού και στην ανδρική φαντασίωση της μοναδικότητας, τη συνειδητά γραφική χρήση της τουρκικής γλώσσας. Τούτο αποτελεί κοινό γνώρισμα όλης της λογοτεχνίας για τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Η ιδέα του διηγήματος αυτού θα βρεθεί σε πολύ συντομευμένη και παραλλαγμένη μορφή στο Μπερδεμένο κουβάρι, στο τρίτο κεφάλαιό του. Τώρα παρουσιάζεται με τη μορφή ονείρου, πράγμα πολύ πιο ταιριαστό. Να λοιπόν, σε αποσπασματική μορφή πάλι, το «πολύ περίεργο όνειρο»:

Σαν λιποτάκτησα από την Άγκυρα και συγκεκριμένα από τα κτήματα του Αλή Νταή, η Εδαβιέ άρχισε να αι­σθάνεται συμπτώματα εγκυμοσύνης και σε λίγο βεβαιώθηκε πως την είχε πάθει. Το περιβάλλον του χωριού δεν σήκωνε τέτοιου είδους μυ­στικά. Σε λίγο θα ’ρχόνταν τ’ αδέλφια της από το μέτωπο και θα την σκότωναν. Έφυγε κρυφά από τον πατέρα της και πήγε στην Άγκυρα, έξι ώρες δρόμο, σε μια μακρινή της συγγενή και την παρακάλεσε να την κρατήσει. Πραγματικά, σε λίγο γέννησε ένα ολόξανθο αγοράκι. Αφοσιώθηκε ολόψυχα στο παιδί της. Δεν παντρεύτηκε για χατίρι του παιδιού της και το ανέθρεψε δουλεύοντας σ’ ένα γανωτζίδικο.[20]

Παρατηρούμε πως η παράδοξα ήπια συμπεριφορά των οικείων της κοπέλας που υπήρχε στο διήγημα έχει αλλάξει σε μια εικασία ακραίας βίας, ενώ και η αφοσίωσή της στον ένα και μοναδικό Άντρα της ζωής της έγινε αφοσίωση προς το παιδί. Το τέλος, πάλι, είναι πολύ λιτό. Αντί για το λογύδριο του Έλληνα αδελφού, τούτο μόνο:

Μάθε πως εσύ κι εγώ εί­μαστε αδέλφια. Μας είχε διηγηθεί ό πατέρας μου πως είχε αγαπήσει κάποτε μιαν Εδαβιέ σ’ ένα χωριό της Άγκυρας που λέγεται Γκιουλ Δερέ, μα ο πόλεμος και οι θρησκευτικές διακρίσεις τον ανάγκασαν να την εγκαταλείψει.

Αντάλλαξαν τις φωτογραφίες τους και υποσχέθηκαν να μην κτυ­πηθούν ποτέ μαζί.

Αναρωτιέμαι αν η συμπύκνωση της αρχικής σχοινοτενούς αφήγησης και οι ιδεολογικές «διορθώσεις» έγιναν από λόγιο χέρι, από λόγια υπόδειξη, από τη Διδώ Σωτηρίου είτε την Έλλη Παπαδημητρίου, ή μήπως ο ίδιος ο Αξιώτης σκέφτηκε ωριμότερα.

Πάντως το πρώην διήγημα αποκτά τώρα καθοριστική θέση στο Μπερδεμένο κουβάρι. Ο συγγραφέας μας λέει πως το «όνειρο» στάθηκε η αφορμή που κάθισε και έγραψε την ιστορία του, μια ιστορία για χάρη της ειρήνης, για την κατάπαυση του μίσους ανάμεσα στους δύο λαούς. (Αληθινά, πρέπει να πιστώσουμε στην Αριστερά αυτές τις ιδέες). Το κίνητρο αυτό δεν ήταν βέβαια το μοναδικό. Η ανάγκη να μείνει η μνήμη των παθών του ήταν αναμφισβήτητα μια ισχυρή κινητήρια δύναμη, μαζί με την αναγνώριση, τη φήμη ή ίσως και κάποια υλική ανταμοιβή.

Ο πιο διάσημος αφηγητής της ελληνικής λογοτεχνίας (τα Ματωμένα χώματα ήταν ήδη μια εκδοτική επιτυχία) διεκδικούσε να υπάρχει, όχι μονάχα ως ένα ημι-φανταστικό πρόσωπο στις σελίδες ενός μυθιστορήματος. Ένα πρόσωπο, μάλιστα, που ολοένα έχανε την υπόστασή του, αφού από τίτλος μυθιστορήματος, έγινε «κεντρικός αφηγητής» και εντέλει ένας από τους πολλούς «αυτόπτες μάρτυρες». Παράξενο, να αποξενώνεται κανείς με τέτοιο τρόπο από την ίδια του τη ζωή! Ήταν λογικό να αντιδράσει. Με τα λίγα γράμματά του –αλλά με τη μεγάλη του θέληση– πάλεψε να αφήσει το αποτύπωμά του και να ζήσει στη μνήμη των μεταγενέστερων. Τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή είναι μια καλή ευκαιρία να τον θυμηθούμε.


 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: