Λευτέρης

Λευτέρης

Αλ­λού εί­ναι οι γά­τες, ναι, Λευ­τέ­ρη. Δεν εί­ναι εδώ όπου ορ­μούν το νε­ρό και τα ύδα­τα. Εί­ναι σαν τις γυ­ναί­κες, που δεν αγα­πούν τη βρο­χή. Κι ας έρ­χο­νται, στην έβδο­μη βρο­χή, οι εχθροί και οι φί­λοι μας, πλα­νό­διοι σω­μα­το­φύ­λα­κες ονεί­ρων, και μπαί­νουν στο δω­μά­τιο για να ξα­πο­στά­σουν. Όχι στο πρά­σι­νο δω­μά­τιο του Τruffaut, όχι σ’ αυ­τό το τέ­με­νος του πέν­θους, όχι ακό­μα. Στο κόκ­κι­νο δω­μά­τιο μπαί­νουν, σ’ αυ­τό, το μό­νο χρώ­μα, το χρώ­μα του συ­ντρό­φου που επι­στρέ­φει, της «μη­τριάς πα­τρί­δας», του άγ­γε­λου των πρώ­των ημε­ρών, των μα­τιών του Οι­δί­πο­δα στον Κο­λω­νό.
Και με­τά, δρα­πέ­της.
Ο Λευ­τέ­ρης Ξαν­θό­που­λος αυ­το­προσ­διο­ρι­ζό­ταν ποι­η­τής-σκη­νο­θέ­της. Πλε­ο­να­σμός. Έπρε­πε και του άξι­ζε να αρ­κεί­ται στο «Ποι­η­τής», με την έν­νοια του δη­μιουρ­γού, του ποιού­ντος, του hacedor που λέ­ει ο Μπόρ­χες, του γό­νι­μου ερα­στή και θε­ρά­πο­ντα της τέ­χνης, κά­θε τέ­χνης – κυ­ρί­ως, της υψη­λής τέ­χνης της φι­λί­ας.
Με τον τί­τλο της τε­λευ­ταί­ας του ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής, Άν­θρω­πος μη­δε­νι­κών απο­χρώ­σε­ων (πό­σο θλι­βε­ρό εί­ναι να μην μπο­ρώ να δώ­σω στη λέ­ξη «τε­λευ­ταί­ας» τον ευ­φη­μι­σμό τού απλώς πρό­σφα­του, αυ­τού που φέ­ρει μέ­σα του το σπό­ρο της συ­νέ­χειας), ο Λευ­τέ­ρης Ξαν­θό­που­λος αυ­το­προ­σω­πο­γρα­φεί­ται, συ­νει­δη­τά ή όχι, πά­ντως στην εντέ­λεια. Για­τί ο Λευ­τέ­ρης ήταν ένας άν­θρω­πος ευ­θύς, κα­θα­ρός, ορ­θά­νοι­χτος, ευα­νά­γνω­στος και ευ­ερ­μή­νευ­τος, σαν τους ευά­λω­τους στο βλέμ­μα και στα αι­σθή­μα­τα μο­νο­χρω­μα­τι­κούς πί­να­κες του Rauschenberg ή του Yves Klein.

Τον απο­χαι­ρε­τώ μ’ ένα δι­κό του ποί­η­μα απ’ αυ­τή τη συλ­λο­γή:

ΜΙΚΡΟΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ

Στρόγγυλα να είναι
τα λόγια
ζεστά
να καίνε
σαν τα ψωμάκια
που μόλις βγήκαν
από το φούρνο
Να αχνίζουν
τα λόγια


Μεί­νε ήσυ­χος, Λευ­τέ­ρη: αχνί­ζουν.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: