Δέκα σημεία για τον «Γέροντα στρατηλάτη» Λ. Ξ.

Δέκα σημεία για τον «Γέροντα στρατηλάτη» Λ. Ξ.

            1.

Σε μια επο­χή που πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται οι Κων­στα­ντί­νοι, οι Ευ­φρο­σύ­νες, οι Βα­σί­λειοι, οι Πη­νε­λό­πες, οι Αι­κα­τε­ρί­νες, οι Δη­μή­τριοι, οι Ιω­άν­νη­δες, οι Ευάγ­γε­λοι, οι Πα­να­γιώ­τες και δε συμ­μα­ζεύ­ε­ται, ο εκλι­πών επέ­με­νε στο «Λευ­τέ­ρης» και δε γού­στα­ρε ού­τε με σφαί­ρες το «Ελευ­θέ­ριος». Έτσι γι­νό­ταν από­λυ­τα πι­στευ­τό ότι το πο­λυ­το­νι­κό του εί­χε πράγ­μα­τι να κά­νει με συ­ναι­σθή­μα­τα, πα­ρελ­θό­ντα, κε­κτη­μέ­νες τα­χύ­τη­τες κλπ και όχι με τα συ­νή­θη αί­τια του ελι­τι­σμού, της αυ­το­προ­βο­λής, της δή­θεν ει­κα­στι­κής ομορ­φιάς κλπ. Λευ­τέ­ρης λοι­πόν, σε στα­θε­ρή επα­φή με το στοι­χείο του λαϊ­κού πο­λι­τι­σμού.

                2.

Ποι­η­τής, κρι­τι­κός κι­νη­μα­το­γρά­φου, πε­ζο­γρά­φος, σε­να­ριο­γρά­φος, ανα­δι­φη­τής αρ­χεί­ων, δο­κι­μιο­γρά­φος, επι­με­λη­τής εκ­δό­σε­ων (editor), σκη­νο­θέ­της φι­ξιόν, ντο­κι­μα­ντε­ρί­στας, δο­κι­μιο­γρά­φος, πα­ρου­σια­στής βι­βλί­ων, αρ­θρο­γρά­φος κυ­ρί­ως σε λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, δά­σκα­λος ποι­κί­λων καλ­λι­τε­χνι­κών μα­θη­μά­των και δεν ξέ­ρω και γω τι άλ­λο.

                3.

Στις ται­νί­ες και τα βι­βλία που έγρα­ψε ή επι­με­λή­θη­κε, ασχο­λή­θη­κε με τα πιο ετε­ρό­κλη­τα αντι­κεί­με­να: Θο­δω­ρής Καλ­λι­φα­τί­δης γά­τες, (ανο­λο­κλή­ρω­τη τρι­λο­γία), Χρή­στος Κα­πρά­λος, Αλέ­κος Ξέ­νος, πα­ρα­δο­σια­κή τυ­πο­γρα­φία (Αι­μί­λιος Καλ­λια­κά­τσος), πο­λι­τι­κοί πρό­σφυ­γες, Μι­χά­λης Κα­τσα­ρός, Κα­ρα­γκιό­ζης (δις), Νί­κος Κούν­δου­ρος, Μίλ­τος Σα­χτού­ρης (δις), ερ­γά­τες στη Γερ­μα­νία (δις), Μα­νό­λης Τρια­ντα­φυλ­λί­δης, Θό­δω­ρος Αγ­γε­λό­που­λος, Κα­βά­λα (η πό­λη της κα­τα­γω­γής του), Αλέ­ξης Παν­σέ­λη­νος, Κ.Π. Κα­βά­φης, Φρί­ντα Λιάπ­πα, αθη­ναϊ­κοί τό­ποι (Κο­λω­νός, Τουρ­κο­βού­νια), Αντρέι Γκο­ρέν­κο, Νί­κος Εγ­γο­νό­που­λος, Παύ­λος Ζάν­νας (δις), Μά­νος Ζα­χα­ρί­ας, Πα­ντε­λής Βούλ­γα­ρης, Η. Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος, Αλ­μπέρ Κα­μύ, να­ζι­στι­κά στρα­τό­πε­δα συ­γκέ­ντρω­σης (το βι­βλίο για τις πε­ρι­πέ­τειες της μά­νας του βα­σι­κού του εκ­δό­τη τα τε­λευ­ταία χρό­νια, του Σά­μη Γα­βρι­η­λί­δη – πά­ει κι αυ­τός πρό­σφα­τα), πώς γυ­ρί­ζε­ται μια ται­νία, καρ­να­βά­λι, Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης, αρ­χείο Γε­ωρ­γί­ου Πα­πα­νι­κο­λά­ου (ημι­τε­λής δου­λειά) και πολ­λά άλ­λα. Δύ­σκο­λα μπο­ρεί να σκε­φτεί κα­νείς πα­ρα­γω­γι­κό­τε­ρο πο­λυ­καλ­λι­τέ­χνη, που ταυ­τό­χρο­να σχε­δόν κα­μιά Τέ­χνη (σκε­φτεί­τε τις ιδιό­τη­τες των ανα­φε­ρό­με­νων προ­σώ­πων) δεν άφη­σε πα­ρα­πο­νε­μέ­νη ως αντι­κεί­με­νο.

                4.

Οι τί­τλοι ει­δι­κά των λο­γο­τε­χνι­κών του βι­βλί­ων εί­ναι με επι­λο­γή του ποι­η­τι­κό­τα­τοι: «Πε­ρι­πέ­τειες πλα­νό­διου σω­μα­το­φύ­λα­κα ονεί­ρων», «Σή­κω­σε το κε­φά­λι σου πα­τέ­ρα», «Η ορ­μή του νε­ρού και των υδά­των», «Άγ­γε­λος των πρώ­των ημε­ρών», «Για­τί οι γυ­ναί­κες δεν αγα­πούν τη βρο­χή» κλπ.

                5.

Ήταν ακό­μα ένας που σπού­δα­σε Νο­μι­κά, μα δεν τέ­λειω­σε. Τα πα­ρά­τη­σε στο πτυ­χίο και την κο­πά­νη­σε για το Λον­δί­νο, όπου σπού­δα­σε –τι άλ­λο;– σι­νε­μά. Για­τί; Για­τί σα φοι­τη­τής στην Αθή­να του ΄60 ασχο­λιό­τα­νε ήδη πο­λύ με τον κι­νη­μα­το­γρά­φο και εί­χε ήδη ρί­ξει τη βάρ­κα του στα βρά­χια. Όταν, με με­σο­λα­βη­τή τον υπέ­ρο­χο κοι­νό μας φί­λο Τά­κη Μπα­στέα, πή­γα και τον βρή­κα στα κα­τσά­βα­ρα­χα του Πο­λυ­γώ­νου όπου ζού­σε, τό­τε που έγρα­φα τα «Σι­νε­μά της Αθή­νας 1896-2013», με βό­η­θη­σε πά­ρα πο­λύ. Ανά­με­σα στ΄ άλ­λα, εί­χε και μια πλή­ρη συλ­λο­γή προ­γραμ­μά­των από τις προ­βο­λές που έκα­νε πριν τη χού­ντα η ΦΚΛΑ («Φοι­τη­τι­κή Κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή Λέ­σχη Αθή­νας») Κυ­ρια­κές πρωί στην «Ίρι­δα», Ακα­δη­μί­ας και Ιπ­πο­κρά­τους. Το λήμ­μα ει­δι­κά για το σι­νε­μά αυ­τό θα ήταν κα­τά πο­λύ φτω­χό­τε­ρο δί­χως τη δι­κή του συμ­βο­λή. Γι’ αυ­τό και ο Λευ­τέ­ρης βρί­σκε­ται στην αφιέ­ρω­ση του βι­βλί­ου μου.

6.

Πα­ρά τη δια­φο­ρά ηλι­κί­ας (11 χρό­νια, ήταν δη­λα­δή στην αμέ­σως προη­γού­με­νη γε­νιά από μέ­να), κολ­λή­σα­με: κα­φέ­δες στο «Πα­νελ­λή­νιον», βι­βλια­νταλ­λα­γές και αμοι­βαί­ες βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις, συ­νε­ντεύ­ξεις του στην τό­τε εκ­πο­μπή μου στον «Αθή­να 9,84», εκ­μυ­στη­ρεύ­σεις, επι­σκέ­ψεις οί­κοι (το νέο του σπί­τι στα Βρι­λήσ­σια, τί­γκα στο βι­βλίο πα­ντού) και μια συγ­γρα­φι­κή συ­νερ­γα­σία στο βι­βλίο του για τον Κούν­δου­ρο.

                7.

Δευ­τέ­ρα, τη­λε­φώ­νη­μα: «Ελα, ρε Μή­τσο. Σ΄ενη­με­ρώ­νω ότι θα μπω για εγ­χεί­ρη­ση. Πρό­βλη­μα αορ­τής, άρα εγ­χεί­ρι­ση καρ­διάς. Οι εξε­τά­σεις κα­λές, το ίδιο και οι προ­ο­πτι­κές». Τε­τάρ­τη, τη­λε­φώ­νη­μα: «Σ΄ενη­με­ρώ­νω ότι μπαί­νω νο­σο­κο­μείο. Πα­ρα­σκευή το χει­ρουρ­γείο. Ακο­λου­θούν μια-δυο μέ­ρες εντα­τι­κή. Από Δευ­τέ­ρα σε κα­νο­νι­κό θά­λα­μο. Μια χα­ρά θα πάω, ρε Μή­τσο, θα τα πού­με». Δεν τα κα­τά­φε­ρε, πέ­θα­νε στο χει­ρουρ­γείο και Δευ­τέ­ρα έγι­νε η κη­δεία, που εί­χε κα­νο­νί­σει να εί­ναι πο­λι­τι­κή.

                8•

Απλός και κα­λός άν­θρω­πος, δί­χως κα­μιά έπαρ­ση (πα­ρά το τρο­με­ρό του δη­μιουρ­γι­κό –άσε το σω­μα­τι­κό– εκτό­πι­σμα), ίντρι­γκες, συ­ναλ­λα­γές και τα σχε­τι­κά (σε καλ­λι­τε­χνι­κά σι­νά­φια όπου κα­τά κα­νό­να συμ­βαί­νουν τ’ αντί­θε­τα), ευ­γε­νι­κός, προ­ση­νής και με χιού­μορ, ήταν ένα εί­δος αναρ­χί­ζο­ντος μο­να­χι­κού δη­μιουρ­γού εκτός πά­σης ομά­δας / τά­σης / πα­ρά­τα­ξης, μια ομά­δα μό­νος του, γι­νό­τα­νε χα­λί να τον πα­τή­σου­νε οι φί­λοι του και βό­η­θα­γε με ανι­διο­τέ­λεια τους πά­ντες. Γι’ αυ­τό και τώ­ρα θρη­νή­θη­κε αλη­θι­νά και όχι τυ­πι­κά, και πά­ντως όχι στη βά­ση τού «οι τε­θνε­ώ­τες δε­δι­καί­ω­νται». Και θα θρη­νη­θεί πο­λύ ακό­μα, δε χω­νεύ­ε­ται εύ­κο­λα ο θά­να­τός του.

                9.

Ελ­πί­ζω ότι συγ­γρα­φι­κά και κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά αφιε­ρώ­μα­τα θ΄ ακο­λου­θή­σουν, με­τά από συ­ντο­νι­σμό της Εται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων και της Εται­ρεί­ας Ελ­λή­νων Σκη­νο­θε­τών, ώστε να φα­νεί όλο το πλά­τος της δη­μιουρ­γι­κής του προ­σω­πι­κό­τη­τας.

                10•

Πέ­ρα από όσα βι­βλία του κυ­κλο­φο­ρού­σαν κα­νο­νι­κά, ο Λευ­τέ­ρης δια­τη­ρού­σε την πα­λιά συγ­γρα­φι­κή συ­νή­θεια να τυ­πώ­νει μο­νό­φυλ­λες ή δί­φυλ­λες βι­νιέ­τες, σε 100 για πα­ρά­δειγ­μα αντί­τυ­πα εκτός εμπο­ρί­ου, να τις αριθ­μί­ζει και να τις χα­ρί­ζει σε φί­λους/ες του, χέ­ρι με χέ­ρι ή στέλ­νο­ντάς τες τα­χυ­δρο­μι­κά. Η τε­λευ­ταία πού εί­χε έρ­θει στα χέ­ρια μου, μό­λις πέρ­σι αν δεν κά­νω λά­θος, πε­ριέ­χει ένα πε­ζό ποί­η­μα με την αφιέ­ρω­ση «στη Λί­να» και τον δυ­σοί­ω­νο, όπως απο­δεί­χτη­κε, τί­τλο. Από το ποί­η­μα αυ­τό ξε­ση­κώ­νω τον τε­λευ­ταίο στί­χο – στρο­φή.

«ΓΕ­ΡΩΝ ΣΤΡΑ­ΤΗ­ΛΑ­ΤΗΣ ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕ­ΛΟΥΣ»:

… Έλα λοι­πόν για πες μου τώ­ρα τι θα κά­νεις με μια χού­φτα κου­ρε­λή­δες για στρα­τιώ­τες σου που ξε­πα­γιά­ζου­νε στο κρύο και σε ακο­λου­θά­νε βου­λιά­ζο­ντας ώς το γό­να­το μέ­σα στη λά­σπη με κλει­σμέ­νο τον και­ρό από πα­ντού στα κα­πνο­τό­πια στο Νταρ­νί­τσι και πιο πέ­ρα μα­κρά στα τε­νά­γη των Φι­λίπ­πων;

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: