«Μίνιμαλ»

«Μίνιμαλ»

 



«Πάω για κα­φέ με τον Αντώ­νη», φώ­να­ξε στη γυ­ναί­κα του που μα­γεί­ρευε στην κου­ζί­να. Τρά­βη­ξε μα­λα­κά την πόρ­τα πί­σω του χω­ρίς να πε­ρι­μέ­νει απά­ντη­σή της. Αν κα­θυ­στε­ρού­σε, θα έχα­νε το φως του σού­ρου­που κι αυ­τά τα μο­να­δι­κά χρώ­μα­τα στο φά­σμα του με­νε­ξέ που εί­χε πά­ρει ο ου­ρα­νός μό­λις κό­πα­σε ο δια­ο­λε­μέ­νος αέ­ρας – τρεις μέ­ρες τώ­ρα, σφυ­ρο­κο­πού­σε το πε­δι­νό τα­ψί όπου ήταν πλα­για­σμέ­νη η πό­λη του.
Στο πο­τά­μι. Στο πο­τά­μι θα πή­γαι­νε σή­με­ρα. Η εμ­μο­νή του για την τέ­λεια λή­ψη εκεί τον έσερ­νε σή­με­ρα. Ο αέ­ρας θα εί­χε σβή­σει την υγρα­σία που ξερ­νού­σε το φι­δί­σιο κορ­μί του αρ­χαί­ου πο­τα­μού. Η υγρα­σία κα­πά­κω­νε τα πέ­ριξ χω­ρά­φια με δια­θλα­στι­κό τού­λι, ναι, ναι, εί­χε βγά­λει και κα­τα­πλη­κτι­κές φω­το­γρα­φί­ες σαν μέ­σα από υδά­τι­νο πέ­πλο –δέ­ντρα, σμή­νη που­λιών, ημι­τε­λή στά­χι­να δε­μά­τια δια­φυ­γό­ντα της θε­ρι­νής απο­κο­μι­δής, όλα θέ­α­τρο σκιών, ναι, ναι, πο­λύ πε­ρή­φα­νος ήταν για κεί­νες τις λή­ψεις.
Αλ­λά εκεί­νη η γα­λα­κτε­ρή υγρα­σία ήταν απα­γο­ρευ­τι­κή της τέ­λειας λή­ψης. Εκεί­νης που θα του έδι­νε τη δυ­να­τό­τη­τα να παί­ξει με το φως, να απο­θε­ώ­σει το φως ζη­τώ­ντας τη συμ­μα­χία του παί­ζο­ντας με τους φα­κούς και με τα δια­φράγ­μα­τα και θα εκτί­να­ζε τη βαθ­μο­λο­γία του στον διε­θνή δια­γω­νι­σμό φω­το­γρα­φι­κού μι­νι­μα­λι­σμού στα ύψη. Την πρω­τιά δεν τολ­μού­σε να την πι­πι­λί­σει σαν εν­δε­χό­με­νο, όχι, όχι, μια κα­λή αξιο­πρε­πής βαθ­μο­λο­γία η μό­νη λα­χτά­ρα που επέ­τρε­πε να χου­χου­λιά­ζει μέ­σα του. Οι πρω­τιές εί­ναι άπια­στα όνει­ρα και τα άπια­στα όνει­ρα κα­λύ­τε­ρα να κλει­δώ­νο­νται έξω από τις μέ­σα φω­λιές, για­τί, σαν τρυ­πώ­σουν, έχουν την εξαι­ρε­τι­κή ευ­κο­λία να με­ταλ­λάσ­σο­νται σε μο­νο­μα­νί­ες, οι μο­νο­μα­νί­ες σε αυ­το­σκο­πό κι ο αυ­το­σκο­πός σε από­στη­μα.
Μια κα­θα­ρή μι­νι­μα­λι­στι­κή λή­ψη που θα απο­δεί­κνυε το πό­σο με­λέ­τη­σε το φως, ναι, ναι, μό­νο αυ­τό χρεια­ζό­ταν, να απο­δεί­ξει πό­σο επι­με­λής μα­θη­τής υπήρ­ξε.
Οδη­γού­σε με αδη­μο­νία. Σαν άφη­σε τον ασφαλ­το­στρω­μέ­νο αγρο­τι­κό δρό­μο και πή­ρε τους χω­μά­τι­νους βοη­θη­τι­κούς για τους αγρό­τες πα­ρά­δρο­μους, έγι­νε πιο προ­σε­χτι­κός. Την πε­ριο­χή τη γνώ­ρι­ζε, αλ­λά δεν ήταν όλα τα κα­νά­λια ορα­τά και κά­ποια χα­ντά­κια εί­χαν θα­φτεί στην ανοι­ξιά­τι­κη θε­ριε­μέ­νη βλά­στη­ση.
Άφη­σε το αυ­το­κί­νη­το κα­μιά πε­νη­ντα­ριά μέ­τρα από το πο­τά­μι, οι κα­λα­μιές δεν του επέ­τρε­παν να προ­χω­ρή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο οδι­κώς. Πέ­ρα­σε με ευ­λά­βεια από τον τρά­χη­λο το λου­ρί της ερω­μέ­νης του και κί­νη­σε για το πο­τά­μι.
Η Cronus D5300 AFP 18-55VR Black DSLR δεν ήταν η κα­λύ­τε­ρη που κυ­κλο­φο­ρού­σε στην αγο­ρά και σί­γου­ρα όχι η ακρι­βό­τε­ρη, ήταν όμως ακρι­βώς η φω­το­γρα­φι­κή μη­χα­νή που εί­χε επι­τρέ­ψει στον εαυ­τό του να πο­θή­σει. Για την αγο­ρά της εί­χε στε­ρή­σει από τον εαυ­τό του –και όχι από την οι­κο­γέ­νεια– πολ­λές μι­κρές απο­λαύ­σεις, όπως για πα­ρά­δειγ­μα μια θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση μια στις τό­σες ή το γυ­μνα­στή­ριο. Ήταν μια μι­κρή digital SLR με ανά­λυ­ση 24,2 megapixels και πε­ρι­στρε­φό­με­νη οθό­νη 3,2 ιν­τσών και διά­με­τρο φα­κού 18-55 mm, αι­σθη­τή­ρα CMOS με φορ­μά DX 24.2 Mp για λε­πτο­μέ­ρειες με με­γα­λύ­τε­ρη ευ­κρί­νεια, εν­σω­μα­τω­μέ­νο wifi και gps και υψη­λή ρύθ­μι­ση ISO 100-12.800 που βοη­θού­σε στη λή­ψη σκο­τει­νών πλά­νων και εγ­γυό­ταν ευ­κρί­νεια στις κι­νού­με­νες ει­κό­νες.
Ναι, ναι, σί­γου­ρα δεν ήταν η τε­λειό­τε­ρη επαγ­γελ­μα­τι­κή φω­το­γρα­φι­κή μη­χα­νή, αλ­λά ήταν η δι­κή του φω­το­γρα­φι­κή μη­χα­νή και ως προ­έ­κτα­ση των χε­ριών και του μα­τιού του έπαιρ­νε φω­τιά κι έκα­νε μι­κρά θαύ­μα­τα. Μά­λι­στα, μό­λις πριν από ένα μή­να κα­τά­φε­ρε και πή­ρε εκεί­νον τον δεύ­τε­ρο φα­κό που της ταί­ρια­ζε γά­ντι, τον 5mm AFD normal με εστια­κή από­στα­ση 0,45 m και 1,8 φω­τει­νό­τη­τα κι ένα φίλ­τρο φα­κού UV 67mm. Αυ­τά τα τρία εξαρ­τή­μα­τα ήταν το ει­σι­τή­ριό του στο δι­καί­ω­μα για όνει­ρο, στη φυ­γή, στη δυ­να­τό­τη­τα πα­ρέκ­κλι­σης από τη ρου­τί­να που εί­χε επι­κα­θί­σει στο πε­τσί του και το εί­χε εμπο­τί­σει – πε­τσί δη­μο­σί­ου υπαλ­λή­λου της επαρ­χί­ας.
Κα­τέ­βη­κε στην όχθη από ένα χα­ραγ­μέ­νο μο­νο­πά­τι. Πή­ρε αρ­κε­τές λή­ψεις ζου­μά­ρο­ντας τις ιρι­δί­ζου­σες αντα­να­κλά­σεις του ήλιου πά­νω στο νε­ρό. Στά­θη­κε κά­μπο­σο να τρα­βή­ξει τη δί­νη γύ­ρω από δυο ρι­ζω­μέ­νες κο­τρώ­νες που ξε­πρό­βαλ­λαν σαν κα­κο­σου­λού­πω­τα στή­θη σχε­δόν στο κέ­ντρο της κοί­της. Δεν έμει­νε ικα­νο­ποι­η­μέ­νος και κί­νη­σε να ανε­βαί­νει τη δε­ξιά κοί­τη. Βά­δι­ζε προ­σε­χτι­κά πα­ρα­με­ρί­ζο­ντας με το ένα χέ­ρι τις κα­λα­μιές, με το άλ­λο κρα­τού­σε την Cronus προ­στα­τευ­τι­κά, να απο­φύ­γει κά­ποιο ατύ­χη­μα. Μία από­το­μη εκτί­να­ξη ενός κλα­διού θα μπο­ρού­σε να απο­βεί μοι­ραία για το ευαί­σθη­το γυα­λί του φα­κού του. Δεν τον έπαιρ­νε για επι­πο­λαιό­τη­τες που κό­στι­ζαν.
Σε λί­γο το πο­τά­μι έστρι­βε σε γω­νία τριά­ντα μοι­ρών και εκεί, ναι, ναι εκεί τον πε­ρί­με­νε η τέ­λεια λή­ψη που ονει­ρευό­ταν. Ένα κο­πά­δι ερω­διοί λιά­ζο­νταν νω­χε­λι­κά στις τε­λευ­ταί­ες αχτί­δες της μέ­ρας. Κά­ποιοι ήταν ακι­νη­το­ποι­η­μέ­νοι στα ρη­χά πα­ρα­μο­νεύ­ο­ντας πο­τα­μί­σια θη­ρά­μα­τα – ψά­ρια και βα­τρά­χια. Κο­κά­λω­σε μην τύ­χει και τους τρο­μά­ξει. Με ανε­παί­σθη­τες κι­νή­σεις ανέ­βα­σε την Cronus στο ύψος των μα­τιών, εστί­α­σε κι έφε­ρε τα πά­ντα κο­ντά του με τον δεύ­τε­ρο φα­κό που εί­χε φο­ρέ­σει στη μη­χα­νή όταν ξε­κί­νη­σε.
Το μά­τι ενός ερω­διού. Κλικ. Το ση­μείο όπου τα ψι­λό­λι­γνα πό­δια ακου­μπούν στο νε­ρό. Κλικ. Δυο δια­σταυ­ρού­με­να ράμ­φη, μο­νο­μα­χία από μαύ­ρο και πορ­το­κα­λί σπα­θί. Κλικ. Το ανοιγ­μέ­νο λο­φίο ενός νε­α­ρού με φό­ντο τις γλώσ­σες του νε­ρού. Κλικ. Ένα νε­ο­φερ­μέ­νο που­λί προ­σγειώ­νε­ται ση­κώ­νο­ντας στα­γό­νες. Κλικ. Ένας ξε­μο­να­χια­σμέ­νος ερω­διός γρα­πώ­νει ένα ψά­ρι. Κλικ. Κι άλ­λο ζουμ, ναι, ναι, αυ­τή εί­ναι η τέ­λεια λή­ψη, το ψά­ρι που σπαρ­τα­ρά­ει στο ράμ­φος δευ­τε­ρό­λε­πτα πριν αφα­νι­στεί στον μα­κρύ λαι­μό.
Αλ­λά ένα κλά­σμα πριν το κλικ, ένα τρα­χύ γέ­λιο έσκι­σε τη λευ­κή ατα­ρα­ξία των πτη­νών, που με έναν απα­ρά­μιλ­λο συ­ντο­νι­σμό άνοι­ξαν τα φτε­ρά τους και, με τις κοι­λιές τους να ξύ­νουν την επι­φά­νεια του νε­ρού λί­γο πριν ση­κω­θούν στον ου­ρα­νό, έφυ­γαν νό­τια και χά­θη­καν.
Εξορ­γι­σμέ­νος, κί­νη­σε προς τα εκεί απ’ όπου ακού­στη­κε το γέ­λιο με ορ­μή, όση του­λά­χι­στον του επέ­τρε­πε η πυ­κνό­τη­τα από τις κα­λα­μιές και τα βούρ­λα. Αυ­τοί οι πα­λιο­κυ­νη­γοί, δεν έφτα­νε που ρή­μα­ζαν την πε­ριο­χή, θε­ω­ρού­σαν και το μέ­ρος τσι­φλί­κι τους.
Μια βρι­σιά σε ξέ­νη γλώσ­σα ανέ­κο­ψε το μέ­νος του και τον ακι­νη­το­ποί­η­σε. Ένα άπλω­μα του χε­ριού, ένα βή­μα ακό­μη και θα εί­χε πέ­σει επά­νω τους. Στο μυα­λό του άστρα­ψαν ακα­ριαία οι σω­στές συ­νά­ψεις που τον προει­δο­ποί­η­σαν για τον κίν­δυ­νο. Με κρα­τη­μέ­νη ανά­σα και τα αφτιά τε­ντω­μέ­να, εστί­α­σε το βλέμ­μα πέ­ρα από την κά­θε­τη συ­στά­δα των ψη­λών φυ­τών, που ευ­τυ­χώς περ­νού­σαν το μπόι του και τον κρα­τού­σαν αθέ­α­το.
Τρεις ήταν. Ο ένας τσα­λα­βου­τού­σε στο πο­τά­μι, ψά­ρευε κά­τι τε­τρά­γω­να μαύ­ρα δέ­μα­τα, τα έδι­νε στον δεύ­τε­ρο που πε­ρί­με­νε λί­γο πιο έξω, αυ­τός στον τρί­το που τα με­τέ­φε­ρε σε ένα μαύ­ρο τζιπ. Με­τα­κι­νή­θη­κε ελα­φρώς να δει τις πι­να­κί­δες του αυ­το­κι­νή­του. Ξέ­νες πι­να­κί­δες.
Γα­μώ­το! Πά­νω σε εμπό­ριο έπε­σε. Τί­νος πράγ­μα­τος εμπό­ριο, προ­φα­νές. Αλ­λά, ακό­μη και ναρ­κω­τι­κά να μην ήταν, σί­γου­ρα ήταν πα­ρά­νο­μο.
Πα­νι­κο­βλή­θη­κε. Πρώ­τη σκέ­ψη, να το βά­λει στα πό­δια. Όμως το πο­δο­βο­λη­τό του θα τους έκα­νε να τον πά­ρουν στο κα­τό­πι. Και τό­τε αλί­μο­νό του. Πα­ρα­πά­νω από δε­δο­μέ­νο πως δεν θα την έβγα­ζε κα­θα­ρή. Το έν­στι­κτο της αυ­το­προ­στα­σί­ας επέ­βαλ­λε συ­νε­τή και όσο το δυ­να­τόν πιο αθό­ρυ­βη υπο­χώ­ρη­ση με πι­σω­πά­τη­μα. Ένα δευ­τε­ρό­λε­πτο πριν αρ­χί­σει να οπι­σθο­πα­τεί, του ήρ­θε η σκέ­ψη. Σή­κω­σε την Cronus μπρο­στά στα μά­τια και την έστρε­ψε προς το αυ­το­κί­νη­το. Βρα­βείο δεν θα του χά­ρι­ζε, αλ­λά μία και μό­νο λή­ψη με τις πι­να­κί­δες θα βοη­θού­σε την αστυ­νο­μία να βρει το αυ­το­κί­νη­το, ναι, ναι, ίσως μια επι­κίν­δυ­νη σπεί­ρα εμπό­ρων πα­ρά­νο­μου υλι­κού θα εξαρ­θρω­νό­ταν εξαι­τί­ας του.
Ζού­μα­ρε μέ­σα από τις κα­λα­μιές. Όχι, όχι, οι κά­θε­τες ρί­γες των φυ­τών εμπό­δι­ζαν την ορα­τό­τη­τα. Έπρε­πε να πα­ρα­με­ρί­σει λί­γο τους μί­σχους, να προ­τά­ξει τον φα­κό έξω από τη φυ­τι­κή κουρ­τί­να.
Αλ­λά, ακρι­βώς τη στιγ­μή που πέ­τυ­χε την τέ­λεια ευ­κρί­νεια των πι­να­κί­δων, η άκρη μιας κο­ντό­καν­νης κα­ρα­μπί­νας σκο­τεί­νια­σε το οπτι­κό του πε­δίο –κλικ– σχε­δόν ταυ­τό­χρο­να με την εκ­πυρ­σο­κρό­τη­σή της.
Τέσ­σε­ρις ήταν τε­λι­κά.
Το κλά­σμα εκεί­νο του δευ­τε­ρο­λέ­πτου πριν το κορ­μί του εκτι­να­χτεί άψυ­χο ανά­σκε­λα στο νο­τι­σμέ­νο χώ­μα, πρό­λα­βε και εί­δε στην οθό­νη πως η πι­στή του Cronus, μο­ντέ­λο D5300 AFP 18-55VR Black DSLR, πέ­τυ­χε την από­λυ­τα μι­νι­μα­λι­στι­κή φω­το­γρα­φία στο­χεύ­ο­ντας απευ­θεί­ας στο σκο­τει­νό στό­μα της κα­ρα­μπί­νας τη στιγ­μή που έφτυ­νε το βλή­μα της.
Αυ­τή η φω­το­γρα­φία, ναι, ναι. Αυ­τή σί­γου­ρα θα του χά­ρι­ζε το πρώ­το βρα­βείο.

 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: