Ήρωες και Συνοικίες / Ένας ...αυθαίρετος τίτλος





Σην πε­ρί­φη­μη δε­κα­ε­τία του ’60 πολ­λοί από ’μας, νε­α­ροί τό­τε, θε­ω­ρού­σα­με μέ­σα στη δί­νη του ιδε­α­λι­σμού και της επο­χής, σαν «συ­ντη­ρη­τι­κούς» δια­κε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα του πνευ­μα­τι­κού και καλ­λι­τε­χνι­κού χώ­ρου. Τον Χα­τζι­δά­κι ας πού­με, τον Χα­τζη­κυ­ριά­κο-Γκί­κα, τον Χορν, τον Σα­κελ­λά­ριο και άλ­λους. Ίσως επει­δή ψή­φι­ζαν την τό­τε δε­ξιά πα­ρά­τα­ξη, την ΕΡΕ, που «χρε­ώ­νο­νταν» τα βα­ρί­δια ενός αστυ­νο­μι­κού κρά­τους και πα­ρα­κρά­τους, με κο­ρυ­φαία πε­ρί­πτω­ση την δο­λο­φο­νία του βου­λευ­τή Γρη­γό­ρη Λα­μπρά­κη, και πα­ρε­πό­με­να την γέν­νη­ση των «Λα­μπρά­κη­δων» και όσων άλ­λων «δει­νών» ακο­λού­θη­σαν... Ενώ – και όσο, «εμείς» πι­στεύ­α­με ακό­μα στο όνει­ρο.

Εί­κο­σι χρό­νια με­τά εί­χα με τον φί­λο Διο­νύ­ση μια πο­λύ εν­δια­φέ­ρου­σα συ­ζή­τη­ση κά­νο­ντας, ώρι­μοι πια (αλ­λά... «ανή­λι­κοι διαρ­κώς» και «εκ­κρε­μείς» ! ) μια ανα­δρο­μή και απο­τί­μη­ση εκεί­νης της επο­χής εστιά­ζο­ντας πά­νω σε θέ­μα­τα Τέ­χνης και δη­μιουρ­γι­κής έκ­φρα­σης. Μια συ­ζή­τη­ση από αυ­τές που λέ­με με­τά πως θα άξι­ζε να ηχο­γρα­φη­θεί.

Τώ­ρα που πέ­ρα­σαν άλ­λα... σα­ρά­ντα χρό­νια νο­μί­ζω πως μπο­ρώ να εκτι­μή­σω πε­ρισ­σό­τε­ρο την ου­σία εκεί­νης της συ­ζή­τη­σης, Που έβα­ζε βα­θιά το μα­χαί­ρι στην ελευ­θε­ρία της Τέ­χνης, όταν εί­ναι απαλ­λαγ­μέ­νη από κό­μπλεξ και εμ­μο­νές και όχι «στρα­τευ­μέ­νη», ή με πα­ρω­πί­δες. Όταν ο δη­μιουρ­γός αγ­γί­ζει την Αλή­θεια που σε ελευ­θε­ρώ­νει. Και θυ­μά­μαι πως για κά­θε πε­ρί­πτω­ση επι­λέ­γα­με συ­γκε­κρι­μέ­να πα­ρα­δείγ­μα­τα και πρό­σω­πα από τον καλ­λι­τε­χνι­κό χώ­ρο. Εκεί, συ­χνά, χρη­σι­μο­ποιού­σα­με σαν «κλει­δί» μια διά­κρι­ση που εί­χα­με ακού­σει για πρώ­τη φο­ρά από τον αεί­μνη­στο Γιώρ­γο Σαβ­βί­δη : «Αυ­τός εί­ναι ένας με­γά­λος ποι­η­τής απ’ τους μι­κρούς», ή  «αυ­τός εί­ναι ένας μι­κρός ποι­η­τής απ’ τους με­γά­λους»… Ήταν ένας ορια­κός προ­βλη­μα­τι­σμός και η «κα­τά­θε­ση» της γε­νιάς μας, της πρώ­της με­τα­πο­λε­μι­κής, που εμπε­ριεί­χε πολ­λές πι­κρές αλή­θειες για μια χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο που άφη­σε διε­θνώς πολ­λα­πλές υπο­θή­κες και απο­μυ­θο­ποι­ή­σεις.

Την προη­γού­με­νη εβδο­μά­δα, με φρε­σκα­ρι­σμέ­νες τις πα­ρα­πά­νω μνή­μες έτυ­χε να ξα­να­δώ δύο εξαι­ρε­τι­κές ται­νί­ες εκεί­νης της επο­χής


Πρώ­τα την «Ένας ήρως με πα­ντού­φλες» ( 1958 ) με σε­νά­ριο και σκη­νο­θε­σία του Αλέ­κου Σα­κελ­λά­ριου. Η τρα­γι­κή αυ­τή κω­μω­δία εί­ναι γνω­στή νο­μί­ζω στους πε­ρισ­σό­τε­ρους. Ωστό­σο ας ξα­να­πώ συ­νο­πτι­κά το story της: Ο «κολ­λη­τός» και γραμ­μα­τέ­ας ενός υπουρ­γού, θυ­μά­ται έναν ξε­χα­σμέ­νο του ξά­δερ­φο, από­στρα­το στρα­τη­γό με πε­νι­χρή σύ­ντα­ξη: Πως η Πα­τρί­δα θέ­λει τά­χα να τον τι­μή­σει με έναν αν­δριά­ντα, η δε «μη­χα­νή» και το άγαλ­μα στή­νο­νται κα­τά το «τζί­ρος να γί­νε­ται» και δη υπερ-τι­μο­λο­γη­μέ­νος ώστε να τσε­πώ­σουν οι επι­τή­δειοι την σχε­τι­κή προ­μή­θεια. Την Αλή­θεια την μα­θαί­νει ο ήρω­ας «κα­τό­πιν εορ­τής», από το στό­μα του γλύ­πτη Λι­βε­ριά­δη από την Νά­ξο που φι­λο­τέ­χνη­σε το άγαλ­μα, όταν, με­θυ­σμέ­νος από τα ού­ζα και τα κε­ρά­σμα­τα, με­τά τα εγκαί­νια του αγάλ­μα­τος, εξο­μο­λο­γεί­ται στον στρα­τη­γό πως η αμοι­βή του ήταν πε­νι­χρή. Λί­γα πή­ρε αλ­λά για πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα υπέ­γρα­ψε ... Αξε­πέ­ρα­στη εί­ναι η σκη­νή του τέ­λους που, το βρά­δυ των εγκαι­νί­ων όταν έχου­νε φύ­γει όλοι και οι μου­σι­κές και οι πα­ρά­τες, ο Στρα­τη­γός συ­ντε­τριμ­μέ­νος από όλα αυ­τά δια­πι­στώ­νει πως επει­δή δεν πλη­ρώ­θη­κε το ρεύ­μα ( με τα λε­φτά αυ­τά αγό­ρα­σε η γυ­ναί­κα του κε­ρά­σμα­τα για τα εγκαί­νια ) τους έχει κό­ψει η Εται­ρία το ρεύ­μα, ατε­νί­ζει από το μπαλ­κο­νά­κι το ... φω­τι­σμέ­νο άγαλ­μά του και εκλι­πα­ρεί σαν άλ­λος Γκέ­τε ... για λί­γο φως !
Και όλα αυ­τά με λι­τό­τη­τα και σα­φή­νεια. Μια ται­νία γυ­ρι­σμέ­νη κυ­ριο­λε­κτι­κά σε ένα δω­μά­τιο και μια μι­κρή πλα­τειού­λα. Όπως και την πρώ­τη φο­ρά που την εί­δα, κά­ποια στιγ­μή ξέ­σπα­σα πά­λι και βούρ­κω­σα να ξα­λα­φρώ­σω κά­πως από το συν­θλη­πτι­κό βά­ρος μιας δια­χρο­νι­κής πί­κρας για το χά­λι μας.
Ο... «συ­ντη­ρη­τι­κός» Σα­κελ­λά­ριος εί­χε την άνε­ση και τον τρό­πο να κα­τα­δεί­ξει την πα­θο­γέ­νεια του κρά­τους, με τα εκά­στο­τε «πα­ρά­σι­τα» που απο­μυ­ζούν τη σάρ­κα του.

Η δεύ­τε­ρη ται­νία εί­ναι η «Συ­νοι­κία το όνει­ρο» ( 1961 ) με σε­νά­ριο των Τά­σου Λει­βα­δί­τη & Κώ­στα Κο­τζιά, και σκη­νο­θε­σία του Αλέ­κου Αλε­ξαν­δρά­κη.
Μια δρα­μα­τι­κή ται­νία, κα­λο­δου­λε­μέ­νη, που μα­ζί με την «Μα­γι­κή πό­λη» και τον «Δρά­κο» του Κούν­δου­ρου, που προη­γή­θη­καν και άνοι­ξαν το δρό­μο, ήτα­νε κα­τά κά­ποιο τρό­πο, η «απά­ντη­ση» του ελ­λη­νι­κού κι­νη­μα­το­γρά­φου στον ιτα­λι­κό νε­ο­ρε­α­λι­σμό.
Η ται­νία δια­δρα­μα­τί­ζε­ται βα­σι­κά σε μια φτω­χο­γει­το­νιά με πα­ρά­γκες της τό­τε Αθή­νας, τον Ασύρ­μα­το, που βρί­σκο­νταν στην πε­ριο­χή Ατ­τα­λιώ­τι­κα, ή Πέ­τρι­να των Άνω Πε­τρα­λώ­νων. Οι κά­τοι­κοί της ήσαν άν­θρω­ποι του με­ρο­κά­μα­του και πρό­σφυ­γες από την Μι­κρά Ασία, που προ­σπα­θού­σαν με κά­θε τρό­πο να ξε­φύ­γουν από τη φτώ­χεια και την ανέ­χεια, χω­ρίς ωστό­σο να χά­σουν την αξιο­πρέ­πειά τους.
Αυ­τό το τε­λευ­ταίο θα μπο­ρού­σε να στα­θεί και να «δι­καιω­θεί» από­λυ­τα εάν κά­ποιος «δά­κτυ­λος» στο σε­νά­ριο δεν άγ­γι­ζε τα όρια της υπερ­βο­λής στην κο­ρυ­φαία σκη­νή της ται­νί­ας, όπου  ο Αλε­ξαν­δρά­κης με τον Κα­τρά­κη, απελ­πι­σμέ­νοι, έχουν απο­φα­σί­σει να κλέ­ψουν μια γριά που μέ­νει μό­νη της και έχει «κο­μπό­δε­μα» με­ρι­κές λί­ρες, κά­τω από το στρώ­μα του κρε­βα­τιού της. Πη­γαί­νουν λοι­πόν ένα βρά­δυ, πα­ρα­βιά­ζουν την πόρ­τα, μπαί­νουν στην κρε­βα­το­κά­μα­ρά της και τη βρί­σκουν σε καρ­δια­κή κρί­ση, ανή­μπο­ρη να προ­σπα­θεί απλώ­νο­ντας το χέ­ρι στο κο­μο­δί­νο να πά­ρει το χά­πι της. Την βοη­θούν να το πά­ρει, της φέρ­νουν νε­ρό να το πιει, της χα­μο­γε­λούν και την εν­θαρ­ρύ­νουν, της κά­νουν μα­λά­ξεις και εντρι­βές και τη­λε­φω­νούν σ’ έναν για­τρό να έρ­θει επει­γό­ντως. Η για­γιά αρ­χί­ζει κά­πως να συ­νέρ­χε­ται, συ­νει­δη­το­ποιεί πως στο δω­μά­τιό της μπή­καν δυο ξέ­νοι. Έντρο­μη ψά­χνει-εν­στι­κτω­δώς με το χέ­ρι τα σα­κου­λά­κια με τις λί­ρες. Τις βρί­σκει, της πέ­φτουν στο πά­τω­μα. Ο Κα­τρά­κης τα ση­κώ­νει, της τα βά­ζει στον κόρ­φο της και την κα­θη­συ­χά­ζει. Θα γί­νεις κα­λά της λέ­ει, σε λί­γο έρ­χε­ται και ο για­τρός... Μέ­χρις εδώ κα­λά ! Αλ­λά φεύ­γουν όπως ήρ­θαν. Με άδεια χέ­ρια. Και μια κα­λή πρά­ξη. Ο «προ­ο­δευ­τι­κός» Αλε­ξαν­δρά­κης με τον Λει­βα­δί­τη, σε αντι­πα­ρα­βο­λή με τον «συ­ντη­ρη­τι­κό» Σα­κελ­λά­ριο, δεν εί­χαν την άνε­ση, ού­τε την τόλ­μη, να «αρ­θρώ­σουν» την Αλή­θεια. Οι δι­κοί τους «ήρω­ες» ... δεν κλέ­βουν.
Η «Συ­νοι­κία το ‘Oνει­ρο» απο­τέ­λε­σε ένα γε­γο­νός, ένα σταθ­μό στην ιστο­ρία του Ελ­λη­νι­κού σι­νε­μά. Πα­ρ' όλο, που στην επο­χή της, υπέ­στη οι­κο­νο­μι­κή πα­νω­λε­θρία. Και ευ­τύ­χη­σε να έχει εκ­πλη­κτι­κές ερ­μη­νεί­ες από με­γά­λους ηθο­ποιούς της επο­χής, με κο­ρυ­φαίο ( κα­τά τη γνώ­μη μου ) τον Αλέ­κο Πέ­τσο.

Σ’ εκεί­νη τη συ­ζή­τη­ση με τον Διο­νύ­ση εί­πα­με πολ­λά. Αλ­λά μια και τα πα­ρα­δείγ­μα­τα, στα οποία σή­με­ρα εστί­α­σα εγώ, εί­ναι από τον ελ­λη­νι­κό κι­νη­μα­το­γρά­φο, ανα­φερ­θή­κα­με και σε κά­ποιους άλ­λους σκη­νο­θέ­τες που μας οδή­γη­σαν σε «βα­θειά χα­σμου­ρη­τά», ει­σπράτ­το­ντας πα­κτω­λό εκα­τομ­μυ­ρί­ων από το Ελ­λη­νι­κό Κέ­ντρο Κι­νη­μα­το­γρά­φου.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: