«Ανακατατάξεις, Αναθεωρήσεις»

Δημοσθένης Αγραφιώτης: «Εγκώμιο στον  Μιχαήλ Μήτρα  Ι» (2021). Εικονοποιητικό/οπτικό ποίημα Δημοσθένης Αγραφιώτης: «Εγκώμιο στον  Μιχαήλ Μήτρα  ΙΙ» (2021). Εικονοποιητικό/οπτικό ποίημα Δημοσθένης Αγραφιώτης: Φωτογραφία του Μιχαήλ Μήτρα. Αίθουσα τέχνης «DIANA DOWN TOWN» (1998) Δημοσθένης Αγραφιώτης: «Εγκώμιο στη Νατάσα Χατζηδάκι - FLIP I», σινική μελάνη σε ιαπωνικό χαρτι, Α4 (2021) Δημοσθένης Αγραφιώτης: «Εγκώμιο στη Νατάσα Χατζηδάκι - FLIP ΙI», σινική μελάνη σε ιαπωνικό χαρτι, Α4 (2021) Δημοσθένης Αγραφιώτης: «Εγκώμιο στην Γιούλα Γαζετοπούλου-FLIP III», σινική μελάνη σε ιαπωνικό χαρτι, Α4 (2021)

 

 

{για την οπτική/εικονοσχηματική ποίηση}

1. Απροσχημάτιστα

schèmes

sche aimes

sche sche aimes

sche sche sche aimes

schèmes * schèmes schemes * schemes

schèmes * σχήματα schemes * σχήματα

σχήματα * schèmes σχήματα * schemes

σχήματα * σχήματα σχήματα * σχήματα

sch           •         σχ
schè            •         σχη
schèm       •         σχήμ
schème    •         σχήμα
schèmes  •         σχήματ
schÉmas  •         σχήματα
schÉmassssssssssssse
schÉmasssssssssssssς
schÉμααααααααααααας

2. Προέλευση, καταγωγή

    Στις αρχές του 2000, στη διάρκεια επίσκεψης – συνεργασίας μου με το Ίδρυμα Μπονότο (Fondazione Bonotto, Bassano del Grappa,it) ανακάλυψα το σχήμα του Dick Higgins (1938-1998) που αναφέρεται στην πειραματική ποίηση, την πρωτοπορία και τις δράσεις της ομάδας Fluxus καθώς και στους προσανατολισμούς της τέχνης στο δεύτερο ήμισυ του προηγούμενου αιώνα. Ο Λουίτζι Μπονότο, ο ιδρυτής της συλλογής της οπτικής ή εικονοσχηματικής ποίησης (Collezione Luigi Bonotto – Poesia Visiva, βλ. σχετική ιστοσελίδα www.fondazionebonotto.org) είχε ζητήσει το 1995 από τον Dick Higgins (ιδρυτής των εκδόσεων “Something Else Press“, 1963, N.Y, ΗΠΑ ) που ως μέλος και συνιδρυτής της ομάδας – κινήματος Fluxus είχε υπάρξει από τους πρώτους που εισήγαγαν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές στη σύλληψη και την παραγωγή καλλιτεχνημάτων, να επεξεργαστεί ένα γενικό σχήμα για τις τάσεις της πρωτοπορίας, στο όνομα βέβαια της βασικής ιδέας των διαμέσων (intermedia) και της διαμεσότητας (intermediality). Το σχήμα μάλιστα αποτυπώθηκε σε ένα καθρέφτη και ο θεατής, ακόμα και σήμερα, μπορεί να αντικρύσει το είδωλό του στον κήπο των καλλιτεχνικών τόπων που συνθέτουν την πρόταση του Higgins (Σχήμα 1). Μετά την πρώτη παρατήρηση του σχήματος, διαπίστωσα ότι υπήρχαν κύκλοι-σημεία με ερωτηματικά, και αποφάσισα να τα συμπληρώσω. Ο Patrizio Peterlini (δ/ντής του Ιδρύματος) με εφοδίασε με ένα αντίγραφο του σχήματος Higgins και το συμπλήρωσα με νέα στοιχεία – πεδία : «σωματική τέχνη», «τέχνη του διαδικτύου», «νέες τεχνολογίες», «πληροφορική τέχνη» και «βιντεακή τέχνη», δηλαδή πεδία όπου οι τεχνολογίες τηλε-πληροφόρησης αποτελούν βασικούς μοχλούς για την παραγωγή καλλιτεχνημάτων (Σχήμα 2).

    Σχήμα 1: Γράφημα Dick Higgins, Intermedia Chart, 1995 (Αρχείο Bonotto).
    Σχήμα 1: Γράφημα Dick Higgins, Intermedia Chart, 1995 (Αρχείο Bonotto).

    Έτσι προέκυψε, γεννήθηκε μια νέα εκδοχή του σχήματος του Higgins, η οποία και δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Klaus Peter Dencker, Optische Poesie, De Gruyter, Bερολίνο/Nέα Yόρκη 2010, σ. 39-41).
    Είναι σαφές ότι στην νέα εκδοχή δίνεται μεγάλη έμφαση στο γεγονός ότι οι νέες τεχνολογίες (πληροφοριακές και ψηφιακής υφής) έχουν συμβάλλει στις επικράτειες της ποίησης και της τέχνης. Σ’ αυτήν την προοπτική, η οπτική/εικονοσχηματική ποίηση (βλ. σχήματα 1-3) τοποθετείται στις τάσεις και τα ρεύματα που διασχίζουν τόσο το όλο πεδίο της τέχνης όσο και τους λόγους/λογισμούς (discourses) για την τύχη και την υπόσταση της τέχνης.
    Αν ονομάσουμε την τελευταία εκδοχή του σχήματος 3 ως «διευρυμένο σχήμα Higgins», τότε αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα εργαλείο, μια εννοιολογική διάταξη για να κατανοηθούν και να αποτιμηθούν οι πρακτικές που υιοθετούνται από τους ποιητές/καλλιτέχνες, χωρίς ωστόσο τούτο να σημαίνει ότι το σχήμα προκαθορίζει τις επιλογές τους ή ότι έχει οποιαδήποτε κανονιστική ισχύ, γεγονός που συνεπάγεται ότι είναι απόλυτα απαραίτητο να γίνει μια δεύτερη και ενδελεχής ανάγνωση των έργων των ποιητών/ καλλιτεχνών προκειμένου να προσδιοριστούν οι συγκεκριμένες τακτικές ή «μανούβρες» στις όποιες κάθε φορά ο ποιητής – καλλιτέχνης καταφεύγει για να πραγματώσει το έργο του.

    Σχήμα 2: Γράφημα Demosthenes Agrafiotis, Intermedia, 2003 (Στο βιβλίο τού Dencker)
    Σχήμα 2: Γράφημα Demosthenes Agrafiotis, Intermedia, 2003 (Στο βιβλίο τού Dencker)

    3. Μετατοπίσεις, οριοθετήσεις

      Πώς όμως θα ορίζαμε σήμερα την οπτική ή εικονοσχηματική ποίηση; Τι έχει κρατήσει από το παρελθόν της (πρόσφατο και μακρινό); Πώς προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις των καιρών; Και ποιες προοπτικές διανοίγονται στο προσεχές μέλλον; Το γράφημα Higgins (Σχήμα 3), πως μπορεί να βοηθήσει για να απαντηθούν τα προαναφερόμενα ερωτήματα;
      Σύμφωνα με το σχήμα του Dick Higgins (στην εκδοχή με τις συμπληρώσεις από τον Δημοσθένη Αγραφιώτη, http://dagrafiotis.com/?cat=170&paged=2 η οπτική ποίηση βρίσκεται σ’ ένα σύμπαν διαμέσων (intermedia) σε συνεχή αλληλόδραση με διάφορες καλλιτεχνικές πρακτικές (βλ. Σχήμα 3). Δομικά (σύμφωνα με το ίδιο γράφημα) δεν διαφαίνονται σήμερα μεταβολές, όμως ως προς την ένταση και το μέγεθος των αλληλοεπιδράσεων είναι σαφές πως έχουν αυξηθεί έντονα αυτές που συμπλέκονται με τις επιστημονικές και τεχνολογικές καινοτομίες. Δηλαδή, καθώς οι νέες τεχνολογίες και οι σύστοιχες καλλιτεχνικές διεργασίες αποκτούν δεσπόζουσα θέση τόσο περισσότερο επηρεάζουν και την οπτική ποίηση.

      Σχήμα 3: Γράφημα του Dick Higgins με προσθήκες Δ. Αγραφιώτη  (βλ. Δ. Αγραφιώτης, «Πολιτιστική ποιητική», Ερατώ 2012, σ. 104-111).
      Σχήμα 3: Γράφημα του Dick Higgins με προσθήκες Δ. Αγραφιώτη (βλ. Δ. Αγραφιώτης, «Πολιτιστική ποιητική», Ερατώ 2012, σ. 104-111).

      Η οπτική ποίηση πριμοδοτεί μια πρόσληψη ταυτόχρονα «ολική» και «συνοπτική», με την έννοια ενός είδους «υπέρ-κλεισίματος του ματιού» (clin d’oeil), ταυτόχρονα όμως εξαιρετικά επεξεργασμένου προκειμένου να λειτουργεί αποτελεσματικά και εύρωστα. Με μια άλλη έκφραση, το οπτικό ποίημα ή και η όποια διεργασία στο όνομα της οπτικής ποίησης καλείται να ανανεώσει ένα στοίχημα, αυτό της ανάδυσης μιας «λάμψης» (υλικής και νοηματικής) ικανής να παρασύρει και να γοητεύσει το βλέμμα και τη σκέψη του θεατή.
      Το δεύτερο στοιχείο με διαχρονική βαρύτητα, αναφέρεται στη φιλοδοξία της οπτικής ποίησης να εξερευνήσει τις σχέσεις μεταξύ της γλώσσας και της εικόνας, της γραφής και της εικονογραφίας/ζωγραφικής (writing and picturing), της λέξης και του εικάσματος. Σ’ αυτό το πνεύμα, οι σχέσεις ανάμεσα στο «διαβάζειν» και το «βλέπειν» αποτελούν τις καταστατικές βάσεις για την οπτική ποίηση και ταυτόχρονα τις απαρχές για την ανάδυση της ζω-γραφίας, καλλι-γραφίας και της κακι-γραφίας.
      Σε μια ιστορική προοπτική, η οπτική ποίηση στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα με το να ασχολείται με την σύζευξη της «γλώσσας» και της «εικόνας», προετοίμαζε την ανθρωπότητα για το «δραματικό» ερχομό του ψηφιακού κόσμου όπου η λογική του [0,1] θα ενοποιούσε σε υλικό επίπεδο την γραφή και την απεικόνιση (figuration) – γεγονός που γίνεται κυρίαρχο και καταδυναστευτικό στον 21ο αιώνα. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί την πολιτιστική δύναμη της οπτικής ποίησης καθώς αυτή συμμετείχε και προετοίμασε (κριτικά και μη) την έλευση ενός ενοποιημένου κόσμου αριθμών, σχημάτων και πληροφοριών. Ακριβώς αυτή η νέα κατάσταση στον χώρο της κοινωνικής επικοινωνίας αποτελεί τη νέα συνθήκη για την ανάδυση και την πρόσληψη της οπτικής ποίησης. Πιο συγκεκριμένα, η οπτική ποίηση καλείται να διερευνήσει τώρα πια διαφορετικές γλώσσες (langages και όχι μόνο langues, με τη γαλλική ορολογία) και όχι μόνο συστήματα γραφής. Δηλαδή, η οπτική ποίηση στη μελλοντική της διαδρομή καλείται να αναμετρηθεί με τις «ξένες» γλώσσες των αλγορίθμων, με την τεχνητή νοημοσύνη και με τις νέες γλώσσες των ψηφιακών κόσμων και να δοκιμαστεί με τις υπαρκτές ή τις εν δυνάμει/τεχνητές απεικονίσεις (virtual). Δηλαδή, καλείται να εξερευνήσει τους ενδιάμεσους χώρους μεταξύ του «πραγματικού» (réel) και της εν δυνάμει απεικόνισής του (virtuel). Επιπλέον, είναι υποχρεωμένη να αφομοιώσει διδάγματα, διεργασίες και κατακτήσεις από τα γειτονικά εκφραστικά πεδία που συνθέτουν το Σχήμα 3.

      4. Αβέβαιη λειτουργία

        Όποια και αν είναι η τύχη της «οπτικής ποίησης» σε σχέση με τις μεγαμεταβολές που προκαλούνται από τις νέες κατακτήσεις της τεχνο-επιστήμης, η εικονοσχηματική ποίηση θα θέτει επίμονα το ερώτημα πώς η εικόνα συνδυάζεται με το λόγο/λογισμό (discourse), την ανάλυση και τη θεωρία; πώς η εικόνα κινητοποιείται στο πλαίσιο της προτασιακής ή επιχειρηματολογικής θεώρησης; πώς εντέλει συμβάλλει σε μια υβριδική προσέγγιση των όντων και των πραγμάτων; Ο L. Wittgenstein αναφέρθηκε μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο στο περιεχόμενο των προαναφερόμενων ερωτήσεων όταν αναζητούσε μια εικονική/εικονιστική θεωρία του νοήματος (picture theory of meaning) και πρόσβλεπε σε μια ενατένιση (seeing) του νοήματος και της λέξης (word) ως πρόσβασης στον κόσμο (world). Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, ότι η οπτική ποίηση αποτελεί μια δυνατή στρατηγική σε μια προσπάθεια ενός “seeing as” (ενός εξεταστικού/εκστατικού βλέμματος) ικανού να παραγάγει θεωρήσεις της πραγματικότητας και στη συνέχεια να διαμορφώσει στοχαστικά έργα (καλλιτεχνικά και μη) πέρα από τις συμβατικές απαιτήσεις μιας επιδερμικής επικοινωνίας.
        Στην ίδια προοπτική θα μπορούσε να γίνουν κατανοητά τα σχήματα που πρότεινε ο ψυχαναλυτής J. Lacan προκειμένου να επεξεργαστεί μια θεωρία για τον ψυχικό κόσμο. Με μιαν άλλη διατύπωση, τα σχήματα της λακανικής προσέγγισης δεν είναι παρά οπτικά ποιήματα, δείγματα εφαρμοσμένης ποιητικής στην υπηρεσία της διαμόρφωσης μιας θεωρίας για το ασυνείδητο. Εξάλλου, ο Γάλλος ψυχαναλυτής έζησε μεταξύ των υπερρεαλιστών ποιητών και καλλιτεχνών και οπωσδήποτε βίωσε πολλαπλά και άμεσα την ποιητική και εικαστική πρωτοπορία του Παρισιού της δεκαετίας του 1930. (βλ. και D. Agrafiotis, ”+-graphies”, Veer-36, Λονδίνο 2011, σ. 33-47).
        Η σύζευξη της λέξης με την εικόνα και με ιδιαίτερη έμφαση στην γεωμετρία, το διάγραμμα και το σχήμα, αποτελεί τη βασική στρατηγική της οπτικής ποίησης καθώς αναδεικνύει ένα κρίσιμο ζήτημα των τροπικοτήτων: το ποίημα σε αναφορά με τη ροή των πραγμάτων βρίσκεται σε σχέση αναλογίας, ή ομολογίας ή ισομορφισμού; (βλέπε βιβλίο μας «Πολιτιστική ποιητική»). Με την εισαγωγή της εικόνας στο πλέγμα της γραφής και τη διάπλεξη λόγου και εικάσματος, το οπτικό ποίημα αποκτά μια έντονη εικονιστική διάσταση (σε σύγκριση με το γραμμικό – κλασικό ποίημα) και οδηγεί σε μια σύνθετη αναφορά στα ανθρώπινα συμβεβηκότα. Εντέλει η διαμεσιακή σύζευξη των τριών προαναφερόμενων τροπικοτήτων επιτρέπει στην οπτική ποίηση μια σύνθετη και στιβαρή αντιπαράθεση ή σύζευξη με τις συνεχείς μεταμορφώσεις του κόσμου μας .

        5. Εικόνες, σχήματα, ήχοι

          Η έκθεση με τίτλο «Η θάλασσα είναι πάντοτε μακριά»[1] εγγράφεται στην προαναφερόμενη υπόσταση της οπτικής/εικονοσχηματικής ποίησης, όπως αυτή τείνει να ενσωματώσει και να αξιοποιήσει τις εμπειρίες των διάτεχνων έργων και των εγκάρσιων πειραματισμών στο χώρο της λεγόμενης μετανεοτερικής τέχνης. Δηλαδή, η έκθεση αποτελεί απόδειξη της ανανέωσης της οπτικής ποίησης μέσω του διαλόγου της με την ηχητική τέχνη, την επιτέλεση (performance), την τέχνη του διαδικτύου και των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας. Ως γνωστόν, οι γόνιμοι συνδυασμοί των τεσσάρων οντοτήτων: εικόνων, σχημάτων, λέξεων και ήχων αναδύονται με ιδιαίτερο τρόπο σε όλες τις πολιτιστικές – κοινωνικές περιόδους. Στην παρούσα συγκυρία η προαναφερόμενη ανάδυση πραγματώνεται (σε παγκόσμια κλίμακα) παράλληλα μ’ ένα ορυμαγδό νέων φαινομένων: “big data-μεγαστοιχείων”, πανίσχυρων τεχνολογικών συστημάτων τεκμηρίωσης και πληροφόρησης, επιδημιών – πανδημιών, οικολογικών καταστροφών, κοινωνικών ανισοτήτων κ.ά. Οι ποιητές και καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν τις παραπάνω τέσσερες οντότητες-μεταβλητές καλούνται να αναμετρηθούν με ενσυναίσθηση και οξυδέρκεια με την (παρούσα & μελλούμενη) τρικυμιώδη διεθνοποιημένη δυσανεξία.
          Στο πρόσφατο Διεθνές Συνέδριο (11/2021) που οργανώθηκε από οπτικούς ποιητές της Βραζιλίας,[2] εξετάστηκε η πορεία της Οπτικής Ποίησης από την Προϊστορία μέχρι σήμερα, σε γλώσσες αλφαβητικές (όπως η Ελληνική), σε γλώσσες ιδεογραμματικές (όπως η Κινεζική), σε διάφορα υποστρώματα (πέτρα, ξύλο, άργιλος, χαρτί, καμβάς, πυρίτιο, οθόνες…) καθώς και η θέση της οπτικής ποίησης στο ευρύτερο πεδίο της ποίησης, της λογοτεχνίας και των τεχνών (εικαστικών, μουσικών, κινουμένων εικόνων κ.ά.). Διαπιστώθηκε η αντοχή της στο χρόνο και η ικανότητα των οπτικών ποιητών και καλλιτεχνών να εφευρίσκουν γι’ αυτήν νέες υποστάσεις και νέους τόπους ανάδυσης της. Δηλαδή, η οπτική ποίηση συμμετέχει στις πολλαπλές μεταμορφώσεις της ποίησης και της τέχνης, αλλά και σε όλες τις ανακατατάξεις (επιτυχείς ή οδυνηρές) του βίου των κατοίκων του πλανήτη μας.
          Με μια απλοποιητική διάθεση είναι δυνατόν να λεχθεί ότι στην περίοδο 1950-2010 η οπτική ποίηση (visual poetry, poesia visiva, concrete poetry…) φιλοδόξησε (μεταξύ άλλων στόχων) να διαμορφώσει μια κριτική ματιά στην κοινωνία της αφθονίας, της κατανάλωσης και της μαζικής επικοινωνίας. (Βλέπε και τους καταλόγους που διαμόρφωσε στην Ελλάδα η Δρ. Λένα Κοκκίνη για την οπτική ποίηση μετά το 1980.) Μετά το 2010, μετά την κρίση και όλες τις συνοδευτικές κρισιολογίες, η οπτική (εικονοσχηματική) ποίηση καλείται να προσεγγίσει με παρρησία έναν κόσμο σε συνεχώς μεταβατικό τρίκλισμα. Επίσης στο ίδιο χρονικό διάστημα και η οπτική ποίηση καθαυτή μετασχηματίζεται με την υιοθέτηση νέων εκφραστικών πρακτικών, νέων υλικών και με την επιλεκτική χρήση των νέων τεχνολογιών.
          Σ’ αυτή τη νέα φάση, την νέα προοπτική είναι απαραίτητη η εμπειρία των βετεράνων αλλά κυρίως η «λελογισμένη θρασύτητα» των ποιητών και καλλιτεχνών ώστε να προκύψει εντέλει – χωρίς αποκλεισμούς και προκαταλήψεις – μια πρωτόγνωρη συνδυαστική των εκφραστικών μέσων.

          ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
           

          αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: