Η υπόσχεση

Η υπόσχεση

 

Από τα χέρια μου πέρασαν επίσης πολλά κεφάλια.
Στις αρχές του μήνα δεχόμουν κυρίως τα περισσότερα. Αποκλειστικά αντρικά, όχι όμως από επιλογή. Στην φυλακή όπου έμαθα την τέχνη δεν είχα άλλη.
Τα κούρευα, ενίοτε τα ξύριζα, και τα μεταμόρφωνα. Άγγιζα το σκληρό περίβλημα, κι απ' τον καθρέφτη μέσα πάσχιζα να διαβάσω το μέσα τους. Αλλά εκείνα όχι μόνο δεν πρόδιδαν ούτε σκέψη, αλλά κρατούσαν και τα μάτια τους στυλωμένα πάντα στο πάτωμα. Από ντροπή, θες από φόβο, κάτι πάντως τους το προκαλούσε αυτό. Στην σκέψη ότι μπορεί η αιτία να ήμουν εγώ ταράχτηκα. Άρχισα να πιστεύω ότι εκεί, μέσα στο γυαλί, δεν υπήρχε χώρος για μένα. Προσπάθησα να δουλεύω όσο πιο διακριτικά μπορούσα. Έφτασα μάλιστα σε σημείο που σκεφτόμουν πως αν γινόταν να έκανα και τα χέρια μου αόρατα, θα το έκανα δίχως να διστάσω.
Δεν σε πειράζει που στα λέω αυτά έτσι; Συνηθισμένος θα 'σαι ν' ακούς την κάθε ιστορία που ξεφουρνίζει ο καθένας μόλις βρει ένα πρόθυμο ζευγάρι αυτιά. Όπως συνήθισα κι εγώ αλλά υπάρχει λόγος που στα λέω, πίστεψε με.
Κάπου κάπου όμως κάποιο βλέμμα ξεστράτιζε και ακολουθώντας το κατάλαβα, ύστερα από καιρό, ότι δεν έφταιγα ούτε εγώ ούτε κι οι τοίχοι γύρω μας που τους έκλεβαν τις λέξεις. Ο φταίχτης ήταν τελικά ο εσταυρωμένος που ήταν καρφωμένος στον τοίχο πίσω τους. Εξαιτίας Του έσκυβαν το κεφάλι τους κι έραβαν τα στόματα τους. Φαντάστηκα γιατί τους θύμιζε τον εαυτό τους. Έτσι έβαλα μπρος ένα σχέδιο. Άλλαξα του καθρέφτη μεριά, τον έβαλα εκεί όπου τους έδειχνε το έξω, και με το ψαλίδι χάραξα με μεγάλα γράμματα στην πλάτη της καρέκλας την λέξη “θρόνος”.
Αυτό ήταν. Η βούβα μεταξύ μας χάθηκε κι οι γλώσσες λύθηκαν.
Τους άκουγα, αλλά δεν τους έκρινα. Δεν ήμουν εκεί για να δώσω άφεση αμαρτιών. Δεν ήταν δική μου δουλειά. Ήμουν απλά ο κουρέας.
— Ελαφρύ και σταθερό είναι το χέρι σου, σαν της μάνας μου. Η πρώτη ζεστή κουβέντα, ήρθε από έναν ισοβίτη και την κουβαλούσα έκτοτε σα παράσημο στο βλέμμα μου. Αυτή βοήθησε κιόλας να βρει και το δικό μου είδωλο μια θέση δίπλα στο δικό τους.
Όταν άναβαν τσιγάρο, άναβα και εγώ καθώς οι συζητήσεις έρχονταν αβίαστα, σαν μόλις να είχαν επιστρέψει από το καφενείο και σταμάτησαν σ' εμένα για ενα φρεσκάρισμα πριν το ραντεβού. Και δως του τσιγάρα γιατί δεν είχαμε τίποτ' άλλο, ώσπου έφτανε στο τέλος της η μέρα και γύρω απ' τον “θρόνο” είχαν μαζευτεί οι προσφορές τους λες και ήταν βωμός. Λάσπες, γόπες, στάχτες, τρίχες. Ένα μωσαϊκό ξεκάθαρα αντρικό που γεννιόταν κάθε πρωί απ' την αρχή. Αλλά τους τοίχους που 'χαν ποτίσει απ' τον καπνό, μια μουτζούρα γκρίζα σαν τα πνευμόνια μας και κατά τόπους κίτρινη σαν τα δάχτυλα μας, δεν τους άγγιξα ποτέ μου.
Τα σύνεργα τα έπαιρνα από έναν φύλακα το πρωί, για να του τα επιστρέψω όταν τελείωνε η βάρδια. Αλλά έμενε εκεί φρουρός καθ' όλη την διάρκεια της δουλειάς, για μην γίνει καμία μαλακία. Μια μέρα, παραμονή Χριστουγέννων θαρρώ, μου τ' άφησαν πάνω στην άδεια καρέκλα.
— Λένε πως είναι γρουσουζιά, αν τα χέρια ανταλλάξουνε ψαλίδι, μου 'πε. Δεν έδωσα σημασία όμως καθώς ο πρώτος ήδη με περίμενε. Όσο όμως δούλευα, το μάτι μου γλίστρησε στην εικόνα του που μου φάνηκε να γεμίζει τα πάντα. Από τις επόμενες μέρες δεν κοιτούσα πια τίποτα άλλο. Για τον Παύλο λέω, που είχε έρθει φρέσκος, αλλά εσύ ξέρεις την εντύπωση που έκανε στον κόσμο.
Τον δικό μου πάντως τον άλλαξε. Όχι μία φορά, αλλά δύο.
Η πρώτη ήταν όταν κάποτε έτυχε και του χαμογέλασα λίγο παραπάνω. Εκείνος που κούρευα εκείνη την ώρα είπε, "Το χαμόγελο σου μοιάζει με τη χτένα. Και στα δύο τους λείπουν δόντια". Δεν ξέρω γιατί το 'πε, ίσως από ζήλεια, αλλά εμένα το στόμα μου ερήμωσε. Όταν σηκώθηκε να φύγει, ο Παύλος κάθισε. Έβγαλε το πηλήκιο του και ζήτησε μπροστά του τις υπηρεσίες μου. Ήταν πια θέμα χρόνου για να μάθουν όλοι πως ήμουν υπό την προστασία του. Όταν τέλειωσα, του 'πα ότι δεν ήταν ανάγκη. Ήταν, μου απάντησε. Ε, δεν ήθελα και πολύ, τον αγάπησα.
Έρχονταν και περίμενε κι αυτός να πάρει σειρά στον “θρόνο”. Πάντα τελευταίος. Όση όμως κούραση και να είχα έφευγε αμέσως. Μην φανταστείς πως λέγαμε πολλά. Τα λόγια μας έβγαιναν με το σταγονόμετρο. Εγώ μιλούσα ακόμη λιγότερο. Φοβόμουν μη καταλάβει πως ένιωθα γι' αυτόν, και με απέρριπτε. Οι συνθήκες στην στενή άλλωστε δεν μας ευνοούσαν, πόσο μάλλον όταν ξέραμε πως ξυπνούσαμε απ' την αντίθετη μεριά του φράχτη.
Όχι ότι μου 'χε δώσει καμιά αφορμή για να πιστέψω πως κάτι μπορεί να συνέβαινε, όχι ήταν πάντοτε κύριος. Αλλά να, αυτό το κάτι παραπάνω που έπλεκα στο μυαλό μου, βοηθούσε να κυλάνε οι μέρες κάπως ευκολότερα. Ναι, στάθηκε κύριος, μέχρι το τέλος του. Γι' αυτό ήρθα να σε βρω· για να σου πω πως έγινε και χάθηκε. Είναι που το κουβαλάω σαν βάρος κιόλας το ότι τον χάσαμε, γιατί μου έσωσε την ζωή εκείνη την ημέρα. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά.
Όμως δεν ήρθα ως εδώ μόνο για να σου εξομολογηθώ, αλλά για να ξέρεις και εσύ ποιός τον έφαγε.
Αντώνης Καλαβρυτηνός το όνομα του αλλά εμείς τον φωνάζαμε “Ντόντο”. Το παρατσούκλι του, του το κοτσάραμε επειδή όταν ήταν έξω δούλευε στα λιμάνια σαν καβοδέτης. Ξέρεις, επειδή η συγκεκριμένη δουλειά σπανίζει και τώρα πια τείνει ν' εξαφανιστεί. Σα την ντομπροσύνη ένα πράμα, που ο “Ντόντος” δεν είχε σταλιά μέσα του. Του ταίριαζε όμως καθώς τόσο το σουλούπι του όσο και το περπάτημα του, έφερναν σε μαδημένο πουλί που το αναγκάσανε να κάνει τις γύρες του στη γη κι όχι στον αέρα. Αυτός είχε μπλέξει με κάτι λαθρέμπορους, ναρκωτικά ήταν, πουτάνες, θα σε γελάσω αλλά πάντως η δουλειά στράβωσε γιατί δεν κράταγε το στόμα του κλειστό. Δεν ήθελε και πολύ. Για τα όσα κοκορεύονταν, έφτασαν στα κατάλληλα αυτιά κι έτσι τον μπουζουριάσανε.
Πίστεψε όμως ότι επειδή έξω έλυνε κι έδενε, θα έκανε το ίδιο και μέσα. Τι τα θες; Αλλάζει ο άνθρωπος χούγια; Λένε πως η φυλακή έχει για θεό τον διάολο· όποιος μπαίνει γίνεται χειρότερος κι αυτός δεν ήταν εξαίρεση. Μην κοιτάς εμένα, εγώ μόλις βγήκα κι αν δεν κατάντησα έτσι, το χρωστώ στον κοινό μας φίλο που η παρουσία του και μόνο μ' έκανε να θέλω να γίνω καλύτερος.
Εντύπωση μου είχε κάνει που λες, πως ποτέ του δεν με είχε ρωτήσει, τι κρίμα είχα κάνει και με είχαν κλείσει μέσα. Φαντάζομαι όμως πως αν ήθελε να μάθει, ήξερε πως μια ματιά να έριχνε στα αρχεία, θα τα έβρισκε όλα γραμμένα. Ημερομηνίες, ώρες και μαρτυρίες. Αντιθέτως, ένα βράδυ λίγο μετά το τελευταίο κούρεμα που του έκανα, μου ‘κανε κουβέντα.
Πότε βγαίνεις; ρώτησε. Την ερχόμενη Ανάσταση του απάντησα, και κοίταξα ντροπιασμένος τον σταυρό, που ούτε τις πλάτες μας δεν καταδεχόμασταν να του δείχνουμε πια. Τότε, έβαλε το χέρι του στην τσέπη και τράβηξε μια κάρτα. Την δική σου.
— Αυτός που γράφει εδώ, είναι ο κολλητός μου. Πριν μέρες που τον πέτυχα τυχαία με ρώτησε γιατί σταμάτησα να πηγαίνω σ' εκείνον. Έτσι έκατσα και του μίλησα για σένα. Μου είπε πως όποτε βγεις, να πας να τον βρεις για να σου δώσει δουλειά. Αλλά να του πεις πως σε στέλνει ο Παυλής για να καταλάβει. Μου το υπόσχεσαι;
Τι άλλο να έλεγα, ναι είπα, στο υπόσχομαι.
Πήρα την κάρτα, και κόντεψαν να με πάρουν τα ζουμιά από την καλοσύνη του. Κρατήθηκα όμως και τον ευχαρίστησα μ' αξιοπρέπεια. Καταπώς του άρμοζε. Έτσι έμαθα και για του λόγου σου και πήρα το θάρρος να έρθω εδώ, από την κάρτα. Μην νομίζεις, δεν μου ήταν εύκολο αλλά είπα ότι ο άνθρωπος έχει δικαίωμα να ξέρει.
Κάνα μήνα μετά και λίγο πριν βγω, κούρευα το ίδιο καθίκι που ανέφερα και προηγουμένως όταν ρώτησε, “Αδερφή είσαι ή χαφιές και τον κοιτάζεις συνέχεια έτσι;”. Έκανα νόημα στον Παύλο και πήγε να φυλάξει τσίλιες. Για την προσβολή του 'κοψα τον λοβό του δεξιού αυτιού. Απ' τον κακό χαμό και τις φωνές του μπήκαν φύλακες. Όταν γύρεψαν τι έγινε, είπα πως ήταν ατύχημα. “Άμα μου κουνιέσαι και δεν κάθεσαι καλά στην θέση σου, θέλοντας και μη κάποια στιγμή θα γίνει.” Ακριβώς αυτά τους είπα. Ο Παύλος με κάλυψε και είπε πως είχε πάει τουαλέτα. Όσο για τον άλλον, τι να πει, τον έπαιρνε να πει και κάτι;
Με διέταξαν να παραδώσω στον αρμόδιο φύλακα τα σύνεργα και να έκλεινα το μαγαζί. Την επόμενη μου έφερε ένα καινούργιο ψαλίδι. Μόνο τώρα που στα λέω σκέφτομαι ότι περάσαν και τα δυο από τα χέρια μας.
Έπρεπε να έχω τον νου μου περισσότερο αλλά δεν τον είχα...
Βλέπεις, δεν ήθελα πολύ καιρό για να βγω και το επεισόδιο παραλίγο να μου κοστίσει. Έτσι λούφαξα και κοίταζα μόνο την δουλειά μου. Δεν έδινα σημασία στο τι γινόταν γύρω μου. Όπως δεν έδωσα όταν ο “Ντόντο” ξανάρθε μια βδομάδα μετά, με το κεφάλι ψηλά και το κολοβό αυτί σημαία. Έκατσε βαρύς στον “θρόνο” και μου ζήτησε να του ξυρίσω το κεφάλι. Φαντάστηκα ότι με φοβόταν με το ψαλίδι στο χέρι και γι' αυτό ήθελε την μηχανή. Αλλά το περίεργο ήταν, ότι μου ζήτησε να του χαράξω ένα νούμερο στα δυο πλαϊνά, το 4. Απόρησα βέβαια, αλλά να σου πω την αλήθεια, δεν είχα σκοπό να ρωτήσω τι σήμαινε.
Έλα όμως που σύντομα έβγαινα και φεύγοντας δεν ήθελα να αφήσω τίποτα μπαγκάζια πίσω μου. Έτσι για να διαλύσω περισσότερο την ομίχλη και το κακό το αίμα μεταξύ μας, τον ρώτησα στ' αστεία αν με το νούμερο γιόρταζε καμιά επέτειο, αλλά απάντηση δεν πήρα. Έκανα την δουλειά μου κι εκείνος έφυγε βιαστικά σαν να τον κυνηγούσαν.
Προσπάθησα να τον δικαιολογήσω καθώς, μετά το σκηνικό με το αυτί, κάτι μαγειρεύονταν. Υπήρχε ένας αναβρασμός, αλλά τέτοιοι υπήρχαν συνέχεια και συνήθως δεν κατέληγαν πουθενά. Το ένστικτο μου όμως μου 'λεγε πως αυτή την φορά μάλλον ήταν διαφορετικά αλλά επέλεξα να μην το ακούσω.
Στις 4 το μεσημέρι της ίδιας μέρας ξέσπασε εξέγερση. Ήταν η ώρα που άλλαζαν οι φύλακες τις βάρδιες και τότε υπήρχε μια γενική χαλάρωση. Που να το φανταστώ; Ξεκίνησε από τον ήχο που κάνανε όσοι κρατούμενοι ήταν στα κελιά τους. Βαρούσανε τα κάγκελα μ' ένα ρυθμό που ακόμη και τώρα τον ακούω. Ντανγκ, ντανγκ, ντανγκ, κι όσο περνούσαν τα λεπτά, τόσο πιο γρήγορος γίνονταν ο ρυθμός κι έκανε το φυλλοκάρδι σου να τρέμει λες και είχε έρθει η συντέλεια. Γρήγορα διαδόθηκε ότι κάποιοι που δούλευαν στο ξυλουργικό εργαστήριο, επιτέθηκαν στους φύλακες με καδρόνια και με εργαλεία βγάζοντας τους νοκ άουτ. Τους κρατούσαν όμηρους λέει για το ότι υπήρχαν διακρίσεις κι ότι έκαναν τα στραβά μάτια όταν κάποιος από μας τραυματίζονταν. Ότι ήταν ένοχοι, συνεργοί κι ότι έμεναν ατιμώρητοι.
Πάνω στη βαβούρα προστέθηκαν συνοδεία κι οι σειρήνες και δεν άργησαν να πέσουν και τα πρώτα δακρυγόνα. Σκέτη κόλαση είχε γίνει εκεί μέσα, δεν μπορούσες να πάρεις ανάσα. Εγώ εκείνη την ώρα σκούπιζα, ετοιμαζόμουν να κλείσω όταν ξέσπασε η ταραχή. Έξω στους διαδρόμους, όπως παντού, θύμιζε πεδίο μάχης, που να βγω; Ταμπουρώθηκα λοιπόν εκεί. Μου φάνηκε πιο ασφαλές κι είπα να περιμένω μέχρι να κοπάσει η αναμπουμπούλα.
Ο Παύλος παραλίγο και να γλίτωνε καθώς τότε ήταν η ώρα που τον άλλαζαν αλλά λόγο της κατάστασης έμεινε υποχρεωτικά να βοηθήσει. Δεν κράτησε πολύ, γιατί εκείνοι ήταν λίγοι, πιστεύω όμως τώρα πως εξ αρχής δεν ήταν αυτός ο σκοπός τους, αλλά έγινε γι' αυτό που ακολούθησε. Όπως είπα τελείωσε σχετικά γρήγορα αλλά πάνω στον πανικό ορισμένοι τους διέφυγαν. Ένας από αυτούς ήταν και ο “Ντόντο”, που έψαχνε να με βρει για να πάρει εκδίκηση. Με το που με είδε, όρμησε σαν λυσσασμένος καταπάνω μου και με δυο γερά μπουκέτα μ' έριξε στον τοίχο. Όμως έπεσα με δύναμη κι όπως χτύπησα άτσαλα τον τοίχο, έριξα τον σταυρό και μου έπεσε στο κεφάλι. Καθώς ήμουν στο πάτωμα ζαλισμένος δεν κατάλαβα ότι είχε πιάσει το ψαλίδι, παρά μόνο όταν είχε σκύψει από πάνω μου. Για καλή μου τύχη αλλά κακή δική του, μας βρήκε ο Παύλος που φαντάστηκε πως ο “Ντόντο” θα είχε πάει στο κουρείο. Του έριξε μια με το γκλοπ στα πόδια και τον γονάτισε, αλλά δεν πρόλαβα να τον προειδοποιήσω για το ότι κρατούσε το ψαλίδι κι έτσι έγινε το μοιραίο.
Ο “Ντόντο” γύρισε απότομα και με μια κίνηση του το κάρφωσε στην καρδιά.
Ένιωσα να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Πρώτη μου φορά που έβλεπα να σκοτώνουν δικό μου άνθρωπο μπροστά μου. Ο άλλος με το που 'κανε το φονικό πήρε το ψαλίδι και τράπηκε σε φυγή. Το ίδιο έκανα κι εγώ γιατί ποιός θα με πίστευε; Κλείστηκα στο κελί μου και περίμενα να 'ρθει η νύχτα για να τον κλάψω.
Ερωτήσεις έγιναν τις επόμενες μέρες πολλές αλλά άκρη δεν βρέθηκε. Δεν μίλησε κανείς μας κι έτσι πως και ποιόν μπορείς να κατηγορήσεις όταν δεν υπάρχουν μάρτυρες και όπλο; Το βάφτισαν ατύχημα και την υπόθεση ύστερα από κάποιο καιρό την έθαψαν. Εκείνο όμως που μου στοίχισε πιο πολύ, ήταν που ήθελα να πάω στη κηδεία όμως δεν μπορούσα. Αλλά ως τι θα πήγαινα; Κράτησα το πένθος μου για μένα. Ούτε τον τάφο του δεν βρήκα ακόμη το κουράγιο να πάω να επισκεφτώ.
Μέχρι να βγω παράτησα τη δουλειά και σταμάτησα να μιλάω σε όλους. Η ειρωνεία είναι ότι εκείνος που ανέλαβε μετά από μένα ήταν ο “Ντόντος” και κάθε φορά που τύχαινε και ο δρόμος μου μ' έβγαζε να περνάω από εκεί με χαιρετούσε με το ψαλίδι.
Τώρα ξέρεις. Έτσι έγινε και χάσαμε τον Παύλο. Πίσω απ' την κάρτα σου, σου έχω γράψει το τηλέφωνο από έναν απ' τους λαθρέμπορους. Δεν έκατσα με σταυρωμένα χέρια, πήγα στο λιμάνι και ρώτησα παντού με ποιούς σύχναζε. Ένας χριστιανός που δέχτηκε ν' ακούσει την ιστορία, μου 'πε σε ποιόν να απευθυνθώ. Ο “Ντόντος” βγαίνει σε δυο μήνες. Πάρε εσύ τηλέφωνο, και οι μάγκες θα του κάνουν μια υποδοχή όπως του πρέπει. Το λέω να το κάνεις εσύ αν θες, γιατί δεν θ' αντέξω να βρουν πως αναμείχθηκα και με κλείσουν πάλι μέσα. Τόσα χρόνια πια στην φυλακή, έχω βάψει, δεν μπορώ άλλο. Ειδικά τώρα που ξέρω πως εκείνος δεν θα είναι εκεί.
Οπότε πράξε όπως καταλαβαίνεις. Δεν θα σε ρωτήσω ποτέ τι έκανες. Εγώ απ' την μεριά μου θέλω να σου ζητήσω μια συγνώμη που άργησα να έρθω αλλά δε μπορούσα νωρίτερα να μαζέψω τα κομμάτια μου. Όσο για την δουλειά που μου 'χε αναφέρει, δεν θέλω να ξαναπιάσω ψαλίδι στα χέρια μου. Κάτι θα βρω, έχει ο Θεός. Αλλά μιας που είμαι εδώ, θα ήθελα να με κουρέψει το δικό σου χέρι γιατί μετά από σένα, και ειδικά τώρα που στα είπα και ξαλάφρωσα, έφτασε η ώρα να του κάνω και εκείνη την επίσκεψη που του χρωστάω.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: