H γλώσσα της μετάφρασης

«Σαπφώ, τα ποιήματα.» Πρόλογος-μετάφραση-σημειώσεις Τασούλα Καραγεωργίου, Κέδρος 2022

«Σαπφώ» του Αυστριακού Καρλ Αγκρίκολα (1839)
«Σαπφώ» του Αυστριακού Καρλ Αγκρίκολα (1839)

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Τασούλα Καραγεωργίου εγκύπτει στο δύσκολο έργο της μετάφρασης αρχαίας ελληνικής ποίησης, αφού έχει δημοσιεύσει και στο παρελθόν μεταφράσεις της Σαπφώς[1] και της Ήριννας,[2] μιας άλλης γνήσιας ποιητικής φωνής από την ύστερη αρχαιότητα. Έχει επίσης κατά καιρούς μεταφράσει ποιήματα από την Παλατινή Ανθολογία και έχει εκδώσει βιβλίο με επιτύμβια επιγράμματα.
Το νέο της βιβλίο εκδόθηκε πρόσφατα με μια πολύ προσεγμένη και καλαίσθητη μορφή από τις εκδόσεις Κέδρος, ενώ το εξώφυλλο κοσμεί μια μεγαλοπρεπής μέσα στην απλότητά της ιερατική μορφή, ένα εντυπωσιακό γλυπτό που αναπαριστά τη Σαπφώ, έργο του γνωστού γλύπτη Θεόδωρου Παπαγιάννη.
Το βιβλίο είναι ένας πραγματικός άθλος, αφού έχει εμπλουτιστεί με τις νέες παπυρικές ανακαλύψεις και περιέχει όλα τα ευρισκόμενα ποιήματα και όλα τα μεταφράσιμα ποιητικά αποσπάσματα της Σαπφώς.
Είναι αλήθεια πως με ό,τι καταπιάστηκε η Καραγεωργίου, το έφερε εις πέρας με μεγάλη επιτυχία. Έτσι και εδώ, η εμπειρία της δεινής φιλολόγου συναντάται με την ευαίσθητη ματιά και την ποιητική ικανότητα της μεταφράστριας ώστε να μας δώσει αξιοζήλευτο έργο.
Πολλοί έχουν ασχοληθεί με μεταφράσεις ποιημάτων της Σαπφώς, αφού η λυρική ποιήτρια δεν παύει να συγκινεί και να θέλγει τους αναγνώστες όλων των εποχών. Και ενώ η μεταφράστρια μεταφέρει στον πρόλογο του βιβλίου της γενικότερους προβληματισμούς για τη δυνατότητα να μεταφραστεί επιτυχώς ένα ποιητικό κείμενο και την αγωνία του μεταφραστή να αποδώσει το διαφεύγον νόημα του ποιήματος, θα δούμε ότι η μεταφραστική της πρόταση δικαιώνει το νέο εγχείρημα, αφού ο ποιητικός λόγος της μεγάλης Λέσβιας ποιήτριας αποδίδεται με γνώση, ευαισθησία, ακρίβεια, αλλά και ζωντάνια. Η γλώσσα είναι καθαρή, εύστοχη και η λυρική ευαισθησία είναι αυτή που ταιριάζει στον σημερινό αναγνώστη, ο οποίος και θα απολαύσει την ανάγνωση.
Ένα από τα πρώτα θέματα που αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία από την Καραγεωργίου ήταν να εντάξει τις μεταφράσεις στο πλαίσιο της προφορικής παράδοσης στο οποίο τοποθετούνται και τα περισσότερα ποιήματα της Σαπφώς. Για να αναδειχτεί αυτή η πτυχή της σαπφικής ποίησης επιλέχτηκε να αναζητηθούν αναλογίες στη νεοελληνική δημοτική ποίηση από την οποία αντλήθηκαν λέξεις, αλλά και τρόποι εκφοράς του λόγου που να εναρμονίζονται με το αρχαίο κείμενο· με αυτόν τον τρόπο ήρθαν στο φως θαυμαστές αναλογίες που βοηθούν τον σημερινό αναγνώστη να μπει στο κλίμα της δημιουργίας της Σαπφώς, στον κόσμο της, στη σκέψη της και στο σύνολο της λεσβιακής κοινωνίας της εποχής. Θα προσθέσουμε όμως ότι η Καραγεωργίου προχωρά παραπέρα από απόψεις διατυπωμένες ήδη από παλαιότερους φιλολόγους, όπως ο Bowra, αφού εφαρμόζει στην πράξη όσα η έρευνά της έχει αποκαλύψει:

«Η νεοελληνική δημοτική ποίηση πάντως αποκαλύπτει συγγένεια βαθύτερη από αυτήν που σχετίζεται με την ύπαρξη ενός κοινού παραδοσιακού μοτίβου, καθώς αφορά κοινές γλωσσικές δομές και παράλληλους εκφραστικούς τρόπους. Το σαπφικό γλύκηα μᾶτερ, οὔτοι δύναμαι κρέκην τον ἴστον είναι σχεδόν ομόλογο με το γνωστό νεοελληνικό δημώδες:

Δεν μπορώ μανούλα μ’, δεν μπορώ, /αχ! Σύρε να φέρεις τον γιατρό, […]»[3]


Οι σημειώσεις της Καραγεωργίου δεν είναι απλώς αναφορές και επεξηγήσεις, αλλά συνιστούν έναν θησαυρό που απαρτίζεται από στίχους δημοτικών τραγουδιών με τα οποία βρίσκει και τεκμηριώνει θαυμαστή αναλογία. Στίχοι από γνωστές αλλά και δυσεύρετες σήμερα συλλογές μάς οδηγούν στην ευχάριστη θέση να διαβάσουμε τη Σαπφώ ενταγμένη στην προφορική παράδοση μέσω της οποίας βλάστησε και ανατράφηκε η δική της πνευματική δημιουργία. Θέματα, μοτίβα, τρόποι του δημοτικού τραγουδιού παρουσιάζονται με την ευρηματική μάτια της μεταφράστριας και οδηγούν σε μια πληρέστερη ανάγνωση των μεταφρασμάτων, αλλά και, το κυριότερο, στην αναγνωστική απόλαυση.

«Είναι αλήθεια ότι οι κοινοί εκφραστικοί τρόποι ανάμεσα στα δημοτικά τραγούδια και στα σαπφικά επιθαλάμια θεμελιώνουν κάποτε μια αξιοπρόσεκτη σχέση, που ξεπερνάει το πλαίσιο αυτού που μια ανθρωπολογική ή λαογραφική μελέτη θα επεσήμαινε απλώς ως κοινό τόπο ή ως σύνηθες ποιητικό μοτίβο και μας επιτρέπουν να μιλήσουμε για έναν στενότερο-σχεδόν οργανικό- γλωσσικό δεσμό και για ύπαρξη συγγένειας ποιητικού ήθους».[4]


Στην πράξη, δηλαδή στη μετάφραση βλέπουμε ότι εφαρμόζονται, όπου βέβαια το ποίημα το επιτρέπει, και χωρίς να προδίδεται το πρωτότυπο, πολλοί από τους τρόπους της δημώδους ποίησης. Παρατηρούμε π.χ. ενισχυμένη την παρουσία του ουσιαστικού και του ρήματος, βασικών στοιχείων του δημώδους λόγου, επιδιώκεται συχνά το τριμερές σχήμα, αλλά και επιλέγονται λέξεις ή φράσεις που ανάγονται σε δημοτικά τραγούδια, όπως π.χ.:

Απ’ όλα τ’ άστρα τ΄ ουρανού
Εσύ ̓σαι τ’ ομορφότερο…
(104Β)
Σαν το κρινάκι του βουνού
(105Β)
Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός
(117)
Μαύρος της νύχτας ύπνος
(151)

Η δημώδης ποίηση διακρίνεται από την λιτότητα, την ακρίβεια, την οικονομία στην έκφραση. Πόση δραστική λιτότητα χαρακτηρίζει το παρακάτω απόσπασμα (168Β) που επαινέθηκε άλλωστε ανά τους αιώνες για τον τόσο λιτό αλλά και έντονα εκφραστικό τρόπο με το οποίο αποδίδει το κοινό ανθρώπινο συναίσθημα της ερωτικής μοναξιάς και μεταφράζεται εδώ με μια εξ ίσου απλή και λιτή μορφή!

η σελήνη βασίλεψε πια
και η Πούλια εχάθη·
μεσονύχτι· η ώρα περνά
κι εγώ πάλι κοιμάμαι μονάχη.

Βασίλεψε η σελήνη
κι η Πούλια έχει χαθεί.
Μεσάνυχτα· γλιστρά ο καιρός
κι εγώ κοιμάμαι μοναχή
.[5]

Αξιοπρόσεκτα μεταφράζεται και το απόσπασμα 31, όπου περιγράφεται η ψυχοπαθολογία του έρωτα και τα συμπτώματα του ερωτικού πάθους· οι στίχοι αυτοί, στους οποίους, σύμφωνα με τον Λέσκυ, ελευθερώνεται ένας άνθρωπος από μιάν αβάσταχτη κατάσταση χάρη στην προβολή της μέσα στο έργο τέχνης και που είχαν ασκήσει ιδιαίτερα δυνατή εντύπωση ήδη από την αρχαιότητα, μεταφέρονται με έναν εύστοχο, ακριβή, καθαρό όσο και σαφή, στακάτο λόγο. Η επιλογή του λεξιλογίου που θυμίζει την απλότητα, αλλά και ρεαλιστική καθαρότητα του προφορικού λόγου με την παράθεση πολλών ρημάτων, οι παύσεις που προκύπτουν από τις συνεχόμενες άνω τελείες και το ρέον ιαμβικό μέτρο καθιστούν τον λόγο δραστικό και μεταφέρουν ακαριαία τα αντίστοιχα αισθήματα:

αχ, πώς σπαράζει τώρα
μέσα στο στήθος μου η καρδιά·
κοιτάζω προς το μέρος σου κλεφτά
κι ευθύς μου κόβεται η μιλιά,
η γλώσσα μου παγώνει·
αρχίζει να με καίει μια φωτιά·
τα μάτια μου δεν βλέπουν
τ’ αυτιά μου δεν ακούνε πια·
το σώμα μου όλο ιδρώνει·
ριγώ και τρέμω σύγκορμη
το χρώμα από το πρόσωπό μου χάνω
και νιώθω πως κοντεύω να πεθάνω.


Η επιλογή της κατάλληλης λέξης είναι το κύριο μέλημα του μεταφραστή, όπως και ενός ποιητή. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που επισημάναμε, πάλι ως προς τη γλώσσα της μετάφρασης είναι η άντληση πολλές φορές λέξεων ή φράσεων από το ποιητικό σύμπαν άλλων Ελλήνων ποιητών προκειμένου να αποδοθούν με επιτυχία οι αρχαίες. Χρησιμοποιώντας η ποιήτρια αυτές τις εύηχες, δοκιμασμένης ποιητικής ευαισθησίας και αποτελεσματικότητας λέξεις και μεταπλάθοντάς τις δημιουργικά, τις ενέταξε δυναμικά στο δικό της γλωσσικό περιβάλλον. Είναι σαν να αντηχεί μια γοητευτική διακειμενική συνομιλία διά μέσου των αιώνων της ελληνικής ποιητικής γραφής με μεγάλους Έλληνες ποιητές, όπως Κάλβο, Παλαμά, Καβάφη, Σικελιανό, Ρίτσο, Σολωμό. Θα σταθούμε στο παράδειγμα του Σολωμού, που είχε διακηρύξει τη συνειδητή μαθητεία του στον λόγο του λαού ως οδηγό του στον αγώνα της ποιητικής έκφρασης. Παραθέτουμε κάποια μεταφραστικά παραδείγματα από λυρικά σπαράγματα της Σαπφώς που πιστεύουμε ότι απηχούν αντίστοιχα του εθνικού μας ποιητή, όταν κι αυτός με αγωνία προσπαθούσε να κατακτήσει την ποιητική τελειότητα:

Ποια να’ναι αυτή η χωριάτισσα; (57)
Ποιά είναι τούτη | που κατεβαίνει ( Διονύσιος Σολωμός, Αγνώριστη)

μικρό κορίτσι
τρυφερό
που μάζευε λουλούδια
(122)

Μικρός προφήτης έριξε σε Κορασιά τα μάτια
[…]
Όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος!
» (Διονύσιος Σολωμός, Εις Φραγκίσκα Φραίζερ, Επίγραμμα)

Με χίλια μύρια χρώματα όλα ανακατεμένα (152)
Που χίλιες γνώσεις έχει (190)
Σε χίλιες βρύσες χύνεται, σε χίλιες γλώσσες κρένει, (Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι πολιορκημένοι)


Και ενώ η ένταξη των μεταφράσεων σε ένα περιβάλλον κοντά στη δημώδη ποίηση τα συνέδεσε με την ουσία των σαπφικών ποιημάτων, ένα άλλο στοιχείο που προσδιορίζει τις μεταφράσεις της Καραγεωργίου και τις κάνει αναγνωρίσιμες είναι η συχνή χρήση αυτούσιου του ποιητικού λόγου της Σαπφώς. Λέξεις, κυρίως επίθετα παραμένουν όπως η αρχαία ποιήτρια τα χρησιμοποίησε μέσα στα σημερινά συγκείμενα, χωρίς να δυσκολεύουν τον σημερινό αναγνώστη. Αντίθετα, προσδίδουν την εκλεπτυσμένη ποιητική αύρα της αρχαίας ποίησης και εμπλουτίζουν τη νεοελληνική γλώσσα. Έτσι, η μεταφραστική γλώσσα αποφεύγει τον νεοελληνικό αναπαραστατικό τρόπο και κερδίζει σε σαφήνεια και οικονομία. Απελευθερωμένη μάλιστα η μεταφράστρια από της δημοτικής τις συμβάσεις και τους περιορισμούς, νομίζουμε ότι καταθέτει εδώ άλλη μια πρόταση σχετικά με την μετάφραση αρχαίας ποίησης. Παράλληλα, η χρήση τους συνεισφέρει στην μετρική ισορροπία του στίχου, ενώ ενδυναμώνει τον ρυθμό και τη μελωδία. Αυτό φαίνεται μάλιστα ότι υπήρξε συνειδητή επιδίωξη της μεταφράστριας και κατά το παρελθόν, αφού και στο Προλογικό Σημείωμα της προηγούμενης μετάφρασης της Σαπφώς (Γαβριηλίδης 2009) μιλούσε για «βασανιστική αλλά άκρως γοητευτική περιπέτεια, για επίπονη δοκιμασία των αντοχών της νεοελληνικής ποιητικής γλώσσας στη σκληρή της αναμέτρηση με τον αρχαϊκό λυρισμό […].[6] Να κάποια παραδείγματα σαπφικών επιθέτων που εμπλουτίζουν τη νεοελληνική μετάφραση:

Ποικιλόθρονη, δολόπλοκε, χαρίεσσα, χρυσοστέφανη, πλήθο(ι)υσα, εκηβόλο, μεγαλώνυμο, λυσιμέλης, ελαφηβολον, αγροτέρα, ερατεινά, καλλίκομες, πολύολβη, και πολλές άλλες.


Πιστεύουμε ότι αυτές οι λέξεις ακούγονται ευχάριστα στα αυτιά του σημερινού αναγνώστη, καθώς όλο και συχνότερα γίνονται στις μέρες μας απόπειρες διείσδυσης τρόπων της καθαρεύουσας στον ατόφιο λόγο και στον παραδεδομένο κανόνα της δημοτικής.
Θα πρέπει να επισημάνουμε επίσης το ζήτημα του μέτρου, αφού τα περισσότερα μεταφράσματα είναι έμμετρα· έτσι ο ρυθμός παραμένει ζωηρός, ενώ ταυτόχρονα πλησιάζει ως προς τη μορφή το πρωτότυπο και δεν απομακρύνεται από την ουσία του κειμένου, όπως θα έπρεπε να είναι και ο πρώτιστος στόχος κάθε μεταφραστικής απόπειρας. Γενικά, η μετάφραση διατηρεί τον στροφικό σχηματισμό του πρωτοτύπου, συνομιλώντας έτσι ευκρινέστερα με το πρωτότυπο κείμενο με σεβασμό πάντα στο αρχαίο ποιητικό ύφος και την ουσία του νοήματος. Να προσθέσουμε τον ρόλο που παίζουν οι παύσεις και τα σημεία στίξης, όπως κόμματα και άνω τελείες που διατηρούν τα νοήματα μέσα στο πλαίσιο του στίχου και της στροφής, ενώ σπανίζουν οι διασκελισμοί. Η αποσπασματικότητα των σαπφικών ευρημάτων έδωσε στην μεταφράστρια τη σχετική ελευθερία να υιοθετήσει αυτήν την μέθοδο.

Ας δούμε από κοντά ένα από τα πιο γνωστά και εμβληματικά ποιήματα της Σαπφώς, την περίφημη Ωδή στην Αφροδίτη. Και στη μετάφραση αυτή μπορούμε να αναγνωρίσουμε την προσπάθεια της μεταφράστριας να είναι κοντά στο στροφικό σύστημα της Σαπφώς ακολουθώντας τον σχηματισμό του πρωτοτύπου. Οι τετράστιχες στροφές ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό τη σαπφική στροφή με τον απότομο και δραστικά ακουστικό τέταρτο στίχο.
Το μέτρο εδώ εναλλάσσεται ανάμεσα σε αναπαιστικό και ιαμβικό αποδίδοντας με επιτυχία την μεταστροφή του λόγου ανάμεσα στην τριτοπρόσωπη αφήγηση και τις αλλεπάλληλες αποστροφές σε δεύτερο ενικό πρόσωπο. Ας προσέξουμε ιδιαίτερα την προτελευταία στροφή όπου αποδίδεται επιτυχώς η σειρά των επαναλήψεων με στακάτο λόγο, πιστό στον τόνο του σαπφικού ποιήματος:

[…]

Γιατί κι αν φεύγει, γρήγορα ξοπίσω σου θα τρέχει,
τα δώρα σου αν δεν δέχεται, δώρα θα σου χαρίσει
κι αν έπαψε να σ’ αγαπά, πάλι θα σ’ αγαπήσει
ακόμα κι αν δεν θέλει.


Η απλότητα του λόγου και η μουσικότητα του στίχου για τα οποία επαινούσαν την Σαπφώ από την αρχαιότητα υπηρετείται σε μεγάλο βαθμό λοιπόν από τις μεταφράσεις, νομίζουμε όμως ότι στο τραγούδι του Τιθωνού τα στοιχεία αυτά μεταφέρονται με άριστο τρόπο:

Εσείς πρέπει, κορίτσια, να χαίρεστε
των εξαίσιων Μουσών τ’ ανθοστόλιστα δώρα
κι ακόμα, τους καθάριους ηδύφωνους ήχους της λύρας
γιατί εμένα το γήρας αφάνισε πια τ’ απαλό μου το δέρμα
και τα μαύρα μαλλιά μου κατάλευκα γίναν·
η ψυχή μου βαραίνει ολοένα,
και τα πόδια μου δεν με βαστούνε,
τα ανάλαφρα κάποτε
που χορεύαν ανέμελα σαν μικρά ελαφάκια· […]


Ένα άλλο παράδειγμα μετάφρασης που αποδεικνύει την φροντίδα της μεταφράστριας να αποδώσει τον ρυθμό του αρχαίου κειμένου είναι το ποίημα 44, όπου περιγράφονται οι γάμοι του Έκτορα και της Ανδρομάχης. Στο ποίημα, λόγω του θέματος, αλλά και στοιχείων δομής έχουν αποδοθεί αναφορές στο έπος και η μετάφραση αποδίδει όλη αυτή τη ζωηρή συνεχόμενη αφήγηση με τη βοήθεια κυρίως αναπαιστικών μέτρων. Αντιγράφουμε ένα απόσπασμα όπου με το σχήμα της επαναφοράς του συμπλεκτικού συνδέσμου, η μετάφραση του αποσπασματικά σωζόμενου σε κάποιους στίχους κειμένου, μεταφέρει όλη τη ζωντάνια, τη μεγαλοπρέπεια, αλλά και κάποια αδιόρατη θλίψη. Να μην ξεχνάμε ότι ο γάμος αυτός δεν ήταν καλότυχος.

Έτσι είπε κι ευθύς ο πατέρας του Έκτορα πετάχτηκε πάνω
και τα νέα απλωθήκαν στην ευρύχορο πόλη
και στους φίλους εφτάσαν
και του Ίλου οι γιοι σε καλλίτροχα ζεύουν αμέσως αμάξια ημιόνους
κι ένα πλήθος επέβαινε γυναικών και παρθένων καλλίσφυρων
και οι κόρες του Πρίαμου χώρια πηγαίναν
και οι άντρες τα άλογα στα άρματα δέναν
και οι νέοι
κι οι ηνίοχοι
[…]
και θεσπέσια ηχώ τον αιθέρα πλημμύριζε
και παντού μες στους δρόμους
[οίνου] κρατήρες και φιάλες.
κι ευωδιές λιβανιού και κασίας και σμύρνας ανάκατα·


Τελικά, μέσα από τις μεταφράσεις πιστεύουμε ότι αναδείχτηκε ο λόγος της Σαπφώς, αναπαραστάθηκε όλη η γοητεία του, τοποθετήθηκε σωστά μέσα στην κοινωνία που τον δημιούργησε και αποδόθηκε στους μεταγενέστερους αναγνώστες ως δώρον εσαεί.

Από την άλλη, φαίνεται να απαντήθηκαν με επιτυχία τα ερωτήματα που η ίδια η μεταφράστρια έθετε και για τον εαυτό της και για τους αναγνώστες του έργου της:

«Σήμερα ετοιμάζοντας μια πληρέστερη μετάφραση του σωζόμενου σαπφικού έργου, στα μετέωρα ερωτήματα θα προσέθετα δύο ακόμα: Θα μπορέσει άραγε η σύγχρονη νεοελληνική ποιητική γλώσσα να δεχθεί στους κόλπους της ατόφιες και αμετάφραστες έξοχες λέξεις, όπως ἀλγεσίδωρος (για τον έρωτα που κερνάει καημούς), ἰόκολπος (με τα μενεξεδένια στήθη), τὸ χάριεν ἄλσος, ὁ ἀνθεμώδης μελίλωτος και τόσες άλλες που ανήκουν στο απειλούμενο είδος των πτεροέντων επών; Θα μπορέσει εν τέλει η νεοελληνική ποίηση να ˝μεταφράσει˝ στην πρωτότυπή της παραγωγή την απλότητα, τη φυσικότητα, τη χάρη και την αισθαντικότητα της σαπφικής ποίησης»;[7]



 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: