Ένα απόγευμα στο Χαλάνδρι

Ένα απόγευμα στο Χαλάνδρι

Άνοιξη του ’97 σε μια μονοκατοικία στο Χαλάνδρι. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που συνάντησα τον Κωστή Παπαγιώργη από κοντά. Είχε προηγηθεί μια σειρά συνεννοήσεων μέσω τηλεφώνου που κάποιες φορές έμοιαζαν, από την μεριά του, με τα προσεκτικά βήματα που κάνει ένας κυνηγός πριν κυκλώσει το θήραμα. Εκ των υστέρων κατανόησα πως εκείνος ήταν που θεωρούσε τον εαυτό του οιονεί θήραμα κι άλλο δεν έκανε από το να προσπαθεί να γλιτώσει από τους τυχοκυνηγούς. Εμού συμπεριλαμβανομένου.
Εκείνη την περίοδο, ο Παπαγιώργης έγραφε μια σελίδα στην οικονομική εφημερίδα Επενδυτής κι εγώ εργαζόμουν σε μια αθλητική εφημερίδα. Είχαμε το ίδιο αφεντικό, αλλά δεν συναντιόμασταν ποτέ σε διαδρόμους και γραφεία. Η σχέση του με την εφημερίδα ήταν αποκλειστικά εξωτερική. Πετούσε βέλη από απόσταση.
Θυμάμαι τη συστολή του όταν του ζήτησα να του κάνω συνέντευξη. Για ποιο θέμα; Τι να πω εγώ; Γιατί πρέπει να την κάνουμε; Μήπως να το αφήσουμε; Οι ερωτήσεις του, βγαλμένες από ένα πηγάδι άγχους και ενστίκτου αυτοσυντήρησης, κάμφθηκαν με έναν τρόπο που δεν μπορώ ακόμη και σήμερα να τον εξηγήσω. Δεν νομίζω πως οι απαντήσεις που του έδωσα τότε ήταν επαρκείς. Ωστόσο, βρεθήκαμε.

Θυμάμαι τα πρώτα δέκα λεπτά που κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον. Μοιάζαμε σαν στρατιώτες που στέκονταν έμφοβοι μπρος στο χαράκωμα. Ποιος θα έτρωγε πρώτος τη σφαίρα;
Για να σπάσω τον πάγο τού εξομολογήθηκα πως είμαι αγοραφοβικός. Εκείνη την περίοδο η ασθένειά μου βρισκόταν σε φάση έξαρσης. Με το που εμφανιζόμουν σε κλειστούς χώρους πακτωμένους από ανθρώπινη ουσία, αμέσως κατέρρεα. Οι λιποθυμίες μου είχαν γίνει η δεύτερη φύση μου. Να με είδε ως συμπαίκτη στη μοναχικότητα; Να με κατάλαβε ως το μέγα βάθος; Αυτό που ξέρω είναι ότι από εκείνη την στιγμή, ο υπόλοιπος χρόνος που είχα στη διάθεσή μου για τη συνέντευξη κύλησε με λανθάνουσα ευχαρίστηση.
Λανθάνουσα διότι ο Παπαγιώργης ήταν ένας μετρ της έλξης και της άπωσης, ωσαύτως και ταυτοχρόνως. Σαν σχοινί που ένα αόρατο χέρι τη μια στιγμή το τεντώνει κι ύστερα αμέσως το χαλαρώνει.

Άσπρο μαλλί κομμένο με γωνίες. Μεγάλα γυαλιά, στόμα σαν αστερισμός που άλλοτε υπομειδιούσε κι άλλοτε συνοφρυωνόταν. Σώμα στητό – μου έφερνε στο νου κάτι πρόκες που αντιστέκονται και δεν μπαίνουν στον τοίχο όσο και να τις χτυπήσεις. Το καλύτερο του, εκεί που χαλάρωνε αρκετά, ήταν όταν μιλούσε για μπάλα. Από τους ελάχιστους διανοούμενος που έβγαλε αυτή η χώρα που δεν θεωρούσε έγκλημα καθοσιώσεως να ασχολείται με το τόπι. Ο Παπαγιώργης ήταν σοβαρός και λαϊκός. Είχε μια αστική ανεμελιά, αλλά και μια λαϊκή καταδεκτικότητα. Και, ναι, ήξερε καντάρια ποδόσφαιρο. Όχι με την αναλυτική ενάργεια ενός γραφιά, αλλά με την ωμή γνώση ενός ξεσκολισμένου.

Έκτοτε, μιλήσαμε κάποιες φορές στο τηλέφωνο. Πιο πολύ από δική μου ανάγκη. Φίλοι δεν γίναμε, μας χώριζε η ηλικία και οι διαφορετικές αναφορές. Θυμάμαι να του ζητάω το δικό του modus operandi για να κλέψεις ένα βιβλιοπωλείο χωρίς να σε καταλάβουν. Μου πρόσφερε χωρίς δεύτερη σκέψη κάμποσες έξυπνες λύσεις για το «πρόβλημα». Κάποιες τις εφάρμοσα με επιτυχία εκείνα τα χρόνια. Άλλες θεώρησα πως πρέπει να διαθέτεις κάμποσο σθένος μπρος στο άγνωστο για να τις φέρεις εις πέρας.
Να η διαφορά του Παπαγιώργη με κάμποσους άλλους γραφιάδες: είχε μέσα του αυτή τη ρίζα του σθένους να απομονώνει ένα θέμα, να του αφαιρεί όλες τις επιστρώσεις (πώς ξεφλουδίζεις ένα κρεμμύδι;) για να το κάνει ολότελα δικό του. Κι άλλοι έχουν γράψει για το ποτό, τη βία, την ανεστιότητα του εαυτού, τη μισανθρωπία, τον ίμερο και την κλινοπάλη, κανείς όμως δεν το έκανε με τον κυκλωτικό τρόπο του Παπαγιώργη. Πραγματική μάχη χαρακωμάτων από την οποία βγήκε εσωτερικά αλώβητος κι ας φαινόταν ολοκάθαρα πως είχε περάσει του λιναριού τα πάθη.

Για τους πιθανούς αναγνώστες του Παπαγιώργη ισχύει ο Καρουζικός στίχος: «Μη με διαβάζετε/όταν/έχετε/δίκιο./Μην με διαβάζετε όταν/δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα». Τουτέστιν: αν όλα σας ήρθαν βολικά ή νομίζετε πως σας ήρθαν, αν η χαρμολύπη δεν θωρακίζει τη σκευή σας, αν στα χείλη σας δεν ζει παντάνασσα σιωπή (Καρούζος, ξανά), τότε μην τον διαβάσετε.
Οι άλλοι, ας πιούμε γι’ αυτόν τραγουδώντας Τσελανικά: «Το χαμένο δεν ήταν χαμένο/η καρδιά είναι ένας τόπος οχυρός». Ναι, ο Παπαγιώργης είναι ένα οχυρό. Από τα τελευταία που μας έμειναν.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Κωστή Παπαγιώργη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: