Parker

Parker

Σ’ αυτόν – προφανώς…


Την πρώτη φορά στη ζωή μου που έπεσε στα χέρια μου βιβλίο του Αχιλλέα Κυριακίδη, έπαθα σοκ. Τα διαποτισμένα από ουμανισμό και αλτρουισμό, έμπλεα καντιανής (με ένα left twist, πάντα) ηθικής και ενσυναίσθησης θέματά του, ο ολότελα μοναδικός τρόπος διαχείρισής τους, η αριστουργηματική γραφή του που ισορροπούσε ιδανικά ανάμεσα στην ευφυή και συνάμα σεμνή εκ-μετάλλευση του λόγου και την ιδανική, τόσο-όσο, αφαίρεση· ακόμα και τα κενά ανάμεσα στις σοφά επιλεγμένες λέξεις ή τα υπονοούμενα που ελλόχευαν πίσω απ’ αυτές, η επιλεγμένη γραμματοσειρά, η στοίχιση των αράδων, η υφή και το βάρος του χαρτιού, ο εκδοτικός οίκος, το ίδιο το εξώφυλλο του βιβλίου ήταν δικά μου, μου ανήκαν, μου τα είχε –προφανώς– κλέψει!
Για περισσότερο από μία δεκαετία, ζούσα μονάχα για ν’ αγοράσω, να ρουφήξω και να καταπιώ το επόμενο (πάντα, καλύτερο) βιβλίο του, για να τον δω να καρπώνεται ξεδιάντροπα ό,τι πολυτιμότερο κουβαλούσα εντός μου, διψώντας να το μοιραστώ με τους άλλους…
Από τη μέρα που αναγκάστηκα ν’ αδειάσω το δεύτερο υπνοδωμάτιο του σπιτιού και να το μετατρέψω σ’ ένα άτυπο Μουσείο της Κλεμμένης Επιτυχίας μου, σωρεύοντας οτιδήποτε σχετιζόταν με τη λαθραία άνοδό του στη θέση που δικαιωματικά μου ανήκε (όλες τις εκδόσεις όλων των ανέκδοτων βιβλίων μου που είχε αντιγράψει, αποκόμματα Τύπου από όλες τις συνεντεύξεις που αυτός είχε δώσει αντ’ εμού κ.ο.κ.), δε χρειάστηκαν περισσότεροι από έξι μήνες για να καταστραφεί ολοσχερώς η έως τότε ζωή μου… Αρνούμενη να δεχτεί την πραγματικότητα, θεωρώντας με «τρελό»(!), η γυναίκα μου μ’ έδιωξε απ’ το ίδιο μου το σπίτι, στερώντας μου παράλληλα κάθε δικαίωμα επαφής με τους δύο γιους μας…
Μη έχοντας άλλη επιλογή, μετακόμισα στο δώμα της ταράτσας πάνω από το πατρικό μου σπίτι, μεταφέροντας στα δέκα τετραγωνικά μέτρα του τα λιγοστά μου υπάρχοντα (ρούχα, παπούτσια, είδη προσωπικής υγιεινής κ.λπ.) μαζί με όλο το Μουσείο της Κλεμμένης Επιτυχίας μου, η μελέτη του οποίου ακυρώθηκε αναπόφευκτα από το μέγεθος του νέου χώρου…
Φυσικά, ζώντας μόνος με την τρέλα που αυτός ο άθλιος είχε ανερυθρίαστα εγκαταστήσει στον κουρασμένο μου εγκέφαλο, δίχως καμία απολύτως συντροφιά, κανέναν τρόπο εξεύρεσης πόρων ακόμα και για τα πιο βασικά, φτωχός και πεινασμένος, κατάντησα ένα ανθρώπινο σκουπίδι, ένας παρίας, ένας νεο-κλοσάρ του Παγκρατίου, ένα αξιοθρήνητο ανθρωπάριο που η βρομερή του παρουσία ενοχλούσε τους βιβλιόφιλους στις παρουσιάσεις των βιβλίων «του», των βιβλίων του «Μαιτρ», όπως όλοι πλέον τον αποκαλούσαν…
Μη έχοντας στον ήλιο μοίρα, έφτασα στο σημείο να τον παρακολουθώ ολημερίς, επιβιώνοντας αποκλειστικά και μόνο από τα ψίχουλα που αυτός ο ίδιος άφηνε στο πιατάκι του μπιστρό, σουφρώνοντας τα ψιλά του πουρμπουάρ, στραγγίζοντας τις τελευταίες σταγόνες από το μπουκαλάκι νερού που μόλις είχε πετάξει στον κάδο των απορριμμάτων, καπνίζοντας απελπισμένα τις γόπες από τ’ αποτσίγαρά του.
Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο: Η ζωή του απέναντι στη δική μου Ζωή. Έπρεπε να τελειώνω μαζί του πριν με τελειώσει αυτός.
Όταν, μια μουντή, βροχερή μέρα, περπατώντας στα γλιστερά πεζοδρόμια της γειτονιάς μου, είδα την πρόσκληση για την παρουσίαση του τελευταίου πονήματός του στην τζαμόπορτα ενός βιβλιοπωλείου, ] ήξερα ότι είχε πια ωριμάσει ο καιρός… Θα ’βαζα τέλος σ’ αυτή τη θλιβερή κωμωδία…
Τα μόνα αντικείμενα που μου ’χαν απομείνει στο μικρό λερό δώμα όπου είχα στριμώξει την αποτυχημένη μου ζωή, τα μόνα αντικείμενα που είχαν κάποια –έστω και ελάχιστη– ανταλλακτική αξία ήταν τα πολυαγαπημένα μου βινύλια…
Ξεπουλώντας όσο όσο όλους τους εμβληματικούς δίσκους της Hungaroton και της Blue Note που είχα στην κατοχή μου, αγόρασα ένα σετ ντυσίματος (από πάνω προς τα κάτω: πουκάμισο, ζώνη, παντελόνι, κάλτσες και παπούτσια) και, με τα λίγα λεφτά που μου ’χαν μείνει, έκλεισα δωμάτιο για μία νύχτα σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο, κάτι που μου επέτρεψε να κάνω ένα καλό μπάνιο, να πάρω έναν καλό ύπνο και να ρίξω ένα τέλειο ξύρισμα…
Την επομένη, μία ώρα σχεδόν πριν από την έναρξη της βιβλιοπαρουσίασης, εμφανίστηκα πρώτος πρώτος, φρέσκος και μυρωδάτος στο βιβλιοπωλείο, αγόρασα το τελευταίο μου βιβλίο, πλήρωσα χαμογελώντας σεμνά κι ευγενικά, και κάθισα ήσυχα ήσυχα σε μιαν άκρη. Η μισή ώρα που χρειάστηκε να περάσει για να έρθει επιτέλους αυτός, αλλά και να μαζευτούν τα –ουκ ολίγα– θύματά του, πέρασε σαν όνειρο· ένα όνειρο φλου αρτιστίκ, που θα μετατρεπόταν σ’ έναν νέτο, διαυγέστατο εφιάλτη για τον κλέφτη.
Ολοκληρώνοντας ένα απόλυτα λείο και ομαλό πανοραμίκ, και υπολογίζοντας αστραπιαία όλες τις πιθανότητες αλλαγής της συσχέτισης των αποστάσεων, των όγκων και των ισορροπιών με τρόπο που μονάχα ένας μαιτρ της τέχνης του μπιλιάρδου μπορεί, πλησίασα ανεπαισθήτως τον υπεύθυνο της τραγωδίας μου χαμογελώντας μεταξωτά: «Θα είχατε την ευγενή καλοσύνη να μου κάνετε την τιμή να μου υπογράψετε το βιβλίο σας;» τον ρώτησα με μιαν άρτια προβαρισμένη ψευτοταπεινότητα, παρασέρνοντάς τον στο βάθος του κατάμεστου βιβλιοπωλείου, κι από κει, στον κήπο του ακάλυπτου.
Καθώς βαδίζαμε αργά, ονειρικά, σαν σε κινηματογραφικό σλόου μόσιον, ανάμεσα στα ράφια και τους πάγκους με τα χιλιάδες βιβλία, μπρος αυτός και πίσω του εγώ, με «είδα» να μπήγω (χωρίς καμία αιδώ, με μια τεχνική μαεστρία που θα ζήλευε ο πιο έμπειρος παθολογοανατόμος ή ιδιοκτήτης επώνυμης και πολυσυζητημένης boucherie των Παρισίων) τον παλαιό μου στυλογράφο Parker™ ανάμεσα στα δύο πλευρά που στέκονται σαν γρίλιες πατζουριού μπροστά από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα της καρδιάς.
Με το σλόου μόσιον της συμπυκνωμένης ονειροπόλησης να μετατρέπεται σταδιακά σ΄ ένα ξέφρενο αξελερέ, εν μέσω πανικού και ουρλιαχτών, και με το φαρμάκι να ’χει αρχίσει ήδη να επιδρά στον ταλαιπωρημένο μου οργανισμό, θα είχα την επίγνωση, την ύστατη αυτή ώρα της θυσίας, ότι δεν θα ζούσα τον επερχόμενο θρίαμβο του τελευταίου μου βιβλίου που θα έμενε στην Ιστορία ως το καλύτερο βιβλίο που αυτός θα ’χε γράψει ποτέ, και, πριν καλά καλά ηχήσουν οι σειρήνες του ασθενοφόρου και των περιπολικών, θα προλάβαινα να δεθώ στον κορμό του μεγάλου δέντρου στο κέντρο του κήπου, καταφέρνοντας σε χρόνο ρεκόρ έναν καθ’ όλα άρτιο Blake’s hitch.
Είχαμε φτάσει, λοιπόν, στον όμορφο κήπο. Προλαβαίνοντας την κίνηση του «Μαιτρ» να βγάλει το στυλό απ’ το τσεπάκι του καλοκαιρινού πουκάμισου που φορούσε, έτεινα χαμογελώντας με νόημα τον αγαπημένο μου Parker. «Αν δεν σας κάνει κόπο, θα προτιμούσα να χρησιμοποιήσετε το στυλό με το οποίο έχω γράψει όλα σας τα βιβλία…» του είπα χαμηλόφωνα. «Δεν σας κατάλαβα», μουρμούρισε, φανερά μπερδεμένος. «Σε τι όνομα να σας κάνω την αφιέρωση;» Τον κοίταξα βαθιά στα μάτια πριν του απαντήσω: «Αχιλλέας Κυριακίδης».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: