Μικρές αθόρυβες τραγωδίες

Φωτ. από το περ. «Life» (1940)
Φωτ. από το περ. «Life» (1940)

Μέσα στη δίνη του κορονοϊού, βασανισμένοι από τη νευρική υπερένταση του εγκλεισμού αλλά και την απάθεια μιας συνεχιζόμενης απραξίας, πέσαμε από τα σύννεφα (;) με τις πρόσφατες καταγγελίες για υποθέσεις βιασμών και σεξουαλικής παρενόχλησης. Στις έντονες σκέψεις που μου δημιούργησαν τα πρόσφατα γεγονότα δεν συμπεριλαμβάνω βέβαια τις απροσδόκητες επιθέσεις διεστραμμένων ατόμων σε κάποια σκοτεινή γωνία. Αυτές αποτελούν δυστύχημα, πράξη εχθρική και καταδικάζονται απερίφραστα από όλους. Δεν με απασχολούν εδώ ούτε οι φρικτές περιπτώσεις άσκησης βίας σε παιδιά, ανυπεράσπιστα θύματα ενός τρομακτικού κόσμου. Είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί αλλά εφόσον γίνουν γνωστές, τιμωρούνται από το νόμο. Τι γίνεται όμως με άλλες ιστορίες σαν αυτές που ακούσαμε τις τελευταίες μέρες; Είναι συχνές; Αποδεικνύονται; Γιατί συμβαίνουν; Πόσο πληγώνουν; Μιλάει κανείς γι’ αυτές; Και το σημαντικότερο: τιμωρούνται;

Μιλάω για τις σχέσεις εξουσίας και επιβολής, ένα συνηθισμένο κοινωνικό φαινόμενο. Ο ένας είναι μεγαλύτερος ηλικιακά και ισχυρότερος σωματικά, κοινωνικά, οικονομικά και η δύναμη του, που μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις αρχικά να θέλγει ή να φαίνεται πως την εμπνέει ένα όραμα που θέλει να μοιραστεί, καταλήγει να καταπιέζει το άλλο πρόσωπο.[1] Μιλάω για τον ωμό πόθο, που μπορεί να μεταμφιέζεται σε έντονο φλερτ ή ακόμη και έρωτα, ζητά όμως να ικανοποιηθεί, χωρίς κανόνες συμπεριφοράς, χωρίς την επιθυμία και τη συναίνεση του άλλου, αλλά με τη βία. Έτσι ο ένας γίνεται αφέντης, εκμεταλλευτής, αδικητής και ο άλλος σκλάβος, αδικούμενος και υποταγμένος. Κι αυτό μπορεί να διαρκέσει μια ολόκληρη ζωή ή μια νύχτα μόνο, αλλά οι συνέπειες σε εκείνον που υφίσταται τον βιασμό είναι διαρκείς, έντονες και μπορούν να καταστρέψουν την ψυχή, την προσωπικότητα και εντέλει τη ζωή του.

Η βία που δεν είναι σεξουαλικό παιχνίδι, είναι ένας ψυχικός και σωματικός βιασμός, που στηρίζεται στην σωματική δύναμη του βιαστή ή στην ψυχολογική του πίεση, που αναγκάζει το θύμα να υποταχτεί, γιατί ο άλλος έχει θέση εξουσίας, μπορεί να είναι συγγενής, προϊστάμενος, δάσκαλος, ή να έχει προσφερθεί να λύσει ένα πρόβλημα του άλλου που παρακαλεί. Αλλά με ποιο τίμημα; Ποια τραύματα, που δύσκολα (ίσως ποτέ) επουλώνονται, μένουν σε εκείνον που υφίσταται το βιασμό και ποια ολοένα αυξανόμενη ισχύ αισθάνεται ο ατιμώρητος βιαστής;

Είμαστε αθώοι και αφελείς, καθησυχασμένοι από την αίσθηση ότι οι βιασμοί συμβαίνουν μόνο σε χώρες σε εμπόλεμη κατάσταση, ή σε στρώματα πληθυσμού με χαμηλό μορφωτικό ή οικονομικό επίπεδο ή απλά κρύβουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί, γιατί δεν θέλουμε να το δούμε; Τελικά, μετά από ένα πολύ μεγάλο κίνημα στην Αμερική και την Ευρώπη, το πρόβλημα αποκαλύφτηκε και στη χώρα μας και παίρνει διαστάσεις.

Κι όμως, όπως στις περισσότερες περιπτώσεις «απροσδόκητων» συμβάντων και «ασυνήθιστων» καταστάσεων, αρκεί να είμασταν πιο προσεκτικοί αναγνώστες των βιβλίων μας. Γιατί η λογοτεχνία μιλάει για όλα τα θέματα με θάρρος και δύναμη και το πρόβλημα της ερωτικής επιβολής με τη βία είναι διαχρονικό και παγκόσμιο. Να θυμίσω τη μυθολογία μας, όπου ο παιχνιδιάρης και άπιστος Δίας δεν ζητούσε τη συγκατάθεση των κοριτσιών που επιθυμούσε να κατακτήσει άλλοτε ως ταύρος, άλλοτε ως χρυσή βροχή, ως κύκνος ή ως άντρας; Να θυμίσω την εμβληματική Ανάσταση (1899) του Τολστόι, ανατομία των συνεπειών μιας σύντομης σχέσης εξουσίας και του ανατρεπτικού τέλους; Την Δεσποινίδα Έλζε (1924) του Α. Σνίτσλερ, το σπαρακτικό μονόλογο μιας νεαρής μπροστά σε έναν άσεμνο εκβιασμό, στην προσπάθειά της να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά της; Θα αναφέρω ακόμη και την Ολεάννα (1992) του Ντέιβιντ Μάμετ, όπου ένας καθηγητής και μια φοιτήτριά του εναλλάσσονται στους ρόλους εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου σε μια διφορούμενη σχέση που φαίνεται να προοικονομεί την έλευση της πολιτικής ορθότητας.

Ωστόσο, πέρα από αυτές τις εντυπωσιακές ιστορίες υπάρχουν πολλές άλλες, που κρύβονται στις σελίδες των βιβλίων, όπως κάτω από το χαλί στην πραγματικότητα. Καθημερινές, αθόρυβες, σύντομες σκηνές βίας και πόνου, που γδέρνουν την ψυχή των θυμάτων χωρίς ξεσπάσματα φωνών, καταγγελίες ή ανατροπές. Σβήνουν μέσα στο φόβο και στην απόγνωση, αλλά δεν ξεχνιούνται. Είναι αυτές που στη λογοτεχνία ή στην πραγματικότητα δεν υπογραμμίζουν την τραγικότητα, δεν εντυπωσιάζουν. Η σχεδόν συναινετική πράξη, η απουσία σωματικής βίας, ο εκβιασμός που αιωρείται αλλά δεν εκφράζεται χυδαία. Είναι αυτές για τις οποίες εύκολα οι θεατές και οι αναγνώστες θα συμπεράνουν «Δεν έγινε τίποτα». Αλλά για το θύμα μιας τέτοιας εμπειρίας η ψυχική ανάρρωση μπορεί να μην έρθει ποτέ, καθώς φτάνει να πιστεύει ότι έχει ευθύνη γι’ αυτό που του συνέβη, ενώ για τον θύτη η ατιμωρησία εκλαμβάνεται σχεδόν σαν προτροπή για να επαναλάβει την πράξη του, ακόμη πιο επιθετικός και επίμονος. Είναι αυτοί οι βιασμοί που και τα ίδια τα θύματα δεν τους αξιολογούν απαραίτητα ως πράξεις βίας στο σώμα, την ψυχή και την προσωπικότητά τους, παρά μόνο αφού τους υποστούν και συνειδητοποιήσουν τι συνέβη.

Διάλεξα να σχολιάσω τα κείμενα δύο φαινομενικά ανόμοιων και διαφορετικής εποχής συγγραφέων, ακριβώς γιατί προβάλλουν τη σιωπή που περιβάλλει ένα βιασμό, ο οποίος ενέχει τα χαρακτηριστικά που μόλις ανέφερα. Ακόμη χειρότερα, μας δείχνουν, από την πλευρά τόσο του θύτη όσο και του θύματος, την άρνηση, την απροθυμία και εν τέλει την αδυναμία τους να καταλάβουν το αηδιαστικό βάρος αυτής της πράξης και τις πιθανές της συνέπειες, μεταβάλλοντάς την σε ένα μη σημαντικό, καθημερινό γεγονός. Αν και απομακρυσμένα από την εποχή μας φανερώνουν τη διαχρονικότητα και τη διάρκεια του ζητήματος που ήρθε και πάλι στην επιφάνεια αυτές τις μέρες.

Ο πρώτος συγγραφέας είναι ο Κεφαλονίτης ριζοσπάστης λόγιος Παναγιώτης Πανάς (1832-1896).[2] Πασίγνωστος δημοσιογράφος στην εποχή του αλλά και ελάσσων λογοτέχνης, δημοκρατικών αρχών, συνεχιστής των ιδεών του Ρήγα, αγωνίστηκε με την πένα του για μια καλύτερη κοινωνία, ώσπου αυτοκτόνησε τελικά απογοητευμένος και πάμφτωχος. Μέσα στα θέματα που τον απασχόλησαν δεν έλειψε και το γυναικείο ζήτημα, καθώς σε αρκετά κείμενά του ασχολήθηκε με την υπεράσπιση των εργασιακών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών. Δημοσίευσε μάλιστα σε δική του μετάφραση το μικρό βιβλίο του Medoro Savini Η εταίρα (1862, β΄εκδ. 1876).[3] Σε αυτό μια γυναίκα στο περιθώριο της κοινωνίας υπερασπίζεται τις ομόφυλές της σε ολόκληρη την Ευρώπη, τις οποίες η κοινωνική αδικία (η φτώχεια, η έλλειψη εργασίας, η αδιαφορία των συνανθρώπων τους) εξώθησε σε ένα επάγγελμα, που υποκριτικά καταδικάζεται από την κοινωνία, ενώ παράλληλα αναγνωρίζεται η «αναγκαιότητα» της ύπαρξής του.

Συμπτωματικά, για ένα ποίημα με ανάλογο θέμα που επίσης υπερασπίζεται τις γυναίκες που εκδίδονται για να επιβιώσουν, είναι πολύ γνωστή η νεότερη συγγραφέας που θα συμπληρώσει το παράδειγμά μου. Πρόκειται για το «Αμαρτωλό» της αριστερής πεζογράφου, θεατρικής συγγραφέα και ποιήτριας Γαλάτειας Καζαντζάκη (1881-1962), η οποία πρόβαλλε στα έργα της προοδευτικές απόψεις για τις σχέσεις των δύο φύλων.[4] Στους τελευταίους του στίχους ακούμε και πάλι την απόγνωση της γυναίκας-πόρνης μέσα σε μια διεφθαρμένη, φαρισαϊκή κοινωνία:

Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι
όλη η ζωή μου του χαμού…

Μ’ από την κόλασή μου στο φωνάζω:
εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω.

Το 1876 λοιπόν ο Πανάς σε μια από τις πολιτικές του σάτιρες, παρουσίαζε έναν υπουργό να αυτοθαυμάζεται προβάλλοντας το έργο του:

Βλέπετε τους διαβάτας; Με τον πίλον εις την χείρα
ίστανται και χαιρετώσι της πατρίδος τον σωτήρα.
Ησυχίαν δεν ευρίσκω, Στον περίπατον, στο γεύμα,
με κυκλούσιν επαιτούντες έν ευνοϊκόν μου νεύμα.
Εν μειδίαμά μου φθάνει, και πληρούνται εξ ελπίδων…
Χθες εβάδιζον ηρέμα εις τας στήλας, ─ αίφνης είδον
να με πλησιάσει νέα, ης εφλόγιζε το βλέμμα…
Και μοι λέγει: ─ «Ο πατήρ μου, όστις έχυσε το αίμα
εις Αράχοβαν, Βαλτέτζι, Δολιανά και Κερατσίνι,
θνήσκει νυν επί της ψάθης και χολήν και όξος πίνει,
ενώ χίλιοι κηφήνες τρέφονται εκ του ταμείου,
σπαταλώντες τους ιδρώτας του εργάτου του αθλίου ─ »
Και τα όμματά της ήσαν άφθονος πηγή δακρύων…
«Θάρσει, κόρη μου», τη είπον. «Αύριον στο υπουργείον,
ή καλύτερον στον οίκον με ευρίσκεις την δεκάτην…»
Και … εθώπευσα ηδέως την αφρόλευκόν της πλάτην.
Άνθρωπος και εγώ είμαι, άνθρωπος και συγκινούμαι.
Και των αδελφών μου βλέπων τα παθήματα λυπούμαι.[5]

Στον καιρό του Πανά τα σατιρικά του ποιήματα είχαν μεγάλη επιτυχία, τώρα φυσικά, που μας απωθεί η καθαρεύουσα, μοιάζουν κατάλοιπα μια παλιάς και ξεχασμένης εποχής. Ωστόσο το ζήτημα που θίγει ο ήρωάς του, που αυτοπροδίδεται, καθώς κοκορεύεται για τις δήθεν αγαθοεργίες του, δείχνει να αποτελεί συνηθισμένη πρακτική στον καιρό του. Στο θεματικό μοτίβο του ξεχασμένου από την πολιτεία παλαιού αγωνιστή του Εικοσιένα (που παρουσιάζεται σε αρκετά ποιήματα του 19ου αιώνα), ο ποιητής, θέλοντας να προβάλει τη διαφθορά, την αναλγησία και εντέλει την ανικανότητα των ανθρώπων που κυβερνούν, δείχνει με ποιο αντάλλαγμα πραγματοποιούν τις ευεργεσίες τους. Ο «φιλάνθρωπος» υπουργός δεν βρίσκει τίποτε το μεμπτό στην εκμετάλλευση ενός πάμφτωχου και απελπισμένου κοριτσιού. Από την πλευρά εκείνης έχουμε μόνο τη σιωπή της. Αντίστοιχα στην κοινωνία της εποχής ο δικός του λόγος ως ανδρικός και εξουσιαστικός είχε βάρος και θα ακουγόταν. Εναπόκειται λοιπόν στους αναγνώστες να δουν το δράμα κάτω από τον ελαφρό τόνο των στίχων.

Το επόμενο κείμενο μοιάζει να συνεχίζει την ιστορία του προηγούμενου, μέσα φυσικά στις διαφορετικές συνθήκες, που διαμορφώθηκαν στα πενήντα χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στα δύο μικρά έργα. Η Νίνα, η νέα και ωραία ηρωίδα της Καζαντζάκη στο διήγημά της με τίτλο: «11 π.μ. – 1 μ.μ.» (1928), πηγαίνει στο υπουργείο με θάρρος, ενώ η ηρωίδα στο ποίημα του Πανά, είχε ζητήσει κλαίγοντας βοήθεια από τον υπουργό.[6] Κόρη καλής αλλά ξεπεσμένης οικονομικά οικογένειας θέλει να εργαστεί και ο μόνος που μπορεί να την βοηθήσει είναι ο Διευθυντής, που αναλαμβάνει να μεσολαβήσει στον υπουργό! Η αφήγηση είναι εστιασμένη στην οπτική γωνία και στις σκέψεις της Νίνας, που εκπροσωπεί τα νέα ήθη και την κοινωνική ελευθερία των γυναικών στο μεσοπόλεμο. Οι περιστάσεις όμως δεν της επιτρέπουν να εκφράσει ελεύθερα την υποκειμενικότητά της ούτε να κατανοήσει σε βάθος την πραγματικότητα. Εντελώς αδιάφορη για τις αδικίες και τα δράματα που διαδραματίζονται στο χώρο όπου βρίσκεται, συλλογίζεται την υπόθεσή της, καθώς ο Διευθυντής είναι βέβαιο ότι θα της ζητήσει ανταλλάγματα για τη μεσολάβησή του: «Οι περισσότερες φιλενάδες της που βρίσκουνταν σε θέσεις έτσι διορίστηκαν… Δε γινόταν διαφορετικά…[…] Μπορεί όμως και να μη συνέβαινε τίποτε…Τέλος πάντων… αυτά είναι ζητήματα της στιγμής…Άλλωστε δεν αξίζει τον κόπο…πφ! ό,τι βρέξει ας κατεβάσει…[…]»

Καθώς μάλιστα ο Διευθυντής της αρέσει, γιατί «έχει μια τσακπινιά αντρίκια περίεργη» συνεχίζει τις θετικές σκέψεις της: «Βέβαια, ως τα τώρα δεν είχε καμιά τέτοια περιπέτεια. Αλλά όχι από πρόγραμμα… έτσι δεν έτυχε… δεν έτυχε να βρει κάποιον που να της δώσει αυτό το αίσθημα της τρέλας που μας παρασέρνει σε μια στιγμή… και γίνονται όλα φυσικά… αβίαστα… μέσα σ’ ένα μεθύσι χαράς, σ’ έναν ίλιγγο… και δεν έχουν αύριο… και δεν αφήνουν ίχνη… ούτε μετανιωμό… ούτε θλίψη…» Οι σκέψεις της δείχνουν ότι θεωρεί ότι έχει τον έλεγχο των κινήσεών της, ότι αυτή οδηγεί τα γεγονότα προς το επιθυμητό αποτέλεσμα, ενώ είναι σε σύγχυση και προετοιμάζεται για τα χειρότερα με το να τα ωραιοποιεί.

Οι καιροί έχουν αλλάξει. Η γυναίκα εδώ δεν είναι εξ ορισμού θυματοποιημένη, αντίθετα συνειδητά επιδιώκει μια ερωτική συνεύρεση, που πιστεύει ότι θα της δώσει δουλειά και οικονομική άνεση, ίσως μάλιστα της προσφέρει και μια πολύ ευχάριστη εμπειρία. Βέβαια, οι σύντομες σκηνές που εξελίσσονται στο γραφείο του Διευθυντή, με τους δυστυχισμένους και εξαθλιωμένους άντρες και γυναίκες που προσπαθούν μάταια να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους, υποβάλλουν στον αναγνώστη την ατμόσφαιρα της σκληρότητας, της αδικίας και της ανήθικης συναλλαγής και τον προδιαθέτουν για την άσχημη κατάληξη της ιστορίας. Αλλά η Νίνα, που αισθάνεται κοινωνικά ανώτερη, νέα και δυνατή, ζει την αυταπάτη της. Δεν κατανοεί ότι είναι ενταγμένη σε αυτό το θλιβερό πλήθος, που συνωστίζεται 11π.μ. -1 μ.μ. στο υπουργείο παρακαλώντας ούτε ότι κι αυτή, όπως οι άλλοι, θα εξευτελιστεί προσπαθώντας να λύσει το πρόβλημά της.

Το ραντεβού κλείνεται στο σπίτι του Διευθυντή, όπως και ο υπουργός είχε ζητήσει από την κόρη του αγωνιστή μια ανάλογη συνάντηση. Η Νίνα πηγαίνει φυσικά με τη θέλησή της, μαντεύοντας τι θα επακολουθήσει. Τέτοιου είδους συναντήσεις βέβαια προϋποθέτουν ότι άντρες που προσκαλούν, ζουν μόνοι ή ότι διαθέτουν ιδιαίτερο χώρο για «τρυφερές συνδιαλέξεις». Ωστόσο, όταν επαληθεύονται οι υποψίες της, η εμπειρία της ηρωίδας δεν έχει τίποτε το ωραίο: «Όχι! Όχι! Δεν ερχόταν γι’ αυτό… ό,τι συνέβηκε ήταν κτηνώδες… απάνθρωπο, οδυνηρό… Δεν ήταν το χαρούμενο, το δροσερό, το αυθόρμητο, το τίμιο, ναι το τίμιο, που είχε φανταστεί… Κι η Νίνα θυμάται την έκφραση της τρυφερής συμπόνιας που ζωγραφίστηκε στη μορφή του Διευθυντή όταν, αφού τελείωσαν όλα, της έλεγε: -– Ώστε ήταν αλήθεια; Ήταν η πρώτη φορά! Αυτή όμως η λεπτομέρεια δεν έχει καμιά σημασία… Αλλά και τι πράμα έχει σημασία στο κάτω-κάτω;… Δε βαρυέσαι… »

Η νεαρή Νίνα λοιπόν, αντί να βυθιστεί στη στενοχώρια, προσπαθεί να ξεχάσει αμέσως το δυσάρεστο συμβάν, αφού πέτυχε, όπως νομίζει, το σκοπό της. Στο διήγημα πάντως ο διορισμός, ─το βραβείο αυτού του εξευτελισμού─ δεν φαίνεται σίγουρος. Η Καζαντζάκη με το κείμενό της αυτό έρχεται συνειδητά σε αντίθεση με τη λογοτεχνία για την τιμή και την ηθική της γυναίκας, αναμοχλεύοντας τον προβληματισμό για τον ψυχισμό των νεαρών ηρωίδων μπροστά στον έρωτα. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια ηθικά πορωμένη ψυχή, που βάζει πάνω από κάθε κόστος την επιτυχία; Όλα εξισορροπούνται έτσι; Αυτή είναι η νέα γυναίκα; Μήπως απλώς η Νίνα προσπαθεί να συνέλθει, χωρίς να υπολογίζει τις πιθανές συνέπειες της ιστορίας; Μήπως η συγγραφέας υπογραμμίζει τις αυταπάτες και τα όνειρα που παρασύρουν τις γυναίκες, αντί να τις καθοδηγεί η λογική; Μπορεί ακόμη, για να «ξεσηκώσει» τον αναγνώστη, να βάζει επιδέξια στο νου της ηρωίδας της μια σκέψη που θα λέγαμε «αντρική», ότι δηλαδή η δοσοληψία ήταν ωφέλιμη και για τη γυναίκα. Μια τέτοια σκέψη τότε και τώρα απαλλάσσει τον θύτη από κάποια πιθανή τύψη.

Ωστόσο η λογική λέει ότι ούτε ο διευθυντής θα έπρεπε να ζητήσει αντάλλαγμα για τον διορισμό, ούτε η Νίνα να εξαρτάται σε τέτοιο βαθμό από τη μεσολάβησή του ώστε να νιώσει πως είναι αναγκασμένη να δεχτεί και μάλιστα αφού μετατρέψει την πρότασή του σε μια ρομαντική σχεδόν περιπέτεια. Επιπλέον δεν πρόκειται για ατομική και μεμονωμένη περίπτωση, αλλά για μια κοινή και επαναλαμβανόμενη τακτική αφού κατά τα λεγόμενα της ηρωίδας το ίδιο συνέβη και με τις φίλες της. Δεν έχουν δηλαδή όλες αυτές οι γυναίκες το εσωτερικό οπλοστάσιο που θα τους επέτρεπε να κατανοήσουν και να ονομάσουν αυτό που τους συμβαίνει χωρίς το παραμορφωτικό φίλτρο της ωφέλιμης συναλλαγής.

Το ποίημα του Πανά, στο οποίο η ανώνυμη κόρη θα αισθάνθηκε ως ύψιστη προσβολή την πρόσκληση του υπουργού, και το διήγημα της Καζαντζάκη, όπου η Νίνα έκλεισε το συμβάν με ένα «Δε βαρυέσαι», δεν μας δίνουν τη συνέχεια της ιστορίας. Αν ήταν παραμύθια για μικρά παιδιά, θα λέγαμε ότι «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Αλλά εμάς τέτοιου είδους λογοτεχνικά παραδείγματα, που έρχονται να ταιριάξουν με σύγχρονες πραγματικές ιστορίες, μας καλούν να σκεφτούμε. Αυτή η «ωφέλιμη δοσοληψία» που συνέβαινε και συμβαίνει, είναι απλώς ένα συνηθισμένο γεγονός, όπου ασκείται ελεύθερα το δικαίωμα της επιλογής; Μήπως οι συνθήκες είναι τόσο ασφυκτικές που η αυτοθυματοποίηση φαντάζει μονόδρομος ή μήπως είναι μια ανήθικη επιβολή εξουσίας ενός ατόμου σε ένα άλλο και άρα πρέπει να αντιδράσουμε; Να αντιδράσουμε μέσα από τον χώρο της λογοτεχνίας, ξαναδιαβάζοντας τις ιστορίες για τα πρόσωπα που ακόμα αναζητούν δικαίωση και να δούμε με βλέμμα καθαρό όλες τις ανάλογες υποθέσεις που συμβαίνουν γύρω μας.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: