Στα θεμέλια, η χειραψία και το γέλιο

Johannes Vermeer: «Ο Αστρονόμος» (λεπτομέρεια), περ. 1668
Johannes Vermeer: «Ο Αστρονόμος» (λεπτομέρεια), περ. 1668



Στο χτίσιμο κάθε έργου υπάρχουν με τη μορφή της θεμελίωσης όχι μόνον υλικές αλλά και ψυχικές υποθέσεις που στήνουν τις βάσεις, εκείνες που θα στηρίξουν το οικοδόμημα, χωρίς ποτέ να ξέρουμε ούτε το μέγεθος ούτε την ευστάθειά του, στον καιρό του και στους επόμενους. Δεν πρόκειται για τη γνωστή εθιμική λειτουργία της θυσίας, που κι αυτή έχει τη σημασία της και κάποτε γίνεται σημαία κάποιων έργων. Ούτε για τη συμβολική θυσία που επαναλαμβάνει με τη μορφή τελετής ό,τι θάβεται και μορφοποιείται στη συνέχεια με το ίδιο το έργο. Όλα αυτά άλλοτε παραμένουν απολύτως σκοτεινά, κι άλλοτε ξεμυτίζουν μέσα στο έργο. Κάποτε και ο ίδιος ο δημιουργός πιέζεται από την ανάγκη να τα ανακαλύψει και να τα ονομάσει σε μια διαδικασία κάθαρσης της ίδιας της δημιουργικής χειρονομίας που γίνεται έργο. Ο Κιουρτσάκης ανήκει στην τελευταία κατηγορία, και διαρκώς ανασκάπτει την ώρα που χτίζει και χρίζει. Μεγάλο μέρος του έργου του αποτελεί αφενός προετοιμασία για την θεμελίωση –αναφέρομαι στη δοκιμιακή του γραφή που αποτελεί την είσοδό του στη λογοτεχνία– και αφετέρου ανασκαφή αυτού που έχει ήδη χτιστεί, χωρίς αυτό να σημαίνει την κατεδάφιση. Τουναντίον τόσο η προετοιμασία, όσο και η εκ των υστέρων ανασκαφή, γίνονται όροι υποστήριξης του κεντρικού οικοδομήματος που δεν είναι άλλο από το Σαν μυθιστόρημα. Υποστυλώσεις σε ένα έργο που δεν χρειάζεται υποστυλώματα. Υποστυλώσεις που λειτουργούν ως ειδικότερες περιηγήσεις στα ενδότερα του έργου και το ανακαινίζουν δείχνοντάς μας μυστικά περάσματα και κρυφές εισόδους.

Εδώ θα πρέπει να συμπληρώσουμε πλάι στα δικά του βιβλία που προηγήθηκαν και ακολούθησαν την οικοδόμηση του «Σαν μυθιστόρημα» και την γαλλική του μετάφραση που λειτουργεί ως συμπλήρωμα στην ελληνική μορφή, ειδικά με τον τίτλο Το Δίκωλον. Σπάνια η μετάφραση ενός έργου συμπληρώνει το πρωτότυπο. Πρόκειται γι’ αυτές τις εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, προϊόν περισσότερο τύχης και συγκυρίας, που όμως οδηγούν σε ένα αποτέλεσμα το οποίο μολονότι περιέχεται στο πρωτότυπο το αναδεικνύει με τρόπο εντελέστερο. Γιατί αυτή η καρναβαλική μορφή «το Δίκωλον» την οποία αντλεί ο Κιουρτσάκης από τον Μπαχτίν, μετά από εκείνη του Καραγκιόζη και συγγενική ως προς αυτήν, δίνει ανάγλυφη υπόσταση στην κεντρική μορφή του έργου, που είναι ο συγγραφέας ο οποίος ως άλλος Αινείας κουβαλάει στην πλάτη τον νεκρό αδελφό του. Έτσι ώστε οι δύο να γίνονται μια μορφή με διπλά οπίσθια τα οποία η λαϊκή και ωμή γλώσσα του καρναβαλιού που βρίσκεται όσο γίνεται εγγύτερα στη ρίζα και στο θεμέλιο της ζωής, της αλήθειας και του σώματος θα ονομάσει με αυτή την μοναδική λέξη ανάγλυφη λέξη, για να δηλωθεί η αναπαράσταση, η φορεία, να ονομαστεί η μορφή. Μια φορεία, η οποία λειτουργεί με όλο το βάρος της, πιέζει τη ζωή και κουβαλάει προσωπικά σε αυτά τα ανθεστήρια το ξόδι αυτού του νεκρού προκειμένου να τον κηδέψει και εντέλει να απαλλαγεί από αυτόν. Το Δίκωλον αποτελεί μια μορφή πενθηφορίας προκειμένου να ολοκληρωθεί το κεραυνοβόλο πένθος, που εδώ φέρει το ακόμα μεγαλύτερο βάρος ότι ο νεκρός αδελφός προέβη ο ίδιος στο διάβημα του τέλους, πήρε στα χέρια του τα ηνία και έφτιαξε τον θάνατό του με τον πλέον ακραίο τρόπο, αυτόν της αυτοκτονίας. Και «το δίκωλον» από τίτλος στην πρώτη ενότητα του βιβλίου της ελληνικής έκδοσης μετακινείται με τόλμη στο εξώφυλλο της γαλλικής, δίνοντας έναν άλλο τόνο.

Αυτή τη δημιουργία της καταστροφής του αδελφού θα ανασκολοπήσει στην κυριολεξία ο Κιουρτσάκης στις σελίδες του και θα δημιουργήσει ζωή, αναδιατάσσοντας λόγια, καταστάσεις και πράξεις ώστε να αποτυπώσει τις δραματικές, τις τραγικές αλλά και τις εύδρομες συνθήκες που τις συνόδευσαν. Αυτές στις οποίες στηρίχτηκε. Κι εκείνες που εκών άκων δηλώνει στον βηματισμό των σελίδων όχι μόνον στο «Σαν μυθιστόρημα», αλλά στους δύο επόμενους τόμους της τριλογίας του. Από το Εμείς οι άλλοι αντλώ δύο «σημαδιακά» για το σύνολο του έργου επεισόδια. Σημειώνει ο Κιουρτσάκης: «Αλήθεια, τώρα μονάχα καταλαβαίνει καθαρά τι ακριβώς γύρευε να κάνει, σαν άρχισε να ερευνά τον Καραγκιόζη. Όλα ξεκίνησαν από την αιφνίδια διαίσθηση που τον κυρίευσε εκείνη τη νύχτα της αποκριάς, όταν εκείνος ο βοσκός ο Τραμουντάνης, τον σταμάτησε στην αγορά της Σκύρου κι άρχισε να τραγουδάει γι’ αυτόν το τραγούδι της Κορέλας, σφίγγοντάς του δυνατά το χέρι: τη διαίσθηση πως η παράδοση δεν είναι κατά βάθος τίποτε άλλο παρά αυτό το άγγιγμα, αυτή η χειρονομία, αυτή η πράξη με την οποία ένας άνθρωπος σου παραδίδει την ψυχή του.» Εδώ ο Άλλος, τον οποίο στο Δίκωλον κουβαλάει στους ώμους, παίρνει τη μορφή εκείνου που του σφίγγει δυνατά το χέρι σε μια χειραψία αναγνώρισης όσων μεταδίδονται και μεταφέρονται από το παρελθόν στο μέλλον, με βάση ακριβώς αυτό το άγγιγμα, αυτή τη χειρονομία. Η χειραψία, κίνηση στην οποία στο πρόσωπο του γέρου, που τραγουδάει το καραναβαλικό άσμα της ζωής, του μεταδίδει ζωή, του μεταφέρει και του παραδίδει όσα είχε κι εκείνος παραλάβει. Του δίνει το χέρι του και του μεταγγίζει την αλήθεια της ζωής και της ζωής του. Σε αυτή την αυθόρμητη χειρονομία η οποία συνοδεύεται από το τραγούδι της Κορέλας συνοψίζεται η μία παράμετρος, το ένα θεμέλιο του έργου. Η παράδοση είναι ζωντανή χειρονομία, έρχεται από το βάθος του χρόνου σε μια ανύποπτη στιγμή και συγκεφαλαιώνει πίσω από τον βοσκό τον Καραγκιόζη, τον Μπαχτίν, τον πατέρα, τον ζωτικό Άλλο που προσφέρει ζωή και συνέχεια.

Στο δεύτερο εξίσου σημαντικό στιγμιότυπο ο Κιουρτσάκης μας δίνει μια άλλη πλευρά της θεμελίωσης του έργου. Γράφει: «‘Λοιπόν, τι λες, θα την ανάψεις επιτέλους αυτή τη σόμπα ή θα σε πετάξω έξω με τις κλωτσιές; Ακαμάτη!’ Ο αντισυνταγματάρχης Γαρδούμπας έχει αγριέψει – τα μάτια του γουρλώνουν καθώς τον παρακολουθούν να τοποθετεί τα ξύλα μες στη σόμπα και να πασχίζει μάταια να τ’ ανάψει (αυτό θα πει να είσαι ‘γραφεύς υπηρεσίας’;). Και είναι τόσο ατζαμής… ‘Προσπαθώ, κύριε υποδιοικητά.’ Προσπαθεί· αλλά τα ξύλα είναι υγρά, το προσάναμμα ελάχιστο, αυτός ανίδεος· για τρίτη φορά η φλόγα έσβησε μες στους καπνούς. Δοκιμάζει πάλι – τι έχει να γίνει αν δεν τα καταφέρει και τούτη τη φορά; Όμως δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει τη σκέψη του, και ο Γαρδούμπας του λύνει την απορία. Σηκώνεται κατακόκκινος από το γραφείο του και χυμάει καταπάνω του –μα τον Θεό, θα τον χτυπήσει!– όχι έχει χυμήξει πάνω στη σόμπα και την κλωτσάει με μανία· τα μάτια του έχουν πεταχτεί από τις κόχες τους, το στόμα του βγάζει αφρούς. Η σόμπα διαλύεται, τα μπουριά πέφτουν δεξιά και αριστερά, το δωμάτιο του αξιωματικού υπηρεσίας γεμίζει αθάλη· το μισό πρόσωπο του αντισυνταγματάρχη Γαρδούμπα έγινε κατάμαυρο. Ουρλιάζει: ‘Έξω!... Έξω!... Να μη σε ξαναδώ μπροστά μου… Αχαΐρευτε!’. Κουτρουβαλάει δυο-δυο τα σκαλοπάτια του Διοικητηρίου τρομαγμένος (κι αν ο Γαρδούμπας του ρίξει καμιά ξεγυρισμένη εικοσάρα;)· μα μόλις φτάνει στην αυλή, λύνεται στα γέλια. Αυτό λοιπόν το υστερικό, γελοίο ανθρωπάκι είναι ο υποδιοικητής του κέντρου;» Βρισκόμαστε στους αντίποδες της συνάντησης με τον βοσκό της Σκύρου. Αλλά εξακολουθούμε να πλαισιωνόμαστε από την παράδοση. Εδώ η εξουσία του συνταγματάρχη αυτογελοιοποιείται. Αυτή είναι η μία πλευρά αυτής της σκηνής, μιας σκηνής στην οποία αναγνωρίζει εύκολα κανείς «σκηνικά» από στρατιωτικές θητείες όπου οι εκπρόσωποι της κάθε λογής εξουσίες παίρνουν πολύ σοβαρά τον εαυτό τους και τη δύναμή τους, οδηγώντας τις σε γελοιογραφικές καρικατούρες. Εδώ η καρναβαλική ευφορία, κι αυτό είναι το πιο σημαντικό, είναι παρούσα επίσης και παίρνει τη μορφή του γέλιου, για την ακρίβεια ο συγγραφέας αφηγητής «λύνεται στα γέλια». Το καρναβάλι της καθημερινής ζωής, όταν μπορεί κανείς ακόμη να γελάει. Είναι κι αυτή μια μορφή κάθαρσης, όπου επέρχεται η λύση ενός κόμπου, που είτε ξεβρακώνει και είτε ελευθερώνει από τα δεσμά. Πρόκειται για την λύση του δράματος με κωμικό τρόπο. Και η ακούσια κι αδέξια σύγκρουση με την εξουσία καταλήγει στο λυτρωτικό γέλιο. Μια σκηνή καρναβαλικής υπονόμευσης της σοβαροφάνειας της εξουσίας και ενός ελάχιστου αρμού της, η οποία επιτρέπει τη διά-λυση.

Το γέλιο αυτό του Κιουρτσάκη άλλοτε αντηχεί σε μερικά σημεία του έργου του κι άλλοτε λανθάνει σαν μειδίαμα και σαν κοροϊδία που μπορεί εντέλει να χλευάσει, να ανατρέψει, να δείξει την πλευρά των πραγμάτων που είναι χωρίς αύριο, χωρίς αξία και καταρρέουν ασκαρδαμυκτί. Η ματαιότητα της ανθρώπινης κατάστασης και η επιθυμία να την υποστηρίξουμε με όλη τη γνώση που έχουμε γι’ αυτήν. Όλη η αγάπη για τα ανθρώπινα πλάσματα καταλήγει σε αυτό το γέλιο. Καταχθόνιο και ουράνιο συνάμα. Το γέλιο, αυτό το δεύτερο θεμέλιο, μαζί με τη χειραψία αποτελούν κατ’ εμέ τους πυλώνες του έργου του Κιουρτσάκη. Και γίνονται αυτά τα δύο σημεία σύνδεσης και αποχωρισμού με τον Άλλον. Η χειραψία συνδέει, με το γέλιο κάτι αποκολλάται και διαχωρίζεται. Αυτά μας παραδίδει, μεταξύ άλλων, ως μια παρακαταθήκη ο συγγραφέας. Αυτά είναι το δικό του συγγραφικό δίκωλον, αυτή η διπλή ανταλλαγή. Άσε το χέρι μου δώσ’ μου το γέλιο σου. Άσε το γέλιο μου δώσ’ μου το χέρι σου.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: