Λεξιπλασίες τραγουδούν και διηγούνται τη φύση

Λεξιπλασίες τραγουδούν και διηγούνται τη φύση


Αναπαραστάσεις στις Τερτσίνες του Καζαντζάκη
και στις ποιητικές συλλογές του Ελύτη Προσανατολισμοί, Ήλιος ο Πρώτος και Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας

____________

Συγκριτική μελέτη - Σύγκλιση των δύο ποιητών
____________

Εισαγωγή

Είναι ευρέως γνωστό ότι η ελληνική γλώσσα είναι από τις πλουσιότερες στον κόσμο. Σ’ αυτό, ενδεχομένως, να συμβάλλει ουσιαστικά το γεγονός ότι πρόκειται για μια γλώσσα, εύπλαστη, όπως ο πηλός, αφού είναι πολύ εύκολο να δημιουργηθούν, να πλαστούν δηλαδή, νέες λέξεις, είτε ενώνοντάς τις είτε προσθέτοντας προθέματα και καταλήξεις. Σύμφωνα με το Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών, ως λεξιπλασία ορίζεται η δημιουργία νέων λέξεων, παραπέμποντας στον νεολογισμό και δίνοντας ως συνώνυμο την λέξη γλωσσοπλασία,[1] ενώ ως νεολογισμός ορίζεται «το αποτέλεσμα της νεολογίας, [η] λεξική μονάδα που εισάγεται στο λεξιλόγιο μιας γλώσσας».[2]
Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για νεολογισμούς στο έργο του Καζαντζάκη ούτε αντίστοιχα στο έργο του Ελύτη, διότι οι λέξεις που απαντώνται δεν έχουν εισαχθεί στο λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας. Τις δημιούργησαν, τις έπλασαν, δηλαδή, για ν’ αποτυπώσουν και ν’ απεικονίσουν, όσο αυτό ήταν εφικτό, τις εμπνεύσεις τους και την φύση.
Για λόγους οικονομίας της έρευνας, μιας που ο αριθμός των σελίδων του παρόντος επιστημονικού άρθρου είναι περιορισμένος, δεν επαναλαμβάνονται οι πληροφορίες, που καταγράφονται ανωτέρω στην περίληψη και που αφορούν στην Μέθοδο Ανάλυσης Περιεχομένου[3] που ακολουθήθηκε, καθώς το αποτέλεσμα αυτής, δηλαδή ο πίνακας που ακολουθεί, παρουσιάζει τις τρεις κοινές θεματικές που αναδύθηκαν, τις λέξεις που αποθησαυρίστηκαν δημιουργώντας ένα γλωσσάρι λεξιπλασιών των δύο ποιητών, καθώς και τη σύγκριση/σύγκλιση μεταξύ τους.
Η παρούσα εργασία θα έπρεπε να διαρθρώνεται σε τρία διακριτά μέρη, τα οποία θα αποτελούσαν οι τρεις θεματικές που αναδύθηκαν συνθετικά, όπως παρουσιάζονται στον ακόλουθο πίνακα και ο οποίος αποτελεί την «ψυχή» της παρούσας ερευνητικής εργασίας.[4] Όμως, επιλέχθηκε ένας άλλος θεματικός επιμερισμός, ο οποίος συμβαδίζει με την θεματολογία του Συνεδρίου. Έτσι, η παρούσα εργασία δομείται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, παρουσιάζονται οι αποθησαυρισμένες λέξεις από το μοναδικό ποιητικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη, Τερτσίνες, ενώ στο δεύτερο μέρος, παρουσιάζονται, αντίστοιχα, οι λέξεις που έπλασε ο Ελύτης στις προαναφερόμενες ποιητικές συλλογές του.
Για πρώτη φορά αποθησαυρίζονται εδώ οι λέξεις του μοναδικού ποιητικού έργου του Καζαντζάκη, Τερτσίνες και μάλιστα, σε σύγκριση με τα προαναφερόμενα έργα τού νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.
Στον πίνακα που ακολουθεί, οι αποθησαυρισμένες λέξεις επιμερίζονται σε τρεις θεματικές. Στην πρώτη, κατατάσσονται οι λέξεις που αναφέρονται στον γλαυκόλαμπρο μ’ ασημοκάρφια ουρανό, στην δεύτερη, κατηγοριοποιούνται εκείνες οι λέξεις, που αναφέρονται στην χορτοαρχόντισσα και πετρομάχα γη και στην τρίτη, εντάσσονται οι λέξεις που αναπαριστούν, βοδαλάφια, συννεφολύκαινες και άλλα ζώα. Όσον αφορά στα κατηγοριοποιημένα αποσπάσματα, διευκρινίζεται ότι οι αποθησαυρισμένες λέξεις εμφανίζονται με μπλε χρωματισμό για να είναι ευδιάκριτες από τον υπόλοιπο στίχο, ο οποίος εντάσσεται, διότι παρουσιάζει το ερμηνευτικό πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο πραγματοποιήθηκε η κατάταξη των εξεταζόμενων λέξεων.
Τέλος, παρατηρείται ότι κάθε μια από τις προαναφερόμενες θεματικές, επιμερίζεται σε δύο κολόνες, μία για κάθε έναν από τους εξεταζόμενους ποιητές. Έτσι, γίνεται άμεσα αντιληπτή η σύγκλιση των δύο ποιητών, αφού οι θεματικές που αναδύθηκαν μεθοδολογικά είναι κοινές στα υπό μελέτη έργα τους.

Λεξιπλασίες τραγουδούν και διηγούνται τη φύση
Λεξιπλασίες τραγουδούν και αφηγούνται την φύση

Γλαυκόλαμπρος μ’ ασημοκάρφια ουρανός

Καζαντζάκης

(…) σύρε φωνή, την άγια νύχτα κράξε,
τη γριά μαμή την καλοξεγεννήτρα! (στ. 12)
(Η Τερτσίνα, του Ά. Σικελιανού)

(…) και γάργαρος χοροπλεμένος ήχος
πηδώντας στον αγέρα κουδουνίζει! (στ. 58)
(Η Τερτσίνα, του Ά. Σικελιανού)

(…) και στα μαλλιά της νιάς τ’ ανθοπλεμένα
Κουνιούνται ως γιασεμιά τη νύχτα τ’ άστρα (στ. 98)
(Η Τερτσίνα, του Ά. Σικελιανού)

(…) κι απ’ του γηλιού την κάρα ορθές πηδήξαν
λογής λογής αγριαρχηγού φτερούγες. (στ. 57)
(…) τα παιχνιδάκια τα παιδιά, κι ο λάβρος
φωτουρανός τον ήλιο, το φεγγάρι (στ. 132)
(…) Βαριά η ζωή ‘ναι αρρώστια, ο σαϊτοβόλος
μέγας σκουληκοκύρης ήλιος, τήρα,
με λέπρα σαπραχείλα κρούστωσέ με! (στ. 148, στ. 149)
(Βούδας, του Μ. Αναστασίου)

(…) Κιοτή, το ουρανοδόξαρο τεντώνει (στ. 58)
(…) Γέλιο βροντή ξεσπάει στα κορφουράνια (στ. 71)
(Μωυσής, της Lia Lewin-Dunkelblumen)

(…) κι αγάλια η ασημοκάρφω ουράνια ρόδα (στ. 6)
(…) στον ουρανό, συναστεριά μεγάλη (στ. 84)
(Χριστός, του Γ. Παπανδρέου)

(…) στη λιόστερνη στιγμή ποθοπλεμένα (στ. 73)
(Μουχαμέτης, της Rosa Ghasel-Perez Rubio)

(…) ουρανοδόξαρο (στ. 83)
(…) τ’ αστέρια γιορτανιούν φωτοχυσίες (στ. 108)
(…) Ψηλά στο γιασεμόκλωνον εφτάστρι (στ. 155)
(Λένιν, Του Σ. Δ.)

(…) Ποτάμι αργό σε ροδοφεγγοβόλι (στ. 133)
(Μέγας Αλέξαντρος, του Ι. Δραγούμη)

(…) έκδιψο, ογρό, το φως αιματολάφτει (στ. 94)
(Τσιγκισχάνος, του Π. Βλαστού)

(…) λουσμένη, αχνή, στο μέγα νυχτοβρόχι (στ. 2)
(…) Στου κατάστρου ουρανού το πηγαινέλα (στ. 31)
(Χιντεγιόχη του Μίλιου και της Μαρίκας Χουρμούζιου)

(…) Κάψα πηχτή, ξεγλωσσισμένη η μέρα (στ. 1)
(Τόντα Ράμπα, του Γ. Μαγκλή)

(…) Χιλιοτριαντάφυλλο ο ουρανός, κι οι αγγέλοι (στ. 160)
(…) το φλογαμάξι εστάθη, κι όλο γλύκα (στ. 164)
(…) Ανοίγει η νύχτα αγάλια το αστρομάντι (στ. 178)
(Δάντης, του Λ. Αλεξίου)

(…) μοχτάει να πιει τη λιοστερνήν αχτίδα (στ. 8)
(…) στη γαληνή παιχνιδομάτα εσπέρα (στ. 29)
(Leonardo, του Conrad Westpfahl)

(…) κρουφομετράει το μουσαμά του αιθέρα (στ. 58)
(…) Χλωμός ο νιος, στην άγρια φωτομπόρα (στ. 151)
(…) την κάτω γης να λιώνει στο λιοβόρι (στ. 155)
(Ο Γκρέκο, του Π. Πρεβελάκη)

(…) Αλώνι αγναντερό, που ορθοί οι βοριάδες
κρουσταλλογένηδες χιμούν, και σπήλια (στ. 2, στ. 3)
(…) φάνη το αστήθι ορθό στο θεοβόρι (στ. 77)
(…) στον όμπρο τ’ ουρανού, και το γαλάζο (στ. 94)
(Αγία Τερέζα, του J. R. Jiménez)

(…) Στην μπόρα πώς σκουντρούν τη γοργανέμα (στ. 61)
(…) δυο νέφαλα, και τ’ άγριο νυχτορέμα (στ. 63)
(…) χρυσασημένιοι οι δυο μεγάλοι δίσκοι
μας κουβαλούν, ο γήλιος, το φεγγάρι (στ. 118)
(…) στα σκοτεινά του ψυχαρπάχτη ανέμου (στ. 172)
(Ελένη)

Ελύτης

(…) Εκείνος που σε μια φουχτιά καθάριου αγέρα
(Ναυτάκι του περιβολιού, XVII, στ. 14)

(…) Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί
(Παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα, Η πορτοκαλένια, ΙV, στ. 4)

(…) Πες μου τη νεφελόπαρτη ώρα
(Η συναυλία των υακίνθων ΧΙΙΙ, στ. 1)

(…) Και νοσταλγούν τ’ αγιάζι της αιθερημίας
(Όλβια Ντόννα, στ. 12)

Χορτοαρχόντισσα και πετρομάχα γη

Καζαντζάκης

Της γης ανοιεί το χιλιοπορτολόι
Και χύνεται η ζωή, το μέγα νάμα (στ. 32)
(Η Τερτσίνα, του Ά. Σικελιανού)

(…) Σα στήθια αχνίζουν τα βουνά, σα λιάρος
φάλκος ο νους πετιέται ορθοφαράγγης (στ. 18)
(Βούδας, του Μ. Αναστασίου)

(…) Ο λυτρωτής περνάει κι ανατριχίλα
την αστροφυλλουριά κουνάει κι ολόρτα
χορεύουν, σα φτερά της γης τα φύλλα. (στ. 44)
(Βούδας, του Μ. Αναστασίου)

(…) στην πετρομάχα γης την κακομοίρα (στ. 51)
(…) Μα ακούστη βροντερό το ανθρωπομάχο
φλογαχνισμένο στόμα της ερήμου (στ. 138, στ. 139)
(Μωυσής, της Lia Lewin-Dunkelblumen)

(…) τον γκρεμό φρουματάει κι ανοιεί τα χείλη (στ. 41)
(…) κι η γης, η γεροντόρνιθα κασίδα (στ. 115)
(Δον Κιχώτης, του P. Istrati)

(…) αϊτονυχάτος νους τη γη ως χελώνα (στ. 41)
(…) σαν κρύα νερά σε κρούσταλλες πλαγιάδες (στ. 80)
(Μέγας Αλέξαντρος, του Ί. Δραγούμη)

(…) και πιάνει πυρκαγιά τ’ αφροθαλάσσι (στ. 63)
(Χιντεγιόχη, του Μίλιου και της Μαρίκας Χουρμούζιου)

(…) Αλώνι αγναντερό, που ορθοί οι βοριάδες
κρουσταλλογένηδες χιμούν, και σπήλια (στ. 2, στ. 3)
(…) τα χέρια της μα αλάργα στ’ αχνοβούνια (στ. 34)
(Αγία Τερέζα, του J. R. Jiménez)

(…) βαγκέστισες στης νερογής τη φλούδα (στ. 11)
(…) Καρβουνοφάς σποριάς στον κάμπο σπέρνει (στ. 112)
(…) πρί σκορπιστείς στα γκρέμνα τ’ αστροφόνα (στ. 176)
(Εις εαυτόν, του Μ. Γ. Χατζηγεωργιάδη)

Ελύτης

(…) Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα
(Ήλιος ο πρώτος, ΙΙ, στ. 13)

(…) Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά
(Ήλιος ο πρώτος, ΙΙΙ, στ. 16)

(…) Τόποι που με του φεγγαριού το αλησμονάνθι με θρέψατε
(Ναυτάκι του περιβολιού, XVII, στ. 5)

(…) Τα παιδιά της γης της χορτοαρχόντισσας
(Παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα, Κίτρινο, ΙΙΙ, στ. 11)

(…) Ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμές
(Παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα, Η πορτοκαλένια, ΙV, στ. 14)

(…) Μα δεν ακούει το πάθος της νεραντζανθιάς
(Μενεξελί VII, VII, στ. 6)

Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου
(Άσμα ηρωικό, 1, στ. 19)

(…) Τις νύχτες αγκαλιά με τα νερατζοκόριτσα
(Άσμα ηρωικό, 6, στ. 17)

(…) Γεια σου και συ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
(Άσμα ηρωικό, 10, στ. 12)

(…)Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στα νερά
(Άσμα ηρωικό, 14, στ. 7)

Βοδαλάφια, συννεφολύκαινες και άλλα ζώα

Καζαντζάκης

Στον Άι-Λευτέρη νου, καρδιά μου, τάξε
τριλείρη πετεινό, το Θεό, και κάτω (…) (στ. 14)
(Η Τερτσίνα, του Ά. Σικελιανού)

(…) Σα στήθια αχνίζουν τα βουνά, σα λιάρος
φάλκος ο νους πετιέται ορθοφαράγγης (στ. 18)
(…) μεγάλης φεγγαρούσας πεταλούδας (στ. 178)
(Βούδας, του Μ. Αναστασίου)

(…) σε αρκούδες, βοδαλάφια και βουβάλια (στ. 33)
(…) της γδίκησης ο φάλκος ο αγριμάρος (στ. 50)
(…) βουτυροσκούληκοι βοσκούν ντουμάνια (στ. 116)
(Λένιν, Του Σ. Δ.)

(…) οι αϊτοί οι μακεδονίσιοι οι κοσμογύροι (στ. 14)
(…) Νεφελοκόκκαλο άσπρο περιστέρι (στ. 34)
(…) και τις περίπλεχτες οχιές, χρυσό μου (στ. 146)
(Μέγας Αλέξαντρος, του Ί. Δραγούμη)

(…) ο λαγωνιάρης τούτος νους, ο σκύλος (στ. 91)
(Τσιγκισχάνος, του Π. Βλαστού)

(…) Σαν αγαθό μελόχρυσο λιοντάρι (στ. 1)
(Leonardo, του C. Westpfahl)

(…) ως σταφυλιούν στη μάνα τα μελίσσια (στ. 165)
(Νίτσε, του H. Von Den Steinen)

(…) Στο διχαλόβυζό τους την αράχνη (στ. 39)
(Αγία Τερέζα, του J. R. Jiménez)

Ελύτης

Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου
(Άσμα ηρωικό, 1, στ. 19)

(…) Το ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
(Άσμα ηρωικό, 2, στ. 8)

Λεξιπλασίες τραγουδούν και διηγούνται τη φύση



Μέρος Πρώτο:
Οι λεξιπλασίες στις Τερτσίνες του Καζαντζάκη

_______________

Στον ανωτέρω πίνακα, κατηγοριοποιούνται οι λέξεις, που έπλασε ο Καζαντζάκης και που αναπαριστούν την φύση μέσα από τις τρεις θεματικές, που αναδύθηκαν. Δηλαδή, αναπαριστώντας τον ουρανό και ό,τι αυτός συμπεριλαμβάνει, την γη, καθώς και τα ζώα, στα οποία προσδίδει συχνά διάφορες ιδιότητες. Παρατηρείται, επίσης, και μια ποσοτική διαφορά ανάμεσα στις αποθησαυρισμένες λέξεις των δύο ποιητών, όμως στην παρούσα ερευνητική εργασία δεν γίνεται ποσοτική ανάλυση και κατά συνέπεια, δεν θα γίνει καμιά τέτοιου είδους αναφορά.

«Ο Καζαντζάκης θεωρείται από μερικούς κριτικούς και λογοτέχνες γνήσιος δημοτικιστής,[5] και από άλλους οπαδός της τάσης του Ψυχάρη[6] που προσκόμισε στην τέχνη του λόγου[7] ένα εντελώς δικό του, νέο, πρωτοποριακό τρόπο ως προς τις ιδέες και την έκφραση».[8] Αυτός ο πρωτοποριακός τρόπος, ως προς τις ιδέες και την έκφραση του Καζαντζάκη, παρουσιάζεται έκδηλα στο ποιητικό του έργο Τερτσίνες.
Έτσι, όσον αφορά τον ουρανό, που αποτελεί την πρώτη θεματική κολόνα του ανωτέρω εξεταζόμενου πίνακα, παρατηρείται ότι ο Καζαντζάκης εκφράζει με γλαφυρό τρόπο τα στοιχεία εκείνα, που τον συνθέτουν, δημιουργώντας εικόνες με έντονα χαρακτηριστικά στους αναγνώστες. Παρουσιάζει τη νύχτα ως καλοξεγεννήτρα μαμή, αφού είναι αυτή που φέρνει στο φως τη «νεογέννητη» μέρα, δίνοντας έτσι μεγάλη σημασία στο φως, το οποίο πηγάζει από τα ποικίλα ουράνια σώματα. Παρομοιάζει της νύχτας τ’ άστρα ως γιασεμιά, που κουνιούνται πάνω στ’ ανθοπλεμένα μαλλιά της νέας κοπέλας, δηλαδή στα πλεγμένα με άνθη, φωτίζοντας την ομορφιά της. Οι αχτίδες του ήλιου μοιάζουν να ξεπηδούν όμοιες με φτερούγες που στολίζουν το κεφάλι κάποιου αγριαρχηγού, ενδεχομένως Ινδιάνου ή κάποιου άλλου αρχηγού άγριας φυλής. Ο ουρανός δεν είναι μόνο γαλάζιος για τον Καζαντζάκη, είναι και σκιερός, αφού σε άλλο κατηγοριοποιημένο απόσπασμα αναφέρεται στον όμπρο, λέξη η οποία προέρχεται ενδεχομένως από δάνειο της γαλλικής λέξης ombre[9] που σημαίνει σκιά. Έτσι, πέρα από τις εναλλαγές του γαλάζιου με το σκιερό, ο ουρανός γίνεται φωτουρανός, με τόσα αστέρια, τον ήλιο και το φεγγάρι, στα οποία ο Καζαντζάκης δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα, αφού σε άλλο κατηγοριοποιημένο απόσπασμα, «χρυσασημένιοι οι δυο μεγάλοι δίσκοι, μας κουβαλούν».[10] Αλλού πάλι, ξέχωρα, παρομοιάζει το φεγγάρι ως ασημοκάρφω ουράνια ρόδα. Άλλοτε παρομοιάζει τη γη να λιώνει στο λιοβόρι, δηλαδή παρομοιάζει το έντονο φως του ήλιου με άνεμο που παραδέρνει τη γη και τη λιώνει με τη θέρμη του κι άλλοτε πάλι, με φωτομπόρα, και που μοχθεί να πιει την λιοστερνήν αχτίδα, δηλαδή την τελευταία αχτίδα του ήλιου. Χιλιοτριαντάφυλλο ο ουρανός και φλογαμάξι ο ήλιος για τον Καζαντζάκη. Ενώ από την άλλη, νυχτοβρόχι η νύχτα και κάταστρος ο ουρανός της. Στα κορφουράνια, ουρανοδόξαρο ο ουρανός, όπου τ’ αστέρια γιορτανιούν φωτοχυσίες, συναστεριά και με το γιασεμόκλωνο εφτάστρι ψηλά, συντελείται ένα μοναδικό ροδοφεγγοβόλι. Εκτός όμως από το φως του ουρανού, που παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον για τον Καζαντζάκη, στην πρώτη θεματική κατηγορία, σημαντικές είναι και οι εικόνες, που δημιουργεί αναφερόμενος στον άνεμο. Έτσι, χαρακτηρίζει τον αέρα χοροπλεμένο, δηλαδή πλεγμένο με χορό, καθώς κουδουνίζει πηδώντας στον αέρα, ψυχαρπάχτη και κρουσταλλογένη.
Στην δεύτερη θεματική κατηγορία, η γη, στις Τερτσίνες του Καζαντζάκη αναπαρίσταται ως άγρια, πετρομάχα, γεμάτη γκρέμνα αστροφόνα, που φρουματάνε, με κρούσταλλες πλαγιάδες και ανθρωπομάχα φλογαχνισμένη έρημο, με αγναντερά αλώνια κι αχνοβούνια, με τον κάμπο, που τον σπέρνει καρβουνοφάς και στην αστροφυλλουριά της, αναφερόμενος στην χλωρίδα της, χωρίς όμως να παραλείπει και την αναφορά στη νερογή και στο αφροθαλάσσι της, που πυρακτώνεται από το φως του ήλιου.
Μέσα σ’ αυτή τη φύση, τη φύση του Καζαντζάκη, δεν θα ήταν δυνατό να μην υπάρχουν ζώα διαφόρων ειδών. Στον ανωτέρω πίνακα, η ανάλυση περιεχομένου ανέδειξε όλα τα ζώα, που αναφέρονται στις Τερτσίνες και που τους αποδίδονται από τον ποιητή διάφορες ιδιότητες. Είναι εύκολο να παρατηρηθεί από τα κατηγοριοποιημένα αποσπάσματα ότι ο Καζαντζάκης αναφέρεται σ’ ένα ευρύ φάσμα του ζωικού βασιλείου, αφού παρουσιάζονται αναφορές σε πτηνά, σε θηλαστικά, σε ερπετά, σε έντομα, ακόμα και στα σκουλήκια. Έτσι, αναφέρεται στους βουτυροσκούληκους, ίσως επειδή τρέφονται με την ανθρώπινη σάρκα και είναι γνωστό ότι τον Καζαντζάκη τον απασχολούσε το υπαρξιακό[11] θέμα, στην αράχνη, στα μελίσσια και την υπέροχη εικόνα που δημιουργεί στον αναγνώστη, αφού παρουσιάζει την μάνα μέλισσα με τα παιδιά της, που κρέμονται πάνω της, μ’ ένα τσαμπί σταφύλι, καθώς και στην μεγάλη σαν φεγγάρι, πεταλούδα. Αναφέρεται, επίσης, στα ερπετά, μέσα από την αναπαράσταση με τις περίπλεχτες οχιές, καθώς περιπλέκονται και κουλουριάζονται. Όσον αφορά τα θηλαστικά, ο Καζαντζάκης αναφέρεται τόσο στα ήρεμα ζώα, όπως βοδαλάφια, δηλαδή, βόδια κι ελάφια και βουβάλια, στα πιστά, όπως ο σκύλος ο λαγωνιάρης, δηλαδή αυτός που κυνηγάει, το λαγωνικό, καθώς και στα άγρια, όπως το λιοντάρι, που το χαρακτηρίζει μελόχρυσο, λόγω του χρυσού, σαν το μέλι, τριχώματός του. Τέλος, εξετάζοντας τον ανωτέρω πίνακα, παρατηρείται ότι ο Καζαντζάκης αναφέρεται και στα πτηνά, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στα πιο αγέρωχα, όπως ο αετός ο κοσμογύρος, αφού γυρίζει τον κόσμο και το γεράκι, που χαρακτηρίζεται ως φάλκος[12] ορθοφαράγγης κι αγριμάρος. Βέβαια, αναφέρεται και στον πετεινό, τον οποίο χαρακτηρίζει ως τριλείρη, δηλαδή, ως σπάνιο, αφού διαθέτει όχι ένα λειρί, αλλά τρία, αναφερόμενος στην τριαδικότητα του Θεού.[13] Τέλος, ο Καζαντζάκης αναφέρεται και στο λευκό κι αθώο περιστέρι, αποδίδοντάς του τον χαρακτηρισμό του νεφελοκόκκαλου, δηλαδή αυτό που έχει κόκκαλα φτιαγμένα από νέφαλα.[14]
Συνοψίζοντας, δεν είναι τυχαίο, ότι ο Καζαντζάκης θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους λεξιπλάστες λογοτέχνες. Η εξαιρετική γνώση της ελληνικής γλώσσας και όχι μόνο, αλλά και του κρητικού ιδιώματος, του έδινε τη δυνατότητα να δημιουργεί νέες λέξεις για να εκφράσει, άλλοτε αλληγορικά ή μέσω παρομοιώσεων κι άλλοτε πάλι, ψυχρά πρακτικά, την πραγματικότητα, όπως ο ίδιος την νοούσε και την φύση, που τον μάγευε και την οποία υμνεί όχι μόνο στις Τερτσίνες του, αλλά σε ολόκληρο το λογοτεχνικό του έργο.

Ο Οδυσσέας Ελύτης



Μέρος Δεύτερο:
Οι λεξιπλασίες στις ποιητικές συλλογές του Ελύτη, Προσανατολισμοί, Ήλιος ο Πρώτος και Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
______________



Στον παραπάνω πίνακα μπορούμε να δούμε τις λέξεις που έχει δημιουργήσει ο Ελύτης και που σχετίζονται με στοιχεία, της φύσης όπως ο αέρας, το φως, τα ζώα, τα βουνά, τα δέντρα. Ωστόσο μέσα από αυτή τη χαρισματική λεξιπλασία αναδύονται εικόνες, ξυπνούν αισθήσεις, ζωηρεύουν συναισθήματα, ευωδιές και χορεύουν χρώματα.
Το φως έχει για τον Ελύτη κομβική σημασία. Όπως γράφει ο P. Reverdy, « Υπάρχουν συγγραφείς που γράφουν με το φως, άλλοι με αίμα, με λάβα, με φωτιά, με γη, με λάσπη, με σκόνη διαμαντιών και τέλος αυτοί που γράφουν με μελάνι οι δύστυχοι απλά και μόνον με μελάνι»[15]
Ο Ελύτης, όπως αναφέρει ο Βουτουρής[16] οικειοποιείται ίσως όσο κανένας άλλος από τους ομοτέχνους του την Ελλάδα, το ελληνικό τοπίο, το φως τον ήλιο, τις καμπύλες των βουνών, τις λοφοσειρές, τη διαφάνεια, τη διαύγεια, τα αρώματα, τα χρώματα και τα καθιστά εμβλήματα και σηματοδότες της αισθητικής του.
Το φως, το χρώμα, η αστραπή, η βροχή, ο ήλιος δεν γερνούν και είναι έννοιες που παραμένουν αναλλοίωτες στο χρόνο. Αυτό που αλλάζει είναι ο τρόπος που ο κάθε άνθρωπος τα αντιλαμβάνεται. Μέσα στο άπλετο φως και με τα χρώματα που αυτό αντανακλά φτιάχνει εικόνες ζωηρές, όπως η πάλλαμπρη μέρα, οι χρυσοστιγμές, οι ιριδοχτυπημένες στεριές, τα θαμπόχρυσα κουμπιά ή ηλιομάντισσα. Το φως συμβολίζει την ίδια τη ζωή μέσα από την εκφραστική, γλωσσική και εικονοληπτική τόλμη του ποιητή. Ο ήλιος ως πρωταρχική ουσία του σύμπαντος διαπερνά όλα τα όντα στην πλάση και χαρίζει τη ζωή. Το φως για τον Ελύτη είναι μια δύναμη που αποκαλύπτει τη ζωτική ενέργεια της ίδιας της πλάσης.
Ο Ελύτης χωρίς να είναι καθαρά υπερρεαλιστής, είναι επηρεασμένος από το κίνημα του υπερρεαλισμού κι αυτό αποτυπώνεται στην έννοια του φωτός, που υπάρχει χαρακτηριστικά στα αποσπάσματα που μελετήθηκαν, ενώ αυτό αντανακλά την αρμονία. Σε συνέντευξή του[17] εξηγεί τη θεωρία της ηλιακής μεταφυσικής και της διαφάνειας ως μυστήριο, που μπορεί να συλλάβει ο Έλληνας. Είναι έντονα επηρεασμένος από την θεωρία του Ηράκλειτου, κατά τον οποίο η φωτιά, άλλοτε ως φως ή ως ήλιος, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του κόσμου ως πρωταρχική πηγή της ζωής, αλλά και από τον Πυθαγόρα κατά τον οποίο πρώτα σχηματίστηκε η φωτιά. Έτσι το φως αντανακλά τη ζωή και τη δημιουργία σε αντιπαράθεση με το σκότος που είναι ο θάνατος και η ανυπαρξία. Όπως αναφέρει ο ίδιος σε συνέντευξή του,[18] «Η ποίηση μας βοηθά να ζήσουμε. Είναι η ανώτερη μορφή που έχει βρει ο άνθρωπος για να γνωρίσει τον εαυτό του και να κάνει τους άλλους να τον γνωρίσουν. Το μέσο της επικοινωνίας της είναι η ομορφιά, επειδή το νόημα της ομορφιάς αλλάζει ανάλογα με τις εποχές για να ‘ναι ζωντανή, για να ενεργεί αποτελεσματικά, κατ’ ανάγκη αλλάζει την εκφραστική της.»
Στο ποίημά του Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, επίκαιρος όσο ποτέ εστιάζει στον αντίκτυπο του ολέθριου Έλληνο-Ιταλικού πολέμου και αφηγείται τη ζωή ενός στρατιώτη που δεν πρόλαβε να ζήσει. Πρόκειται για ένα ποίημα αντιπολεμικό γεμάτο εναλλασσόμενες εικόνες που ηχούν αλλά και απεικονίζουν τον όλεθρο του πολέμου. Η αγριότητα είναι τέτοια που παρομοιάζεται με την τρίχα του αλογόβουνου που θεριεύει εξαιτίας αυτής της θύελλας του πολέμου. Ακόμα το ούρλιασμα της συννεφολύκαινας σκορπά ανατριχίλα. Η τόλμη και η γενναιότητα των Ελλήνων ήταν τέτοια που δεν σταματούσαν να αλωνίζουν τα βουνά της Αλβανίας λιώνοντας μέχρι και το σίδερο έχοντας ως μόνο σύντροφό τους το Θεό ο οποίος μυρίζει μπαρούτι αλλά και μουλαροτόμαρο αφού με αυτά μεταφέρουν όλα τους τα αναγκαία στα δύσβατα μονοπάτια των αλβανικών βουνών. Οι λέξεις που δημιουργεί εδώ ο ποιητής, το αλογόβουνο, η συννεφολύκαινα, το μουλαροτόμαρο, αντηχούν την βαναυσότητα του πολέμου με την αδιάκοπη εναλλαγή εικόνων που διαδέχονται η μια την άλλη ενώ προκύπτουν από την σύνθεση λέξεων που αναφέρονται σε ζώα όπως το άλογο, η λύκαινα και το μουλάρι. Η σύνθεση προκύπτει από την ένωση της λέξης που αποτυπώνει το ζώο και έχουν ως πρώτο ή δεύτερο συνθετικό τη φύση. Η λύκαινα και το άλογο είναι ζώα με δύναμη. Το άλογο αντικατοπτρίζει τη φωτιά και την αρσενική ενέργεια. Φημίζεται για την αντοχή και τη δύναμή του ενώ ενίοτε απαντάται ως μεταφορέας μηνυμάτων. Το άλογο σύμφωνα με τον Πλάτωνα συμβολίζει το θυμοειδές μέρος της ανθρώπινης ψυχής από όπου πηγάζουν το θάρρος και η τόλμη του ανθρώπου και η ατέρμονη αναζήτηση για επιτυχία, κατακτήσεις, ικανοποίηση και πληρότητα. Από την άλλη μεριά η λύκαινα θεωρείται επίσης σύμβολο δύναμης, μητρική φιγούρα και προστάτιδα αφού είναι αυτή που παίζει σημαντικό ρόλο στην ίδρυση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Είναι επίσης το ιερό ζώο του θεού Άρη αλλά και σύμβολο της μητρικής φροντίδας αφού η λύκαινα έθρεψε τον Ρέμο και το Ρωμύλο και ιδρύθηκε η Ρώμη. Η λύκαινα εντούτοις στην κόλαση του Δάντη απεικονίζεται ως πεινασμένη φρίκη και αντιπροσωπεύει την ακραία απληστία. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είναι γνωστό ποια λύκαινα είχε στο μυαλό του ο Ελύτης όταν έφτιαχνε τη λέξη συννεφολύκαινα. Από την ένταξη της λέξης στο ποίημα μπορούμε ίσως να πούμε ότι είχε στο μυαλό τη μητρική φιγούρα που ουρλιάζει και σκίζει μέχρι και σάρκες προκειμένου να θρέψει και να μεγαλώσει τα μικρά της.

Ο Ελύτης[19] το 1979 θα πει ότι «Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του, πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι σκοτεινοί και αυτό που του υπαγορεύουν είναι μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα.».
Η δεινότητα της λεξιπλασίας του καταφαίνεται ομοίως σε λέξεις που έχουν ως συνθετικό τα δέντρα. Αμέτρητοι ποιητές και λογοτέχνες χρησιμοποιούν στη τέχνη τους τα δέντρα. Για τον Χαλίλ Γκιμπράν[20] τα δέντρα είναι ποιήματα που γράφει η γη προς τον ουρανό κι εμείς κόβουμε τα δέντρα για να τα κάνουμε χαρτί και να καταγράφουμε την κενότητά μας.
Τα δέντρα λοιπόν είναι η πηγή αισιοδοξίας για τον Ελύτη.

Στο ποίημα Άσμα ηρωικό και πένθιμο αναφέρεται η χωριατομουσμουλιά που αντριεύει κάθε που ‘ θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του. Άλλη μια ηχηρή λέξη του ποιητή που εκφράζει τη δίνη του πολέμου που δεν αφήνει ούτε όνειρο να δει το φως. Και τις νύχτες ο στρατιώτης αγκαλιά με τα νερατζοκόριτσα λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων, ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης. Εδώ σηματοδοτείται η δίψα για ζωή και για έρωτα πράγματα που δεν πρόλαβε να ζήσει ο στρατιώτης εξαιτίας του πολέμου.

Στο ποίημα Ήλιος ο πρώτος απαντώνται οι ακόλουθες λέξεις και εκφράσεις όπως : Τόποι που με του φεγγαριού το αλησμονάνθι και με του ήλιου τους χυμούς με θρέψατε, και πιο κάτω στο Μενεξελί, «Σαν κηπουρός που τυραννιέται σκύβοντας μέσα στα συρματόσκοινα και τις εβραίισσες πέτρες μα δεν ακούει το πάθος της νεραντζανθιάς όταν φοράει τον άνεμο και γνέφει με χορτάρια».

Και στο Κίτρινο «Παν και μαλώνουν τα παιδιά της γης της χορτοαρχόντισσας». Η νεραντζανθιά, η χωριατομουσμουλιά, τα νερατζοκόριτσα, το αλησμονάνθι είναι λέξεις του Ελύτη που αφυπνίζουν χρώματα, αρώματα, αισθήσεις ενώ αποτυπώνουν τη γεωφυσική δομή της ελληνικής γης και το ελληνικό τοπίο εν γένει.

Από τα παραπάνω καθίσταται εμφανές ότι ο λόγος του Ελύτη είναι ξεκάθαρα εικονοποιητικός, εικονοπλαστικός, αισθητοκεντρικός αλλά και αισθητοπλαστικός, διότι γεννά στον καθένα, εικόνες που ξυπνούν αισθήσεις και συναισθήματα. Αντανακλά την Ελλάδα, τα δέντρα της, τα φυτά της, τους καρπούς της και όλα αυτά ευδοκιμούν στην ελληνική γη.
Ο άνεμος είναι ένα άλλο στοιχείο που εντοπίζεται στην λεξιπλασία του Ελύτη. Διαβάζουμε για «τα φλάουτα που αγεροδρομούν πόθους για τα κορίτσια που αγαπούν τις αγκαλιές των κρίνων και μελωδούν το βάθος τ’ ουρανού και νοσταλγούν τ’ αγιάζι της αιθηρεμίας.» Το στοιχείο του αέρα απαντάται και στη ποίηση του Ελύτη. Είναι αυτός που δίνει την δύναμη στο φλάουτο να αγεροδρομήσει πόθους, αφού χάρη στον αέρα παράγεται ο ήχος του. Άλλοτε εκφράζει τη σφοδρότητα κι άλλοτε την ηρεμία. Η έντασή του μεταβάλλεται όπως και η ψυχική κατάσταση του αναγνώστη. Ο αέρας ως γνωστό από την αρχαιότητα ήταν σύμβολο της ψυχικής δύναμης.
Από την άλλη η ελαφρότητα και η αίσθηση ελευθερίας αποτυπώνεται στους εξής στίχους από το ποίημα του Ήλιος ο πρώτος : «Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα» και στο ποίημα του Προσανατολισμοί «Πες μου τη νεφελόπαρτη ώρα που σε κυρίεψε όταν η βροντή προηγήθηκε της καρδιάς μου.» Η νεφελόπαρτη ώρα θα μπορούσε να είναι μια εικόνα συννεφιάς.
Με την ανάγνωση της ποίησης του Ελύτη και μέσα από την λεξιπλασία του κάθε αναγνώστης φαντάζεται εικόνες άλλοτε έντονες άλλοτε πιο αδρές, με χρώματα Ελλάδας που μπορεί ταυτόχρονα ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, τις εμπειρίες του, τον ψυχισμό του ή και τη βούλησή του να τις αποτυπώσει στον δικό του καμβά.
Η ποιητική γραφή του Ελύτη αποτελείται από « ...εικόνες όμοιες μεταξύ τους και όμως διαφορετικές, εικόνες παρεμφερείς, εικόνες που διασταυρώνονται, εικόνες που παρατάσσονται, εικόνες αντίθετες, εικόνες επεξηγηματικές άλλων, εικόνες επαναληπτικές, εικόνες, τέλος, ρομαντικές, συμβολικές, αλληγορικές, κλασικές ή και απλά περιγραφικές... εκτοξεύονται σαν αυτοτελείς οπτικές οντότητες μέσα από την βούληση της αυτογέννητης έμπνευσής του».[21]
Για τον Πλάτωνα η ποίηση είναι η ομιλούσα ζωγραφική. Η ποίηση και οι νεολογισμοί του Ελύτη είναι η γλώσσα και το άρωμα της Ελλάδας, που αναδύεται μέσα από κάθε του στίχο.
Η φυσιολατρεία του είναι πασίδηλη σε όλα του τα ποιήματα και τα στοιχεία, οι λέξεις, οι εικόνες που ενυπάρχουν και αλληλοσυνδέονται δίνουν την αίσθηση αρμονίας της ποιητικής γραφής και δηλώνουν ταυτόχρονα την άρρηκτη σχέση μεταξύ ανθρώπου και φυσικού περιβάλλοντος στην πορεία της ζωής και της αλήθειας.


Επίλογος

Η φύση και η λεξιπλασία, για τον Καζαντζάκη και τον Ελύτη, είναι δύο έννοιες αλληλένδετες και σε διαρκή διάλογο μεταξύ τους, αφού για να εκφράσουν την πρώτη, «γεννούν» νέες λέξεις. Δεν θα ήταν άτοπο να γραφεί ότι αυτή η σχέση, ανάμεσα στη φύση και τη λεξιπλασία, όπως παρουσιάζεται στην παρούσα ερευνητική εργασία και στα εξεταζόμενα έργα του Καζαντζάκη και του Ελύτη, θυμίζει μαθηματική εξίσωση. Μάλιστα! Μαθηματική εξίσωση! Διότι, έχουν ως δεδομένα διάφορες γλώσσες και το κρητικό ιδίωμα, προσθέτουν προθέματα και καταλήξεις, ενώνουν δύο ή και περισσότερες λέξεις, αφαιρώντας από τον λόγο τους οτιδήποτε περιττό και πολλαπλασιάζοντας την ικανοποίηση και την έκπληξη του εκάστοτε αναγνώστη.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ανδριώτης Νικόλαος Π., «Η γλώσσα του Καζαντζάκη», Νέα Εστία, 1959, τχ. 779, σσ. 90-95.
Angelopoulos Constantin, État, éducation, reconstructeurs d’un passé national grec, Montpellier, Presses Universitaires de la Méditerranée, 2008, 252 σσ.
Βεργετάκη-Πειρασμάκη Αικατερίνη, «Μέθοδος Ανάλυσης Περιεχομένου, εφαρμογή στη μελέτη των αναπαραστάσεων της φύσης στα ανθολόγια του Δημοτικού από το 1975 έως σήμερα: ασυνέχεια», στο Κανταρτζή Ευαγγελία (επιμ.), 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εκπαίδευση και Πολιτισμός στον 21ο αιώνα, Πρακτικά Συνεδρίου, τόμ. Α΄, Αθήνα 2021, σσ. 394-403.
Βουτουρής Παντελής, 2011, «Από την ελληνική γραμμή στον υπερρεαλιστικό νεοκλασικισμό», στο Minucci Paola Maria και Μπιντούδης Χρήστος (επιμ.), Ο Ελύτης στην Ευρώπη. Πρακτικά συνεδρίου (Πανεπιστήμιο Ρώμης «La Sapienza», 16-18 Νοεμβρίου 2006), Ίκαρος 2011, σσ. 332-359.
Γκιμπράν Χαλίλ, Σκέψεις και διαλογισμοί, Ωκεανίδα 2009.
Elles Pipina, Η γυναίκα στα θεατρικά έργα του Νίκου Καζαντζάκη, Department of Language Studies - Modern Greek Faculty of Education, Humanities and Law, Flinders University of South Australia, Δεκέμβριος 2013, 422 σελίδες.
Ελύτης Οδυσσέας, Συν τοις άλλοις, 37 συνεντεύξεις, εκδ. Ύψιλον 2011.
Καζαντζάκης Νίκος, Ο Τελευταίος Πειρασμός, Εκδόσεις Καζαντζάκη, 2012.
Καραντώνης Ανδρέας, Για τον Οδυσσέα Ελύτη, εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμα 1983.
Reverdy Pierre, Le livre de mon Bord 1930-1936, Mercure de France, Παρίσι 1948.
Mirambel André, «Η σημερινή Ελλάδα μέσα στο έργο του Ν. Καζαντζάκη», Νέα Εστία 1959, τχ. 779 στο κείμενο: σσ. 106-113.

ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ

Ακαδημία Αθηνών, Χρηστικό Λεξικό,
https://christikolexiko.academyofathens.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=2&catid=2 , προσπελάστηκε την 2η Ιουνίου 2023 στις 01:11.
Britannica, https://www.britannica.com/animal/falcon-bird , προσπελάστηκε την 2η Ιουνίου 2023 στις 23:42.
Γαλλικό Λεξικό, Le Robert, https://dictionnaire.lerobert.com/definition/ombre , προσπελάστηκε την 3η Ιουνίου 2023 στις 01:02.
Μιμης Δημήτρης, «Νίκος Καζαντζάκης: Πέρα από το Υπαρξιακό και το Θείο», στο Περίπτερον, https://peripteron.eu/nikos-kazantzakis-pera-apo-to-yparxiako-kai-to-theio/ , δημοσιεύτηκε την 9η Νοεμβρίου 2021 και προσπελάστηκε την 3η Ιουνίου 2023.
Τζιόλας Ελευθέριος, https://slpress.gr/politismos/o-seferis-kai-o-elytis-gia-tin-elliniki-glossa/ , προσπελάστηκε την 2η Ιουνίου 2023.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: