Σχέση του Νίκου Καζαντζάκη με τον Ίωνα Δραγούμη


Στόχος της παρούσας εισήγησης είναι να φωτιστεί από διάφορες πλευρές η σημαντική αρχική επίδραση του Δραγούμη στον Καζαντζάκη, δηλαδή το πώς έβλεπε ο δεύτερος τον πρώτο ως ένα πρότυπο ομότεχνού του στοχαστικού πεζογράφου και ασυμβίβαστου πνευματικού ανθρώπου και δημοτικιστή. Δυστυχώς, δεν διαθέτουμε κάποια μαρτυρία του Δραγούμη για το πώς είδε αυτός τον Καζαντζάκη και, ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να δούμε τη σχέση τους αμφίπλευρα. Ωστόσο, με τη χρήση 52 βιβλιογραφικών πηγών, εξετάσαμε και θα παρουσιάσουμε συνοπτικά τα εξής τρία σημεία:
α) τα όσα αναφέρει ο Καζαντζάκης σε διάφορα έργα του για τον Δραγούμη,
            β) τα όσα αναφέρουν οι μελετητές για τη σχέση Καζαντζάκη - Δραγούμη και
                γ) τα όσα βρήκαμε εμείς στην έρευνά μας τόσο για τα χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του Δραγούμη που φαίνεται να επηρέασαν την πεζογραφία του Καζαντζάκη όσο και για τις ιδέες του Δραγούμη που υιοθέτησε ο Καζαντζάκης.


Ο Ίων Δραγούμης



Α) ΟΙ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΣΤΟΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗ


Διαθέτουμε τις ακόλουθες –συνολικά 12– αναφορές του Καζαντζάκη στον Δραγούμη:

Το 1910, στο δοκίμιό του «Για τους νέους μας» ο Καζαντζάκης χαιρετίζει τον Ίωνα Δραγούμη ή Ίδα (ψευδώνυμο από το βουνό Ίδα) ως τον προφήτη που θα οδηγήσει την Ελλάδα σε νέα δόξα με την επιμονή του πως η χώρα πρέπει να ξεπεράσει την υποταγή της στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, «τον προγονολατρικό μαρασμό» της φυλής μας. Το δοκίμιο αυτό γράφτηκε με αφορμή τη Σαμοθράκη του Δραγούμη και εξηγεί την τότε παρόμοια με αυτή του Δραγούμη βιοθεωρία του Καζαντζάκη σχετικά με το γιατί και το πώς πρέπει να αγαπούν οι νέοι την πατρίδα τους. Μάλιστα τον Δραγούμη εδώ τον χαρακτηρίζει «τόσο εκλεκτό ανάμεσα στους εκλεκτούς μας νέους». Σε αυτόν, επίσης, αφιερώνει το 1910 την τραγωδία του «Η θυσία» ή «Πρωτομάστορας» με το ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης (άλλο όνομα του βουνού Ίδα). Τον ίδιο χρόνο ο Καζαντζάκης και ο Δραγούμης έγιναν δύο από τα ιδρυτικά μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου,[1] που υποστήριζε τη χρήση της δημοτικής γλώσσας.[2]
Το 1919, δηλαδή κατά την περίοδο που ο Καζαντζάκης έχει αναλάβει από τον Ελευθέριο Βενιζέλο την αποστολή επαναπατρισμού των Ελλήνων του Καυκάσου, σε γράμμα που στέλνει στον φίλο και συνεργάτη του Γ. Σταυριδάκη (Γράμμα 38, 31-8-1919) δηλώνει ότι ο ίδιος νιώθει πολύ περισσότερη ψυχική συγγένεια με τον Δραγούμη και τον Χρύσανθο (τον μητροπολίτη Τραπεζούντας και θαυμαστή του Δραγούμη) παρά με τον Βενιζέλο.[3] Ίσως τον νιώθει πιο κοντά του, επειδή μπήκε κι αυτός στη δράση όταν ανέλαβε μια εθνική αποστολή, όπως είχε κάνει παλιότερα και ο Δραγούμης με τον Μακεδονικό Αγώνα.
Την 1-8-1926 ο Καζαντζάκης δημοσιεύει στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος το κείμενο: «Ίων Δραγούμης: Η έκτη επέτειος» για τα 6 χρόνια από τον θάνατο του φίλου του. Σε αυτό συζητά μαζί του αποκαλώντας τον Θωμά, παρουσιάζει τον νασιοναλισμό και τον μεσιανισμό του και αναφέρεται στο άδικο τέλος του. Συγκεκριμένα, του γράφει ότι πολλές φορές τον ένιωσε παραστάτη στον κρυφό του αγώνα, ότι έφεγγε σαν άστρο μέσα στη νύχτα της Ελλάδας, ότι δεν συμβιβαζόταν γιατί οι συμβιβασμοί δεν ταίριαζαν στην υψηλή του φύση, ότι προσπαθούσε να σώσει την Ελλάδα και την ψυχή του μαζί, ότι του άρεσε και τον καμάρωνε, ότι έπαιζε τη ζωή σαν επικίνδυνο ηδονικό παιχνίδι σημαδεύοντας μόνο το ακέραιο χρέος, ότι σιχαινόταν τη σίγουρη ζωή, ότι κινητοποιούσε τους νέους, ότι χάθηκε λόγω της μικρότητας των ανθρώπων που δεν ανέχονται τον ανώτερό τους και ότι εξαντλήθηκε πολεμώντας γενναία στη μέση του δρόμου.[4]
Το 1935, κατά την πρώτη επίσκεψή του στην Ιαπωνία, ο Καζαντζάκης παρατηρώντας το δέος των Ιαπώνων για το άγιο βουνό Φουζί της χώρας τους, θυμάται συνειρμικά όσα του είχε πει ο Δραγούμης για τον Υμηττό και, με αφορμή αυτό, μας δίνει έναν σαφή και περιεκτικό χαρακτηρισμό του Δραγούμη: «Μια μέρα που κοίταζα από την κάμαρα του Ίωνα Δραγούμη τον Υμηττό, ο εξαίσιος, όλο αντικρουόμενες δυνάμες και υψηλές ανησυχίες ανθρώπινος τούτος τύπος στράφηκε και μου είπε, σφίγγοντας με πικρία τα χοντρά, φιλήδονα χείλια του: “Αν έβλεπα το βουνό αυτό κάθε μέρα με αγνά μάτια, η ζωή μου θα ‘ταν αλλιώτικη!”».[5]
Το 1936, ο Καζαντζάκης πηγαίνοντας στην Ισπανία, για να καλύψει τον Ισπανικό Εμφύλιο, σε γράμμα που στέλνει προς τον Πρεβελάκη από το Γιβραλτάρ (Γράμμα 236, 12-10-1936) κάνει έναν σύντομο απολογισμό των τριών φάσεων της ζωής του και στην πρώτη φάση της τοποθετεί τον Ίωνα Δραγούμη ως το πρώτο πρότυπό του: «Έως το 1923 περνούσα όλος συγκίνηση και φλόγα το Νασιοναλισμό. Ίσκιος που ένιωθα δίπλα μου, ο Δραγούμης». Όπως όμως σχολιάζει στη συνέχεια, μετά τη δεύτερη φάση του (1923-1933) στην αριστερή παράταξη, με ίσκιο τον Π. Ιστράτι, τώρα πια (1933 και εξής) περνάει το τρίτο στάδιο, την ελευθερία, ανηφορίζοντας με μοναδικό ίσκιο του τον εαυτό του, τη δημιουργική του ψυχή, απαλλαγμένος από χρώματα και ιδέες, αμοιβές και «ηρωικομαρτυρικές» τιμωρίες στρατοπέδων και, έτσι, στην ματωμένη Ισπανία θα έχει την πρώτη εμπειρία της νέας του ελευθερίας.[6] 
Τον Σεπτέμβριο του 1937, ο Καζαντζάκης περιηγείται την Πελοπόννησο και τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος της ενότητας «Ο Μοριάς» του έργου του Ταξιδεύοντας Ιταλία-Αίγυπτος-Σινά-Ιερουσαλήμ-Κύπρος-Ο Μοριάς, αναφέρεται στον Δραγούμη. Στην αρχή, γράφει ότι νιώθει μαζί του έναν πολυαγαπημένο ίσκιο: «Όσες φορές γυρίζω την Ελλάδα, σχεδόν πάντα, λιγνός και σβέλτος ο ίσκιος αυτός απλώνεται δίπλα στον ίσκιο μου στα χώματα και στις πέτρες: ο Ίων Δραγούμης». Προσθέτει ότι ο Δραγούμης μπορούσε περισσότερο από τον καθένα να χαρεί τη στιγμή της έναρξης του ταξιδιού από την Αττική πιο στεγνά και λιγόλογα και με περισσότερο συγκρατημένο πάθος, «γιατί η Αττική είχε βαθύτατη ανταπόκριση με την ύπαρξή του, τη στεγνή, τη γεμάτη γυμνές λαμπερές πέτρες και κρυφές χαριτωμένες πρασινάδες» και τονίζει ότι θυμάται μερικά λόγια του, με μεγάλη χαρά και ταραχή, όπως τη φράση του «σαν ποταμός μεγάλος και ζεστός τρέχει ο ελληνισμός με τους άρχοντές του», η οποία τον βοηθάει, μυστηριωδώς, να δει και να νιώσει την Ελλάδα. Στο τέλος, αφού παρουσιάζει τις σκέψεις του για τα προβλήματα του νεοελληνικού πολιτισμού και τη σχετική συζήτησή του με έναν νέο υπερρεαλιστή ποιητή, επανέρχεται στον Δραγούμη και κλείνει με αυτόν: «Αγαπάτε κι εσείς, όπως κι εγώ, τον Δραγούμη. Ας θυμηθούμε λοιπόν μια φράση του και ας την πούμε τώρα που χωρίζουμε: “Μου αρέσει να νιώθω κι εγώ καμιά φορά πως είμαι ένας από τους πολλούς και περαστικούς άρχοντες του Ελληνισμού και πρέπει να περάσει κι από μένα ο Ελληνισμός, για να προχωρήσει”».[7]
Στο Ταξιδεύοντας Αγγλία (γραμμένο το 1940[8]) ο Καζαντζάκης, κλείνοντας το κεφάλαιο για τον φίλο του και δημοτικιστή Πέτρο Βλαστό, θυμάται πάλι και ξεχωρίζει τον Ίωνα Δραγούμη: «Ο Ίων Δραγούμης κι ο Πέτρος Βλαστός είναι, θαρρώ, οι δυο άνθρωποι που περισσότερο τίμησα κι αγάπησα στη ζωή μου. Σύντροφοι στη μεγάλη ελλαδίτικη μοναξιά, παραστάτες σ’ έναν αγώνα που, περνώντας από την πατρίδα και τη γλώσσα, τις ξεπερνάει και φτάνει σε μια βουβή, πέρα από τα σύνορα οδοιπορία. Μακάρι να μου είναι γραφτό και μετά το θάνατό μου να οδοιπορώ μαζί τους.»[9]
Τον Οκτώβριο του 1940, λίγο πριν την ιταλική εισβολή, ο Καζαντζάκης γράφει ένα ποίημα σε terza rima για τον Δραγούμη με τίτλο: «Χαιρετισμός στον Ίωνα Δραγούμη», στο οποίο του απευθύνεται σε β΄ πρόσωπο, τον εγκωμιάζει και τον επικαλείται ως τον γενναίο Ακρίτα που προστατεύει τα σύνορα του έθνους από τον παρόντα κίνδυνο. Οι χαρακτηρισμοί για τον παλιό του φίλο είναι αξιοπρόσεκτοι: «περήφανη ψυχή παλικαρίσια», «περίσια για Παράδεισο ‘σαι αντάρτης», «στα χοντρά φιληδονά σου χείλη», «λιγνός Ακρίτας».[10]
Το 1942, όταν δημοσιεύεται στη Νέα Εστία η μετάφραση του Καζαντζάκη στον Φάουστ του Γκαίτε, αφιερώνεται στους ίδιους φίλους του, νεκρούς πια και τους δύο: «Χαιρετισμός στους δυο αγαπημένους ίσκιους του Ίωνα Δραγούμη και του Πέτρου Βλαστού».[11]
Το 1957, στο προτελευταίο γράμμα που στέλνει από την Αντίπολη στον Πρεβελάκη προτού φύγει για την Κίνα (Γράμμα 439, 4-5-1957), απαντώντας στο ερώτημα του τελευταίου για τους φίλους του, αναφέρει τον Δραγούμη ως τον 2ο στη σειρά από τους στενούς του φίλους: «Φίλοι: Σταυριδάκης, Δραγούμης, Σικελιανός, Κ. Σφακιανάκης».[12]
Τέλος, το 1960, όταν εκδίδονται μεταθανάτια τα 21 ποιήματα Τερτσίνες, το 19ο κάντο (γραμμένο το 1937) με τίτλο «Μέγας Αλέξανδρος» είναι αφιερωμένο στον Ίωνα Δραγούμη.[13] Αυτό φανερώνει πως θεωρούσε τον Δραγούμη ένα από τα βασικά πρόσωπα που τον ενέπνευσαν στη ζωή του και τον συσχέτιζε με τον Μέγα Αλέξανδρο.

Β) ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΛΕΤΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ – ΔΡΑΓΟΥΜΗ

Συνοψίζουμε τα βασικά μας συμπεράσματα από τη μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας:

Ι) Έχει υποστηριχθεί η διαχρονική επίδραση του ριζοσπαστικού εθνικισμού και δημοτικισμού του Ίωνα Δραγούμη στον Καζαντζάκη σε όλες τις συγγραφικές του περιόδους:

Α΄ Περίοδος (1905-1920): Η φιλική σχέση του Καζαντζάκη με τον Δραγούμη,[14] ο οποίος ήταν τότε το ίνδαλμα της αθηναϊκής κοινωνίας και χρησιμοποιούσε νηφάλια και μετρημένα τους γλωσσικούς κανόνες της δημοτικής, ξεκινάει αυτή την περίοδο και επηρεάζει καθοριστικά τον νεαρό Κρητικό συγγραφέα. Ο Δραγούμης, συνδυάζοντας τον αγώνα υπέρ του δημοτικισμού με ένα είδος εθνικιστικής πολιτικής και μυστικισμού, αναμφισβήτητα, άσκησε αποφασιστική επίδραση πάνω στον Καζαντζάκη. Η πολλαπλή πολιτική και εθνική δράση του την περίοδο 1897-1920, το συγγραφικό έργο που δημοσίευσε μεταξύ 1907-1911 (όταν ο Καζαντζάκης ήταν επιρρεπής στην επίδρασή του), με το οποίο υποστήριζε ως διανοούμενος τη δημοτική γλώσσα και παράδοση ως ευρύτερο τρόπο ζωής με γλωσσικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές προεκτάσεις, η άρνηση της μίμησης «του ξένου τέρατος» που δηλητηρίασε «την πηγή της Ελλάδας», το κέντρισμα των Ελλήνων να ανακαλύψουν ξανά την ελληνικότητά τους, η προτροπή να συμπεριφερόμαστε σαν το ανέφικτο να είναι εφικτό και η σαφής ιδεολογική επίδραση του Νίτσε στον Δραγούμη γοήτευσαν τον νεαρό Καζαντζάκη. Έτσι, συνειδητά θεώρησε τον αντι-καθαρευουσιανισμό του ως ένα εθνικό καθήκον και ο πρώιμος δημοτικισμός του δεν μπορεί να γίνει κατανοητός ανεξάρτητα από την εθνικιστική μυστηριώδη γοητεία που του άσκησε ο Δραγούμης. Επίσης, από το 1909 μέχρι το 1920, έλαβε μέρος σε όλες τις μάχες του δημοτικισμού, υποστηρίζοντας «τη γλωσσική αναγέννηση», όμως απογοητεύτηκε από το γεγονός ότι το επίσημο κράτος τότε εισήγαγε πολύ περιορισμένα τη λαϊκή γλώσσα στα σχολεία. Ειδικά τo 1909, το αναλυτικό μανιφέστο που έγραψε υπέρ της δημοτικής γλώσσας με τον τίτλο «Ιστορία του γλωσσικού ζητήματος», το οποίο δημοσιεύτηκε στον Νουμά,[15] είχε σαφείς επιρροές από τη «Σαμοθράκη» του Δραγούμη και κοινά μοτίβα.

Β΄ Περίοδος (1920-1940): Η απρόσμενη δολοφονία του Δραγούμη το 1920 ήταν μεγάλο χτύπημα για τον Καζαντζάκη και συμβόλιζε τη χρεοκοπία της ελληνικής πολιτικής ζωής και της Μεγάλης Ιδέας. Βλέποντας τους συμπατριώτες του να σκοτώνουν τον Δραγούμη και να απορρίπτουν τον Βενιζέλο μερικούς μήνες αργότερα, ανέπτυξε μια περιφρόνηση για τους «επίσημους» Έλληνες. Πολιτικά αντικατέστησε τον εθνικισμό του Δραγούμη με τον κομμουνιστικό διεθνισμό, όμως δεν ξέχασε τον Δραγούμη, ειδικά όταν ο κομμουνισμός του είχε εξασθενήσει και όταν άρχισε να ψάχνει για μια νέα πίστη. Η ξαφνική δολοφονία του φίλου του έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του συνεχούς δημοτικισμού του από τη μετριοπάθεια στον εξτρεμισμό για 20 χρόνια, διότι ο Καζαντζάκης συγκλονίστηκε, βίωσε μια τεράστια κρίση που τον οδήγησε στην απογοήτευση για κάθε τι το ελληνικό και σε ένα ξέσπασμα επαναστατικού μένους και γλωσσικού δογματισμού και απομονώθηκε. Απογοητεύτηκε επίσης τόσο από την εκ νέου κατάργηση της δημοτικής γλώσσας στα σχολεία μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου τον Νοέμβριο του 1920, όσο και από τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922, με αποτέλεσμα τα επόμενα χρόνια να σκληρύνει τη στάση του στο γλωσσικό ζήτημα και να γίνει πιο ακραίος δημοτικιστής. Έκτοτε ζούσε συχνότερα στο εξωτερικό ως αυτοεξόριστος, με βιοτικές στεναχώριες και, πεισμώνοντας, χρησιμοποίησε στην Οδύσεια μια γλώσσα ξένη με την εποχή του σαν μια «γλωσσική κιβωτό» διάσωσης άγνωστων πανελλήνιων δημοτικών λέξεων, παίζοντας έτσι «ένα χαμένο γλωσσικό στοίχημα».

Γ΄ Περίοδος (1940-1957): Μολονότι ποτέ δεν επέστρεψε στη Μεγάλη Ιδέα και στην παλιά μυστική γοητεία του Δραγούμη, από το 1940 και μετά ο Καζαντζάκης αγκυροβόλησε σε ένα νέο ενδιαφέρον για την πατρίδα του, ωριμάζοντας πλέον συγγραφικά και επικεντρώνοντας τον μετριοπαθή δημοτικισμό του σε περιεχόμενο και ανησυχίες που ήταν πραγματικά ελληνικά. Επομένως, η γλωσσική και λογοτεχνική βελτίωση του Καζαντζάκη στην τελευταία αυτή περίοδο ήταν δυνατή, διότι ο δημοτικισμός του βρήκε ένα νέο περιβάλλον σε έναν καινούργιο και ώριμο εθνισμό - πατριωτισμό, προσηλωμένο σε μια ανανεωμένη αγάπη για την Ελλάδα και τον αγώνα της μετά την Κατοχή και, έτσι, παρήγαγε τα επιτυχημένα μεταπολεμικά του μυθιστορήματα.[16]

ΙΙ) Έχει, επίσης, υποστηριχτεί η σημαντική (για ένα διάστημα) επίδραση του δραγουμικού νασιοναλισμού στην πολιτική σκέψη του Καζαντζάκη και η πολιτική πολυπροσωπία και αντιφατικότητα ως κοινό τους χαρακτηριστικό:

Στα νιάτα του ο Καζαντζάκης επηρεάστηκε από τον εθνικισμό, διαβάζοντας στο Παρίσι το 1908 κείμενα του Γάλλου Μπαρές, του Γερμανού Νίτσε, του Άγγλου Κίπλινγκ και του Ιταλού Καρντούτσι και ονειρευόταν τη Μεγάλη Ελλάδα. Όταν λοιπόν γύρισε στην Ελλάδα το 1909, επηρεάστηκε και από την εθνικιστική ιδεολογία του Ίωνα Δραγούμη, που είχε σαν βάση τη θέληση του έθνους για επικράτηση, εμπνευσμένη από τον Νίτσε και τον Μπαρρές. Ο Καζαντζάκης είδε στο πρόσωπο του Δραγούμη τον δυναμικό, δραστήριο και πολύπλευρο Έλληνα που θα σώσει την καθημαγμένη φυλή και έναν αριστοκράτη που όμως υποστηρίζει τη γλώσσα του λαού. Γύρω στο 1917 όταν ο Καζαντζάκης διέμενε στην Ελβετία, η πολιτική του σκέψη, επηρεασμένη από το αντιδυτικό στοιχείο του δραγουμικού εθνικισμού, εξιδανίκευε την Ανατολή και υποστήριζε την παρακμή του φράγκικου πολιτισμού και την υπεροχή της ελληνικής ράτσας και του ελληνικού πολιτισμού. Ωστόσο, ο Καζαντζάκης την περίοδο 1912-1922, όσο κι αν είχε επηρεαστεί από τον ελληνοκεντρισμό και τον «αριστοκρατικό εθνικισμό» ή «εθνικιστικό αριστοκρατισμό» του Δραγούμη, είχε υποστηρίξει το κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθέριου Βενιζέλου, με τον οποίο κιόλας είχε συνεργαστεί. Άλλωστε και ο Δραγούμης, πριν γίνει αντιβενιζελικός, είχε συνεργαστεί με αυτό το κόμμα και τον αρχηγό του, αλλά τόσο ο Δραγούμης όσο και ο Καζαντζάκης δεν ταυτίζονταν ιδεολογικά και πολιτικά με κανέναν αρχηγό και με κανένα κόμμα, προστάτευαν την πνευματική και πολιτική τους ανεξαρτησία και εξελίσσονταν ιδεολογικά συνεχώς, μένοντας πολιτικά αστράτευτοι και πάντα ανοιχτοί σε νέες ιδέες. Αυτή όμως η πολιτική τους πολυπροσωπία και η ασυμβίβαστη στάση τους μερικές φορές τους έκανε να φαίνονται πολιτικά αντιφατικοί και επέσυρε κατηγορίες από όλες τις πλευρές. Ο Δραγούμης, όπως ομολογούσε το 1918 στο Ημερολόγιό του, ενώ στο παρελθόν, εξαιτίας της αντιπάθειάς του στα ιδεώδη του θεωρητικού σοσιαλισμού, έκλεινε τα μάτια του μπροστά στον πόνο των ανθρώπων και στην κοινωνική αδικία, το 1919, ένα χρόνο πριν τη δολοφονία του, αναρωτιόταν αν είναι εθνικιστής ή σοσιαλιστής και απαντούσε πως ήταν όλα αυτά, αλλά προπαντός άνθρωπος («εθνικός κοινωνισμός»). Και ο Καζαντζάκης ήδη το 1923 υποστήριζε πως είχε περάσει από διάφορες ιδεολογίες και ιδιότητες, αλλά καμιά δεν μπορούσε πια να τον ξεγελάσει. Πάντως, και οι δύο εστίαζαν στον εαυτό τους: ο Δραγούμης ήταν κυρίως «Δραγουμικός» και ο Καζαντζάκης κυρίως «Καζαντζακικός».[17]


ΙΙΙ)
Έχει σημειωθεί ότι ο Καζαντζάκης, παρά τον θαυμασμό του για τον Δραγούμη, δεν ταυτιζόταν μαζί του, αλλά είχε διαφοροποιηθεί ήδη από το 1917:

Ο Καζαντζάκης ήταν θαυμαστής και οπαδός του Δραγούμη, που τότε ήταν ηρωική μορφή και εκρηκτική προσωπικότητα, με φήμη από τη συμμετοχή του στον Μακεδονικό Αγώνα, αλλά ο Δραγούμης ήταν φανατικός και αδιάλλακτος, σε αντίθεση με τον Καζαντζάκη, ο οποίος αναζητούσε τον δικό του δρόμο και ήδη από το 1917 είχε απομακρυνθεί με σκεπτικισμό από την παρέα του Δραγούμη και του Σικελιανού. Στο έργο του Συμπόσιο, ο Καζαντζάκης παρουσιάζει έναν διάλογό του με στενούς του φίλους και ένας από αυτούς (ο Κοσμάς) φαίνεται πως είναι ο Δραγούμης, τον οποίο και εγκωμιάζει και κρίνει. Εικάζεται ότι το έργο γράφτηκε πριν από τον θάνατο του Δραγούμη, αφού ο συγγραφέας τον παρουσιάζει εδώ ζωντανό και ότι η ξαφνική εκτέλεση του Δραγούμη έκανε τον Καζαντζάκη να μην ξαναδουλέψει ποτέ το χειρόγραφο αυτού του έργου, το οποίο βρέθηκε στα κατάλοιπα του πατέρα του.[18]

IV) Έχει προσεχτεί ότι ο Καζαντζάκης των ταξιδιωτικών του έργων μοιάζει κάπως με τον Δραγούμη των ταξιδιωτικών του έργων:

Ο Κλέων Παράσχος το 1928 σε κριτική του για τα ταξιδιωτικά του Καζαντζάκη, αφού επισημαίνει την κατοχή των εκφραστικών του μέσων, τον πλατύτατο πνευματικό του ορίζοντα, την αντιμετώπιση όλων των σύγχρονων ανθρώπινων προβλημάτων σε όλο το βάθος και την έκτασή τους και τη ζωντανή, πλούσια, καλλιεργημένη, ατμοσφαιρική και ιδιαίτερη αισθαντικότητά του, γράφει ότι ο συγγραφέας «είναι ένας λυρικός ταξιδιώτης σαν τον Δραγούμη και σαν τον Μπαρρές», ότι «ανήκει στην ίδια πνευματική οικογένεια που ανήκουν αυτοί οι συγγραφείς» και ότι αυτό τον κάνει τόσο ενδιαφέροντα στους νεότερους.[19] 

Γ) Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΕΡΕΥΝΑ:


Γ1) Η πεζογραφία του Δραγούμη συγκριτικά με την πεζογραφία του Καζαντζάκη:

Το πεζογραφικό έργο του Δραγούμη περιλαμβάνει 6 έργα και δεν θεωρείται καθαρά λογοτεχνικό, όπως το μεγαλύτερο μέρος του τεράστιου και πολύπλευρου έργου του Καζαντζάκη. Είναι περισσότερο φιλοσοφία, κυρίως στοχαστικά δοκίμια και κάποτε και ταξιδιωτική πεζογραφία, στην οποία μάλλον επηρέασε τον Καζαντζάκη στον τρόπο γραφής των ταξιδιωτικών του κειμένων. Με άλλα λόγια, τα πεζογραφήματα του Δραγούμη δεν κατατάσσονται αυστηρά στη λογοτεχνία, αλλά αποτελούν περισσότερο στοχασμό με αφορμή το ταξίδι σε κάποιον τόπο και κατάθεση μιας προσωπικής μαρτυρίας, αυτοανάλυσης, βιοθεωρίας και κοσμοθεωρίας με τη χρήση της λογοτεχνικής και της δοκιμιακής έκφρασης και με εστίαση στον εσωτερικό άνθρωπο.[20] 
Ήδη από το πρώτο του έργο (Το μονοπάτι, γραμμένο το 1902[21]), ο Δραγούμης παρουσιάζει τις ατομικές του σκέψεις ως νέος κατά την αναζήτηση του δρόμου της ζωής του και, με τη χρήση εσωτερικών μονολόγων, γραμμάτων και διαλόγων, αναφέρεται σε θέματα της ωριμότητάς του: υπαρξιακά ερωτήματα, θάνατος, έρωτας, γυναίκα, πατρίδα, πόλεμος, εθνικοί αγώνες, κοινωνία, γλώσσα. Ήδη τότε ξεκινάει να περιγράφει ενορατικά, λυρικά και βαθυστόχαστα όχι μόνο τα τοπία αλλά και τις σκέψεις του για τον πολιτισμό και την ιστορία τους (π.χ. η επίσκεψή του στους Δελφούς) και αυτό και τα επόμενα έργα του ενδέχεται να οδήγησαν στον παρόμοιο τρόπο που ο Καζαντζάκης έγραψε αργότερα τα δικά του ταξιδιωτικά βιβλία, ιδίως το κείμενό του για τον Μοριά.[22] 
Το δεύτερο έργο του (Μαρτύρων και ηρώων αίμα, γραμμένο το 1907[23]) έχει κάποια λογοτεχνικά προτερήματα και είναι σαν αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, αλλά μοιάζει περισσότερο με μια αυτοβιογραφική μαρτυρία και με ένα διπλωματικό χρονικό της εθνικής προσπάθειας που έκανε στον Μακεδονικό Αγώνα ο ίδιος ο Δραγούμης και ο Παύλος Μελάς μέχρι τη θυσία του. Σε ορισμένα σημεία θυμίζει κάπως το κεφάλαιο «Καύκασος» από την Αναφορά στον Γκρέκο του Καζαντζάκη,[24] όπου ο συγγραφέας αναφέρεται αυτοβιογραφικά στην αντίστοιχη εθνική προσπάθεια που ανέλαβε το 1919, για να επαναπατρίσει τους Έλληνες του Καυκάσου.
Το τρίτο έργο (Η Σαμοθράκη: το νησί, γραμμένο το 1909[25]) είναι ένα ταξιδιωτικό χρονικό αλλά και μεγάλο στοχαστικό δοκίμιο για την επίσκεψή του σε αυτό το σκλαβωμένο τότε νησί και περιέχει σκέψεις, συναισθήματα, φυσιολατρία, ερωτισμό, ενδοσκόπηση, καθαρό δημοτικό λόγο και λογοτεχνίζουσα διάθεση. Η ευρύτατη, διεισδυτική και κριτική ματιά του Δραγούμη σε αυτόν τον τόπο, στη φύση του, στην ιστορία του, στα αξιοθέατά του και στον διαχρονικό πολιτισμό που συμβολίζει θυμίζει αρκετά τις καλύτερες σελίδες των ταξιδιωτικών έργων του Καζαντζάκη για ξένες χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιαπωνία και η Κίνα, η Ιταλία και η Αίγυπτος, όπου ο συγγραφέας απογείωσε αυτόν τον γοητευτικό και βαθυστόχαστο τρόπο γραφής.
Το τέταρτο έργο (Όσοι ζωντανοί, γραμμένο το 1911[26]) θεωρείται το μεστότερο λογοτεχνικό του σύγγραμμα, με ώριμη γραφή, στρωτή και απλή δημοτική γλώσσα και είναι η πιο ολοκληρωμένη παρουσίαση της ιδεολογίας, της φιλοσοφίας, των οραματισμών και του προβληματισμού του για τον ελληνισμό και τους Έλληνες της Πόλης, με φόντο την Κωνσταντινούπολη του 1908, την εποχή του Κινήματος των Νεότουρκων. Εδώ συνδυάζεται αρμονικά η ταξιδιωτική λογοτεχνία για έναν σημαντικό και ιστορικό ελληνικό τόπο (π.χ. περιγραφές του Ιππόδρομου, της Αγίας Σοφίας, των ερειπίων των βυζαντινών κάστρων και παλατιών) με τη στοχαστική δοκιμιογραφία για ποικίλα γλωσσικά, κοινωνικά, πολιτικά και εθνικά ζητήματα. Αυτός ο τρόπος γραφής ίσως επηρέασε τον Καζαντζάκη στον αντίστοιχο τρόπο με τον οποίο έγραψε τα ταξιδιωτικά του έργα για τη Ρωσία (Ταξιδεύοντας Ρουσία) και για την Αγγλία (Ταξιδεύοντας Αγγλία), διότι σε αυτά παρουσιάζονται πολύ συστηματικά (και λογοτεχνικά και φιλοσοφικά) οι ποικίλες ανθρωπογεωγραφικές πλευρές της Ρωσίας και της Αγγλίας αντίστοιχα.[27]
Το πέμπτο έργο (Ελληνικός πολιτισμός, γραμμένο το 1913-1914 και πρωτοδημοσιευμένο το 1914 στο περιοδικό «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας[28]) είναι μια συστηματική μελέτη, ένα προσεγμένο και καθαρά δοκιμιακό έργο και περιλαμβάνει 6 κεφάλαια. Στο πρώτο («Το Κράτος») κάνει μια σύντομη ιστορική αναδρομή στην εξωτερική πολιτική του νεοελληνικού κράτους από το 1830-1913. Στο δεύτερο («Το Έθνος») εξηγεί τη σχέση των εννοιών «έθνος», «κράτος» και «πολιτισμός». Στο τρίτο («Πηγή ζωής») προσεγγίζει διαχρονικά την εξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού, συγκρίνει την επιβίωση στον νεοελληνικό πολιτισμό δύο διαφορετικών παραδόσεων του βυζαντινού πολιτισμού (της σχολαστικής λογιότατης παράδοσης και της λαϊκής δημοτικής παράδοσης) και γράφει μια σύντομη ιστορία του γλωσσικού ζητήματος. Στο τέταρτο («Περασμένα και μελλόμενα») εξηγεί τη σημασία του συνδυασμού της παράδοσης και της προόδου και καταδικάζει την προγονοπληξία. Στο πέμπτο («Αριστοκρατία») περιγράφει τα χαρακτηριστικά που πιστεύει ότι πρέπει να έχει μια νέα αριστοκρατία του πνεύματος, σκιαγραφώντας το προφίλ ενός διανοούμενου που μοιάζει με αυτό του Καζαντζάκη και της Γενιάς του ‘30. Στο έκτο («Νεοελληνικός πολιτισμός») τονίζει τη μεγάλη σημασία της λαϊκής γλώσσας ως ψυχής του έθνους και αναλύει με παραδείγματα ποικίλες μορφές του νεοελληνικού πολιτισμού. Με αυτά τα δοκίμια, αποδεικνύεται η σπάνια πολυμέρεια και η εξαιρετική καλλιέργεια του πνεύματος του Δραγούμη, ο οποίος εδώ θυμίζει κορυφαίο δοκιμιογράφο της Γενιάς του ’30 (π.χ. τον Γιώργο Θεοτοκά) και πρέπει να επηρέασε σε κάποιο βαθμό τον Καζαντζάκη στον τρόπο με τον οποίο έγραψε τόσο το τελευταίο κεφάλαιο του ταξιδιωτικού του για τον Μοριά (με τον τίτλο «Τα προβλήματα του Νεοελληνικού Πολιτισμού»)[29] όσο και το κεφάλαιο ΙΖ΄ της Αναφοράς στον Γκρέκο (με τον τίτλο «Προσκύνημα στην Ελλάδα»).[30] 
Το έκτο και τελευταίο έργο του (Σταμάτημα, γραμμένο το 1917[31]) δεν είναι μυθιστόρημα και δεν ασχολείται με πολιτικά θέματα, αλλά αποτελεί μια δοκιμή δημιουργικής πεζογραφίας και ατομικής εξομολόγησης, ένα σχέδιο μικρής νουβέλας που περιλαμβάνει 4 φανταστικές ιστορίες (2 ερωτικές και 2 ατομικές). Τελειώνει με ένα φιλοσοφικό παράρτημα («Η Γνώση μου»), ένα θεωρητικό κείμενο με έννοιες ατομικής ψυχολογίας και φιλοσοφίας σαν βιοθεωρία του ήρωα, που στο τέλος (στην ενότητα «Μοίρα») μοιάζει με απόσπασμα από την Ασκητική του Καζαντζάκη.[32]

Γ2) Οι κοινές ιδέες Δραγούμη και Καζαντζάκη:

Διαβάζοντας τα βιβλία του Δραγούμη, προσπάθησα, επίσης, να ανιχνεύσω τις κοινές ιδέες των δύο συγγραφέων και, με δεδομένη τη σχέση τους και το ότι ο Δραγούμης χρονικά προηγήθηκε, προφανώς, επηρέασε σε αυτές τις ιδέες τον Καζαντζάκη. Σημειώνω συνοπτικά τις ακόλουθες (βαθυστόχαστες και αντισυμβατικές, νομίζω) ιδέες του Δραγούμη που υπάρχουν και στον Καζαντζάκη:

1) Υπάρχει ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων: Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι μέτριοι και οι λίγοι και μετρημένοι αναλαμβάνουν την ευθύνη να θυσιαστούν, φτάνοντας ακόμα και ως τον θάνατο και κάνοντάς τον ζωή και νίκη απέναντι στη μετριότητα του κόσμου. Οι εξαιρετικοί άνθρωποι έχουν φωτιά μέσα τους, δεν αφομοιώνονται με τη μάζα, δεν φοβούνται τον θάνατο, δεν υποτάσσονται σε συστήματα και ζουν με το όραμα της αιωνιότητας.[33] 
2) Η σωτηρία μας προέρχεται από τον αγώνα μας για τη σωτηρία ενός ιδανικού.[34]
3) Τα δυνατά από τα αδύνατα τα ξεχωρίζει μια ψιλή γραμμή και με δυναμική προσπάθεια περνάμε από την ιδέα στην πράξη, τραβώντας εκεί και τους πολλούς.[35]
4) Οι άρχοντες και οι δεσποτάδες που κοιτάζουν το συμφέρον τους ενδιαφέρονται μόνο να πλουτίσουν και να καλοπεράσουν, κολακεύουν τους δυνατούς, για να έχουν την προστασία τους, και αδρανούν και αδιαφορούν για τους φτωχούς ανθρώπους που διώκονται.[36]
5) Το ελληνικό κράτος και η ελληνική κυβέρνηση («οι ελλαδικοί») είναι περιοριστικές και κυρίως αρνητικές έννοιες και δεν αντιπροσωπεύουν ουσιαστικά το ελληνικό έθνος και τον ελληνισμό, που είναι ευρύτερες και θετικές έννοιες.[37]
6) Η ψυχή είναι πιο δυνατή από το σώμα και τότε βαστά και το σώμα.[38]
7) Ο άνθρωπος είναι ον στο σύμπαν σαν τα άλλα, ίσος με τα άστρα, τη θάλασσα και τον αγέρα, μοναχικός σαν κι αυτά, που τίποτα δεν φοβάται και τίποτα δεν βαραίνει επάνω του.[39]
8) Όπως ο άνθρωπος πρέπει να προσπαθεί να ελευθερωθεί μόνος του με κόπο και όχι από τύχη ή ελπίδα να τον ελευθερώσουν άλλοι, έτσι και το έθνος δεν πρέπει να περιμένει την ελευθερία του από άλλους, γιατί θα το σκλαβώσουν κι αυτοί.[40]
9) Οι θεοί και οι θρησκείες μένουν μέχρι να σώσουν τους ανθρώπους και μετά περνούν και χάνονται και από κάθε θρησκείας ρίζες δυνατότερες είναι οι ρίζες της φυλής.[41] 
10) Η χαρά του νικητή κάνει τον άνθρωπο και νιώθει όλη την ένταση της ζωής και νιώθει τι θα πει να είναι θεός-δημιουργός.[42]
11) Οι αρχαιόπληκτοι και στενοκέφαλοι δάσκαλοι του έθνους φορτώνουν σχολαστικά τα παιδιά με μισές γνώσεις, άχρηστες για τη ζωή τους και προσπαθούν μόνο να τους τις μεταγγίσουν και είναι χρεωκοπημένοι.[43]
12) Ο ελληνισμός και ο ελληνικός πολιτισμός, αφότου φανερώθηκε στον κόσμο αυτό, δεν γύρεψε να φτιάξει στενοκέφαλα εθνικά έργα, αλλά δημιούργησε έργα ανθρώπινα και οι Έλληνες πρώτοι κατέβασαν τους θεούς στη γη και τους έκαναν όμοιους με τον εαυτό τους.[44]
13) Ο σύγχρονος ελληνισμός δεν πρέπει να οραματίζεται να επιστρέψει σε κάποιο λαμπρό παρελθόν του (αρχαίο, μακεδονικό ή βυζαντινό), αλλά πρέπει να εξελιχθεί και να είναι δυνατός.[45] 
14) Η δημοτική γλώσσα είναι η φυσική και η αληθινή γλώσσα που κληρονόμησε ο αγράμματος λαός από όλες τις προηγούμενες εποχές, δεν είναι κατάλληλη μόνο για την ποίηση, αλλά και για την πεζογραφία και θα κατακτήσει το σχολείο, την επιστήμη και την πολιτική. Οι δημοτικιστές κοιτάζουν το παρόν και το μέλλον του έθνους, το γλωσσικό είναι και κοινωνικό ζήτημα και ο δημοτικισμός είναι κάτι πολύ πλατύτερο, βαθύτερο και πλουσιότερο από τις πολιτικές ιδεολογίες. Αντιθέτως, η καθαρεύουσα[46] είναι μια τεχνητή και ψεύτικη γλώσσα που την υποστηρίζει μια συντηρητική διανοητική ολιγαρχία (οι γραμματιζούμενοι, «οι δάσκαλοι», η εκκλησία και το κράτος), η οποία μιμείται τους Ευρωπαίους και τα προγονικά μεγαλεία του παρελθόντος. Η υποστήριξη της ζωντανής γλώσσας δεν είναι απάρνηση των προγόνων, αλλά στήριξη στα ζωντανά στοιχεία του έθνους και αναγέννηση του νέου ελληνισμού.[47] 
15) Οι Έλληνες είναι καλοί όταν αγωνίζονται με ξένους, ενώ, όταν αγωνίζονται πώς να φαγωθούν μεταξύ τους, είναι άθλιοι και ελεεινοί, για να τους κλαις.[48]
16) Η ελληνική εκπαίδευση πάσχει από σχολαστική προγονολατρεία, στείρα αρχαιογνωσία και ψευτοκλασικισμό και είναι αναγκαία μια νέα παιδεία με γνώση της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας και φιλολογίας και της ιστορίας, με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου ελληνικού πολιτισμού.[49]
17) Η ελληνική φυλή, μολονότι δεν έμεινε καθαρή από τον αρχαίο κόσμο μέχρι σήμερα και κάποτε ανακατώθηκε και με άλλες φυλές, ωστόσο, διατήρησε το εγώ της, την ελληνική της ψυχή και τη συνείδηση του έθνους και ανανεώθηκε. Επομένως, είναι κωμικοτραγική η φαντασιοπληξία των γραμματισμένων να θέλουν να μας φτιάξουν «με αρχαίο καλούπι» και οι Νεοέλληνες θα έπρεπε να χαίρονται με την ελευθερία να πλάσουν νέα και δικά τους καλούπια.[50]


ΕΠΙΛΟΓΟΣ:


Επομένως, ο Καζαντζάκης θαύμαζε εξαρχής και διαχρονικά τον Δραγούμη σαν ίνδαλμα, είχε εμπνευστεί από αυτόν και επηρεάστηκε αρχικά τόσο στις πολιτικές όσο και στις γλωσσικές του ιδέες. Μολονότι σύντομα απαρνήθηκε την εθνικιστική ιδεολογία, ποτέ του δεν απαρνήθηκε ούτε τον δημοτικισμό ούτε τον Δραγούμη ως φίλο του και ως ένα από τα πνευματικά του πρότυπα, παρά το γεγονός ότι δεν ταυτίστηκαν ποτέ. Ένιωθε στενή πνευματική και ψυχική συγγένεια μαζί του, γιατί ο Δραγούμης αντιπροσώπευε το ιδανικό του Καζαντζάκη, δηλαδή ήταν ένας διανοούμενος της δράσης, ένας γοητευτικός ονειροπόλος, με αυτοπειθαρχία, γνώση και αυτογνωσία, ώστε να ζει έντονα και να προσπαθεί να εφαρμόσει τα όνειρά του στον πραγματικό κόσμο. Συνεπώς, ο Δραγούμης επηρέασε τον Καζαντζάκη περισσότερο ως προσωπικότητα και ως στάση ζωής και λιγότερο ως συγγραφέας και ως τρόπος γραφής (κυρίως στα ταξιδιωτικά του κείμενα), ίσως επειδή ο Δραγούμης συνδύαζε τη σκέψη με την πράξη, κάτι που επιζητούσε συνεχώς και ο Καζαντζάκης, όμως σπάνια ένιωθε ότι το πετύχαινε. Λόγω του πρόωρου και βίαιου θανάτου του στα 42 του χρόνια, ο Δραγούμης μυθοποιήθηκε σε έναν βαθμό και συγκίνησε πιο πολύ τον Καζαντζάκη, ο οποίος πάντα θυμόταν τον (ασυμβίβαστο σαν αυτόν) φίλο του, καθώς ποτέ δεν ξεχνούσε τους νεκρούς φίλους του. Ίσως τόσα χρόνια πια από τον θάνατό τους να συνοδοιπορούν και να χαίρονται που ασχολούμαστε σήμερα με την ενδιαφέρουσα πνευματική τους σχέση.

ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση:
Αλεξίου, Έλλη, 2007, Για να γίνει μεγάλος, Βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη, Όγδοη έκδοση, εκδ. Καστανιώτη.
Αλεξίου, Έλλη & Στεφανάκης, Γιώργος Εμμ., 1977, Για τον Νίκο Καζαντζάκη: Είκοσι χρόνια από το θάνατό του, Κέδρος.
Αλεξίου, Έλλη & Στεφανάκης, Γιώργος, 1983, Νίκος Καζαντζάκης: Γεννήθηκε για τη δόξα, εκδ. Καστανιώτη.
Ανέκδοτες Επιστολές, 1995, Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει … στον Γιάννη Σταυριδάκη, Επιμέλεια-Εισαγωγή-Σχόλια: Ανεμογιάννης, Γιώργος, Έκδοση Ιδρύματος «Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη», Βαρβάροι Ηρακλείου, Χορηγός Εταιρεία Φίλων Ν. Καζαντζάκη, Γενεύη, Εκτός Εμπορίου 10/1995.
Αργυροπούλου, Χριστίνα, 2010, «Ο Καζαντζάκης και η αναζήτηση της ελληνικότητας μέσα από τα ταξιδιωτικά του έργα με έμφαση στο Μοριά: Ταξιδεύοντας Αγγλία, Ισπανία, Ρουσία, Ιαπωνία, Κίνα, Ιταλία, Αίγυπτος, Κύπρος, Σινά, Ο Μοριάς», στο: Φιλολογική, Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2010, έτος 28, τχ. 112, Ελληνοεκδοτική, 59-69.
Γιαλουράκης, Μανόλης, 1978, Ο κριτικός Ν. Καζαντζάκης, εκδ. Δίοδος.
Γουδέλης, Γιάννης, 1987, Ο Καζαντζάκης ξανασταυρώνεται, εκδ. Δίφρος.
Δραγούμης, Ίων, 1925, Το μονοπάτι, Α' έκδοση: Αθήνα 1902, Αλεξάνδρεια: Νέα Ζωή.
Δραγούμης, Ίων, 1991, Σταμάτημα, Η πεζογραφική μας παράδοση, Σειρά Α. 47, Πρώτη Έκδοση: Αθήνα 1927, Σύμβουλος Έκδοσης: Μανόλης Αναγνωστάκης, εκδ. Νεφέλη.
Δραγούμης, Ίων, 1994α, Η Σαμοθράκη: το νησί, Α΄ έκδοση: Αθήνα 1909, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βασ. Ρηγόπουλου.
Δραγούμης, Ίων, 1994β, Όσοι ζωντανοί, Α΄ έκδοση: Αθήνα 1911, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βασ. Ρηγόπουλου.
Δραγούμης, Ίων, 2000, Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες, Ελληνικός Πολιτισμός, Α' έκδοση: Αθήνα 1927, Αθήνα: Ευθύνη, Αναλόγιο στ΄.
Δραγούμης, Ίων, 2018, Μαρτύρων και ηρώων αίμα, Α΄έκδοση: Αθήνα 1907, Δεύτερη Έκδοση: Αθήνα 1914, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Η Παλαιότερη Πεζογραφία μας, 1997, Από τις αρχές της ως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, Τόμος ΙΑ΄: 1900-1914, «Ίων Δραγούμης», 8-77, Αθήνα: Εκδόσεις Σοκόλη.
Θεοτοκάς, Γιώργος, 1991, «Η λογοτεχνική σημασία της μορφής και του έργου του Ίωνος Δραγούμη», στο: Δραγούμης, Ίων (1991): Σταμάτημα, Η πεζογραφική μας παράδοση, Σειρά Α. 47, Πρώτη Έκδοση: Αθήνα 1927, Σύμβουλος Έκδοσης: Μανόλης Αναγνωστάκης, εκδ. Νεφέλη, 173-198.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΕ΄, Νεότερος Ελληνισμός από το 1913 ως το 1941, Εκδοτική Αθηνών.
Καζαντζάκης, Νίκος, 1960, Τερτσίνες, Εκδόσεις Καζαντζάκη.
Καζαντζάκης, Νίκος, 1960β, «Ίων Δραγούμης: Η έκτη επέτειος», εφ. Ελεύθερος Τύπος, 1 Αυγ. 1926, στο περ. Νέα Εστία (1960), τόμ. 68, Ιούλιος-Δεκέμβριος 1960, 978-980.
Καζαντζάκης, Νίκος, 1985, Ασκητική, Salvatores Dei, Ι΄ επανεκτύπωση, Εκδόσεις Καζαντζάκη.
Καζαντζάκης, Νίκος, 2000, Ταξιδεύοντας Αγγλία, Ε΄ επανεκτύπωση, Οκτώβριος 2000, Εκδόσεις Καζαντζάκη.
Καζαντζάκης, Νίκος, 2006, Ταξιδεύοντας Ιαπωνία-Κίνα, Ιούλιος 2006, Εκδόσεις Καζαντζάκη.
Καζαντζάκης, Νίκος, 2007, Αναφορά στον Γκρέκο, ΙΖ΄ επανεκτύπωση, Φεβρουάριος 2007, Εκδόσεις Καζαντζάκη.
Καζαντζάκης, Νίκος, 2009, Ταξιδεύοντας Ισπανία, Νέα επανεκτύπωση, Ιούλιος 2009, Εκδόσεις Καζαντζάκη.
Καζαντζάκης, Νίκος, 2010, Ταξιδεύοντας Ρουσία, επανεκτύπωση, Απρίλιος 2010, Εκδόσεις Καζαντζάκη.
Καζαντζάκης, Νίκος, 2011, Ταξιδεύοντας Ιταλία-Αίγυπτος-Σινά-Ιερουσαλήμ-Κύπρος-Ο Μοριάς, ανατύπωση, Σεπτέμβριος 2011, Εκδόσεις Καζαντζάκη.
Καραβίας, Πάνος, 1979, Οκτώ μορφές: Σολωμός, Καβάφης, Ουράνης, Καρυωτάκης, Δραγούμης – Καζαντζάκης, Παράσχος, Θρύλος, Επίμετρο: 19 Γράμματα του Κ. Ουράνη, Ίκαρος.
Kerényi, Karl, 1959, «Νίκος Καζαντζάκης: συνεχιστής του Νίτσε στην Ελλάδα», στο: Νέα Εστία, τεύχος 779, Νίκος Καζαντζάκης, Χριστούγεννα 1959, 43-59.
Μάζης, Γιάννης Α., 2016, Ίων Δραγούμης: ο ασυμβίβαστος, Πρόλογος: Σωτηρόπουλος, Δημήτρης Π., Μετάφραση: Παππάς, Ανδρέας, Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Μαθιουδάκης, Νίκος, 2016, «Γλωσσολογικές Παρατηρήσεις: Υπόθεση ‘Ισπανία’», στο: Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας Ισπανία, Νέα Αναθεωρημένη Σύγχρονη Έκδοση, Επιστημονική Επιμέλεια: Μαθιουδάκης, Νίκος, Εκδόσεις Καζαντζάκη, 329-351.
Μανδηλαράς, Βασίλειος Γ., 1987, Καζαντζάκης και Γλώσσα, Ανάτυπο Βιβλιοθήκης Φιλοσοφικής Σχολής Αθήνας, ΕΚΠΑ.
Μόσχου, Βίκυ, 2011, «”Κάποια κοντάρια όμορφα και ντελικάτα σπουν”: Κριτικές παραλείψεις μιας προπαρασκευαστικής περιόδου (Ο Καζαντζάκης μεταξύ 1906 και 1910)», στο: Νίκος Καζαντζάκης: Παραμορφώσεις, Παραλείψεις, Μυθοποιήσεις, Επιμέλεια: Σταυροπούλου, Έρη & Αγάθος, Θανάσης, εκδ. Γκοβόστη, 180-196.
Bien, Peter, 2001, Καζαντζάκης: Η Πολιτική του Πνεύματος, Απόδοση στα ελληνικά: Λαμπρινίδου, Ασπασία Δ., Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Bien, Peter, 2007, Καζαντζάκης: Η Πολιτική του Πνεύματος, Τόμος Β΄, Απόδοση στα ελληνικά: Κατσικερός, Αθανάσιος Κ., Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Μπην, Πήτερ, 2007, Οκτώ κεφάλαια για τον Νίκο Καζαντζάκη, Επιμέλεια: Φιλιππίδης, Σ. Ν., Μελέτες για τον Καζαντζάκη 1, Κρήτη: Πανεπιστήμιο Κρήτης & εκδ. Καστανιώτη.
Παναγιωτάκης, Γεώργιος Ι., 2001, Νίκος Καζαντζάκης: Η μορφή και το έργο του, Ηράκλειο Κρήτης.
Νικολουδάκη-Σουρή, Ελπινίκη, 2008, «Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος και η συνεργασία Γαλάτειας και Νίκου Καζαντζάκη στη συγγραφή Αναγνωστικών για το Δημοτικό Σχολείο», στο: Βιβλιοθήκη της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων (2008): Νίκος Καζαντζάκης και Εκπαίδευση, 50 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη, εκδ. Ελληνοεκδοτική, 26-55.
Πλάκας, Δημήτρης, 1988, «Χρονολόγιο Νίκου Καζαντζάκη», στο περ. Διαβάζω», τχ. 190, 27 Απριλίου 1988, 26-33.
Πολιτιστική Ολυμπιάδα, Υπουργείο Πολιτισμού, 2004, Καζαντζάκης 2004, Βιογραφία, Εργογραφία, Κριτικές, Υπεύθυνος Προγράμματος: Καλοκύρης, Δημήτρης· Κείμενα-Φιλολογική Επιμέλεια: Ντουνιά, Χριστίνα, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.
Πούλιος, Απόστολος, 2021, Οι νεόπλαστες σύνθετες λέξεις στα μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη, Διδακτορική Διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα.
Πρεβελάκης, Παντελής, 1958, Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας».
Πρεβελάκης, Παντελής, 1977, «Ο Καζαντζάκης: Βίος και Έργα, Επιμνημόσυνος λόγος για τα εικοσάχρονα από το θάνατό του, Εκφωνήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1977 στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, στο Ηράκλειο της Κρήτης», στο: Θεώρηση του Νίκου Καζαντζάκη είκοσι χρόνια από το θάνατό του, Τρίτη Έκδοση, Τετράδια «Ευθύνης» 3, 9-45.
Πρεβελάκης, Παντελής, 1984, Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, και σαράντα άλλα Αυτόγραφα εκδιδόμενα με Σχόλια, ένα Σχεδίασμα Εσωτερικής Βιογραφίας και τη Χρονογραφία του Βίου του Ν. Καζαντζάκη από τον Π. Πρεβελάκη, Β΄ έκδοση, Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη.
Σταύρου, Μαίρη Π., 2001, Ο Υπαρξιακός Καζαντζάκης: Η μακρά πορεία προς τον ‘Καπετάν Μιχάλη’, εκδ. Δρόμων.
Σταύρου, Πάτροκλος, 2014, «Ο Νικολό Μακιαβέλι και ο Ηγεμόνας», στο: Μακιαβέλι, Νικολό (2014): Ο Ηγεμόνας, Μετάφραση – Διασκευή: Καζαντζάκης, Νίκος, Έθνος, 130 χρόνια,
7-23.
Στεφανάκης, Γεώργιος Εμμ., 2007, Αναφορά στον Καζαντζάκη, Νέα έκδοση συμπληρωμένη, εκδ. Καστανιώτη.
Τζερμιάς, Παύλος Ν., 2010, Ο «πολιτικός» Νίκος Καζαντζάκης, Αυτός ο άγνωστος διάσημος, εκδ. Ι. Σιδέρης.
Φιλιππάκη-Warburton, Ειρήνη, 1978, «Η φωνή της Κρήτης στη γλώσσα του Καζαντζάκη», στο: Σανουδάκης, Αντώνης Κ., Η Νεοκρητική Λογοτεχνική Σχολή, Αθήνα: εκδ. Κνωσός, 7-25.
Φραγκόπουλος, Θ. Δ., 1977, «Ο Καζαντζάκης και το ύψιστο ‘στοίχημα’», στο περ. Νέα Εστία, 102, 1977, τεύχος 1211, Χριστούγεννα 1977, Αφιέρωμα: Νίκος Καζαντζάκης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 44-57.
Φραγκόπουλος, Θ. Δ., 1997, «Το ύψιστο στοίχημα: σκέψεις πάνω στη γλώσσα του Καζαντζάκη», στο περ. Η λέξη, Μάιος-Ιούνιος 1997, τχ 139, Αφιέρωμα στον Νίκο Καζαντζάκη σαράντα χρόνια από το θάνατό του, 303-311.
Φωτέας, Παναγιώτης, 1987, «Πνευματικές παραλληλίες στον Καζαντζάκη και στον Δραγούμη», στο περ. Νέα Εστία, Τόμος ΡΚΕ΄, 1 Ιουλίου-31 Δεκεμβρίου 1987, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1472-1474.


Ξενόγλωσση:

Bien, Peter, 1972, Kazantzakis and the Linguistic Revolution in Greek Literature, Πρίνστον, Νιού Τζέρσι, Princeton University Press
Mandilaras, Basil G., 1972, «Kazantzakis and Language», στο βιβλίο του: Studies in the Greek Language, Printed in Greece, Athens: N. Xenopoulos Press, 109-133.
Xnaraki, Maria, 2012, «Kazantzakis and Kalomiris: Two Greek “Masterbuilders” », στο: Le Regard Crétois, τχ. 39, Δεκ. 2012, 62-70.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: