Ο σωσίας & Η αφίσα

Ο σωσίας

Σήμερα το πρωί, στη γραμμή 31 του αστικού λεωφορείου, από τη στάση 25ης Μαρτίου μέχρι την Αριστοτέλους καθόμουν ακριβώς πίσω από έναν άντρα που ήταν φτυστός ο αγαπημένος μου ροκ κιθαρίστας.
Δε μπόρεσα να εξετάσω με προσοχή το πρόσωπό του. Αλλά αυτές οι ψηφίδες είναι οι μοναδικές που μου λείπουν. Τα μαλλιά του είχαν ολόιδιο χρώμα: μαύρο που ξεφτίζει στο χρόνο με διάσπαρτες γκρίζες πιτσιλιές ως αποδείξεις σοφής εμπειρίας στους κροτάφους. Το δεξί χέρι, αναπαυμένο με άνεση στην πλάτη της μπροστινής θέσης∙ το παχουλό μεσαίο δάχτυλο στολισμένο μ’ ένα χρυσό δαχτυλίδι με ήλιο αντί για πέτρα, έμοιαζε έτοιμο να χαϊδέψει τα τάστα μιας Stratocaster. Ακόμα και το πέτσινο μπουφάν με τα καρφιά συμπλήρωνε αρμονικά το κάδρο∙ τις δυο χειρουργικές μάσκες αντί για μία πολυτελή FFP2 τις εξέλαβα ως είδος έλλειψης σχολαστικότητας που εύκολα θα απέδιδε κανείς σε έναν υπηρέτη της μουσικής που έχει αφοσιωθεί αποκλειστικά και μόνο στην τέχνη του.
Πέθαινα φυσικά να δω το πρόσωπο για να καθησυχάσω και την τελευταία αμφιβολία. Κοιτούσα το πίσω μέρος του κεφαλιού του με επιμονή γκουρού που επιχειρεί να διανοίξει μια όαση στο κέντρο της ερήμου με μοναδικό όπλο την ισχύ αυτοσυγκέντρωσής του. Ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι δυο μάτια-γυάλες όπου καθρεφτίζεται όλο το νερό του κόσμου, όπως αυτά του συγκεκριμένου μουσικού, δεν τα βρίσκεις κάθε μέρα. Προς έκπληξή μου, ωστόσο, σε μια προσπάθεια του σωσία να αναδευτεί στο κάθισμά του, δυο πράσινα αναμμένα φωτάκια αποκαλύφθηκαν πάνω σε κόγχες ηττημένες, παραδομένες στη νύστα. Αυτό αναπτέρωσε τις ελπίδες μου. Πολλές φορές ο κόσμος δεν είναι τελικά τόσο πεζός όσο νομίζουμε.
Δεν ήταν η επιλογή του αστικού λεωφορείου —πολύς λαός για τα γούστα του, σύμφωνα τουλάχιστο με την εντελώς ιδιοσυγκρασιακή μέχρι στιγμής ερμηνεία μου της προσωπικότητάς του— που με ώθησε αποφασιστικά να τον χαρακτηρίσω σωσία. Το γεγονός ότι δε φορούσε ακουστικά κι απλά έπαιζε ένα παιχνίδι στο κινητό του έφερε στο φως την ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου-αντίγραφο από το πρωτότυπο. Εκείνος δε θα έκανε βήμα χωρίς μουσική∙ ούτε θα άφηνε ποτέ έστω κι ελάχιστα λεπτά σιωπής μέσα σε μια κοσμοπλημμύρα μαζικής μεταφοράς να πάνε χαμένα.
Και να ’χει απλώσει ρίζες ο χειμώνας μέσα μου, και να διστάζω ν’ απλώσω το χέρι να τον ακουμπήσω τάχα τυχαία, μήπως μετά την εκφραστική συγγνώμη, που ίσως προλάβω να ψελλίσω, αποκτήσω πρόσβαση στο ηχόχρωμα της φωνής του κι έρθει στο φως ένα νέο σύμπαν ομοιοτήτων…
Μήπως ο σωσίας ήταν απλά ένας μηχανισμός της φαντασίας μου, τοποθετημένος προσεκτικά από τον εγκέφαλό μου, πρόθυμος να κινητοποιήσει τον οργανισμό μου για να επιδοθεί με ενεργητικότητα σε άλλη μια μονότονη μέρα με τάχα άγνωστες απροσδιόριστες προοπτικές έτοιμες να εξερευνηθούν από στιγμή σε στιγμή;



Ο σωσίας & Η αφίσα

 

Η αφίσα

Πλησίασε για μια στιγμή το παράθυρο να κοιτάξει τι γινόταν έξω. Ήταν το μεσημεριανό της διάλειμμα απ’ τη μελέτη. Σύμφωνα με τη μέχρι τώρα εμπειρία διαλειμμάτων της, το κομμάτι του έξω κόσμου που αντίκριζε δεν παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ξαφνικά, ενώ στεκόταν αφηρημένη, μια κοπέλα πλησίασε την κολόνα της ΔΕΗ που βρισκόταν ακριβώς έξω από την πολυκατοικία της. Είχε μαύρα μαλλιά, πειθαρχημένα σε δύο κοντές μαύρες πλεξούδες. Ούτε μια τούφα δεν τολμούσε να ξεμυτίσει.
Το κορίτσι έδινε την εντύπωση αντάρτισσας, επειδή ήταν η μοναδική παρουσία που διακρινόταν από το παράθυρο της Έρσης αυτή την ώρα. Ποιος έκανε βόλτα, έτσι κι αλλιώς, στην πόλη ένα κυριακάτικο κρύο απόγευμα του Ιανουαρίου; Έβγαλε από το σακίδιό της μια ροζ αφίσα με μικρά καλλιτεχνικά γράμματα. Προσπαθούσε με επιμονή να τη στερεώσει με σελοτέιπ στην κολόνα. Φαινόταν κάτι να ήξερε για τα παιδιά της γειτονιάς και τους αναρχικούς που τριγυρνούσαν από γωνία σε γωνία τις μικρές ώρες σχίζοντας και πετώντας χαρτιά, βάφοντας τις πινακίδες των δρόμων και τους εξωτερικούς τοίχους σχολικών κτιρίων.
Η Έρση φαντάστηκε ότι η κοπέλα ήταν μέλος φεμινιστικής οργάνωσης. Εξ ού το ροζ χρώμα στην αφίσα. Τα μαύρα έντονα γράμματα έδειχναν αντίσταση σ’ έναν κόσμο φαλλοκρατικό. Ετοιμάστηκε να κατέβει κάτω και να της μιλήσει πλησιάζοντάς τη δήθεν τυχαία για να τη ρωτήσει τι ώρα είναι. Έβγαλε τάχιστα τη ρόμπα και το κάτω μέρος της πιζάμας της. Φόρεσε τζιν παντελόνι κι ένα κόκκινο δερμάτινο μπουφάν που είχε προηγουμένως πετάξει πάνω στο κρεβάτι της. Οι σελίδες του Ορλάντο της Βιρτζίνια Γουλφ, που είχε μείνει ανοιχτός πάνω στο γραφείο της, γλιστρούσαν προς τα αριστερά απειλώντας την ότι θα έχανε το σημείο, όπου είχε σταματήσει, εξαιτίας της αμέλειάς της να βάλει σελιδοδείκτη. Δεν υπέκυψε στο κάλεσμά του. Φόρεσε τα μαύρα All stars της χωρίς να τα δέσει κι άρχισε να κατεβαίνει βιαστικά τα σκαλιά της πολυκατοικίας.
Στο δρόμο δεν είδε τίποτα. Έψαξε προς τα πού είχε πάει η κοπέλα, αλλά κάθε ίχνος της είχε γίνει καπνός. Η Έρση πλησίασε την αφίσα και τη διάβασε προσεκτικά. Ήταν, τελικά, ένα διαφημιστικό φυλλάδιο με πληροφορίες για ένα νέο κέντρο διασκέδασης που θα άνοιγε σε λίγες μέρες∙ αναγγέλλονταν οι πρώτες προσφορές που θα έκανε στους πελάτες: μια φιάλη ανά τέσσερα άτομα μόνο 50 ευρώ. Η Έρση έκανε το γύρο του τετραγώνου αποκαρδιωμένη πριν επιστρέψει στο διαμέρισμα και στη μελέτη της.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: