Το γράμμα πάντοτε φτάνει στον προορισμό του

Η Μαρίνα Τσβετάγεβα
Η Μαρίνα Τσβετάγεβα


Μαρίνα Τσβετάεβα, Γράμματα στον «Ελικώνα», μετάφραση-επίμετρο Δήμητρα Κονδυλάκη, εκδ. Νεφέλη 2021


————

Κατά μια σημαντική έννοια, υπάρχω για σένα και χάρη σε σένα. Αν χάσω τις συνθήκες της απεύθυνσης, αν δεν έχω ένα «εσύ» για να του απευθυνθώ, τότε έχω χάσει τον εαυτό μου. [...] Μπορεί κανείς να διηγηθεί μια αυτοβιογραφία μόνο σε σχέση με κάποια άλλη ή σε κάποιον άλλο, και μπορεί να αναφερθεί σε ένα «εγώ» μόνο σε σχέση με ένα «εσύ»: χωρίς το «εσύ» η ιστορία μου γίνεται αδύνατη.

Judith Butler, Λογοδοτώντας για τον εαυτό (μτφ. Κ. Λαλιώτης)


«Ένα γράμμα πάντοτε φτάνει στον προορισμό του», αναφέρει ο Ζακ Λακάν στον επίλογο του διάσημου κειμένου του Το σεμινάριο για το «κλεμμένο γράμμα» – μια συχνά παρεξηγημένη φράση λόγω του ντετερμινισμού που, φαινομενικά, προκρίνει. Ο, κατά τ’ άλλα, αμφιλεγόμενος επίγονος του Λακάν, Σλάβοϊ Ζίζεκ, προσφέρει ίσως την πιο ακαταμάχητη αποκρυπτογράφηση της παραπάνω φράσης: ένα γράμμα θα βρει πάντοτε τον αναγνώστη του, επειδή ο αποδέκτης υπερβαίνει το φυσικό πρόσωπο της εμπειρικής πραγματικότητας στο οποίο, ονομαστικά, απευθύνεται το ίδιο το γράμμα· σαν το μήνυμα μέσα στο μπουκάλι που ρίχνεται στον ωκεανό, κάθε γράμμα απευθύνεται, σε τελική ανάλυση, στη συμβολική τάξη των πραγμάτων. Για να το πούμε αλλιώς: ολόκληρη η λογοτεχνία παρέχει ένα νήμα σύνδεσης με το αιώνιο και από αυτήν ακριβώς τη σύνδεση αντλεί τη δύναμή της η επιστολογραφική λογοτεχνία. Ο αναγνώστης που θα διακινηθεί από αυτό που έπεσε στα χέρια του ήταν εξαρχής ο προορισμένος –και μόνος– αναγνώστης.

Ένα τέτοιο δείγμα επιστολογραφικής λογοτεχνίας αποτελούν και τα Γράμματα στον «Ελικώνα» της Μαρίνας Τσβετάεβα, που κυκλοφορούν από τις εκδ. Νεφέλη, σε αναθεωρημένη μετάφραση και επίμετρο της Δήμητρας Κονδυλάκη. Το βιβλίο εγκαινιάζει και συνάμα αναβιώνει τη σειρά «Μεταφορές» (πλέον υπό την κοινή διεύθυνση του Δημήτρη Αλεξάκη και της Δήμητρας Κονδυλάκη), που είχε κάποτε φιλοξενηθεί στις Εκδόσεις Γαβριηλίδη και η οποία είχε, εν έτει 2008, στεγάσει την πρώτη ελληνική έκδοση του εν λόγω έργου.

Γραμμένα στην αρχική τους μορφή ακριβώς 100 χρόνια πριν, τα Γράμματα στον «Ελικώνα», μια σειρά από επιστολές της Τσβετάεβα που απευθύνονται στον εκδότη του «Ελικώνα» Αμπραάμ Βισνιάκ, στοιχειοθετούν καταρχάς ένα «επιστολογραφικό μυθιστόρημα», ακτινογραφώντας μια χειρονομία ερωτικής απεύθυνσης της ποιήτριας προς τον εκδότη, μαζί με την τελευταία τους συνάντηση και έναν επίλογο, εν είδει απολογισμού. Αλλά και μια προσπάθεια εξιστόρησης του έρωτα χωρίς την καταφυγή στα προφανή εργαλεία του ποιητικού λόγου, όλα αυτά τα «ερωτικά κλισέ – τόσο φθαρμένα από τη χρήση!».[1] Στόχος εδώ δεν είναι παρά μόνο πρωτογενώς το αγαπημένο πρόσωπο· ο βαθύτερος, πραγματικός στόχος είναι η επαφή με το μυστήριο, το αιώνιο, το έξω-από-εμάς-και-όμως-εντός-μας. Ο επιφανειακός στόχος των επιστολών –ως όχημα για την εξελισσόμενη σχέση μεταξύ Τσβετάεβα και Βισνιάκ– ούτως ή άλλως αποτυγχάνει, αφού είναι προορισμένα για τον αναγνώστη του μέλλοντος. Επεξεργασμένα δέκα χρόνια αργότερα, το 1932, θα βρουν τελικά τον δρόμο τους για το τυπογραφείο μόλις τη δεκαετία του ’80: είναι η χρονική στιγμή κατά την οποία το μήνυμα στο μπουκάλι προσαράζει επιτέλους στις ακτές για τις οποίες ήταν εξαρχής ταγμένο.

Η αφηγηματοποίηση του έρωτα είναι, επομένως, σχεδόν συγκυριακή προκειμένου να διαμειφθεί μια διαδικασία μεταξύ αποστολέα και παραλήπτη: όπως έγραφε η κόρη της Τσβετάεβα για τη μητέρα της, «επινοείται ένα πρόσωπο και ξεσπά η θύελλα», αφού «το αντικείμενο είναι άνευ σημασίας, το μόνο που μετράει είναι το πώς».[2] Ή όπως το θέτει η ίδια η Τσβετάεβα στη δεύτερη επιστολή της, πρόκειται για μια προσπάθεια «να φτάσει [κανείς] στο ιδανικό μετουσιώνοντας αυτό που θα έπρεπε να είναι το πραγματικό σε πραγματικό εν δυνάμει».[3] Στο επίμετρό της, η Δήμητρα Κονδυλάκη αναφέρει ότι ο έρωτας εδώ αποτελεί την ανάποδη όψη της λογοτεχνίας, μια απόπειρα μετουσίωσης της αδυνατότητας του βιώματος, «η αξεδιάλυτη σχέση της ποίησης με το ανεκπλήρωτο» μέσα από την οποία «το κοινό ανάγεται σε εξαιρετικό».[4] Όπως επισημαίνει η μεταφράστρια, «μια τυχαία σχέση γίνεται η αιώνια σχέση»: λιγότερο ντοκουμέντο μιας συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής ή αποτύπωση ενός βίου και περισσότερο «ολοκληρωμένη καλλιτεχνική μονάδα με διαστάσεις προτύπου».[5]

Προτύπου για τι ακριβώς, ωστόσο, θα αναρωτηθεί κάποιος; Ως ποιητικό κείμενο που σφύζει από διακειμενικότητα, τα Γράμματα μοιάζουν καταρχάς με κατοπτρικό παιχνίδι, στο οποίο οι ίδιες ή παρόμοιες εικόνες διαθλώνται εμμονικά, ενίοτε ακόμα και αφόρητα, απηχώντας, στο μυαλό μου, μια γνωστή φράση του Χ. Λ. Μπόρχες: «Οι καθρέφτες και η συνουσία είναι απεχθείς γιατί πολλαπλασιάζουν τον αριθμό των ανθρώπων».[6] Στην περίπτωση των Γραμμάτων δεν πρόκειται όμως για την κυριολεκτική απεικόνιση μιας πραγματικής ερωτικής συνουσίας· άλλωστε, η ποιήτρια αναφέρει χαρακτηριστικά σε μια επιστολή της ότι «κάθε δρόμος που καταλήγει σε κρεβατοκάμαρα είναι κάλπικος».[7] Περισσότερο εδώ την ενδιαφέρει μία συν-ουσία με την ετυμολογική σχεδόν σημασία της λέξης: μια αναμέτρηση ή σύγκρουση ουσιακών καταστάσεων, το αρσενικό μέσα στο θηλυκό, το γήινο μέσα στο υπέργειο. Στο διαρκώς ρευστό ποιητικό σύμπαν της, η Τσβετάεβα στρέφεται σε μια «στρατηγική της ουσιοκρατίας», για να αντλήσουμε από έναν αγαπημένο όρο των θεωρητικών του μεταδομισμού: παρότι αναγνωρίζει τη ρευστότητα της ύπαρξής της, ακόμα και του φύλου της, σε διάφορα σημεία, δεν διστάζει να τοποθετήσει επίσης την αναμέτρησή της με το αιώνιο σε μια βάση αυστηρά ουσιακή, όταν παραδέχεται, σχεδόν με άγρια απόλαυση, ότι «απελευθερώνετε μέσα μου τη θηλυκή μου ύπαρξη, την ύπαρξή μου την πιο σκοτεινή και την κρυμμένη».[8] Η στοχευμένη σωματικότητα και η «θηλυκότητα» της γραφής της μοιάζει να προοικονομεί την écriture feminine, που θα συναντήσουμε δεκαετίες αργότερα σε γαλλόφωνες συγγραφείς, αλλά και στην Κλαρίσε Λισπέκτορ.

Ο έρωτας της κρεβατοκάμαρας απουσιάζει λοιπόν, αλλά η αισθαντικότητα, η γραφή ως δραστική σωματικότητα, διαδραματίζει κομβικό ρόλο, αφού όλο το έργο μπορεί να διαβαστεί ως μελέτη πάνω στο πώς «το υλικό αποκτά διαστάσεις πνευματικού»,[9]  όπως εξηγεί στο επίμετρό της η Δήμητρα Κονδυλάκη: το σώμα, αποδεσμευμένο από τις ένυλες διαστάσεις του, τελεί καθήκοντα πνεύματος. Ήδη η πρώτη εικόνα της εναρκτήριας επιστολής δίνει τον τόνο που θα ακολουθήσει: «Όταν διάβασα το όνομα στο εξώφυλλο, ένιωσα το κεφάλι μου ν’ ανατριχιάζει σαν από γρατζούνισμα ζώου».[10] Η απτική αίσθηση του τριχώματος, αλλά και του φυλλώματος, οι «γούνες και πυκνά δάση»[11] που αγκαλιάζουν το βιβλίο, ο λύκος και ο σκύλος που περιέχονται στη γνωστή γαλλική έκφραση entre chien et loup και η οποία αποδίδεται στα ελληνικά ως λυκόφως,[12] διατρέχουν, σαν υφάδια, το σώμα του κειμένου: «Με μαλακώνετε (με κάνετε άνθρωπο, με κάνετε γυναίκα, με κάνετε ζώο) σαν γούνα».[13] Η απειλή ή/και υπόσχεση της μεταμόρφωσης σε ζώο επικρέμαται από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. «Ξάπλωσα καταγής και γρύλισα σαν σκύλος»,[14] αναφέρει στην πέμπτη επιστολή, σαν να οραματίζεται μια σύγκλιση ζωικού και γυναικείου, με τρόπο που ανακαλεί ένα άλλο, κατοπινό έργο υφασμένο σε γραφή παρόμοιας θερμοκρασίας, το Δάσος της νύχτας της Τζούνας Μπαρνς, το οποίο, όχι μόνο κορυφωνόταν με μια ανάλογη σκηνή δαιμονικής μεταμόρφωσης, όπου συγχέονταν τα όρια μεταξύ γυναίκας και σκύλου, αλλά και αποτύπωνε ανάγλυφα, αντλώντας πάντα από ζωικές μεταφορές, το πώς ακριβώς ένα γράμμα βρίσκει πάντοτε, παντού, τον αναγνώστη του, με αναπόδραστη, ανατριχιαστική ακρίβεια.[15]

Η Τσβετάεβα ως σκύλος που ξαπλώνει στο πάτωμα και γρυλίζει· η ποιήτρια που βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης καθ’ όλη τη διάρκεια των επιστολών· έκστασης με την ετυμολογική σημασία, ως αυτό που με φέρνει «εκτός εαυτού», αυτό που με ωθεί «να σταθώ έξω από τον εαυτό μου»,[16] ως επαφή με το συγκυριακό αντικείμενο του έρωτα και άρα, μέσω αυτού, με τον κόσμο του αιώνιου. Η εκ-στατική συνθήκη, δηλαδή, ως συνθήκη της ύπαρξής μας, τόσο στο πεδίο της πολιτικής και κοινωνικής συν-κίνησής μας όσο και στο πεδίο της ποίησης και της δημιουργίας: η ύπαρξή μας εννοιολογημένη αποκλειστικά και μόνο σαν σχεσιακότητα, σαν αυτό «που με εκθέτει στον άλλο».[17] Τι μπορεί να λειτουργήσει ως εκ-στατική συνθήκη για ένα υποκείμενο στο πλαίσιο της ποίησης, η οποία, διόλου τυχαία, έχει συγκαταλεχθεί από διάφορους φιλοσόφους, μαζί με την τρέλα και τον έρωτα, στις οριακές εμπειρίες; Ίσως μια απολύτως συνειδητή ευαλωτότητα, μια εγνωσμένη ανοιχτότητα απέναντι στους άλλους. Ένα γενναιόδωρο, αφειδές ξόδεμα απέναντι στις δυνάμεις της ζωής, όσο αντίρροπες κι αν είναι, όπως συμβαίνει με μια δυνατή ερωτική εμπειρία. Αλλά και η ίδια η τρομερή ευχαρίστηση που απορρέει από τη στιγμή του ξοδέματος, μια jouissance που προκύπτει από τη δαπάνη του εαυτού και της ενέργειας και η οποία γίνεται αισθητή μέσω μιας γραφής που κατακλύζει την ποιήτρια: «Όσο πιο πολύ δίνουμε, τόσο πιο πολύ μας περισσεύει, από τη στιγμή που αρχίζουμε να σπαταλάμε – ξεχειλίζει! Αιμορραγούμε – και με την αιμορραγία γινόμαστε πηγή ζωής».[18] Είναι αυτό το περίσσευμα που την ενδιαφέρει κυρίως, το excess της ζωής, στο οποίο συναντιούνται η ερωτική επιθυμία και ο συμβολικός αυτοαφανισμός: «Για να γίνω απολύτως σαφής: υπήρχε πάντα που περίσσευε σ’ εμένα για όσους με πλησίαζαν· [...] ένα ολόκληρο κομμάτι του εαυτού μου που περίσσευε, είτε το ζωντανό εγώ, είτε το εγώ που ζει από τους στίχους». Αυτή η «δαπάνη χωρίς απόθεμα», η «αντι-οικονομία», όπως θα την περιέγραφε ο Ζορζ Μπατάιγ, αποκτά υλική υπόσταση μέσα στα Γράμματα, ζωντανό τεκμήριο του «αλόγιστου» ξοδέματος της Τσβετάεβα, αλλά και πηγή ανυπόφορης ευχαρίστησης.

Σύμμαχός της σε αυτόν τον μαραθώνιο μεταμορφώσεων είναι η ίδια η γαλλική γλώσσα, με την καταστατική σχεδόν αμφισημία της, στην οποία μετέφρασε η Τσβετάεβα τα, αρχικά γραμμένα στα ρωσικά, γράμματά της και από την οποία μεταφράζει εδώ η Δήμητρα Κονδυλάκη, αποδίδοντας στα ελληνικά αυτήν την «ποιητική της ανοικειότητας [...], της ελλειπτικότητας και της αμφισημίας». Ως προέκταση του σώματος της Τσβετάεβα, το βιβλίο αποτελεί αυτό που θα λέγαμε στα γαλλικά propre, τόσο καθαρό απόσταγμα της ύπαρξής της, όσο και κάτι ολόδικό της, προσίδιό της. Ακροβατώντας στις λεπτές ισορροπίες των λέξεων, στην πάντα καλοδεχούμενη πολυσημία της γαλλικής, μας προσφέρει ένα κείμενο «τρυφερό» (λέξη που επαναλαμβάνεται διαρκώς στις επιστολές) όσο και «τεντωμένο» (tendre στο πρωτότυπο). Η λέξη tendre παρέχει ίσως το κλειδί κατανόησης του πυκνότατου αυτού κειμένου: οι μεταμορφώσεις που παραθέτει η Τσβετάεβα προϋποθέτουν μια οντοποιητική της ευαλωτότητας, ένα τρυφερά απλωμένο άνοιγμα του εαυτού στον κόσμο. Ένα άνοιγμα που μοιάζει να ισχύει και για τη Δήμητρα Κονδυλάκη, που είχε κάποτε αναμετρηθεί και σκηνικά με τη Τσβετάεβα, διασκευάζοντας για το θέατρο την Ιστορία της Σονέτσκα (εκδ. Νεφέλη): προεκτείνοντας τη χειρονομία της ποιήτριας, αλλά μέσα από το ευαίσθητο αισθητήριο της ελληνικής γλώσσας, η μεταφράστρια πολλαπλασιάζει το είδωλο των μεταμορφώσεων, επενδύοντας και η ίδια στον κατακλυσμό ενέργειας, στην ευχαρίστηση της δαπάνης του εαυτού, αναζητώντας εντέλει μια σύντηξη με το(ν) Άλλο – τον αποδέκτη-αναγνώστη, εν προκειμένω.

«Ένα γράμμα πάντοτε φτάνει στον προορισμό του»: η παρούσα, κομψότατη, μικρόσχημη έκδοση της Νεφέλης, με το αραχνοΰφαντο εξώφυλλο, πάνω στο οποίο αποτυπώνεται, σαν φασματικό χνάρι, η μορφή της ποιήτριας, μοιάζει να αποτελεί ένα τέτοιο μήνυμα εγκιβωτισμένο σε μπουκάλι που (ξανα)βρίσκει το κοινό του, διατρέχοντας τις θάλασσες των ετών∙ το 2008, όταν τα Γράμματα πρωτοεκδόθηκαν στα ελληνικά, ο κόσμος ήταν πολύ διαφορετικός κι ας έχουν παρέλθει μόλις 14 χρόνια. Σήμερα, σε μια στιγμή όπου όλα μοιάζουν να κρέμονται από μία κλωστή, η χειρονομία της απεύθυνσης δεν είναι απλώς ευκταία∙ είναι απολύτως αναγκαία για την επιβίωσή μας.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: