Παράξενες κι ακόμα πιο παράξενες...

Με βάση σχέδιο της Σοφίας Χουλιαρά για το εξώφυλλο
Με βάση σχέδιο της Σοφίας Χουλιαρά για το εξώφυλλο

Καταρχάς, παράξενος είναι ο τίτλος του βιβλίου της Παυλίνας Παμπούδη καθώς με το συγκριτικό «πιο παράξενες» υπερτονίζει τον θετικό βαθμό του ίδιου επιθέτου: «παράξενες». Κι ευθύς αμέσως η Παμπούδη βάζει μ’ αυτό τον τίτλο τη σφραγίδα τής αποκλίνουσας από το συνηθισμένο πρόθεσής της. Και το εξώφυλλο της Σοφίας Χουλιαρά έρχεται να δέσει με την όλη παραξενιά του βιβλίου. Τίτλος και εξώφυλλο αποτελούν ένα ενδεικτικό πρόλογο για το εν αποκλίσει περιεχόμενο των 36 ιστοριών τού βιβλίου (εκδ. Καλειδοσκόπιο 2020).

Ευθύς εξαρχής, πρέπει να τονίσω ότι η Παμπούδη δεν είναι απλώς και μόνο συγγραφέας· είναι ένα φαινόμενο πολλαπλής δημιουργικότητας. Αν θέλει κανείς περισσότερα, ας γκουγκλάρει το όνομά της.
Κάτω λοιπόν από την ήρεμη και λιγομίλητη, για όσους την ξέρουν από κοντά, Παυλίνα, κρύβεται μια πολυσχιδέστατη καλλιτεχνική προσωπικότητα. Το αισθάνεται κανείς πολύ γρήγορα από τον τρόπο που σε κοιτάει και απαντάει στις ερωτήσεις σου: αργά, απλά, σοβαρά και μ’ ένα βλεφάρισμα γεμάτο χιούμορ. Σαν να αναιρεί όσα μόλις προ ολίγου σου είχε πει, για να σε βοηθήσει να καταλάβεις ότι το θέμα έχει περισσότερες διαστάσεις απ’ αυτές που υπολόγιζες. Προσωπικά την έχω γνωρίσει στα μέσα της 10ετίας του ’70, όταν δίναμε μαζί εξετάσεις, μετά τη Φιλοσοφική, στην Αρχιτεκτονική του ΕΜΠ. Οι δρόμοι μας συναπαντήθηκαν πάλι στα στέκια των Εξαρχείων και στο σπίτι του Κίμωνα Φράιερ, όπου νέοι ποιητές συγκεντρώνονταν να διαβάσουν ποιήματά τους. Ανάμεσά τους κι η Παυλίνα που σπάνια όμως διάβαζε κάτι δικό της. Από τότε πέρασε σχεδόν μισός αιώνας δημιουργίας για την Παυλίνα. Σήμερα παρατηρώ ότι στους καλλιτεχνικούς κύκλους, όσοι αναφέρονται σ’ αυτή, χρησιμοποιούν, ως δείγμα αποδοχής, μόνο το μικρό της όνομα. Είναι η Παυλίνα, τα υπόλοιπα είναι περιττά.
Λοιπόν, τι θα μπορούσε να πει κανείς αυθόρμητα, χωρίς πολλή σκέψη, γι’ αυτές τις παράξενες ιστορίες; Καταρχάς, ότι είναι όλες τους πολύ απολαυστικές. Διαβάζοντάς τες παίρνεις θέση σαν μικρό παιδί στο κουκλοθέατρο της γειτονιάς και περιμένεις με ανυπομονησία την αλλόκοτη πολλές φορές εξέλιξή τους. Μοιάζουν με παραμύθια, γιατί οι εναλλαγές ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό είναι τελείως φυσιολογικές, ακόμη κι αν παρεμβάλλονται πολλές παραδοξολογίες χωρίς χρονικούς ή τοπικούς προσδιορισμούς. Οι ανθρώπινοι ήρωές τους είναι και δεν είναι πραγματικοί. Άλλωστε πολλές ιστορίες έχουν ως ήρωες ζώα: σκύλους, γάτες, ποντικίνες κ.ά. που μιλούν και φιλοσοφούν σαν τον παλιό καλό καιρό, «ότε τα ζώα φωνήεντα ήν». Αλλ’ ωστόσο η παρεμβολή σύγχρονων στοιχείων, φιλοσοφικών στοχασμών, κοινωνικοπολιτικών σχολίων και γεγονότων μιας πολύ συνηθισμένης καθημερινότητας τις απομακρύνουν αρκετά απ’ αυτό το είδος.
Ύστερα, σ’ αυτές τις ιστορίες η πλούσια φαντασία της Παυλίνας αναπτύσσεται και δημιουργεί ένα διαφορετικό σύμπαν ανθρώπων και πραγμάτων, σαν να είναι κιόλας το μόνο πραγματικό, ενώ η λογική της ανατρέπει, γελοιοποιεί θα έλεγα, τα κοινώς ισχύοντα. Αυτό το τελευταίο το πετυχαίνει από τη μια με την ευγενική, αλλά τελείως αποδομητική σάτιρά της, που αποτελεί ένα σκούντημα προς τον αναγνώστη για να τον οδηγήσει σε μια αυτοσυνειδησία και ουσιαστική κατανόηση της ασυνήθιστης οπτικής της γωνίας και από την άλλη με το καταπληκτικό της χιούμορ, με την παιγνιώδη διάθεσή της, την αναπάντεχη εξέλιξη, το παιχνίδι με τις λέξεις κ.ά. Το ηθικό δίδαγμα στο τέλος διατυπώνεται, πάντοτε με χιούμορ, σαν επιμύθιο στο τέλος κάθε ιστορίας. Ελάχιστα διδάσκει, περισσότερο διασκεδάζει ή γελοιοποιεί τον διδακτισμό.
Η σύλληψη του σεναρίου αυτών των ιστοριών αποκαλύπτουν τη δημιουργική φαντασία, την ευρηματικότητα, το ταλέντο και το γόνιμο μυαλό της συγγραφέως. Το ύφος της γραφής της μου θυμίζει Κάφκα, ιδίως στις 5 ιστορίες με τη σκύλα Σίλα. Όλα παρουσιάζονται αληθινά αλλά συγχρόνως και συμβατικά. Το ουσιώδες είναι η ανατροπή της υπάρχουσας σοβαροφανούς, και γι’ αυτό λανθασμένης, αντίληψης της ζωής. Το αληθινό βρίσκεται στην ελευθερία της σκέψης και της γραφής. Αυτό που πολλοί θεωρούν αδόκιμο η Παμπούδη με τις παραβολικές-αλληγορικές «παράξενες κι ακόμα πιο παράξενες ιστορίες» της, ξεπερνώντας κάθε συντηρητισμό της γραφής, προχωράει σ’ ένα νέο είδος, πολύ προσωπικό κι αδοκίμαστο, νομίζω, από άλλους Έλληνες συγγραφείς.
Γενικά, η τέχνη της γραφής δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να ζει «παράλληλα άλλη μία, κρυφή ζωή, ικανοποιώντας ατιμώρητα όλα τα πάθη» του, όπως γράφει η Παμπούδη στην πρώτη ιστορία της: «Εξομολόγηση ενός επιτυχημένου συγγραφέα». Μπορεί κανείς π.χ. να κάνει οτιδήποτε, ακόμη και φόνους, αφού είναι φανταστικοί φόνοι και δεν πρόκειται να τιμωρηθούν. Με πολύ χιούμορ μάλιστα περιγράφεται ο φόνος μιας καθαρίστριας, που διέπραξε, χωρίς να έχει καθόλου τύψεις, ο ήρωας και αφηγητής της εν λόγω ιστορίας, επειδή «ήταν μια βασανισμένη γυναίκα που η πεθερά της τη μισούσε και της έκανε τη ζωή κόλαση, και που υπέφερε από κιρσούς, ψωρίαση και, ανεκδήλωτη ακόμα, ηπατίτιδα Β. Την είχα απαλλάξει από τα βάσανα», λέει ο «δολοφόνος» ως άλλη Φραγκογιαννού. Με τέτοιο παιγνιώδη τρόπο περιγράφει την… απελευθερωμένη πράξη που οδηγεί σε μια απελευθερωμένη γραφή.

Στις 36 αυτές ιστορίες θα κάνει ο αναγνώστης τη γνωριμία του με πολύ ωραίους και παράξενους ήρωες: τον κ. Μπένζαμιν Μπελμάγιερ που τη νύχτα ήταν η Κιμ Λι, τον γερο-Τιμ που ο λεκές, μάλλον από κρασί, πάνω σ’ ένα παλιό ναυτικό χάρτη του φάνηκε σαν να ήταν νησί, στο οποίο βρέθηκε ξαφνικά να περπατά χωρίς να το καταλάβει γιατί ήταν πιωμένος, την Κοραλία Φατσέα που ερωτεύτηκε τον σπουδαίο αλλά άγνωστο ποιητή Ιωάννη Ζεμενό, τον κ. Αδαμάντιο, την κ. Χρυσούλα και τη Νονομάγισσα που τους εξαπάτησε (για να επαληθευτεί το ηθικό δίδαγμα πως «Καμιά μαγική παρέμβαση δεν μπορεί να σε σώσει από την Εφορία…») κ.ά. Θα διαβάσει ακόμη τις καταπληκτικές μεταμορφώσεις της Χαράς: σε γάτα, κορίτσι, βοσκοπούλα, μακρινή συγγενή της γιαγιάς, η οποία όμως ποτέ δεν το ανάφερε κι ούτε είχε γνωρίσει κάποια χαρά στη ζωή της, σε αφηρημένη έννοια τέλος, για να βγει το ηθικό δίδαγμα πως «Η χαρά είναι όντως μια πολύ αφηρημένη έννοια…». Θα διαβάσει και τις ωραιότατες ιστορίες τής ιδιαίτερα υψηλής ευφυίας σκύλας Σίλας, που δυστυχώς συγκατοικούσε με μια οικογένεια ανθρώπων μετρίας αντιλήψεως. Δεν περνούσε καλά και γι’ αυτό φιλοσοφούσε με καφκικό τρόπο τη ζωή, ώσπου μια μέρα εξαφανίστηκε αλλά από τις δυσκολίες της αδέσποτης ζωής αναγκάστηκε να επανέλθει στο σπίτι των κυρίων της γνωρίζοντας τις κυρώσεις που την περίμεναν. Όλες αυτές οι σχετικές με τη Σίλα ιστορίες περιέχουν σαφώς κοινωνικοπολιτικές νύξεις που στο ηθικό δίδαγμα καταλήγουν, ανάμεσα στ’ άλλα στο: «Γαβώ (sic) την ατυχία μου…».
Όλες οι ιστορίες είναι πολύ διασκεδαστικές αλλά και με τραγικό βάθος. Δεν είναι εύκολο στον καθένα να τις αποκωδικοποιεί αυτόματα. Χρειάζεται να επιμείνει κανείς στην ανάγνωση, να εμβαθύνει, όπως λέμε. Ίσως θα ήταν μάλιστα καλύτερο να διαβάζει μία μόνο ιστορία την ημέρα, μετά την πρωινή γυμναστική του (νους υγιής εν σώματι υγιεί). Αλλιώς κινδυνεύει να δει το βλεφάρισμα της Παυλίνας που θα σημαίνει ότι «το θέμα έχει περισσότερες διαστάσεις απ’ όσες υπολόγιζε».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: