Terirem από τις τελετές της μνήμης




Από τον τίτλο βρισκόμαστε ήδη σε μια τελετή. Τελετή εγκαινίων και συμβολικής θεμελίωσης, τα θυρανοίξια. Στην τελετή αυτή, που φαίνεται να παίρνει ιερό χαρακτήρα, παρευρισκόμαστε όλοι «φορώντας τα καλά μας». Με αυτή την αποδοχή τελειώνει το βιβλίο, με αυτή την αρχή για την προσδοκώμενη συνέχεια σφραγίζεται το τέλος του. Παρακολουθούμε τον συγγραφέα να επιχειρεί με απανωτά τεριρέμ να φτάσει ως εκεί. Ως το σημείο που πρόκειται να ανοίξει ως άλλος ναός η μνήμη με μια άγνωστη συνέχεια, που την αναμένουμε ενδεχομένως στο επόμενο βιβλίο του. Για την ώρα η τελετή φτάνει ως εκεί όπου απέναντι σε μια πόρτα κλειστή, την πόρτα του πατρικού σπιτιού, η οποία δεν παραβιάζεται, ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται ότι η μόνη πόρτα που μπορεί πλέον να ανοίξει είναι εκείνη της μνήμης. Οι πραγματικές πόρτες παραμένουν κλειστές, όσο και αν οι πραγματικές οδοί ως εκεί υπάρχουν ματαίως ανοιχτές. Η επιστροφή δεν μπορεί να γίνει παρά μέσω της μνήμης. Της μνήμης και των παθών της.

Το βιβλίο του Θέμη Πάνου είναι μια τελετή επιστροφής. Η αφήγηση ξεκινάει από «το δωμάτιο του ξενοδοχείου στον δέκατο τρίτο όροφο», όπου ο αφηγητής ήρθε με σκοπό μας λέει «να βρω την πρώτη φράση, ήρθα, ταξίδεψα για την πρώτη φράση αλλά δεν μπορώ, έκανα αυτό το ταξίδι για να βρω την πρώτη λέξη». Εδώ η αφήγηση είναι στο πρώτο πρόσωπο, γρήγορα θα μεταπέσει στο τρίτο όταν αναφέρεται στις κινήσεις που θα τον βγάλουν από το δωμάτιο και θα μας οδηγήσουν μέχρι την κλειστή πόρτα, και θα επανέρχονται στο πρώτο πρόσωπο είτε κρίνοντας αυτές τις κινήσεις είτε με την υπόμνηση «σκέφτηκε» και «θυμήθηκε», ώστε να εγκατασταθεί ένας διάλογος ανάμεσα σε αυτό το πρώτο και το δεύτερο πρόσωπο, ανάμεσα στον γράφοντα και στον αναγνώστη. Ο στόχος είναι η επίσκεψη αλλά κυρίως η γραφή, η συγγραφή: «εάν βρεθώ στην πόλη που εγκατέλειψα θα έχω όλη τη δύναμη, τη δύναμη και την επιθυμία και την έμπνευση να γράψω». «Ο δρόμος είναι γνωστός αλλά η πρώτη φράση δεν είναι γνωστή», σημειώνει ενώ έχει ήδη ξεκινήσει να κάνει τα πέντε χιλιάδες βήματα από το Ηρώο ως το σπίτι. Το πραγματικό ταξίδι ως εφαλτήριο για το ταξίδι της γραφής, το οποίο ανακινείται όμως και από έναν άλλο όρο. Τον μεγάλο ανταγωνισμό με τον Συγγραφέα ο οποίος έγραψε ήδη το έργο «Αναμνήσεις και Πόλη» που ο δικός μας συγγραφέας θα ήθελε να είχε γράψει εκείνος και εξακολουθεί να ποθεί να γράψει. Αυτά είναι η αρχή του ταξιδιού και τα κίνητρα, από εκεί εκκινεί και το βιβλίο. Για να καταλήξει στον «εναέριο χώρο στο ανάμεσα, στο πουθενά» μέσα στην καμπίνα του αεροπλάνου μετά από την ματαίωση της κλειστής πόρτας, ύστερα από την οποία μόνο να θυρανοίξια της μνήμης μπορούν να παραβιάσουν το χώρο και τον χρόνο. Ο πραγματικός χώρος είναι απρόσιτος, όσο για τον χρόνο αυτός στο πέρασμά του έχει αλλάξει πολλά.

Ακολουθούμε τον συγγραφέα στη διαδρομή του: από την έξοδο από το ξενοδοχείο μέχρι τη στιγμή της κλειστής θύρας. Το σπίτι έχει μείνει εξωτερικά το ίδιο, «ο αριθμός των κτιρίων επάνω στο δρόμο είναι ακριβώς όπως και τότε όταν έφυγα» ενώ «ολόκληρες συνοικίες αλλάζουν για να μείνουν ίδιες, η πόλη αλλάζει διαρκώς για να παραμείνει ίδια κι απαράλλαχτη». «Η οδός Σα με τα σαραντατρία σπίτια και τους τρεις θεούς, διακόσια μέτρα τρεις θεοί, το οκτώ, να το οκτώ το δικό μας σπίτι». «Αυτό είναι το σπίτι, το σπίτι για το οποίο έκανα το ταξίδι», στον αριθμό σαράντα τρία. Η διαδρομή ως εκεί θα δείξει τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί με το πέρασμα του χρόνου, ενώ ο ίδιος «αδύναμος, στεκόταν, σαν παιδί, μικρό παιδί που δεν μπορεί να καταλάβει γιατί η πόρτα του σπιτιού του δεν ανοίγει». Σαν να είναι πάντα ο 13άχρονος που εγκατέλειψε το σπίτι μέσα σε μια νύχτα, της οποίας γνωρίζουμε την ημερομηνία 30 Αυγούστου του 1973, εκείνος που επιστρέφει και ζητάει να του ανοίξουν, μιλώντας τη γλώσσα των Άλλων, εκείνων που κατοικούσαν την πόλη, και εξακολουθούν να την κατοικούν. Και άραγε οι δρόμοι και τα ονόματα που αναφέρονται με την πρώτη συλλαβή αναφέρονται στα ονόματα μέχρι την ηλικία των 13 ετών; Η συνέχεια χάνεται, αποκόπτεται μαζί με την αναχώρηση; Εκεί, τη στιγμή εκείνη, σαν να οριστικοποιείται η έξοδος, ο αποχωρισμός και η εγκατάλειψη, και «το βάρος της εγκατάλειψης». Έξοδος από το σπίτι, από τους εφέστιους θεούς, και παρά τα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει, στην ουσία τώρα στον χρόνο της γραφής και του σύντομου αυτού ταξιδιού εγγράφεται αυτή η οριστική αλλαγή αλλά και το τραύμα του αποχωρισμού που τον διακρίνει από τον Μεγάλο Συγγραφέα, από το αντίπαλο δέος του. Αυτό το τραύμα θα μπορούσε να γίνει η δική του συγγραφική πηγή, το δικό του αλωνάκι της γραφής, «το τραύμα είναι η απάντηση» γράφει.

Αυτό το γνωρίζει ο αφηγητής. Κατά το μέσον της διαδρομής του βιβλίου, και της διαδρομής του προς το σπίτι, κι ενώ πλαγιοκοπεί το σπίτι του Μεγάλου Συγγραφέα δηλώνει «πάντα η επίσκεψη εδώ θα είναι δύσκολη» αφού εξηγεί πιο πέρα «είναι σαν να επισκέπτομαι όχι την πόλη, αλλά το πένθος». Όλη η διαδρομή είναι μια διαδικασία πένθους σαράντα έξη χρόνια μετά, από την αναμνημόνευση στη λήθη, κι από τις απουσίες στις παρουσίες και στα φάσματά τους. Άλλωστε ο επαναληπτικός τρόπος που αναμασά ο αφηγητής τα λόγια του, που ο ίδιος τα ονομάζει «τεριρέμ ατέλειωτο… ερουρέμ αέναο», δεν είναι παρά ένα τραύλισμα, ένα σημειωτόν επάνω σε όσα έμειναν, σε όσα συγκρατήθηκαν από τη μνήμη, αλλά κυρίως σε όσα η μνήμη παραχώρησε στη λήθη. Σε αυτά τα κενά κολλάει επαναληπτικά ο αφηγητής. Αλλά αυτή η αναχάραξη βρίσκεται μέσα στο πένθος, και ο αφηγητής διαθέτει τη διαύγεια να σημειώσει «είναι πολύ δύσκολο να αποχωριστούμε την ευχαρίστηση που μας δίνει αυτή η συντροφιά της οικόσιτης λύπης». Και ο ίδιος κάνει αυτή τη διαδρομή με όλη την ανησυχία αλλά και το κράτημα από αυτή την οικόσιτη λύπη, ακριβώς επειδή μέσα από αυτήν κρατάει και συγκρατεί όλα τα χαμένα. Είναι ένας τρόπος η αναχάραξη της λύπης, και των λόγων, να πιαστούν στο δίχτυ τους όλα όσα γλιστρούν σαν το νερό ανάμεσα από τα κενά κάθε ύφανσης, ανάμεσα από τα κενά ανάμεσα στις λέξεις, μέσα από τις τρύπες που ανοίγει κάθε τι που περνάει στο υφαντό που πλέκει αλλού αραιό κι αλλού πυκνό η μνήμη.

Η μνήμη, αυτή είναι το κεφάλαιο του βιβλίου, αυτό ευθύς εξαρχής μας δηλώνει εμφατικά ο αφηγητής ότι σκοπεύει να ξοδέψει. Η μνήμη, με πεζό ή με κεφαλαίο, άλλοτε «αναξιόπιστη» και «συγχυτική», άλλοτε «αφερέγγυα Μνημοκατασκευή», αλλά «υπαρκτή», «αφού είναι καταχωρισμένη στο αρχείο των ιστοριών της παιδικής ηλικίας, σκέφτηκε, πιστή αναξιοπιστία». Έτσι σε «ένα παλίμψηστο αναμνήσεων, οι χώροι μπερδεύονται, οι χρόνοι μετακινούνται, τα γεγονότα μπαίνουν σε άλλο τόπο και χρόνο, […] γεγονότα ανύπαρκτα προστίθενται, κατασκευάζονται και προστίθενται, η μνήμη κατασκευάζει αναμνήσεις, γεγονότα κατασκευάζει, σκέφτηκε.» Μια απόπειρα κατασκευής γεγονότων είναι και το βιβλίο αυτό; Γιατί στη διαδρομή του αφηγητή ξεμυτίζει ίσα-ίσα «ένα χαρμάνι με ανθρώπινα χνώτα», «χιλιάδες σημειώσεις που έχω κρατήσει γι’ αυτή τη στιγμή της εγκατάλειψης». Γιατί εκτός από σπαράγματα αισθημάτων αλλά και αισθήσεων στη διαδρομή από το ξενοδοχείο στο σπίτι, από τον ξένο οίκο στον οικείο που έχει αποξενωθεί επειδή κάποιοι άλλοι το κατοικούν, αναδύεται ανάγλυφα το φευγιό της οικογένειας «νύχτα κρυφίως», μαζί με λίγες παλιές φωτογραφικές μνήμες που έχουν χλωμιάσει ή αίφνης ανακύπτουν σαν από μιαν άλλη ζωή που έχει μείνει κολλημένη εδώ.

Όλη η διαδρομή του βιβλίου είναι διάστικτη από την αντιδιαστολή με τον μεγάλο Συγγραφέα, αλλά εντέλει από την αντιδιαστολή με όλους τους Μεγάλους της οικογένειας, κυρίως τους άντρες, τον Παππού και τον Πατέρα. Τις επιθυμίες τους, τις εντολές και τις αποφάσεις τους που σφράγισαν τη ζωή του αφηγητή με την απόφαση αυτής της μετεγκατάστασης για να σώσουν τη ζωή, μια ζωή που ο αφηγητής δεν παύει να την βλέπει από τη μία ως «εδώ θα ήθελα να ζω» κι από την άλλη ως «η ζωή μου είναι αλλού, εδώ δεν μπορώ να μείνω, οριστικά να φύγω αυτή τη φορά», και που καταλήγει να πει πως «δεν ξέρω πώς να ζήσω εδώ, ούτε αλλού ξέρω, η ζωή μου αλλού και επί τα αυτά, πάντα εκτός και πάντα επί τα αυτά». Σε αυτό τον τελικό μετεωρισμό καταλήγει το βιβλίο. Μόνο η μνήμη σώζει από αυτόν, «δεν έχει κανένα νόημα να επιμένω στην πραγματικότητα, στη Μνήμη μόνο, όλα είναι στη Μνήμη, μόνο εκεί μπορώ να βρω ό,τι αναζητώ, μόνο στη Μνήμη μπορώ να ελπίζω, όχι στην πραγματική ζωή, όχι στο άνοιγμα της θύρας στην πραγματική ζωή, μόνο στα θυρανοίξια της Μνήμης μπορώ να στηρίζω τις ελπίδες μου για μια απάντηση». Ωστόσο αυτή την απάντηση σχεδιάζει ο αφηγητής με το κείμενό του, και αυτήν μας καλεί να μοιραστούμε. Ένα τραύλισμα, με συγκοπτόμενες αναπνοές, με χάσματα και κενά. Αυτό το κενό που το ανακαλεί τελικά στον εναέριο χώρο ενός μη τόπου, μας καλεί να κατοικήσουμε μαζί του.



Κείμενο ομιλίας από την παρουσίαση του βιβλίου (14/11/2022).

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: