Τρία σημερινά, αξιόλογα μυθιστορήματα (και) για την κρίση των οικογενειακών σχέσεων

Τρία σημερινά, αξιόλογα μυθιστορήματα (και) για την κρίση των οικογενειακών σχέσεων


Είναι πολύ ευχάριστο ότι πολλοί από τους σοβαρούς εκδοτικούς μας οίκους συγχρονίζονται με την παγκόσμια παραγωγή βιβλίου, αγοράζοντας τα δικαιώματα μυθιστορημάτων που κυκλοφόρησαν πολύ πρόσφατα, και προσφέροντάς τα στο ελληνόγλωσσο (Ελλάδα, Κύπρος, Νότια Αλβανία, διασπορά κ.λπ.) αναγνωστικό κοινό. Έτσι, όσοι/ες από μας έχουμε τη διάθεση, βλέπουμε τις συγγραφικές τάσεις που διαμορφώνονται στην ξένη πεζογραφία, ακόμα και από πολύ νεαρούς συγγραφείς, με πολύ μικρή διαφορά φάσης σε σύγκριση με την αρχική έκδοση.
Είχα λοιπόν τη χαρά να διαβάσω τρία μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν πρόσφατα και που οι εκδότες είχαν την καλοσύνη να μου τα στείλουν, στα οποία επίκεντρο -αν τραβηχτείς πολύ πίσω και τα κοιτάξεις από μακριά, είναι η κρίση των οικογενειακών σχέσεων- πόσο διαφορετικά όμως στο καθένα και με πόσες άλλες πτυχές, τόσο πολλές, ώστε είναι δύσκολο να φανεί ακόμα κι αυτή η συγγένεια που ανάφερα και που την έβαλα στον τίτλο. Τα μυθιστορήματα αυτά μοιράζονται κι άλλο κοινό, την αφηγηματική συντομία, και είναι «Η χορτοφάγος» της Χανγκ Γκανγκ, οι «Δεσμοί στοργής» του Ροδρίγο Ασμπούν και το «Ταξιδεύοντας σε ξένη γη» του Ντέιβιντ Παρκ.


«Η χορτοφάγος» της Νοτιοκορεάτισσας Χανγκ Γκανγκ (γεν. 1970) κυκλοφορεί σε μετάφραση της Αμαλίας Τζιώτη από το πρωτότυπο και (αυτο)σχόλια της συγγραφέως σαν επίμετρο. Στα κορεάτικα είχε βγει το 2007 και στ΄ αγγλικά μεταφράστηκε το 2015, κερδίζοντας το διεθνές Μπούκερ το 2016 ενώ φέτος, τέσσερα χρόνια μετά, το κυκλοφόρησε στα ελληνικά ο Καστανιώτης.
Επίκεντρο του λιτού (180 σελίδες καθαυτό κειμένου) μυθιστορήματος είναι η δήλωση της ΓιόνγκΧιε – μιας νεαρής, παντρεμένης, άτεκνης και ευκαιριακά εργαζόμενης νοικοκυράς, ότι δε θα ξαναφάει κρέας. Η αιτία ήταν «ένα όνειρο», περισσότερα δε λέει. Η «επανάσταση» επεκτείνεται, αργότερα, στην απόλυτη άρνησή της να ξαναφορέσει σουτιέν και στην επιδίωξή της να ζήσει «σα φυτό». Όλα αυτά, ακόμα και η αρχική «αθώα» χορτοφαγική δήλωση, προκαλούν, φυσικά, τεράστια προβλήματα στη σχέση με τον άντρα της (και με επιπτώσεις στη δουλειά του), στη σχέση της με τους καταπιεστικούς γονείς της και ειδικά με τον πατέρα της (σημειωτέον: βετεράνος του Βιετνάμ), με την αδερφή της κλπ. Τελικά θεωρείται τρελή και κλείνεται σε κλινική, ενώ αφυδατώνεται συνέχεια λόγω ασιτίας και επικοινωνεί με τον κόσμο όλο και λιγότερο. Στον περίγυρο υπάρχει πολλή απιστία, μπόντι πέιντινγκ, απροσδόκητα σχεδιασμένο σεξ και βίντεο (είναι η εποχή των βιντεοταινιών), διάλυση μιας ακόμα οικογένειας, κριτική των εργασιακών σχέσεων και της φαλλοκρατίας και πολλά άλλα. «Finis coronat opus» («το τέλος στεφανώνει το έργο»): και πράγματι το τέλος, αρκετά «ανοιχτό» –περισσότερα δε θέλω να πω– «ανεβάζει» κι άλλο το πρωτότυπο αυτό βιβλίο.
Θέλω όμως να πω λίγα λόγια για μερικές από τις αφηγηματικές τεχνικές της συγγραφέως. Το μυθιστόρημα αποτελείται από τρία μονάχα, μα εξαιρετικά εκτεταμένα κεφάλαια, όλα τιτλοφορημένα, και με Περιεχόμενα (ενάντια στην κατά τη γνώμη μου κακή συνήθεια να μη μπαίνουν Περιεχόμενα – και στα καθ΄ ημάς). Στο πρώτο κεφάλαιο (ομότιτλο με το μυθιστόρημα) υπάρχει πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε παρωχημένους χρόνους και αφηγητής είναι ο σύζυγος, ένας ανασφαλής, δουλικός και παραδοσιακός –αν και νεαρός– «χαλβάς», ενώ με πλάγια γράμματα παρεμβάλλονται σκέψεις της ΓιόνγκΧιε. Χαρακτηριστικό της συζυγικής αφήγησης είναι ο ρεαλισμός μέχρι εσκεμμένης ρηχότητας. Στο δεύτερο κεφάλαιο, τη «Μογγολική κηλίδα» (ευκαιρία να μάθετε τι είναι, όσοι/ες δεν το ξέρετε κιόλας) η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, όμως η συγγραφέας δεν είναι παντογνώστρια: πρωταγωνιστεί ο κουνιάδος τής ΓιόνγκΧιε, δηλαδή ο άντρας της αδερφής της (ενώ σημαντικό ρόλο παίζει το άγχος για το αγοράκι τους, «μπαλάκι» ανάμεσα σε εργαζόμενους γονείς). Πάλι κυριαρχούν οι παρωχημένοι χρόνοι. Στο τρίτο κεφάλαιο, το «Δέντρα στις φλόγες», η αφήγηση είναι πάλι τριτοπρόσωπη, αλλά εδώ πρωταγωνιστεί η ΊνΧιε, που επισκέπτεται τη χορτοφάγα αδελφή της σε ψυχιατρική κλινική. «Πρωταγωνιστεί» επίσης, με πολλούς τρόπους, η ίδια η κλινική. Η αφήγηση δομείται σε Ενεστώτα, που επιτείνει συνέχεια το άγχος, έναν λαμπρό Ενεστώτα που πολύ τον ζήλεψα. Όπως ζήλεψα και συνολικά όλο το κοφτό συγγραφικό στιλ.


Οι «Δεσμοί στοργής» του Βολιβιανού Ροδρίγο Ασμπούν (γεν. 1984) βγήκαν στα ισπανικά το 2015. Στα ελληνικά κυκλοφόρησαν από τον Πατάκη το 2019, επίσης τέσσερα χρόνια μετά, σε μετάφραση και σημειώσεις της Γεωργίας Ζακοπούλου.
Εδώ το (ακόμα συντομότερο: μόλις 140 σελίδες καθαυτό κειμένου) βιβλίο αφορμάται από ένα πραγματικό γεγονός: λίγον καιρό μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Χανς Ερτλ, ο βασικός οπερατέρ της περίφημης Λένι Ρίφενσταλ, της «σκηνοθέτριας του Χίτλερ», μεταναστεύει με τη γυναίκα του την Αουρέλια και τις τρεις κόρες τους (Μόνικα, Χάιντι, Τρίξι) από το Μόναχο στη Βολιβία. Από κει και πέρα, όμως, όπως σημειώνει ο Ασμπούν, «πρόκειτα για προϊόν μυθοπλασίας… Δεν είναι … αξιόπιστη προσωπογραφία κανενός μέλους της οικογένειας Έρτλ, ούτε όσων εμφανίζονται μαζί τους». Μυθιστόρημα λοιπόν, και όχι μαρτυρία, σε δυο μέρη, το καθένα με έξι τιτλοφορημένα κεφάλαια συν ένα σκέτο στο τέλος με πλάγια γράμματα, σα να υπάρχει και να μην υπάρχει- και όλα αυτά με Περιεχόμενα, δεν κουράζομαι να το ξαναπώ.
Με εναλλασσόμενες αφηγήτριες και αφηγητές από κεφάλαιο σε κεφάλαιο παρακολουθούμε σε μια κατά βάση γραμμική αφήγηση πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, όπως: η δονκιχωτική εξερευνητική προσπάθεια του Ερτλ να βρει και να κινηματογραφήσει μια χαμένη πόλη των Ίνκας, η διάλυση στη σχέση Χανς – Αουρέλιας, η ενηλικίωση, οι διαφορετικές ψυχολογικές συγκροτήσεις - στοχεύσεις και οι έρωτες των κοριτσιών, καθώς και η διάλυση μερικών δικών τους σχέσεων, η γλωσσική εναλλαγή ανάμεσα σε γερμανικά και ισπανικά, το επαναστατικό κλίμα στη Λατινική Αμερική του ΄60 (υπάρχει εκτεταμένη αναφορά στον Τσε Γκεβάρα), η βαρβαρότητα των ακροδεξιών δικτατοριών αλλά και το αδιέξοδο και η τελική κατασίγαση του αντάρτικου, πλήθος εικόνων από τη ζωή των φτωχών Ινδιάνων, η σύγκρουση του Χανς με την αντάρτισσα Μόνικα, η συνεχής μετακίνηση της «κάμερας» ανάμεσα στη Λα Πας (όπου, το 1970, η ανήσυχη Τρίξι χάνει τη δουλειά της στο ινστιτούτο Γκέτε εξαιτίας της δράσης της αδερφής της), την Κονσεπσιόν, την Ευρώπη (όπου εγκαταστάθηκε και πέτυχε επιχειρηματικά η συντηρητική Χάιντι) και τα βουνά. Αποκορύφωμα, η τρομερή τελική μοναξιά του γέρου Χανς, που είχε ξεκινήσει ως κάτι μεταξύ Φιτζκαράλντο και Αγκίρε (και πάλι ένας Γερμανός εδώ, ο Βέρνερ Χέρτσογκ – κι ο νοών νοείτω) και καταλήγει, γέροντας, σε αγροτικό καταφύγιο που το ΄χει βαφτίσει «Ντολορόσα» . Τουτέστιν, «Λυπημένη».  
Κοφτό, δίχως περιττή λέξη, χαμηλής στόχευσης, σχεδόν ελλειπτικό, το μικρό αυτό βιβλίο νομίζω πως ξεπερνάει τον εαυτό του.

Το «Ταξιδεύοντας σε ξένη γη» του Βορειοϊρλανδού Ντέιβιντ Παρκ (γεν. 1953) βγήκε το 2018, πήρε «το βραβείο Ιρλανδικού Μυθιστορήματος της Χρονιάς» (δε διευκρινίζεται από ποιον) το 2019 και κυκλοφόρησε στα ελληνικά φέτος την άνοιξη από τον «Gutenberg», σε μετάφραση, σημειώσεις και εισαγωγή του Νίκου Μάντη.
Είναι κάπως μεγαλύτερα απ’ τ’ άλλα δύο (210 σελίδες), αλλά είναι και κατά τι μικρότερο στο σχήμα. Ακόμα, σε σύγκριση με τ’ άλλα, είναι το μόνο που διαδραματίζεται στις μέρες μας: τα κινητά, τα λάπτοπ και οι ταμπλέτες δίνουν και παίρνουν, το GPS του αυτοκινήτου πρωταγωνιστεί, το δημοψήφισμα για το Brexit (2016) είναι πρόσφατο κλπ. Και, δεδομένου ότι το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2018, η δράση του τοποθετείται, νομίζω, στα τέλη του 2017.
Η ιστορία, στη βάση της, είναι απλή. Ο νεαρός Βορειοϊρλανδός Λιούκ, που σπουδάζει σινεμά στο πανεπιστήμιο του Σάντερλαντ της βορειοδυτικής Αγγλίας, δεν μπορεί να γυρίσει σπίτι του για χριστουγεννιάτικες διακοπές, γιατί τ’ αεροδρόμιο του Νιούκασλ έχει κλείσει λόγω χιονιών. Επιπλέον αρρωσταίνει άσχημα, επικοινωνώντας με τους γονείς του μόνο τηλεφωνικά. Ο πατέρας του ο Τομ, ένας ταπεινός φωτογράφος, αφήνοντας τη γυναίκα του Λόρνα και τη δεκάχρονη κόρη τους Λίλι σε χριστουγεννιάτικες προετοιμασίες, ξεκινάει να τον φέρει σπίτι με το αυτοκίνητο. Δηλαδή λιμάνι, φέρι Ιρλανδία – εγκάρσια διάσχιση της νότιας Σκοτίας - Σάντερλαντ και ξανά πίσω από την ανάποδη: εκατοντάδες μίλια δύσκολης και αργής οδήγησης μέσα σε δρόμους μισοκαθαρισμένους από τα χιόνια, χώρια η θάλασσα.
Το ταξίδι δίνεται μέσα από πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Τομ, σε συνεχή λόγο και δίχως ξεχωριστά κεφάλαια, παρά μονάχα κενές αράδες πού και πού. Το βιβλίο κινείται σε τρία βασικά επίπεδα: πρώτο, το αφηγηματικό «τώρα», όπου ζούμε μαζί με το φωτογράφο τις δυσκολίες και τις περιπέτειες του ταξιδιού, τις ελπίδες του για αίσιο πέρας, τα τηλεφωνήματα με το γιο, τη γυναίκα και την κόρη του, τη γυναικεία φωνή του GPS που τον καθοδηγεί, τις μουσικές που ακούει· δεύτερο, ποικίλες αναδρομικές αφηγήσεις -καθώς η σκέψη του Τομ ολοένα ξεστρατίζει- μέσα από τις οποίες μαθαίνουμε τη γνωριμία του με τη Λόρνα, τις επαγγελματικές του ανησυχίες, την κρίση της μέσης ηλικίας, τη διαγνωσμένη κατάθλιψή του, τη δειλία και αβεβαιότητά του σχεδόν για όλα και για όλους (κύρια όμως για την πατρική του ιδιότητα), απαθανατισμένες σκηνές από τα παιδικά του χρόνια, πάνω απ’ όλα όμως την ύπαρξη ενός ακόμα γιού, του πρωτότοκου Ντάνιελ, που λείπει χρόνια από το σπίτι, και που η απουσία του έχει χαλάσει ακόμα περισσότερο τη μισοφθαρμένη σχέση του με τη Λόρνα (κατά κάποιο τρόπο, στο ταξίδι του ο Τομ αναζητάει δυο γιους, και πολλές φορές τούς μιλάει)· τέλος, ενώ στα προηγούμενα δυο επίπεδα η αφήγηση είναι ρεαλιστική, υπάρχει κι ένα μυστικιστικό επίπεδο, το οποίο ανοίγει, εμφανίζεται σποράδην και, ιδίως, κλείνει το βιβλίο, λειτουργώντας σαν ένα είδος μεταφυσικής λύτρωσης απέναντι στα φοβερά προσωπικά – οικογενειακά μυστικά και τις ψυχολογικές απωθήσεις, που σχετίζονται με τον χαμένο γιο. Κι αυτό, παρόλο που ο Τομ συχνά λέει ότι δεν έχει καμιά θρησκευτική πίστη.
Η γνώμη μου είναι ότι αυτό το τελευταίο κομμάτι, εναρμονισμένο με το διαβόητο βορειοευρωπαϊκό «πνεύμα των Χριστουγέννων», σε συνδυασμό με κάποιες προτάσεις διατυπωμένες σε εσκεμμένα χαμηλότερη ποιότητα από το σύνολο του έργου, εξασφαλίζουν μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό και προδιαγραφές μπεστ σέλερ – πράγμα που προφανώς συνέβη στο αγγλόφωνο αναγνωστικό κοινό, ενώ είναι πολύ πιθανό να το πετύχουν κι εδώ. Για μένα όμως, που ενθουσιάστηκα με το συγγραφικό στιλ στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου (δίχως καν να δίνω σημασία και σε μερικούς αναπόφευκτους μεταφραστικούς αγγλισμούς), αυτό είναι μειονέκτημα. Γιατί, αφού ο Παρκ ξέρει και γράφει πλήθος υπέροχες προτάσεις, αφού ξέρει και συσχετίζει αφηγηματικά το Λόκερμπι ή το Brexit, αφού χειρίζεται τόσο καλά τον (αυτο)σαρκασμό, αφού κάνει τόσο καλές μουσικές, κινηματογραφικές και φωτογραφικές αναφορές, αφού γράφει τόσο λαμπρούς διαλόγους, αφού χειρίζεται τόσο καλά τους εσωτερικούς μονολόγους του Τομ, αφού λοιπόν αυτά ισχύουνε, τότε μόνο εσκεμμένα μπορεί να έχει προσθέσει τις κατά τόπους απλοϊκότητες («να γίνω καλύτερος πατέρας» ή κάπως έτσι) και τις στρατευμένες χριστιανικές τελευταίες σελίδες.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: