John Giorno

John Giorno

Αμερικανός ποιητής και επιτελεστής (poet and performance artist), γνήσιο τέκνο της Νέας Υόρκης, σημάδεψε με σαφήνεια την ποιητική και καλλιτεχνική σκηνή της Αμερικής και της Ευρώπης στη διάρκεια των τελευταίων 60 χρόνων. Οι δραστηριότητές του ήταν πολλαπλές και ποικιλόμορφες. Το 1965 δημιούργησε το «Giorno Poetry Systems», μια μη κερδοσκοπική αμερικανική κολεκτίβα καλλιτεχνών με άμεσο στόχο τη σύνδεση της ποίησης και σχετικών μορφών τέχνης με το ευρύτερο κοινό, χρησιμοποιώντας καινοτόμες ιδέες όπως η τεχνολογία επικοινωνίας, οπτικοακουστικές τεχνικές και υλικά. Οργάνωσε εκδηλώσεις – δράσεις αφιερωμένες στην πειραματική ποίηση, στην πρωτοπορία της ποιητικής έρευνας και στην αισθητική των πολυμέσων (multimedia) και των διαμέσων (intermedia). Το πρόταγμα (project) του «Dial-A-Poem», («Kαλέστε ένα ποίημα»), μια δημόσια υπηρεσία ποίησης που ιδρύθηκε το 1968 μετά από τηλεφωνική συνομιλία με τον William S. Burroughs. έχει θεωρηθεί ως σταθμός στην ιστορία της ηχητικής ποίησης sound poetry»), καθώς ήταν δυνατόν να ακουστούν από το τηλέφωνο τα ηχογραφημένα ποιήματα πάνω από 150 ποιητών. Ωστόσο, έγινε διάσημος ως πρωταγωνιστής της ταινίας του Andy Warhol, «Sleep» (1964) που κινηματογραφεί τον ποιητή να κοιμάται επί 5 ώρες. Στη δεκαετία του 80, υπήρξε από τους πιο δραστήριους και γενναιόδωρους ακτιβιστές για την υποστήριξη των ατόμων με AIDS. Συμμετείχε σε φεστιβάλ και αφιερώματα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού που αποτέλεσαν ορόσημα όχι μόνο για την «beat poetry» ή την «spoken poetry» αλλά και όριο των αναζητήσεων για τη σύγχρονη ή τη νεοτερική ποίηση και τέχνη.
Δεν θα αναφερθώ αναλυτικά στη βιο-βιβλιο -γραφία του John Giorno, αλλά θα επικεντρωθώ σε ορισμένες πτυχές του βίου του για να επισημάνω την ατμόσφαιρα και τις συνάφειες της περιόδου μετά το 1960 που καθόρισαν το έργο του, και να διερευνήσω τη σημαντική συνεισφορά του στη διαμόρφωση της επιτελεστικής ποίησης (performative poetry). Σ’ αυτή την διερεύνηση θα στηριχθώ και σε ένα κείμενο του Jean-Pierre Bobillot, « La poésie contemporaine, Célébrations John Giorno, New York, 1936- 2019 »  καθώς και στη συνέντευξη στην εκπομπή του André–Eric Letourneau «tonight/ce soir @L’air(e) du diable», με τους Michel Collet, Valentine Verhaeghe και Δημοσθένη Αγραφιώτη, στο ραδιόφωνο CKUIT, 90.3 FM, Montréal, 23.00 – 1.00, 17-10-2019.

John Giorno

Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι ΗΠΑ ετοιμάζονται για το ρόλο του ηγέτη του δυτικού κόσμου, τιμωρούν με απόλυτη σκληρότητα την Ιαπωνία με την ατομική βόμβα, κυριαρχούν στην πολιτιστική αρένα χάρη στο πανίσχυρο όπλο: την κινηματογραφική βιομηχανία του Hollywood και απολαμβάνουν μια πρωτοφανέρωτη ευημερία απότοκη των κερδών της από τον πόλεμο. Η δεκαετία του 1960 μοιάζει να είναι η «αποκάλυψη» του αμερικανικού ονείρου παρ’ όλη τη σκιά του πολέμου του Βιετνάμ. Στο επίπεδο του πειραματισμού νέων τρόπων συλλογικής ζωής στην αρχή τουλάχιστον, η νεολαία λειτούργησε ως πρώτο κινούν. Πρωτοβουλίες και καινοτομίες διαδέχονται η μία την άλλη με επιταχυνόμενο ρυθμό. Ιδιαίτερα στο χώρο της ποίησης και της τέχνης, τόσο στο δυτικό όσο και στο ανατολικό τμήμα της χώρας, τα προτάγματα συσσωρεύονται και μια ατμόσφαιρα «έκρηξης» αναδύεται με αυξανόμενη στιβαρότητα. Σ’ αυτό το πνεύμα, οι πρωτοβουλίες του John Giorno όπως η συνεργασία με το «Factory» και την ομάδα του Andy Warhol, το άνοιγμα της ποίησης προς τις νέες τεχνολογίες, η ενσωμάτωση των επιτελεστικών τεχνικών, το ξεπέρασμα του βιβλίου, η προώθηση της ηχητικής ποίησης, αποτελούν κάποιες από τις επιλογές του. Όχι μόνο στο επίπεδο των εκφραστικών μέσων, αλλά και σ’ αυτό των τρόπων ύπαρξης – προσωπικής και συλλογικής – η ίδια επιθυμία πειραματισμού χωρίς όρια διαχέεται με μεγάλη ταχύτητα σε πολλά επίπεδα της αμερικανικής κοινωνίας. Σε μια συνομιλία μας, εξομολογείται: «…είμαι ένα άτακτο παιδί, είμαι ομοφυλόφιλος, έχω δοκιμάσει σχεδόν όλα τα ναρκωτικά, είμαι και βουδιστής». Σε σχέση με την τυπική μέση οικογένεια των ΗΠΑ του 1950, οι επιλογές αυτής της γενιάς ήταν ριζοσπαστικά διαφορετικές. Όλα έμοιαζαν δυνατά και εφικτά για να κατακτηθούν νέες μορφές ζωής, πέρα από τα καθιερωμένα μοντέλα και εμπνευσμένες από πολιτιστικά πρότυπα προερχόμενα απ’ όλο τον κόσμο και απ’ όλες τις παραδόσεις. Η επιθυμία ήταν τόσο διεγερμένη που κανένα εμπόδιο δεν έμοιαζε ικανό να την αποτρέψει από τη ξέφρενη πορεία της.
Η χειραφέτηση γαλβάνιζε τα μυαλά της νεολαίας του ’60 και προσέφερε νομιμότητα για κάθε ευφάνταστο καλλιτεχνικό εγχείρημα. Η κατάσταση αυτή αποτυπώθηκε εύγλωττα στη μουσική αλλά και στην ποίηση, με όργανο τις εκτυπώσεις roneo και τα φωτοαντίγραφα, και με μοχλό τις αναγνώσεις, αναδύθηκαν νέοι τρόποι ποιητικής έκφρασης και μια σειρά ποιητών διεκδίκησαν δεσπόζουσα θέση – όπως εκείνοι της «Beat Generation». Ο John Giorno συνδέθηκε πολύ στενά με την ομάδα του «Factory», και ο ερωτικός του δεσμός με τον Andy Warhol τον έφερε στην καρδιά των καινοτομιών (τόσο αισθητικών όσο και άμεσα οργανωτικό-πρακτικών) που επιχειρήθηκαν σ’ αυτό το εργαστήριο/studio της Νέας Υόρκης.
Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, η πρόσληψη των γεγονότων της εποχής εκείνης γίνεται με μια πιο κριτική διάθεση. Έτσι, για παράδειγμα, η ομάδα του «Factory», εισήγαγε τη μαζικότητα και την βιομηχανική αναπαραγωγή στην νεοτερική τέχνη (modern art), καταστρέφοντας το στοιχείο της υψηλής τέχνης «high culture» που κυριαρχούσε στην νεοτεριστική περίοδο (modernist period) – βλ. π.χ. τα πορτραίτα της Μέριλιν Μονρόε αλλά και της Ζακλίν Κένεντυ. Αυτός ο μηχανισμός για την μετάβαση από τη νεοτερική τέχνη (modern art) στην μετανεοτερική τέχνη (postmodern art) είχε πολλαπλές και αντιφατικές παρενέργειες! Ωστόσο, εκείνο που διακρίνει τους ποιητές – καλλιτέχνες είναι ο διακαής πόθος για μια ριζική μεταβολή «της ζωής και της τέχνης», σχεδόν μια επιστροφή στο «ντανταϊστικό όνειρο» Η ένταση του πόθου είναι τόση που σχεδόν αποκτά τον χαρακτήρα «πλεονεξίας» και «αδηφαγίας» : τα θέλανε όλα και σε κάθε πτυχή του βίου. Με αρχαίους ελληνικούς όρους, η ολική και γενικευμένη επιθυμία μεταβολής, μοιάζει σχεδόν ως «ύβρις». Οπωσδήποτε άξιζε να επιχειρηθούν οι τρόποι ικανοποίησής της, αλλά ενείχαν το στοιχείο της αυθαιρεσίας όπως όλα τα πολιτιστικά εγχειρήματα.
Τελικά, αν μείνουμε στην περίπτωση του «Factory», το όλο εγχείρημα οδήγησε σε μια σειρά από προσωπικά δράματα (απόπειρα δολοφονίας του ιδρυτή της), σε μια ξέφρενη εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων και στην καθιέρωση ενός μετανεοτερικού κυνισμού.

Ο John Giorno, ως ένας βασικός πρωταγωνιστής στην πρώτη φάση αυτής της συλλογικής δράσης, συμμετείχε στον πυρετό των καινοτομιών, αλλά στη συνέχεια χάραξε μια προσωπική διαδρομή, στην οποία συνδύασε τον πόθο της ατέρμονης εξερεύνησης και της κοινωνικής αλληλεγγύης (ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980 με την επιδημία του HIV). Απέφυγε έτσι την ελαφράδα της μετανεορικότητας και κράτησε υψηλά τη σημαία του ουσιαστικού πειραματισμού και της κοινωνικής ευαισθησίας και παρέμβασης.

Ο John Giorno σε επιτέλεση στο Cabaret Voltaire, Ζυρίχη 8/4/16
Ο John Giorno σε επιτέλεση στο Cabaret Voltaire, Ζυρίχη 8/4/16 / φωτ. Δημοσθένης Αγραφιώτης

To φθινόπωρο του 2014, ο Michel Collet και η Valentine Varhaeghe οργανώνουν τη δράση: «Blago Bung» στο χώρο του Ιδρύματος «Emily Harvey Foundation» στην Νέα Υόρκη. Ήμουν καλεσμένος σ’ αυτήν την Νeo-ντανταϊστική εκδήλωση και περνούσα αρκετές ώρες στο «Bunker» (Lower Manhattan), ένα κτήριο που είχε χρησιμοποιηθεί από το 1880 και μέχρι το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα ως στέγη για νέους εργάτες που έφταναν από τις επαρχίες στη Νέα Υόρκη, όπου ο John Giorno εγκαταστάθηκε το 1962 και αργότερα ο William S. Burroughs. (https://www.nytimes.com/2015/06/01/t-magazine/john-giornos-half-century-on-the-bowery.html) Το σπίτι φιλοξενούσε ποιητές- καλλιτέχνες (όπως ο Julien Blaine) και, ενώ εγώ κοιμόμουνα στο σπίτι/ατελιέ του Jacques και Puanani Flèchemuller στο Brooklyn, εκμεταλλευόμουνα συστηματικά την κεντρική (στον οικοδομικό ιστό της Νέα Υόρκη) θέση του «Bunker». O John Giorno είχε στον τελευταίο όροφο το χώρο κατοικίας του και στον πρώτο όροφο τον χώρο του εργαστηρίου του. Εκείνη την περίοδο δούλευε μικρού μεγέθους πίνακες όπου με διάφορα χρώματα απεικονίζονται λέξεις ή φράσεις, “poems”, “prints” ως μυστηριώδη ή όχι, αποφθέγματα, διατυπώσεις - slogan (“EVERYONE IS A COMPLETE DISAPPOINTMENT”), (“LIFE IS A KILLER”) που εκτέθηκαν μεταξύ άλλων και στο «Palais de Tokyo», στο Παρίσι, σε επιμέλεια του συντρόφου του Ugo Rondinone (https://www.palaisdetokyo.com/fr/evenement/ugo-rondinone-i-john-giorno). Ένας χώρος του σπιτιού ήταν αφιερωμένος για τις συναθροίσεις των πιστών – βουδιστών, αμερικανών και μη· συχνά προσωπικότητες από το βουδιστικό ρεύμα οργάνωναν σεμινάρια. Σ’ αυτό το χώρο, που οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με εικόνες βουδιστικής εμπνεύσεως και νοοτροπίας, ένα απόγευμα απόλαυσα έναν απογευματινό ύπνο-siesta με πολλά και παράξενα όνειρα κάτω από το άγρυπνο μάτι των Bodhisattva-μαθητών του Βούδα.

Σ’ ένα μικρό δωμάτιο, o John Giorno είχε κρατήσει το τραπέζι που δούλευε ο William S. Burroughs και πάνω στο τραπέζι την περίφημη γραφομηχανή «Burroughs» - η οικογένειά του ήταν ιδιοκτήτρια της εταιρείας παραγωγής των ομώνυμων γραφομηχανών. Επιπλέον είχε κρατήσει ίχνη και τεκμήρια, από την εποχή που το κτήριο ήταν στέγη των νεαρών εργατών ως μνημεία της παλιάς χρήσης. Για παράδειγμα, πάνω από τα ομαδικά ουρητήρια των τότε εσωτερικών μεταναστών, ο Keith Allen Haring ζωγράφισε ένα έργο. 

Ένα από τα βράδια της παραμονής μου εκεί, ο John Giorno μας κάλεσε για δείπνο και τόνισε ότι θα διαρκούσε 3 ώρες ακριβώς (19:00- 22:00). Πράγματι στις 7 μ.μ. εμφανίστηκε στην κουζίνα του σπιτιού και άρχισε να μαγειρεύει με τρομερό στυλ που έμοιαζε με Ιταλό μάγειρα. Στο μεγάλο τραπέζι είχε καλέσει και φίλους του από την καλλιτεχνική επικαιρότητα της Νέας Υόρκης. Μοίρασε το φαγητό με άνεση και ρυθμό, και η όλη συμπεριφορά του θύμιζε αυτήν του «Πάτερ Φαμίλια». Η συζήτηση ήταν χαοτική, αλλά όχι θορυβώδης και ο ποιητής αναφέρθηκε στα ταξίδια του στην Ευρώπη και τις συνεργασίες με ποιητές και καλλιτέχνες της Εσπερίας. 22:00 ακριβώς σηκώθηκε, μας καληνύχτισε και αποχώρησε. Μια πειθαρχεία αξιοθαύμαστη!
Το «Bunker» έχει μείνει στην παγκόσμια ποιητική καλλιτεχνική ιστορία, καθώς δεκάδες ποιητές και καλλιτέχνες είχαν το προνόμιο να φιλοξενηθούν στους πολλαπλούς χώρους του. Για μια στιγμή είχα την εντύπωση ότι όλοι αυτοί οι ποιητές-καλλιτέχνες συναγωνίζονται τις δεκάδες Bodhisattvas που απεικονίζονταν στις βουδιστικές αναπαραστάσεις.

Μου αποκάλυψε ότι στα μέσα της δεκαετίας του '60 ταξίδεψε στην Ελλάδα, συνοδευόμενος από τον ποιητή, δοκιμιογράφο, εκδότη, μεταφραστή, διευθυντή του περιοδικού «Ευθύνη» Κώστα Τσιρόπουλο και αγάπησε τις Κυκλάδες. Μάλιστα, μου ανέθεσε να μεταφέρω στον Έλληνα φίλο του το ακόλουθο μήνυμα: «Διατηρώ πολύ ζωντανές τις αναμνήσεις από το ταξίδι στα Ελληνικά νησιά».

————— ≈ —————

Γιατί όμως δίνεται τόση προσοχή στην ποιητική διαδρομή του John Giorno; Το ερώτημα επιδέχεται πολλές απαντήσεις, κι αυτό εξαρτάται από την προβληματική που διαμορφώνεται σε σχέση και με την πορεία του ποιητή. Στη δική μας περίπτωση θα επικεντρωθούμε στο γεγονός ότι ο John Giorno υπήρξε ένα από τα πιο ισχυρά πρότυπα της εκτελεστικής ποίησης (performance poetry). Σ’ αυτό το πνεύμα, οι δραστηριότητες του John Giorno θα βοηθήσουν και θα αναδειχθούν οι κύριες διαστάσεις- τα κύρια γνωρίσματα της επιτελεστικής ποίησης και να δοθεί παράλληλα ένα συνεκτικό περίγραμμα της.
Ο John Giorno, όπως και άλλοι ποιητές, στη δεκαετία του 1960, διατυπώνει τα ερωτήματα: τι μπορεί να είναι η ποίηση; ποιο ρόλο μπορεί να διεκδικήσει σε μια περίοδο πολιτικών και πολιτιστικών ανακατατάξεων; Ποιά ποιητική αισθητική συνδυάζεται με τα δύο προηγούμενα ερωτήματα; Γιατί η ποιητική έρευνα βρίσκεται σε υστέρηση/καθυστέρηση σε σχέση με τις άλλες καλλιτεχνικές πρακτικές, όπως η μουσική για παράδειγμα; Οι απαντήσεις που δίνει είναι πολλαπλές και εξαιρετικά διαφοροποιημένες. Για παράδειγμα, εμπιστεύεται την προφορικότητα και χρησιμοποιεί το σώμα του ως το όργανο εκφοράς των στίχων του· επεξεργάζεται το υλικό του αρκετούς μήνες πριν ώστε αυτό να καταγραφεί σε όλο το σώμα του, και όταν πραγματώνει την ποιητική του δράση, κάθε σημείο του σώματος κινητοποιείται ώστε το ποίημα να αναδύεται ως ήχος, εικόνα, νόημα, απόλαυση, αλλά και κίνηση – χειρονομία, δηλαδή, και ως προϊόν πολλαπλής υφής και ως ενιαία οντότητα· χρησιμοποιεί ως καίρια μεταβλητή το ρυθμό ή καλύτερα ένα σύνολο ρυθμών που κατανέμονται σε διάφορα εκφραστικά και ρητορικά σχήματα. Όταν παρουσιάζει λοιπόν τα ποιήματα δεν χρησιμοποιεί τη γραπτή τους μορφή κι’ αποφεύγει έτσι την ανάγνωση των στόχων και εισάγει μια ποικιλία από εκφραστικές τακτικές. Είναι σαφές ότι γράφει – κτίζει τα ποιήματά του λαμβάνοντας υπόψη του όλη την αλυσίδα των φάσεων: από τη γραφή των στίχων μέχρι την πολλαπλή πραγμάτωσή τους «ενώπιον του κοινού». Μια ολική επιτελεστικότητα. Με μια άλλη έκφραση, δεν πλάθει το ποίημα ως γραπτό μνημείο, αλλά ως μουσικογραφία ενόψει μελλοντικών δράσεων.
Παράλληλα, ο John Giorno, διερωτάται πως η ποίηση συν – διαλέγεται με άλλες τέχνες (π.χ. τη μουσική, τη ζωγραφική, το βίντεο, τον κινηματογράφο) και ιδιαίτερα τις νέες τεχνολογίες ήχου, εικόνας και τηλεπικοινωνιών. Απ’ αυτό το ερευνητικό ενδιαφέρον προέκυψαν τα προτάγματα (projects), όπως το «Dial-A-Poem» (1968) που επαναλήφθηκε στο «Museum of Modern Art» στη Νέα Υόρκη το 1970 και είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά από δίσκους LP που συνέταξαν τις ηχογραφήσεις, οι οποίες εκδόθηκαν από την «Giorno Poetry Systems». Μερικοί από τους ποιητές και καλλιτέχνες που ηχογράφησαν ή συνεργάστηκαν με το «Giorno Poetry Systems» ήταν οι William S. Burroughs, John Ashbery, Ted Berrigan, Laurie Anderson, Philip Glass, Robert Rauschenberg και Robert Mapplethorpe.
Η συνεργασία του με το «Factory» αποτέλεσε γι’ αυτόν μια εξαιρετική ευκαιρία για μια διακαλλιτεχνική άσκηση. Στη δεκαετία του 1960 συνεργάστηκε με τους μουσικούς Lou Reed, Bob Dylan, Patti Smith και στη δεκαετία του 1980 δημιούργησε την μουσική ομάδα «John Giorno Band» (1984). Συνεργάστηκε από το 1964 και μετά με λογοτέχνες και εικαστικούς που προήλθαν από την «underground culture» (sexdrugsrocknroll) ή και την «pop culture»: Jack Kerouac, Brion Gysin, Robert Rauschenberg. Επίσης, δημιούργησε μαζί με τον Robert Moog το «Experiments in Art and Technology» δηλαδή εγκαταστάσεις και δρώμενα («happenings») με ψυχεδελική ποίηση και ηλεκτρονική μουσική στην εκκλησία «St. Mark» (1985). Το 2007 πρωταγωνιστεί στην ταινία του Antonello Faretta «Nine Poems in Basilicata». Είναι σαφές ότι ο John Giorno ως ποιητής δεν περιορίζεται στη γραπτή σελίδα και το βιβλίο, αλλά τα ποιήματά του ταξιδεύουν μέσα από διάφορα στηρίγματα και συστηματα επικοινώνιας (media). Ο Jean-Pierre Bobillot αναφέρεται σ’ αυτή την τάση ως «médiopoétique» (μεσοποιητική/ποιητική των μέσων). Πάντως αυτό το «άνοιγμα» της ποίησης προ τις άλλες τέχνες και τις νέες τεχνολογίες, επέτρεψε στην ποίηση να απευθυνθεί σε νέους κοινωνικό – πολιτιστικούς χώρους. Εξάλλου τεκμήρια και προϊόντα ή συσκευές από τα προτάγματα του John Giorno βρίσκονται σήμερα στο ΜΟΜΑ – Μουσείο Σύγχρονης/ Νεοτερικής Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Οι δραστηριότητές του ως ακτιβιστή στα πρώτα χρόνια του AIDS, η δημιουργία του Ιδρύματός του για την υποστήριξη των ατόμων με HIV, συμπληρώνει και καθιστά συγκεκριμένες, τις πολιτικές του επιλογές. Σ’ αυτήν την προοπτική θεωρεί ότι η ποίηση μπορεί να συνεισφέρει στην χειραφέτηση των ανθρωπίνων σχέσεων, στην αμφισβήτηση των δομών εξουσίας, και στην αναζήτησης νέας μορφής κοινωνικών δεσμών. Μια ποίηση «στρατευμένη» σε συνεχή στάθμιση ως προς την υπόστασή της και την αποτελεσματικότητά της, όχι μόνο σε σχέση με το πεδίο της πολιτικής αλλά κυρίως στο πεδίο των πολιτιστικών προτύπων και των τρόπων του βίου.
Στη δεκαετία του 1970 ταξίδεψε στην Ινδία και ήρθε σε επαφή με τη βουδιστική ομάδα από το Θιβέτ Nyingma και στη συνέχεια έγινε δραστήριο μέλος της. Στο «Bunker» στη Lower East Side όπως σημειώσαμε, στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο – ναό, οργανώθηκαν σεμινάρια και συναντήσεις για δεκαετίες, καθώς και υποδοχές διαφόρων «μαιτρ» της προαναφερόμενης ομάδας. Επίσης, ο John Giorno ταξίδεψε πολλές φορές στην Ευρώπη και συμμετείχε σε Φεστιβάλ πειραματικής ποίησης και ιδιαίτερα σε εκδηλώσεις της ηχητικής ποίησης sound poetry») · έτσι δημιούργησε πολλές φιλίες με ποιητές όπως ο Bernard Heidsieck, Julien Blaine, Jean-Jacques Lebel και άλλους, και συμμετείχε με δράσεις στο «Polyphonix», festival international de poésie sonore, de performance, de vidéo et de musiques variées ή στην «IVe Biennale de Paris» (1965) ή το Φεστιβάλ Ποίησης στο Τέμπερε της Φιλανδίας(2011).. Για πολλά χρόνια καλούσε ευρωπαίους ποιητές σε πρωτοποριακές διοργανώσεις στη Νέα Υόρκη. Είναι σαφές ότι εργάστηκε για τη δημιουργία διεθνών δικτύων που ήταν ένα από τα κύρια γνωρίσματα των διαφόρων ρευμάτων της ποιητικής έρευνας (π.χ. Fluxus, neo-dada, Beat poetry). Ταξίδια και ανταλλαγές, διεθνή αλληλεγγύη και αμοιβαία αναγνώριση καθώς και μεταφράσεις και συμπαραγωγές αποτέλεσαν (και αποτελούν) ορόσημα και εργαλεία του ρεύματος της επιτελεστικής ποίησης.

————— ≈ —————

Αρχές Απριλίου 2016 (ξανα)βρέθηκα με τον John Giorno στη Ζυρίχη, στο «Cabaret Voltaire», στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια του Dada. Στις 09/04/2016, με επιμελητές τον Michel Collet και την Valentine Verhaeghe, συμμετείχαμε στη βραδιά: «Blago Bung». Ο John Giorno, πραγμάτωσε την επιτέλεσή του μ’ ένα ποίημα – ευγνωμοσύνη σ’ ένα πλήθος προσώπων και καταστάσεων που τον βοήθησαν να διατρέξει τη διαδρομή του βίου του. Χωρίς χειρόγραφο, με σωματικό ρυθμό, με φωνή σε πολλαπλές αποχρώσεις, όρθιος, με μικρά βήματα χορού, εξέφερε τις λέξεις με εφηβικό ενθουσιασμό και μετέδωσε το περιεχόμενο με πολλές ρεαλιστικές αναφορές, πολύ χιούμορ και λυρικές αποχρώσεις. Ένα επίτευγμα για ένα ποιητή 79 χρόνων! (Ο J.-P. Bobillot διερωτάται μήπως πρόκειται τελικά για έναν «κλασικό ποιητή» και όχι για έναν επιτελεστικό, όταν τον παρατηρούσε σε μια ανάλογη δράση). Μόνο μια στιγμή έδειξε ένα δισταγμό, μια παύση και μια σιωπή. Ομολογώ ότι μου πέρασε από το μυαλό ότι έφτασε στο όριο της αντοχής του και οπωσδήποτε ανησύχησα για την υγεία του – ευτυχώς, συνέχισε στον ίδιο ρυθμό!
Στο περιθώριο των εκδηλώσεων είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για πολλά θέματα και ζητήματα. Επιλέγω ορισμένα που φωτίζουν την πολύπλευρη δράση του και την σύνθετη προσωπικότητά του. Το πρώτο θέμα ήταν η καταγωγή της οικογένειάς του από την Νότια Ιταλία και την πόλη Basilicata. Τον ρώτησα μήπως η οικογένειά του είχε ελληνικές ρίζες μια και στην περιοχή της Provincia di Matera είχαν φτάσει κύματα Ελλήνων σε διάφορες εποχές. Η αναζήτηση δεν έδωσε χειροπιαστά επιχειρήματα από την πλευρά του, αλλά η ιδέα της ελληνικής καταγωγής του τον γοήτευσε και τον φόρτισε. Εξάλλου, αποκάλυψε ότι στα μέσα της δεκαετίας του '60 ταξίδεψε στην Ελλάδα, συνοδευόμενος από τον Κώστα Τσιρόπουλο (ποιητής, δοκιμιογράφος, εκδότης, μεταφραστής, διευθυντής του περιοδικού Ευθύνη  (1930-2017) και αγάπησε τις Κυκλάδες. Μάλιστα, μου ανέθεσε να μεταφέρω στον Έλληνα φίλο του το ακόλουθο μήνυμα: «Διατηρώ πολύ ζωντανές τις αναμνήσεις από το ταξίδι στα Ελληνικά νησιά». Μετέφερα το μήνυμα στον K. Τσιρόπουλο, σε μια επίσκεψη στο γραφείο του Φιλανθρωπικού Ιδρύματος «Προστασία Μητρικών Έργων Σταμάτη και Ελένης Βαφειαδάκη» κοντά στην πλατεία Συντάγματος, και αυτός με τη σειρά του μου ανέθεσε να μεταφέρω το μήνυμα: «Κι όμως, ούτε μιαν κάρτα ευχών για το νέο έτος… όλα αυτά τα χρόνια». Σε μια επόμενη συνάντηση με τον Αμερικανό ποιητή μετέφερα το παράπονο του Έλληνα συνταξιδιώτη του. Ο John Giorno αντέδρασε μ’ ένα χαμόγελο ενοχής και συγγνώμης. Στο τέλος, μου υποσχέθηκε να μελετήσει τα οικογενειακά του αρχεία μήπως εύρισκε τεκμήρια ελληνικής καταγωγής.
Οι συζητήσεις μας επιστράφηκαν στις αντιδράσεις και τις διατυπώσεις για την πειραματική ποίηση, τις δυσκολίες (ακόμη και σήμερα) με τους χρηματοδότες και τους οργανωτές σχετικά με τις αμοιβές και τα έξοδα των επιτελεστών, και την ανάγκη για διεθνή διεκδίκηση εξασφάλισης των συνθηκών για την παραγωγή δια-καλλιτεχνικών έργων. Ωστόσο, το κεντρικό θέμα της συνομιλίας μας ήταν ποιες είναι εντέλει οι επιπτώσεις από την εξέγερση της δεκαετίας του 60’ στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή των Αμερικανών; Όταν έγινε η συνάντησή μας δεν είχε εκλεγεί ο παλιάτσος – εγκληματικός εργολάβος ως πρόεδρος των ΗΠΑ, ωστόσο ο John Giorno πίστευε ότι σε ορισμένα μέτωπα κερδήθηκαν κάποιες διεκδικήσεις (π.χ. σεξουαλικότητα – σχετική ανοχή σε σεξουαλικούς προσανατολισμούς) και σε άλλα μέτωπα πολλά κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα έμειναν στάσιμα ή υποχώρησαν (π.χ. ο συστημικός ρατσισμός, η προστασία των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων, η φροντίδα για τα εξαρτημένα άτομα, η διαχείριση των όπλων κ.ά.). Και σ’ αυτό το πνεύμα ξανάφερε το θεμελιακό ερώτημα: ποια είναι η υπόσταση και η λειτουργία της ποίησης; Πώς θα πρέπει να δράσουν οι ποιητές σε σχέση με τη δυναμική που δημιουργούν οι τεχνολογικές καινοτομίες και η άγρια παγκοσμιοποίηση; Παρ’ όλη την εμπειρία του από 60 χρόνια δράσης επανέρχεται στο υπαρξιακό ζήτημα των ποιητών χωρίς να μπορεί να δώσει μια σαφή απάντηση, εκτός από την απαίτηση για «τόλμη με αποχρώσεις θράσους, ώστε να κρατηθεί η ποίηση «όρθια», ώστε να δοκιμάσει τις δυνάμεις της (με τρόπο ορατό και σαφή) σ’ ένα μεταβαλλόμενο κόσμο με αντιφατικές προοπτικές στην ανέλιξή του.

————— ≈ —————

Ο John Giorno διάλεξε το μονοπάτι το πιο σύνθετο και το πιο επώδυνο: εξέγερση και αναζήτηση ριζοσπαστικών προτύπων. Πραγματοποιώντας εξερευνήσεις στον χώρο του βίου (σεξουαλικότητα, «πνευματικές ανησυχίες», κοινωνικές σχέσεις), μεταφέροντας στην ποιητική του πρακτική σχήματα και διαδικασίες από άλλες τέχνες (Collage, Cut, Montage, Found text), ξεπερνώντας τις συμβάσεις (ανοιχτές αναφορές στη βία και τις διαφυλικές σχέσεις στα ποιήματά του), διαμόρφωσε μια δική του ατραπό στον χώρο της ποίησης και έθεσε κάποια ορόσημα για να αναγνωριστεί η επιτελεστική ποίηση αυτή καθαυτή. Η επιθυμία και η προσήλωση σε μια αέναη χειραφέτηση και ίσως απελευθέρωση από μακροχρόνια πολιτιστικά πρότυπα κοινωνικού ελέγχου (π.χ. στον έλεγχο του σώματος) που χαρακτηρίζει τον John Giorno και τους συνομηλίκους του, έχει αναμφίβολα κάτι το ηρωικό, ωστόσο ενέχει και έναν χαρακτήρα του «ακόρεστου» και «ύβρεως» που ίσως παραπέμπει στο γεγονός ότι η αμερικανική κοινωνία στη δεκαετία είχε εισέλθει σε μια φάση γενικευμένης αυτοπεποίθησης (λόγω της υπόστασής της ως κυριαρχούσα υπερδύναμη) και ανοιχτών οριζόντων (λόγω των οικονομικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων της). Με μια άλλη διατύπωση, οι ποιητές της χειραφέτησης (όπως ο John Giorno) πρότειναν έναν άλλο δρόμο για το αμερικάνικο όνειρο (κατάκτηση και συνεχή ανάπτυξη), αλλά ήταν κάτω από την επήρεια αυτού του ονείρου. Θέλησαν δηλαδή, οι ποιητές να τα «αλλάξουν όλα» και μάλιστα «γρήγορα», σαν να επιτάχυναν και να εντατικοποιούσαν το «αμερικάνικο όνειρο», σαν να ζητούσαν να φτάσει αυτό στα όριά του σε λιγότερο χρόνο. Στο όνομα αυτής της πρόκλησης, ίσως αυτής της ουτοπίας, παρήγαγαν ένα τεράστιο έργο που όμως δεν μπορεί να αποφύγει τις γενικότερες συνθήκες και κυρίως τις αρχικές συνθήκες: του διεθνοποιημένου κόσμου μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο με την κυριαρχία των ΗΠΑ. Το παράδοξο των πολιτιστικών αλλαγών και μεταβολών καθώς και οι δεσπόζουσες δομές (εναντίον των οποίων γίνονται οι εξεγέρσεις ή οι ανατροπές) διατρέχουν και εμποτίζουν τα ενεργήματα των ατόμων και κοινωνικών ομάδων σε αναζήτηση της χειραφέτησής τους. Οι επιτελεστές – ποιητές επιστρατεύονται στον «καλόν αγώνα» χωρίς εγγυήσεις, χωρίς να απαλλάσσονται από τις συνθήκες της εκκίνησης και σ’ αυτό το πνεύμα το έργο τους είναι πολύσημο και αμφίσημο και γι’ αυτό ενδιαφέρον.

ΥΓ. Το Festival « littéraire Extra du Centre Pompidou-11/09>27/09/2020», αφιερώνει την 19/09/2020 στον John Giorno .Ένα χρόνο μετά από το θάνατο του ποιητή πάνω από 15 γωγραφικά σημεία σε πολλές χώρες διοργανώνονται ειδικά αφιερώματα για τον πολυσχιδή καλλιτέχνη. Didier Arnaudet, Vincent Barras, Julien Blaine, Anna Holveck, Joël Hubaut, Abigail Lang, Jean-Jacques Lebel, Laure Limongi, Maras, Jako Maron, Thurston Moore, Rainer Oldendorf, Charles Pennequin, Zoé Philibert Théo Hillion, Cia Rinne, Ann Waldman... και Andy Warhol συμβάλουν στη «γιορτή».

John Giorno Poetry Day, 19/09/2020 .Με την υποστήριξη της Fondation Jan Michalski, της Fondation Agnès b., και της John Giorno Foundation.

#festivalextra #littératurevivante #johngiorno #foundationjohngiorno

https://www.centrepompidou.fr/...

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: