Η συζυγική σχέση του Νίκου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη και η «Ανέγγιχτη» του Βαγγέλη Ραπτόπουλου

Ο Νίκος και η Γαλάτεια
Ο Νίκος και η Γαλάτεια
Aneggixti 2022 1




Στο μυθιστόρημά του Υπεράνθρωπος (1915), ο Κώστας Χατζόπουλος επιχειρεί να σατιρίσει τους νέους λογοτέχνες της Αθήνας που παρασύρονται σε έναν άκριτο και επιφανειακό θαυμασμό των ιδεών του Νίτσε και σε μια ρηχή μίμηση του γερμανικού τρόπου ζωής. Εκτός από τον Άγγελο Σικελιανό, τον οποίο μπορούμε να ταυτίσουμε από την περιγραφή του, και τον Γιάννη Καμπύση, που πιθανότατα αποτέλεσε το πρότυπο για τον πρωταγωνιστή Νίκο Γκάβρα, τα υπόλοιπα πρόσωπα της λογοτεχνικής παρέας δύσκολα αναγνωρίζονται.[1] Ανάμεσά τους ένα ανύπαντρο ζευγάρι, ο Ιππόλυτος Κλεαρέτης και η Ιππολύτα Κλεαρέτη. Ο Χατζόπουλος, που έλειπε για χρόνια από την Ελλάδα, όταν έγραφε το μυθιστόρημα αλλά παρακολουθούσε τη λογοτεχνική κίνηση, δεν δίνει άλλες πληροφορίες που να βοηθούν στην αναγνώριση τους, αλλά το κοινό ψευδώνυμο, που θυμίζει τα Πέτρος και Πετρούλα Ψηλορείτη του Καζαντζάκη και της Γαλάτειας, μας επιτρέπει να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για μια πρώτη σατιρική ενδολογοτεχνική εικόνα του ζεύγους Καζαντζάκη: «Εκείνος μαυριδερός νόστιμος νέος, τούτη άσπρη, ξανθή σχεδόν και τρομερά άχαρη».[2] Η περιγραφή της εμφάνισής τους και της δράσης τους γίνεται από τον Χατζόπουλο με εμφανώς μειωτική και απωθητική διάθεση.
Έκτοτε η προσωπικότητα και το έργο του Καζαντζάκη αποτέλεσαν θέμα μιας τεράστιας βιβλιογραφίας, στην οποία ο πρώτος γάμος του κατέχει μια αρκετά υψηλή θέση. Τη συζήτηση γι’ αυτό το γάμο υποδαύλισαν με δημοσιεύματά τους τόσο η Γαλάτεια όσο και άλλα πρόσωπα του κοινού περιβάλλοντός τους. Θυμίζω ότι το 1957 η Γαλάτεια με αφετηρία τη συζυγική ζωή τους εξέδωσε το μυθιστόρημά της Άνθρωποι και υπεράνθρωποι, έργο μυθοπλασίας, εξ ορισμού ελεύθερο ως προς το χειρισμό της πραγματικότητας, στο οποίο τα όποια πραγματικά στοιχεία συσκοτίζονται ή φωτίζονται και ερμηνεύονται από την πλευρά της Δανάης, πρωταγωνίστριας και αφηγήτριας, που αποτελεί προσωπείο της Γαλάτειας. Σύμφωνα με αυτήν ο ψυχρός συναισθηματικά σύζυγός της ενδιαφερόταν μόνο για την προσωπική του ανέλιξη στον χώρο του πνεύματος.[3]  Αντίθετα ούτε λέξη δεν βρίσκει να πει για τη Γαλάτεια και το γάμο τους ο Καζαντζάκης στην Αναφορά στο Γκρέκο (1961). Αντίστοιχα η αδελφή της Γαλάτειας Έλλη Αλεξίου στο βιβλίο της Για να γίνει μεγάλος (1966) παρουσιάζει με λεπτομέρειες την άνθιση και το μαρασμό αυτής της σχέσης, προσπαθώντας να συνδυάσει τον θαυμασμό της για το έργο του Καζαντζάκη με την κριτική της για τους λόγους της αποτυχίας του γάμου του με την αδελφή της. Χάνει όμως την ισορροπία της, όταν «αποκαλύπτει» προσωπικά στοιχεία της κοινής τους ζωής, όπως το ότι ο γάμος αυτός υπήρξε λευκός.[4]  Η Ελένη Καζαντζάκη στο δικό της βιβλίο με τίτλο Νίκος Καζαντζάκης ο ασυμβίβαστος (1977) φαίνεται να προσπαθεί να δώσει ένα κατά το δυνατό «δίκαιο» πορτρέτο της πρώτης συζύγου, προβάλλοντας θετικά και αρνητικά στοιχεία της προσωπικότητάς της: 

«Όμορφο κεφάλι, λαμπερά μάτια, τσουχτερό χιούμορ, απάντηση έτοιμη για όλα, αν όχι και πάντα δίκαιη, βασίλευε στη Δεξαμενή σ’ ένα κύκλο πιστών ─ποιητές, πεζογράφοι, τεχνοκρίτες, καλλιτέχνες─ που συμμερίζουνταν τις πολιτικές αγάπες κι αντιπάθειές της. Συγγραφέας κι η ίδια, έγραφε με μεγάλη ευκολία όλα τα είδη του λόγου κι ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους αριστερούς κύκλους της Αθήνας. […] Πρέπει να προστέσω αμέσως πως η γυναίκα αυτή ανάδινε μιαν περίεργη γοητεία, που σ΄ έκανε να μην της κρατάς κακία, ακόμη και στις πιο κακές της στιγμές.»[5] 

Στις παρατηρήσεις της όμως αμφισβητεί την ύπαρξη αγάπης από την πλευρά της Γαλάτειας. Παραμένουν βέβαια αδιάψευστα πειστήρια τα γράμματα του Καζαντζάκη (Επιστολές προς τη Γαλάτεια, 1958), στα οποία διαγράφονται καθαρά οι πνευματικές, ψυχικές και ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα σε δύο τόσο προικισμένους ανθρώπους.



Η Γαλάτεια Καζαντζάκη (ψηφιακά επιχρωματισμένη φωτογραφία)



Πιο πρόσφατα ο Πάτροκλος Σταύρου, θυμίζω υιοθετημένος γιος της Ελένης Καζαντζάκη, στο Επίμετρό του στην έκδοση του βιβλίου του Νίκου Καζαντζάκη Όφις και κρίνο (1906) προσπάθησε να ανασκευάσει την επικρατούσα άποψη ότι η αφιέρωσή του «Στη Τοτώ μου» υπονοεί τη Γαλάτεια Αλεξίου, μετέπειτα Καζαντζάκη, δίνοντας αρκετές πληροφορίες για την Ιρλανδέζα Kathleen Forde, πιθανή ερωτική σύντροφο του Νίκου στο Ηράκλειο, άρα πηγή έμπνευσης του έργου αυτού, μαζί με επικριτικά σχόλια για τον τρόπο που η Έλλη Αλεξίου αναφερόταν στη σχέση της αδελφής της και του Καζαντζάκη.[6]  
Τα κείμενα στα οποία αναφέρθηκα, γύρω από το θέμα του γάμου του Νίκου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη, γραμμένα από ανθρώπους που γνώρισαν τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, φαίνεται να συντηρούν ένα διάλογο όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και με το έργο του Καζαντζάκη. Ένα διάλογο που παραμένει ανοικτός ακόμη. Τα πρώτα κείμενα παρουσιάστηκαν όσο τα γεγονότα ήταν νωπά, ενώ ο περίγυρος, κοινωνικός, πολιτικός, ιδεολογικός, θρησκευτικός, ήταν πολύ διαφορετικός από ότι σήμερα. Κυρίως τη συζήτηση υποδαύλιζαν οι ιδέες που αναδύονταν από το έργο του Καζαντζάκη, όπως προσλαμβάνονταν από μέρος του αναγνωστικού κοινού, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες μετά το θάνατό του. Εννοώ την πολύ τολμηρή για εκείνη την εποχή, σχεδόν ασεβή για ορισμένους εκκλησιαστικούς κύκλους, παρουσίαση του θείου πάθους στο έργο του, σε συνδυασμό με την πολύ περιορισμένη θέση της γυναίκας στο πλαίσιο της παραδοσιακής κοινωνίας και τον κυρίαρχο ρόλο του άντρα. Ενώ αυξάνονταν οι αναγνώστες του έργου του, οι κάθε λογής αρνητές του, ανάμεσα τους και εκείνοι που θεωρούσαν ότι η απονομή σε αυτόν του βραβείου Νόμπελ δεν ήταν επιθυμητή, έβρισκαν ελαττώματα και ψεγάδια που ξεπερνούσαν τη δημιουργία του και άγγιζαν το χαρακτήρα και την προσωπική του ζωή.[7]

Σήμερα, λοιπόν, περισσότερο από ένα αιώνα από την περίοδο της κοινής ζωής του ζεύγους Καζαντζάκη, ο συγγραφέας Βαγγέλης Ραπτόπουλος καταθέτει μια νέα και πολύ ενδιαφέρουσα άποψη γι’ αυτή τη σχέση στο πρόσφατο μυθιστόρημά του Ανέγγιχτη (εκδόθηκε το 2022). Αποφασισμένος να μην αφήσει αμφιβολίες στους αναγνώστες του σχετικά με τα πρόσωπα που τον ενέπνευσαν, γράφει στο παρακειμενικό «Σημείωμα του συγγραφέα»: 

«Το μυθιστόρημά μου Ανέγγιχτη είναι εμπνευσμένο από τη ζωή και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Υλικό άντλησα και από το αυτοβιογραφικό βιβλίο της πρώτης του γυναίκας, καθώς και από άλλες πηγές. Και την ίδια στιγμή, πήρα αποστάσεις από την πραγματικότητα, αλλάζοντας ονόματα, χαρακτήρες, τοποθεσίες, χρονολογίες, σκηνές και γεγονότα, επειδή στόχος μου δεν ήταν η βιογραφία του μεγάλου συγγραφέα μας. Ως συνήθως, έγραψα μια μυθοπλασία, κι ας περιέχει αυτή τη φορά τόσο πολλή αλήθεια.»[8] 

Μετά τη διαβεβαίωση που μας έδωσε, απεικονίζει τους ήρωες και τις ηρωίδες του κάτω από διαφανή ψευδώνυμα, ενώ βαφτίζει με ευφάνταστους τίτλους τα έργα τους.
Επιπλέον στοιχεία για το πώς εμπνεύστηκε αυτό το μυθιστόρημα αλλά και για τον τρόπο που εργάστηκε μας έδωσε στην ομιλία του “Ο Θεός φταίει που έκανε τον κόσμο τόσο ωραίο. Αλληγορίες από τον Καζαντζάκη»[9]  Σύμφωνα με τις πληροφορίες του ήδη το 2018 έγραφε ένα μυθιστόρημα για τη ζωή και το έργο του Καζαντζάκη, του πεζογράφου, που όπως γράφει, τον είχε ωθήσει να γίνει και ο ίδιος πεζογράφος. Το θέμα του ήταν η «ερωτική ζωή ενός παγκοσμίου φήμης Νεοέλληνα συγγραφέα, του μόνου ίσως τόσο γνωστού́». Για τον στόχο της προσπάθειάς του δίνει ο ίδιος στοιχεία: 

«Πρωτίστως, όμως, στόχος μου ήταν η ιχνηλασία ενός θέματος όπως η διεθνής επιτυχία ενός συμπατριώτη μας, που αφενός θα μπορούσε να δώσει φτερά σε έναν πληθυσμό γονατισμένο από την πρόσφατη οικονομική κρίση, και αφετέρου βρισκόταν στον αντίποδα της δικής μου ανάλογης... αποτυχίας.»

Εγκατέλειψε όμως την προσπάθεια στο τέλος εκείνου του χρόνου, για να γράψει και να ολοκληρώσει αργότερα την Ανέγγιχτη, εστιάζοντας πλέον στη σχέση του Καζαντζάκη με την πρώτη του σύζυγο. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό το μυθιστόρημα των 339 σελίδων διαιρεμένο σε 16 κεφάλαια, μπορεί να χωριστεί σε τρεις ευδιάκριτες ενότητες. Στην πρώτη, (Κεφάλαια I-VII) γίνεται λόγος για την παιδική ηλικία του Αλέξανδρου Καστρινάκη (πρόκειται βέβαια για τον Ν. Καζαντζάκη), το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία αλλά και για το γράψιμο, για τη σχέση με τη Μελίνα Αναστασίου, ηρωίδα που αποτελεί το προσωπείο της Γαλάτειας Αλεξίου, τη συγκατοίκησή τους στην Αθήνα χωρίς να έχουν παντρευτεί, την ερωτική αποχή του, το γάμο τους και τη γνωριμία με τον ποιητή Χριστόφορο Εμμανουηλίδη (που αντιπροσωπεύει τον Άγγελο Σικελιανό). Στη δεύτερη ενότητα (Κεφάλαια VIII-την αρχή του XII) σχολιάζονται σκηνές από ορισμένα μυθιστορήματά του , ενώ στην τρίτη (Κεφάλαια XII-XVI) η αφήγηση επικεντρώνεται και πάλι στη ζωή του Καστρινάκη, σε διάφορες σχέσεις του, στο τέλος του γάμου με τη Μελίνα, στη γνωριμία με την Ρέα Σταματίου (δηλαδή την Ελένη Σαμίου Καζαντζάκη), στον δεύτερο γάμο του και ολοκληρώνεται με τον θάνατο και την κηδεία του.
Στην Ανέγγιχτη, λοιπόν, η Μελίνα, πρώτη σύζυγος του διάσημου Έλληνα συγγραφέα Αλ. Καστρινάκη (στην προηγούμενη εκδοχή ονομαζόταν Αλέξανδρος Μαντζαράκης,) αφηγείται την ιστορία του γάμου της, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τις αιτίες για τις οποίες αυτός ο γάμος σε όλη τη μακρά διάρκειά του παρέμεινε ερωτικά ανολοκλήρωτος. Ένας ακόμη στόχος της ηρωίδας είναι να διορθώσει με το νέο της βιβλίο τα όσα άσχημα έγραψε για τον άνδρα της σε ένα προηγούμενο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά της με τίτλο Ο υπεράνθρωπος από την Κρήτη (αντιστοιχεί στο Άνθρωποι και υπεράνθρωποι). Ο χρόνος της αφήγησης τοποθετείται εννέα χρόνια μετά τον θάνατο του Καστρινάκη (10) Στην πραγματική ζωή η Γαλάτεια σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1962, πέντε χρόνια μετά τον Καζαντζάκη, άρα η ελευθερία της μυθοπλασίας επιτρέπει στη φωνή της να ακουστεί και από το υπερπέραν.
Η Μελίνα γράφει ότι μετά τον ερχομό τους στην Αθήνα από την Κρήτη και στη διάρκεια της συμβίωσής τους πριν και μετά το γάμο τους οι προηγούμενες ερωτικές επαφές τους σταμάτησαν και η σχέση τους άλλαξε, γεγονός που προκάλεσε στην ίδια μεγάλη ψυχική αναταραχή. Αναγνωρίζει ότι αιτία της αλλαγής στη συμπεριφορά του συζύγου της είναι η «δίψα της αγιοσύνης» (13) που τον κατείχε και η επιθυμία του να αφοσιωθεί όχι μόνο πνευματικά αλλά επιπλέον ψυχικά και σωματικά στο συγγραφικό του έργο. Με αυτή την προοπτική παρουσιάζει και σχολιάζει εκτενώς εκτός από ορισμένα έργα του συζύγου της, τις άλλες ερωτικές σχέσεις και το δεύτερο γάμο του Καστρινάκη με τη Ρέα Σταματίου (Ελένη Καζαντζάκη), που αντιστοιχούν, σε ανάλογες σχέσεις του Καζαντζάκη. Ωστόσο, παρά την επιθυμία της με αυτό το νέο βιβλίο της να ανασκευάσει και να επανορθώσει «τις λοιδορίες και τις αδικίες» που περιείχε το προηγούμενο μυθιστόρημά της (10-11) η στάση της σε όλη την αφήγησή της είναι αμφίσημη. Αναγνωρίζει τις δικές της ευθύνες στη δυσκολία συμβίωσης με τον Καστρινάκη λόγω του απότομου και αυταρχικού χαρακτήρα της (339), εξακολουθεί όμως, να επικρίνει πτυχές του χαρακτήρα του και, όταν θυμάται το παρελθόν, να τον βλέπει ως «τύραννο, διάβολο, σατανά» (286).
Το ζήτημα δεν θα με απασχολήσει περαιτέρω, επειδή δεν μελετώ την Ανέγγιχτη ως απόπειρα ανανεωμένης μυθιστορηματικής βιογραφίας του Νίκου Καζαντζάκη. Δεν θα με απασχολήσει επίσης το είδος του πολύ επιδέξιου μοντάζ, το οποίο πραγματοποιεί ο Ραπτόπουλος για να συνδέσει στο κείμενό του αποσπάσματα από λογοτεχνικά και μη κείμενα του Καζαντζάκη και άλλων, μεταφέροντάς τα όμως στη σύγχρονη καθομιλουμένη και συχνά με μικρές παραλλαγές ή με αλλαγή του προσώπου του αφηγητή, συντομεύσεις κ.λπ. Για τα δύο αυτά ζητήματα θα κάνω μόνο περιστασιακές αναφορές στην εργασία μου.
Ο συγγραφέας γράφει στο «Σημείωμα» της Ανέγγιχτης, που προανέφερα, ότι θέλησε να μιλήσει για τον Καζαντζάκη ως «΄οικουμενικό Έλληνα΄» και παράλληλα να θίξει ένα ευρύτερο θέμα, για το οποίο ο ίδιος έχει πολύχρονο συγγραφικό ενδιαφέρον: «τον παράδεισο και την κόλαση της λαγνείας».[10]  Για τους αναγνώστες του Καζαντζάκη ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του έργου του, αν όχι το κυριότερο, είναι η αναζήτηση του Θεού και μαζί η μελέτη του χριστιανισμού αλλά και άλλων θρησκειών, η πνευματική άσκηση, η δίψα της πνευματικής αθανασίας, στοιχεία ευδιάκριτα σε όλα τα βιβλία του και ιδιαίτερα στην Ασκητική. Αναμφισβήτητα η χριστιανική πίστη προϋποθέτει τον αγώνα ενάντια στην αμαρτία και ας μην ξεχνάμε ότι η λαγνεία ήταν ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Ωστόσο στην εξέταση της δημιουργίας του Καζαντζάκη το θέμα της λαγνείας δεν έχει προβληθεί. Ο Ραπτόπουλος όμως μέσω της όμορφης, αισθησιακής και γήινης Μελίνας που αποζητά την ερωτική ικανοποίηση, συσχετίζει τον δικό του προβληματισμό με το έργο του Κρητικού συγγραφέα, δίνοντας, όπως θα δούμε. και μια διαφορετική ψυχαναλυτική προοπτική στην έμπνευση εκείνου.
Στην Ανέγγιχτη η Μελίνα σχολιάζει ορισμένα από τα έργα της τελευταίας συγγραφικής περιόδου του Καζαντζάκη, φυσικά ως αντίστοιχα έργα του Αλέξανδρου Καστρινάκη. Αρχικά, αφηγείται ένα όνειρο/εφιάλτη που βλέπει ο Καστρινάκης στη Μονή Καρακάλλου στη διάρκεια του εκεί ταξιδιού του με τον φίλο του Χριστόφορο Εμμανουηλίδη.[11]  Στο όνειρο αυτό ο Αλέξανδρος βρίσκεται ένα Πάσχα μαζί με τον πατέρα της Μελίνας, Μηνά Αναστασίου (Στυλιανό Αλεξίου) στο ορεινό χωριό του δικού του πατέρα. Στη διάρκεια του πασχαλινού χορού στην πλατεία μπροστά στην εκκλησία ο καντηλανάφτης προδίδει ότι η Μελίνα, μαυροντυμένη σαν χήρα, προσπαθεί να μπει στην εκκλησία κρατώντας μια αγκαλιά λεμονανθούς. Αμέσως υψώνεται κατακραυγή εναντίον της ενορχηστρωμένη από το Νικολιό του Κοπιδάκη, νεαρό γείτονά τους στο Μεγάλο Κάστρο, που σέρνει το χορό. Την κατηγορούν ότι είναι άτιμη, ξεδιάντροπη και ότι ντρόπιασε το χωριό τους. (108). Ενώ αρχίζουν να τη λιθοβολούν, ο καπετάν Σήφης, πατέρας του Αλέξανδρου (δηλαδή ο Μιχαήλ Καζαντζάκης), ετοιμάζεται να την σκοτώσει. Ο πατέρας της, που αργεί να τρέξει να την βοηθήσει, πέφτει λιπόθυμος χτυπημένος από μια πέτρα, ενώ ο Αλέξανδρος, βλέποντας τον δικό του πατέρα δεν παρεμβαίνει. Τότε εμφανίζεται ο Εμμανουηλίδης, φωνάζοντας: 

«Μωρέ, δεν ντρέπεστε; Τι παλικάρια είστ’ εσείς; Ένα χωριό να σκοτώσει μια γυναίκα; Θα ντροπιάσετε την Κρήτη! Και γιατί; Επειδή έκοψε πριν από τόσα χρόνια, κοντά τα μαλλιά της κι έβαλε παντελόνια; Ή μήπως επειδή συζούσε με τούτον εδώ […] αστεφάνωτη, στην Αθήνα;» (113). 

Μετά από μια σύντομη πάλη, στην οποία ο Αλέξανδρος προσπαθεί να παρέμβει υπέρ του φίλου του, αλλά εκείνος τον αποτρέπει, ο Εμμανουηλίδης κατορθώνει να εξουδετερώσει τον πατέρα Καστρινάκη, αλλά αμέσως μετά το Νικολιό σφάζει τη Μελίνα.[12] 
Είναι φανερό ότι εδώ αποδίδεται με αρκετές διαφορές ο θάνατος της χήρας που αποτέλεσε κεντρικό επεισόδιο στο μυθιστόρημά του Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.[13] Το σημαντικότερο στοιχείο δεν είναι η αντικατάσταση της χήρας από τη Μελίνα, γιατί θα την δούμε να πρωταγωνιστεί και στις άλλες ιστορίες, όσο ο ρόλος του πατέρα Καστρινάκη, που παρουσιάζεται να επιθυμεί απροκάλυπτα και να αποπειράται τη θανάτωσή της, όπως και του Εμμανουηλίδη, που αντιστοιχεί με εκείνον του Ζορμπά σε μια φαινομενικά παράδοξη αντιστοιχία του όμορφου και αρχοντικού νεαρού ποιητή με τον μεσόκοπο αλλά ρωμαλέο εργάτη μεταλλείου. Αυτή η αντιστοιχία όμως στηρίζεται στην επιθυμία και των δύο να προστατεύσουν την αδύναμη γυναίκα. Ο συσχετισμός με το Ζορμπά επιτείνεται καθώς στο στόμα του Εμμανουηλίδη μπαίνει λίγο αργότερα, παραλλαγμένη κάπως η γνωστή άποψη εκείνου: 

«Να σε θέλει μια γυναίκα, και μάλιστα η γυναίκα σου, και να μην πλαγιάζεις μαζί της; Αυτό κι αν είναι αμαρτία! Όχι όσα λένε οι παπάδες και οι καλόγηροι στις εκκλησίες και στα μοναστήρια εδώ, στο Όρος.» (118).[14] 

Στο δεύτερο όνειρό του, σύμφωνα με την αφήγηση της Μελίνας, ο Καστρινάκης είναι ένας καλόγερος στο Άγιο Όρος, ο Ιγνάτιος, που πασχίζει να αξιωθεί να δει τον Θεό.[15]  Μετά από 21 χρόνια εγκλεισμού πηγαίνει στο μετόχι του μοναστηριού στην Θεσσαλονίκη, όπου συναντά μια μικρομάνα, που η Μελίνα θεωρεί ότι αποτελεί προσωπείο της. Βλέποντας την να θηλάζει το μωρό της, αισθάνεται αχαλίνωτο πόθο, που θα τον ικανοποιήσει μια Κυριακή βράδυ, όταν θα τολμήσει θα κάνει έρωτα με τη νεαρή γυναίκα για να αναφωνήσει στο τέλος: «Ναι, Θεέ μου, τώρα το βλέπω! Ώστε η γυναίκα είναι πιο δυνατή κι απ’ την προσευχή, κι απ’ τη νηστεία, συγχώρεσέ με, ακόμα και απ’ την ίδια την αρετή!» (134)
Στη συνέχεια η Μελίνα διαβάζει και παρουσιάζει στην αφήγησή της το μυθιστόρημα του Καστρινάκη Θεάνθρωπος (δηλαδή Ο τελευταίος πειρασμός), που σκανδάλισε όχι μόνο την καθολική αλλά και την ορθόδοξη εκκλησία. Στη σκηνή όπου ο Χριστός πέφτει στα πόδια της εξαδέλφης του Μαγδαληνής, με την οποία είχαν σφοδρό έρωτα από παιδιά, και της ζητά να τον συγχωρέσει γιατί δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά της, η Μελίνα αναγνωρίζει το «προσωπικό τους δράμα», καθώς τοποθετεί την ίδια και τον σύζυγό της στη θέση της Μαγδαληνής και του Χριστού.[16] 
Αν στο επεισόδιο αυτό η εξήγηση είναι απλή, στο επόμενο, που αφορά το μυθιστόρημα του Καστρινάκη Ο Δράκος (δηλαδή Ο Καπετάν Μιχάλης) η Μελίνα ταυτίζει τους μυθιστορηματικούς ήρωες με ορισμένα πρόσωπα που την περιβάλλουν μέσα από πιο σύνθετους συλλογισμούς: 

«Στο μυαλό του Αλέξανδρου, βάζω στοίχημα ότι η Λεϊλά χανούμ [δηλαδή η Τσερκέζα Εμινέ] ήμουν εγώ, ή έστω εγώ ήμουν το πρότυπό της. Και δεν αναφέρομαι τόσο στη λαγνεία που αποπνέει. Ο ατίθασος τρόπος που φέρεται η γυναίκα θυμίζει εμένα όταν είχα τα μπουρίνια μου, τα νεύρα μου, τη μανία μου, όπως θέλεις πες το. Και εάν ο καπετάν Σήφης [καπετάν Μιχάλης] είναι, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, ο πατέρας του πρώην άντρα μου, ο Δράκος, τότε ο Χουσεΐν μπέης [Νουρή μπέης] δεν είναι παρά το άλτερ έγκο του, ο ίδιος ο Αλέξανδρος μεταμορφωμένος σε Τούρκο.» (171)[17] 

Ακολουθεί η αφήγηση της συμπλοκής του Χουσεΐν μπέη με τον αδελφό του καπετάν Σήφη, τον Κωνσταντή [Μανούσακα στο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη], που λήγει με τον σκοτωμό του Κρητικού αλλά και με τον άσχημο τραυματισμό του Τούρκου. Η Μελίνα σχολιάζει σχετικά: 

«Από το 1951 που δημοσιεύτηκε Ο Δράκος μέχρι σήμερα, ένας Θεός ξέρει πόσες φορές άκουσα τις κακές γλώσσες να λένε ότι ο Αλέξανδρος ήταν όχι απλώς ανίκανος, αλλά σακατεμένος. […] Για μένα είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη φήμη διαμορφώθηκε από έναν συνδυασμό του ερωτικού ασκητισμού του Αλέξανδρου, ιδίως στην διάρκεια του γάμου μας, με τον ευνουχισμό του Χουσεΐν μπέη στο μυθιστόρημα όπου πρωταγωνιστεί ο καπετάν Σήφης.» (188)

Στην τελευταία σκηνή αυτής της αφήγησής της η επίσκεψη του καπετάν Σήφη στον Χουσεΐν, η άρνησή του να τον σκοτώσει γιατί είναι άρρωστος και αδύναμος και η αυτοκτονία του Τούρκου μπέη εύλογα οδηγούν σε μια προέκταση του σχολίου της Μελίνας που μόλις σας διάβασα, δηλαδή στην «αρρωστημένη» αδυναμία του Αλέξανδρου να αντιμετωπίσει τον πατέρα του και στην ερωτική αποχή του, που ισοδυναμεί με ακύρωση του ανεπιθύμητου στον πατέρα του γάμου, έστω και αν ο πατέρας δεν γνώριζε τις προσωπικές σχέσεις του ζεύγους.
Η τελευταία ερμηνευτική προσέγγιση έργου του Καζαντζάκη από τον Ραπτόπουλο μέσω της Μελίνας αφορά το μυθιστόρημά του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Η Μελίνα, σχολιάζοντας το έργο του Καστρινάκη Πρόσφυγες, όπως έχει γίνει εδώ ό τίτλος, επισημαίνει ότι η ανάληψη του ρόλου του Χριστού από τον νεαρό Μιχάλη (πρόκειται για τον Μανολιό) τον οδηγεί στο να αναβάλει τον επικείμενο γάμο του (199), όπως ακριβώς και στο δικό της γάμο η ερωτική αποχή του συζύγου της λόγω της ασκητικής του διάθεσης οδήγησε ουσιαστικά στη διάλυση της σχέσης τους.[18]  Εκτός από αυτό το σημείο η Μελίνα σχολιάζει στο ίδιο μυθιστόρημα άλλο ένα αυτοβιογραφικό στοιχείο του συγγραφέα Καστρινάκη. Πρόκειται για το γνωστό πρόβλημα της υγείας του Καζαντζάκη, την «αρρώστια των ασκητών», που παραμόρφωσε το πρόσωπό του στη Βιέννη και μεταφέρθηκε αυτούσια ως αρρώστια του Μιχαλιού /Μανολιού, όταν πάλευε ανάμεσα στη σφοδρή ερωτική επιθυμία και την έφεση για ασκητική ζωή, μακριά από τους εγκόσμιους πειρασμούς.
Το ζήτημα αυτό πέρα από τη μυθιστορηματική εκδοχή του, της δίνει την ευκαιρία να παρουσιάσει τις άλλες γυναίκες που διεκδίκησαν το πνεύμα και το σώμα του Καστρινάκη μετά από αυτήν. Αφηγούμενη τις σύντομες σχέσεις του με τον κύκλο των νεαρών ξένων γυναικών στη Γερμανία, αλλά και με την Σοφία Φωτιάδη (Έλλη Λαμπρίδη) και την Γεωργιανή Μάγια Νικολάτζε (Βαρβάρα Νικολάεβνα στην Αναφορά στον Γκρέκο) διαπιστώνει ότι όπως αρνήθηκε στην ίδια την ερωτική ικανοποίηση, με ανάλογο τρόπο μετά από μια αρχική περίοδο ολοκληρωμένης σχέσης, κατόπιν την αρνείται ή την διακόπτει βίαια στις γυναίκες με τις οποίες συνδέθηκε. Επιπλέον το ίδιο συμβαίνει με τις λογοτεχνικές ηρωίδες του, τις οποίες οι ήρωες του εγκαταλείπουν ή τις σκοτώνουν για να πολεμήσουν τη λαγνεία που εμποδίζει την ασκητική αφοσίωση τους σε έναν ανώτερο σκοπό.[19]
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ανέγγιχτη οι αυτοδιηγητικές αφηγήσεις διαφόρων χαρακτήρων, όπως του καλόγηρου Ιγνάτιου, ή οι ετεροδιηγητικές για άλλα πρόσωπα στα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη που σχολίασα, μετατρέπονται σε αφηγήσεις της Μελίνας και χωνεύονται στη δική της οπτική ματιά και συνείδηση. Με τον τρόπο αυτό φωτίζεται ο εσωτερικός κόσμος και η σκέψη ηρωίδων, όπως η χήρα στο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, η νεαρή μάνα στην ιστορία του καλόγηρου Ιγνάτιου στην Αναφορά στον Γκρέκο και η Μαρία Μαγδαληνή στον Τελευταίο πειρασμό. Αυτός ο φωτισμός συντελεί στο να αμβλυνθεί η αυστηρή διάκριση των γυναικείων χαρακτήρων της πεζογραφίας του Καζαντζάκη σε θετικούς και αρνητικούς, δηλαδή σε γυναίκες που υποτάσσονται στον παραδοσιακό τρόπο ζωής και σε εκείνες που αντιδρούν στην προκαθορισμένη μοίρα τους και επαναστατούν, επιθυμώντας να ακολουθήσουν το δικό τους δρόμο, ενώ προβάλλουν και τη σεξουαλικότητα τους.
Αυτή η διάκριση των γυναικείων λογοτεχνικών χαρακτήρων αντιστοιχεί σε πολύ δυναμικά στερεότυπα (η γυναίκα-άγγελος και η γυναίκα-τέρας) που αναπτύχθηκαν στην Ευρωπαϊκή λογοτεχνία ως τις αρχές του 20ού αιώνα.[20] Καθώς η διάκριση σχετίζεται και με τη γυναικεία συγγραφική ιδιότητα μπορούμε να δούμε πώς τα στερεότυπα αμβλύνονται με το πέρασμα του καιρού στην εικόνα της Γαλάτειας Καζαντζάκη και του μυθιστορηματικού alter ego της στο Άνθρωποι και υπεράνθρωποι από τη μια και από την άλλη στην μυθιστορηματική ηρωίδα Μελίνα στην Ανέγγιχτη του Ραπτόπουλου. Στην πρώτη περίπτωση η συγγραφέας και το δημιούργημά της αντιμετωπίστηκαν απορριπτικά. Η Καζαντζάκη θεωρήθηκε υπεύθυνη για τη δημιουργία μιας αρνητικής εικόνας του Καζαντζάκη, ενώ δεν προσέχτηκε στο έργο της ο προβληματισμός της -μέσα και από την κριτική της ηρωίδας της- για τον κοινωνικό ρόλο των πνευματικών ανθρώπων. Στη δεύτερη περίπτωση, περισσότερο από 60 χρόνια αργότερα, χωρίς τις προλήψεις και τα στερεότυπα του παρελθόντος, ο Ραπτόπουλος, που στηρίχτηκε και στο Άνθρωποι και υπεράνθρωποι, απέδωσε ισορροπημένα την καταστροφή της σχέσης του ζεύγους Καζαντζάκη και στους δύο, αναδεικνύοντας τη διαφορά των χαρακτήρων τους, τα ψυχολογικά τους προβλήματα και τις ιδεολογικές διαφορές τους.
Ολοκληρώνοντας, επισημαίνω ότι το μυθιστόρημα του Ραπτόπουλου προσφέρεται και για άλλες αναγνώσεις: για παράδειγμα, ως μια ερωτική ιστορία που διαλύθηκε αντιμετωπίζοντας άπειρα εμπόδια, ή ως ένα μυθιστόρημα με κλειδί: («roman a clef»), στο οποίο πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα μιας εποχής παρουσιάζονται με τρόπο συγκαλυμμένο, ως μυθοπλασία. Ωστόσο, εγώ απομονώνοντας τις σκηνές από γνωστά μυθιστορήματα του Καζαντζάκη, όπως σχολιάζονται από την «ανέγγιχτη» πρωταγωνίστριά του, θέλησα να δείξω πώς ο Ραπτόπουλος προβάλλει ορισμένα θέματα που παρέμεναν στο ημίφως της εξέτασης του καζαντζακικού έργου τόσο στα σχόλια του ίδιου του δημιουργού όσο και των μελετητών του. Εννοώ ότι με την Ανέγγιχτη ενισχύει τα προσωπικά βιώματα και το ρόλο της γυναίκας ως ουσιώδεις πηγές έμπνευσης στο έργο του Καζαντζάκη, ενώ αναδεικνύει το θέμα της λαγνείας και της ικανοποίησης του σφοδρού ερωτικού πόθου ως ισόβαθμο της αναζήτησης της αγιοσύνης.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αλεξίου, Ε., 1966, Για να γίνει μεγάλος, εκδ. Δωρικός
Αρκουδέας Κ., 2015, Το χαμένο Νόμπελ, εκδ. Καστανιώτη.
Γιατρομανωλάκης Γ., 2011, «Τα όνειρα στον Ν. Καζαντζάκη. Παρατηρήσεις πάνω σε μια έκδοση», στο: Σταυροπούλου Ε., Αγάθος Θ. (επιμ.), Νίκος Καζαντζάκης. Παραμορφώσεις, Παραλείψεις, Μυθοποιήσεις, εκδ. Γκοβόστη, σσ.115-124.
Καζαντζάκη Γ., 2007, Άνθρωποι και υπεράνθρωποι. Πρόλογος Αλέξανδρος Αργυρίου, εκδ. Καστανιώτη.
Καζαντζάκη Ε., 1977, Νίκος Καζαντζάκης ο ασυμβίβαστος, εκδ. Καζαντζάκη.
Καζαντζάκης Ν., 1961, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Καζαντζάκη.
Του ίδιου, 1971, Ο καπετάν Μιχάλης, εκδ. Καζαντζάκη.
Του ίδιου, 1973, Ο τελευταίος πειρασμός, εκδ. Καζαντζάκη.
Του ίδιου, 1974, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, εκδ. Καζαντζάκη.

Του ίδιου, 2013, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, εκδ. Καζαντζάκη.
Καστρινάκη A., 2011, «Ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Αισθητισμός. Έλξη και άπωση», στο: Beaton R. (επιμ.), Εισαγωγή στο έργο του Καζαντζάκη. Επιλογή κριτικών κειμένων, ΠΕΚ, Ηράκλειο, σσ. 3-30.
Ραπτόπουλος Β., 2022, Ανέγγιχτη, Κέδρος.
Του ίδιου, «Ο Θεός φταίει που έκανε τον κόσμο τόσο ωραίο. Αλληγορίες από τον Καζαντζάκη», εδώ στο Αφιέρωμα του Χάρτη.
Σταυροπούλου Ε., 1993, «"O νέος από τη Λιβυκή έρημο". O K. Xατζόπουλος για τον Aλαφροΐσκιωτο και τον Άγγελο Σικελιανό», στο: Nέα
Eστία,
τόμ. 133, τχ. 1582, σσ. 733-742.
Χατζόπουλος Κ., 1915, Υπεράνθρωπος. Εν Αθήναις, Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη.
Σταύρου Π., 2002, Σημειώσεις-Σχόλια αντί Προλόγου στο: Καζαντζάκης Ν., Όφις και κρίνο. Εκδόσεις Καζαντζάκη, σσ. 105-146.
Bien P., 2007, Kazantzakis Politics of the Spirit, τόμ. 2, Πρίνστον & Οξφόρδη, Princeton University Press.
Gilbert S. M. και Gubar S., 1984, The Madwoman in the Attic. The Woman Writer and the Nineteenth-Century Literary Imagination. Nιου Χέιβεν & Λονδίνο, Yale University Press.

GALATIA AN Th ROPI YPERAN Th ROPI 1956
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: