Ανάμνηση Βάρναλη

Απόσπασμα από το βιβλίο απομνημονευμάτων του Στέφαν Γκέτσεβ με τίτλο «Οι φίλοι μου οι Έλληνες 1936-1992» (δίγλωσση έκδοση, βουλγάρικα/ελληνικά, μτφρ. Φάνη Αγγελίεβα-Ζντράβκα Μιχάιλοβα, βουλγάρικος τίτλος Моите гръцки приятели, εκδ. Έψιλον/ Епсилон, Σόφια 2008, 415 σελ.). Κατά το διάστημα 1936-1942, ο Γκέτσεβ (ως τελειόφοιτος βουλγάρικης φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Σόφιας), πήγε να σπουδάσει την ελληνική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών· στη συνέχεια εργάστηκε ως μεταφραστής-γραφέας στη διπλωματική αποστολή της Βουλγαρίας στην Αθήνα. Βλ. Χάρτης #21

Ο Βάρναλης φοιτητής
Ο Βάρναλης φοιτητής

Όταν κάποιοι που είναι φορείς του φωτός, φεύγουν για πάντα, ο κόσμος σα να σκοτεινιάζει. Το αν αυτό θα γίνει για πιο μακρύ ή για πιο σύντομο χρονικό διάστημα, εξαρτάται από το φως που έχουν φέρει στον κόσμο. Ένας από αυτούς είναι ο Κώστας Βάρναλης.
Δε θα διηγηθώ με λεπτομέρειες τη βιογραφία του, ούτε θα αναλύσω τη δημιουργία του. Εδώ και πολύ καιρό το έχουν κάνει οι αρμόδιοι και γνώστες του στην Ελλάδα. Θα υπενθυμίσω μόνο ότι ο Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο (σημερινό Μπουργκάς, Βουλγαρίας) το 1883, φοιτά στα Ζαρίφεια Διδασκαλία της Φιλιππούπολης (Πλόβντιβ) και μετά αναχωρεί για την Αθήνα όπου σπουδάζει φιλολογία. Διορίζεται διδάσκαλος και το 1919 φεύγει με υποτροφία για το Παρίσι. Εκεί γνωρίζει τις νέες τάσεις στις καλές τέχνες και κυρίως την κοινωνική ζωή της νέας μεταπολεμικής γενιάς και αυτό καθορίζει την περαιτέρω ζωή και δημιουργία του τις οποίες αφιερώνει στο ιδανικό για κοινωνική δικαιοσύνη.
Το 1937, όπως έχω αναφέρει και αλλού,* ύστερα από πρόταση του γνωστού καθηγητή βυζαντινολόγου Νικόλαου Βέη οργάνωσα μικρό κύκλο μαθημάτων παλαιάς βουλγαρικής γλώσσας. Μία από τις φοιτήτριες ονομαζόταν Έλλη Πρόκου. Κάποτε είχε μιλήσει σ΄έναν φίλο της, τον ποιητή Κώστα Βάρναλη, για μένα. Λόγω του ότι είχε γεννηθεί στη Βουλγαρία, εκείνος έδειξε ενδιαφέρον και εξέφρασε την επιθυμία να γνωριστούμε. Ήταν μεγάλη τιμή για εμένα. Από το φίλο μου Κλέωνα Παράσχο, κριτικό και ποιητή, είχα ακούσει για τον Βάρναλη και το έργο του. Αγόρασα τα δύο βιβλία του: Το φως που καίει και Σκλάβοι πολιορκημένοι –διασκευασμένος τίτλος, όπως μου εξήγησε ο Κλέων – ενός ποιήματος του Σολωμού, «Των ελεύθερων πολιορκημένων».
Προσπάθησα να τα διαβάσω, και παρά το πλέγμα άγνωστων λέξεων, τύπων και εκφράσεων με τους οποίους δεν ήμουν εξοικειωμένος, που δεν μάντευα πάντοτε το νόημά τους, ένιωθα τον μεγάλο ποιον του αυθεντικού και κοινωνικού ποιητή, τόσο αιχμηρά σατιρικό όσο και βαθιά τρυφερό, λυρικό.
Τον καιρό εκείνο η Αθήνα ήταν ακόμα πόλη με δική της φυσιογνωμία. Δεν είχε πολύ ψηλά σπίτια, συχνά υπήρχαν μικρά καφενεία και ταβέρνες στα οποία μπορούσε κανείς να συναντήσει ενδιαφέροντες τύπους. Νομίζω, πως δεν προσβάλλω τη μνήμη του μπάρμπα-Κώστα, όπως τον ονομάζαμε, λέγοντας πως και εκείνος ήταν ένας από αυτούς. Άνθρωπος με δύο πρόσωπα. Στους πολιτιστικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους, ήταν ο μεγάλος ποιητής, άνθρωπος με τεράστια μόρφωση, λαμπρός σατιρικός και χρονογράφος, δημοσιογράφος, μεταφραστής και ένας από τους βαθύτερους γνώστες της ελληνικής γλώσσας. Σε μία συζήτηση μαζί του ο καθηγητής Ν. Βέης μου επεσήμανε ότι ο Βάρναλης είναι ένας από τους λίγους γνώστες της ελληνικής γλώσσας σ’ όλη τη χιλιόχρονη ιστορία της, με όλες τις αρχαίες και νέες διαλέκτους. Ενώ στη γειτονιά του Κολωνακίου ήταν γνωστός σαν λαϊκός άνθρωπος που ύστερα από συζήτηση για το μέλλον του λαού, καθόταν να παίξει ένα τάβλι με κάποιον εργάτη ή επαγγελματία τεχνίτη. Έπαιζε με πάθος, χτυπούσε τα πούλια και γύρω από το τραπέζι μαζευόταν πλήθος χασομέρηδων που παρακολουθούσαν σιωπηλά το παιχνίδι. Ήταν ανοιχτόκαρδοι, απλοί άνθρωποι που τους δίδασκε και διδάσκονταν από αυτούς γνήσιες δημοτικές εκφράσεις, λέξεις καμιά φορά σφυριλατημένες από τους απλούς ανθρώπους. Κάποτε μάλιστα τόσο πρωτότυπες και απροσδόκητες που διασκέδαζαν «τον δάσκαλο». Μια φορά ήρθε στο σπίτι μου και μπαίνοντας συνέχισε να γελάει. Αφηγήθηκε το εξής: καθόταν σ΄ ένα καφενείο στο Κολωνάκι και παρατηρούσε τη ζωή, όταν πλησίασε ένας λουστράκος και ήθελε να του καθαρίσει τα παπούτσια. Ο Βάρναλης τον έδιωξε με το χέρι. Αλλά το αγόρι 13-14 χρονών, ήταν επίμονο και αυθάδικο. Ο Βάρναλης νευρίασε και τον έβρισε για να φύγει. Το αγόρι τραβήχτηκε μερικά βήματα πίσω –για κάθε ενδεχόμενο– και αφού τον κοίταξε περιφρονητικά, είπε: «Άντε ρε, κωλογαμημένε». Αυτή η ανύπαρκτη λέξη επινοημένη από το αλητάκι αυτό τόσο πολύ είχε ενθουσιάσει τον Βάρναλη που για πολλή ώρα ακόμη συνέχισε να γελάει και να αστειεύεται.

Όμως βιάστηκα. Σαν αρχή πρέπει να διηγηθώ πως συναντηθήκαμε την πρώτη φορά.

Κώστας Βάρναλης

Λοιπόν, την καθορισμένη μέρα το απόγευμα η Έλλη ήρθε με τον Βάρναλη. Ήταν μετρίου αναστήματος, γύρω στα 50, με ψηλό μέτωπο, γκρίζα μάτια και μία μάλλον περιπαιχτική έκφραση στο πρόσωπο ιδιαίτερα όταν χαμογελούσε με τα σαρκώδη χείλη του. Πολύ γρήγορα δημιούργησε μια εγκάρδια ατμόσφαιρα, άρχισε να μου μιλάει στον ενικό, με ρωτούσε πώς είναι τώρα οι Έλληνες εκεί όπου έζησε – ο Πύργος και η Φιλιππούπολη… Κάποια στιγμή έγινε λόγος για το κρασί (εγώ τον κερνούσα κονιάκ). Με ρώτησε τι κρασί πίνω. Του είπα πως αγαπώ πολύ το σαμιώτικο ξηρό, αυτός απάντησε πως αυτό δεν είναι κρασί. Έπρεπε να πίνω μόνο ρετσίνα. Του απάντησα πως έχω δοκιμάσει, μα η γεύση και η μυρωδιά της δε μ΄αρέσουν. Ο Βάρναλης είπε ότι θα με μάθει πώς να πίνω. Πράγματι, σε μια άλλη επίσκεψη είχα πάρει γι’ αυτόν ρετσίνα και αυτός με έμαθε: «Σφίξε με τα δύο δάχτυλα τη μύτη σου, άντε τώρα πιες το ποτήρι μονορούφι. Έτσι! Τώρα πια δεν θα πίνεις άλλο κρασί». Μου εξήγησε ότι ακόμα και στην αρχαία Ελλάδα έβαζαν ρετσίνι στο κρασί για να μη χαλάει.
Από τότε ο Βάρναλης ερχόταν στο σπίτι μου, πιο συχνά με την Έλλη μα καμιά φορά και μόνος του.
Χάρη σε φίλους, ιδιαίτερα τον Κλέωνα Παράσχο, είχα σχηματίσει πια μια εικόνα για την ελληνική ποίηση του περασμένου αιώνα –για το Σολωμό, τον Κάλβο, τον Παλαμά, καθώς και για τους σύγχρονους τότε– τον Ουράνη, τον Καζαντζάκη. Μου είχε μιλήσει και για άλλους ποιητές. Όταν εξοικειωθήκαμε κάπως με το Βάρναλη, τον ρώτησα κάποτε ποιους ποιητές θα έπρεπε πρώτα να γνωρίσω. Απάντησε έτσι: «Πρώτα-πρώτα θα διαβάσεις έναν παλιό ποιητή, που πέθανε πρόσφατα. Ονομάζεται Καβάφης. Το βιβλίο του κυκλοφόρησε τελευταία, μπορείς να το αγοράσεις. Και έναν νέο που θα γίνει μεγάλος ποιητής, ονομάζεται Σεφέρης. Την άλλη μέρα κιόλας αγόρασα τα βιβλία τους. Θυμάμαι πως, αφού είχα διαβάσει αρκετά τον Καβάφη, μια φορά στη συζήτηση είπα ότι μου φαίνεται πολύ απαισιόδοξος. Ο Βάρναλης αποκρίθηκε πως ένας μεγάλος ποιητής μπορεί να είναι τα πάντα.

Είχα διαβάσει πια τα βιβλία του. Τα καταλάβαινα καλύτερα, αλλά υπήρχαν λέξεις που δεν τις έβρισκα στο λεξικό. Θα ομολογήσω ότι το ενδιαφέρον μου για την ελληνική γλώσσα ήταν στραμμένο κυρίως προς τα αρχαία ελληνικά και προς την καθαρεύουσα και πολύ λιγότερο προς τη δημοτική. Και ο Βάρναλης περισσότερο από τους άλλους ποιητές που διάβαζα τότε, χρησιμοποιούσε ξένες λέξεις – τουρκικές, ιταλικές, ακόμα και σλαβικές, καθώς και τύπους λέξεων, έτσι όπως τις προφέρει ο λαός. Και όταν κάποια στιγμή τόλμησα να τον ρωτήσω απάντησε ότι χρησιμοποιεί αυτές τις λέξεις, διότι θέλει να τον καταλαβαίνει ο κόσμος. Μου είχαν πει ότι, από τους πρώτους κιόλας στίχους του στις αρχές του αιώνα ο Βάρναλης προκάλεσε σάλο –και όχι μόνο στους αστούς– με τη «βάρβαρη» γλώσσα του. Στην πραγματικότητα ο εξαιρετικός γνώστης αυτής της πάμπλουτης γλώσσας, χρησιμοποιούσε και δημοτικές λέξεις και εκφράσεις ακριβώς για να γίνουν κατανοητές οι κοινωνικές του ιδέες και από τον απλό αναγνώστη.

Κατά τη δεκαετία του ΄30 στην ελληνική ποίηση επήλθαν μεγάλες αλλαγές τόσο στη μορφή, όσο και στο περιεχόμενο του ποιητικού λόγου. Υπό την επίδραση του γαλλικού υπερρεαλισμού και της μοντέρνας αμερικανικής και αγγλικής ποίησης, οι ποιητές αρνήθηκαν το κλασικό και πέρασαν στον καθαρά ελεύθερο στίχο. Εκπρόσωποι του ελληνικού υπερρεαλισμού τότε ήταν ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος. Βεβαίως η ποίηση τους δεν ήταν κατανοητή και έγιναν μάλιστα στόχος του θαυμάσιου χιούμορ του Ψαθά, ενός πολύ γνωστού τότε σατιρικού χρονογράφου. Όταν μια φορά έγινε λόγος γι΄αυτή τη μοντέρνα τάση, ο Βάρναλης, απ’ ό,τι κατάλαβα, δεν την παραδέχονταν. Είχε πει κάτι σαν: «Υπάρχουν ποιητές, αλλά δεν υπάρχει ποίηση». Αυτό δεν είναι παράξενο, αφού είναι γνωστό ότι για τον Βάρναλη η ποίηση γράφεται και απευθύνεται στον απλό άνθρωπο. Μόνο που δεν πρέπει να του παρουσιάζονται οι κοινωνικές αλήθειες και οι πολιτικές ιδέες με τον τυπικό τρόπο των εφημερίδων, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε ο ίδιος να νιώσει με το υψηλό αισθητήριό του την εγκυρότητα και το μεγαλείο τους. Στην πραγματικότητα ο Βάρναλης δεν ήταν ο μόνος που δε δεχόταν τον υπερρεαλισμό. Και ο Σεφέρης το ίδιο, υπογράμμιζε, και όχι μόνο μια φορά, πως ποτέ δεν υπέστη την επίδρασή του. Ας τονίσω, όμως, ότι ο Βάρναλης, οπαδός του κλασικού στίχου, ο Βάρναλης, ο ακραίος οπαδός της δημοτικής, ο Βάρναλης, ο συγγραφέας τόσων κοινωνικών και πολιτικών έργων (και σε έμμετρο λόγο και πεζογραφήματα) – ήταν αυτός που πρώτος με κατηύθυνε προς την ποίηση του Σεφέρη, ο οποίος ήταν ένας από τους πρώτους που εισήγαγαν τον ελεύθερο στίχο, που χρησιμοποιούσε μια πολύ γλαφυρή και καλαίσθητη γλώσσα και ο οποίος δεν συμμεριζόταν καθόλου την ιδεολογία του Βάρναλη. Αυτό το γεγονός είναι η σαφέστερη απόδειξη ότι για τον Βάρναλη πάνω απ’ όλα ήταν η αληθινά μεγάλη ποίηση.
Τον Απρίλιο του 1941 τα χιτλερικά στρατεύματα μπήκαν στην Αθήνα παρά τη σθεναρή αντίσταση του ελληνικού στρατού και κάρφωσαν τη σημαία τους με τον αγκυλωτό σταυρό στην Ακρόπολη. Και στο τέλος του Μάη ένα πρωί στην κατεχόμενη, βυθισμένη σε βαριά σιωπή πόλη απλώθηκε ένας χαρούμενος ψίθυρος: άγνωστα παλικάρια, παρά την άγρυπνη φρουρά, κατέβασαν τη βαρβαρική σημαία.
Από την αρχή του πολέμου ο Βάρναλης σταμάτησε να έρχεται στο σπίτι μου. Δεν ήξερα τι γινόταν. Ούτε η Έλλη Πρόκου εμφανιζόταν.
Νωρίς το πρωί, μετά από αυτήν την ηρωική πράξη ήρθε στο σπίτι μου η Έλλη. Ήταν πολύ ανήσυχη. «Οι Γερμανοί συνέλαβαν το Βάρναλη μαζί με πολλούς άλλους, ως όμηρο» – εξήγησε.
Δήλωσαν ότι θα τους τουφεκίσουν, αν δεν καταδώσουν εκείνους που κατέβασαν την σημαία από τον Ιερό Βράχο. Πρέπει να σώσουμε τον Βάρναλη! Καταλαβαίνεις; Πρέπει να τον σώσουμε! Μπορείς να κάνεις κάτι; Εσείς είσαστε –να με συγχωρείς– σύμμαχοι των Γερμανών.
Εγώ ο ίδιος δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Δεν είχα διπλωματικό αξίωμα, ήμουν μεταφραστής. Είπα στην Έλλη πως θα δω τι μπορώ να κάνω.
Όταν οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, σχημάτισαν μια ελληνική κυβέρνηση ανδρείκελων, ενώ στην πραγματικότητα αυτοί διηύθυναν τα πάντα. Ένας από τους ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή ήταν ο Γερμανός πρέσβης που ήταν ο πραγματικός πρωθυπουργός. Εγώ δεν τον γνώριζα, αλλά ο πρέσβης μας Βάτσεφ είχε τακτική επικοινωνία μαζί του. Αποφάσισα να ενεργήσω διαμέσου αυτής της οδού.
Κατά τις εννέα η ώρα πήγα στον Βάτσεφ. Του εξήγησα ποιος είναι ο Βάρναλης –ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές και συγγραφείς, γεννημένος στη Βουλγαρία, φίλος μας κλπ. Ο Βάτσεφ ήταν πολιτισμένος άνθρωπος, ενδιαφερόταν για μουσική και λογοτεχνία και βαθιά μέσα του δεν ήταν καθόλου υποστηρικτής των χιτλερικών, παρόλο που δε μιλούσε γι’ αυτό το θέμα. Με άκουσε προσεκτικά και με ρώτησε μήπως ο φίλος μου αυτός είναι κομμουνιστής. Απάντησα, πως δεν είναι, ήμουν έτοιμος να ορκιστώ. Και με καθαρή συνείδηση, μια και εκείνος πράγματι δεν ήταν μέλος του κόμματος. Ο Βάτσεφ κανόνισε συνάντηση τηλεφωνικά με το χιτλερικό πρέσβη και κατά τις 11 η ώρα πήγαμε οι δύο μας στην πρεσβεία. Ο πρέσβης μας μπήκε μόνος του στο γραφείο αυτού του σημαντικού Γερμανού. Σε λίγο με φώναξαν. Ο μεγαλόσωμος αυστηρός άνθρωπος με τη χιτλερική στολή με ρώτησε σχεδόν απειλητικά, αν μπορώ να εγγυηθώ για το Βάρναλη. Απάντησα «ναι» με όσο το δυνατόν πιο κατηγορηματικό τρόπο. Δεν υποσχέθηκε τίποτα. Την επόμενη κιόλας μέρα, η Έλλη ήρθε να μου ανακοινώσει με χαρά ότι ο Βάρναλης αποφυλακίστηκε και φιλοξενείται από φίλους του σε μια μακρινή συνοικία της Αθήνας.
Δεν ισχυρίζομαι ότι χωρίς αυτή την επέμβαση δε θα αποφυλακιζόταν ο Βάρναλης. Ίσως υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που ενδιαφέρονταν θερμά για την τύχη του. Αλλά με κίνδυνο να περιαυτολογήσω, θα αναφέρω τι έγινε την επόμενη –και τελευταία– συνάντησή μου μαζί του.
Μετά από λίγο καιρό με επισκέφθηκε η Έλλη και μου είπε πως θα με πάει στο Βάρναλη που ήθελε να με δει. Ήθελε να γιορτάσουμε την απελευθέρωσή του. Η διεύθυνση που έμενε ήταν μυστική. Με υποδέχτηκε, όπως και οι φίλοι που ήταν μαζί του, εγκάρδια. Δεν έγινε λόγος για την απελευθέρωση του. Μιλήσαμε κυρίως για τον πόλεμο, για την αντίσταση που άρχιζε, για φίλους. Βεβαίως ήπιαμε ρετσίνα με μεζέ. Πολύ αργά, μετά τα μεσάνυχτα, ξεκίνησα για το σπίτι. Στον αποχαιρετισμό ο Βάρναλης είπε μια φράση: «Και οι δύο ζωές μου είναι συνδεδεμένες με τη Βουλγαρία». Με την Έλλη κατευθυνθήκαμε προς την πόλη. Ήταν η τελευταία φορά, που είδα το Βάρναλη.
Όταν το 1957 ο εκδοτικός οίκος «Bulgarski pisatel» μου ανέθεσε να ετοιμάσω την πρώτη ανθολογία της νέας ελληνικής ποίησης, διέθετα σχετικά περιορισμένο υλικό σε κείμενα. Ζήτησα βοήθεια από φίλους μας στην Αθήνα, και από τον Βάρναλη, διότι ήξερα τη διεύθυνση του. Έδωσα ένα γράμμα σ΄έναν εκπρόσωπο του ΚΚΕ, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον να επαγρυπνεί για την «προλεταριακή καθαρότητα» της ανθολογίας. Δεν ξέρω τι συνέβη μετά, αλλά μετά από μικρό διάστημα, αυτός ο σύντροφος μου είπε ότι πήρε γράμμα από τον Βάρναλη –απάντηση στο δικό μου όπου ο Βάρναλης έδινε συμβουλές για τη σύνταξη της ανθολογίας. Παρά την επιμονή μου, δεν είδα αυτό το γράμμα.

Συνήθως, όταν φεύγει ένας άνθρωπος αυτής της ηλικίας –πάνω από 90 χρονών –σαν τον Βάρναλη, ο κόσμος λέει: «Ε, έζησε τη ζωή του ο άνθρωπος. Έφυγε πληρής ημερών» Μα αυτό δεν ισχύει για ανθρώπους σαν τον μπάρμπα-Κώστα. Άνθρωποι σαν κι αυτόν θα έπρεπε να ζουν και να δημιουργούν πολύ-πολύ καιρό. Ευτυχώς τη σχετική αθανασία του την εξασφάλισε μόνος του, με το υπέροχο έργο του.

Ο Στέφαν Γκέτσεβ
Ο Στέφαν Γκέτσεβ
«Πρώτα-πρώτα θα διαβάσεις έναν παλιό ποιητή, που πέθανε πρόσφατα. Ονομάζεται Καβάφης. Το βιβλίο του κυκλοφόρησε τελευταία, μπορείς να το αγοράσεις. Και έναν νέο που θα γίνει μεγάλος ποιητής, ονομάζεται Σεφέρης. Την άλλη μέρα κιόλας αγόρασα τα βιβλία τους. Θυμάμαι πως, αφού είχα διαβάσει αρκετά τον Καβάφη, μια φορά στη συζήτηση είπα ότι μου φαίνεται πολύ απαισιόδοξος. Ο Βάρναλης αποκρίθηκε πως ένας μεγάλος ποιητής μπορεί να είναι τα πάντα.

*…Τη γνωριμία μου με την ελληνική ποίηση τη χρωστάω, όπως έχω γράψει και αλλού, πρώτα στον Κώστα Βάρναλη τον οποίο γνώρισα, μου φαίνεται, κατά τα τέλη του 1936. Αλλά στις αναμνήσεις που δημοσίευσα για τον Βάρναλη δεν διευκρίνισα τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έγινε αυτή η γνωριμία, που αργότερα μετεξελίχθηκε σε φιλία. Θα τις διηγηθώ λοιπόν τώρα.
Ήδη στις αρχές του 1936 είχα αρχίσει να παρακολουθώ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών τις παραδόσεις βυζαντινής λογοτεχνίας του καθηγητή Νικόλαου Βέη – ενός από τους φωστήρες, όπως έλεγαν τότε, αυτής της επιστήμης. Προτού περάσει πολύ καιρός πήγα και του συστήθηκα κι εκείνος έδειξε ενδιαφέρον για το νεαρό Βούλγαρο. Του εξήγησα ότι η παλαιοβουλγαρική γραμματεία, στην οποία έχω αποφασίσει να αφοσιωθώ, είναι μεταφρασμένη σε μεγάλο βαθμό από τη βυζαντινή, κάτι που ο ίδιος γνώριζε καλά. Ήταν μικρόσωμος, ηλικιωμένος, με συμπαθητικό μαϊμουδίσιο πρόσωπο. Ύστερα από καιρό με κάλεσε και μου πρότεινε να οργανώσω έναν προαιρετικό κύκλο μαθημάτων παλαιοβουλγαρικής γλώσσας για μερικούς από τους φοιτητές του. «Διότι», μου εξήγησε, «όπως εσείς πρέπει να ξέρετε τη βυζαντινή γλώσσα, έτσι και οι δικοί μας βυζαντινολόγοι θα έπρεπε να γνωρίζουν την παλαιοβουλγαρική για να μπορούν να χρησιμοποιούν τα παλαιά βουλγαρικά κείμενα και να μελετούν την επίδραση της βυζαντινής λογοτεχνίας στη Βουλγαρία και στις άλλες σλαβικές χώρες». Μια θαυμάσια ιδέα, η οποία, νομίζω, δεν είχε συνέχεια.
Τότε λοιπόν εμφανίστηκαν έξι-επτά εθελοντές, μερικοί από τους οποίους γρήγορα τα παράτησαν, και έτσι απόμεινε μια μόνιμη τετράδα: τρεις κοπέλες και ένας νεαρός. Οι κοπέλες ήταν η Δημοκρατία Ηλιάδου, η Είρήνη Σαλονικίδου και η Έλλη Πρόκου (στην τελευταία χρωστώ τη γνωριμία μου με το Βάρναλη). Ο νεαρός ονομαζόταν Κροντηρόπουλος. Και αυτός γρήγορα τα παράτησε, αλλά μείναμε φίλοι. Από τις τρείς κοπέλες, εκτός από την Έλλη, για την οποία θα μιλήσω παρακάτω, η Δημοκρατία ή Κράτη, έδειξε μεγαλύτερη επίμονη. Έμαθε αρκετά καλά την παλαιοβουλγαρική για να γίνει μετά τον πόλεμο καθηγήτρια αυτής της γλώσσας σε ένα γαλλικό –δε θυμάμαι πια ποιο- πανεπιστήμιο. Απεβίωσε πριν καμιά δεκαριά χρόνια. Με την Ειρήνη βλεπόμασταν συχνά και για πολύν καιρό και μάλιστα έως το τέλος της παραμονής μου στην Αθήνα, γιατί ήδη από το 1937 άρχισε να μου παραδίδει μαθήματα αρχαίας ελληνικής. Και σ΄ αυτήν θα αναφερθώ στη συνέχεια.
Μια μέρα η Έλλη μου είπε πως μίλησε για μένα στον φίλο της, τον Βάρναλη, έναν πολύ μεγάλο και προοδευτικό ποιητή που είχε γεννηθεί στη Βουλγαρία, και εκείνος εξέφρασε την επιθυμία να με γνωρίσει.
Η Έλλη ήταν παράξενη κοπέλα – με πολύ λευκή επιδερμίδα, μακρουλό πρόσωπο, σαρκώδη, κάπως πικραμένα χείλη, σκουρόξανθα μαλλιά και ανοιχτοκάστανα μάτια. Δεν μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν ωραία. Αλλά εξέπεμπε μια εσωτερική δύναμη και ένα πνεύμα που έκαναν αμέσως εντύπωση. Εξάλλου συνδεόταν με πολλούς από τους νέους τότε ποιητές και συγγραφείς, και ο Βάρναλης ήταν αναμφίβολα ερωτευμένος μαζί της. Ο μπαρμπά-Κώστας, όπως τον λέγαμε, ήταν αστείρευτη πηγή ερωτικών αισθημάτων προς τις κοπέλες που του κινούσαν το ενδιαφέρον. Έζησε πάνω από ενενήντα χρόνια – ίσως ακριβώς λόγω της αγάπης του … προς την αγάπη.
Πριν να τον φέρει, η Έλλη μού είπε να αγοράσω δύο ποιητικές συλλογές του που είχαν κυκλοφορήσει ως τότε: Το φως που καίει και το Σκλάβοι πολιορκημένοι. Ώστε όταν ήρθε στο σπίτι μου, είχα ήδη κάνει την πρώτη γνωριμία με το έργου του. Εννοείτε στο βαθμό που μπορούσα να εντρυφήσω σ’ αυτό την εποχή εκείνη.
Όπως έχω γράψει και αλλού, σε μια από τις συναντήσεις μας ρώτησα τον Βάρναλη ποιους Έλληνες ποιητές πρέπει να διαβάσω πρώτα. Μου απάντησε: έναν παλιό, τον Καβάφη, και έναν νέο – τον Σεφέρη. Αγόρασα βιβλία και των δύο αυτών ποιητών. Από τότε χρονολογείται η μεγάλη μου αγάπη για την ελληνική ποίηση, που θα με συντροφεύει μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής μου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: