Στα όρια των ορίων

Στα όρια των ορίων

Πριν από 25 χρόνια περίπου συνάντησα για πρώτη φορά τον Ζακ Ντεριντά, ύστερα από πρωτοβουλία του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών καθώς ο φιλόσοφος είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον να γνωρίσει κι άλλους Έλληνες ποιητές διανοούμενους και καλλιτέχνες πέρα από τον κλειστό κύκλο φίλων, θαυμαστών και «οπαδών» του, απότοκο των συχνών διαλέξεών του στο κτήριο της οδού Σίνα. Ήταν ένα πρωινό του Μάρτη του 1995 και όπως είχε συμφωνηθεί θα περνούσαμε μαζί το πρωινό και θα μοιραζόμασταν το μεσημεριανό γεύμα. Έτσι, πήγα στο ξενοδοχείο «St. Georges Lycabettus», όπου συνήθως κατέκλιναν οι φιλοξενούμενοι ομιλητές του IFA (Institut Français d’Athènes), και τον αναζήτησα περιμένοντας με το αυτοκίνητό μου μπροστά στην είσοδο. Τον είδα να βγαίνει με ένα βήμα αργό, το κεφάλι σχετικά κεκλιμένο και μ’ ένα βλέμμα περισκοπικό. Μετά τη χειραψία, πλησίασε το αυτοκίνητο, το χάιδεψε και με ρώτησε αμέσως: «Καινούργιο είναι»; Όντως ήταν ολοκαίνουργιο, ένα SEAT-Cordoba μ’ ένα πολύ έντονο μπλε-μωβ χρώμα. Του απάντησα: «Το διάλεξα για να εντυπωσιάσω την κόρη μου, για να της αρέσει …», και μου απάντησε σχεδόν με παράπονο: «Μακάρι να ’χα κι εγώ μια τέτοια ανταπόκριση από τα παιδιά μου…». Η πρώτη αυτή εξομολόγηση πριν ακόμη μπούμε στο αυτοκίνητο με ξάφνιασε πολύ θετικά, σχεδόν τρυφερά.

*

Πέρασαν τόσα χρόνια ώσπου να γράψω αυτό το σημείωμα. Δισταγμός πέρα από δύο δεκαετίες για να επιχειρήσω την αποτύπωση της πρώτης συνάντησής μας. Ο πρώτος λόγος ήταν βέβαια το γεγονός ότι έχουν γραφτεί τόσα και τόσα κείμενα και αφηγήσεις, που μια ακόμη αναφορά σε μια απλή στιγμή της ζωής του, τι θα μπορούσε να προσθέσει στον άπειρο αριθμό λέξεων και φράσεων αφιερωμένων στον πιο μεταφρασμένο Γάλλο φιλόσοφο του εικοστού αιώνα. Ο δεύτερος, ότι δεν είμαι φιλόσοφος και ότι οι γνώσεις μου σχετικά με το έργο του είναι περιορισμένες και οπωσδήποτε όχι συστηματοποιημένες ώστε να μπορώ να διεκδικήσω όποια εγκυρότητα. σε σχέση με το τεράστιο έργο του. Ωστόσο, δύο γεγονότα μικρής κλίμακας με έβγαλαν από τις επιφυλάξεις και τις αντιστάσεις μου να καταγράψω μετά από τόσα χρόνια τις συζητήσεις και τις φευγαλέες στιγμές της ολιγόωρης συνύπαρξής μας. Πριν λίγο καιρό σε μια συζήτηση με την Claire Nancy –κοινή μας φίλη– για τους δισταγμούς μου σχετικά με την δημοσιοποίηση της συνάντησής μας, μου συνέστησε να διαβάσω το βιβλίο του Benoit Peeters Derrida, εκδ. Flammarion, Παρίσι 2010, μια βιογραφία έγκυρη και αναλυτική, στην γραφή της οποίας είχε συμβάλει και η ίδια μέσα από τις συζητήσεις της με τον συγγραφέα. Επίσης με διαβεβαίωσε ότι η παρουσίαση αυτών των μικρών πτυχών της επίσκεψής του στην Αθήνα συνάδουν με την στάση του Ζακ Ντεριντά για την αυτοβιογραφία και τη σημείωση του βίου του ως φιλοσόφου. Διαβάζοντας το βιβλίο, από μια πλευρά διαπίστωσα ότι όντος ενδιαφερόταν για την κάθε λεπτομέρεια του ταραγμένου βίου του και της συγγραφικής του περιπέτειας και από την άλλη, ότι η ζωή του ήταν τόσο πολύπλοκη και πλούσια σε γεγονότα, με αποτέλεσμα να αμφιβάλλω και πάλι για την νομιμότητα του εγχειρήματός μου.
Τελικά, σε μια δεύτερη τηλεφωνική συνομιλία με την Claire Nancy στη διάρκεια της οποίας έμαθα ότι η Marguerite Derrida, η σύζυγος του Ζακ Ντεριντά, πέθανε από τον κορωνοϊό σ’ ένα γηροκομείο, πείστηκα και άρχισα να μορφοποιώ το παρόν κείμενο.

Στα όρια των ορίων

Ξεκινήσαμε με κατεύθυνση το μοναστήρι της Καισαριανής, μερικά χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας. Η επιλογή μου σχετίζεται με την εξαιρετική ομορφιά του τοπίου, ιδιαίτερα την άνοιξη, το υψηλό επίπεδο των τοιχογραφιών της βυζαντινής εκκλησίας και το γεγονός ότι τον ίδιο χώρο είχε επισκεφθεί και ο Μάρτιν Χάιντεγκερ στο μοναδικό ταξίδι του στην Ελλάδα – που μαζί με τη Δήλο, θεωρήθηκαν από το Γερμανό διανοητή ως τα ύψιστα τοπία της σύγχρονης Ελλάδας. (Βλ. https://www.lensculture.com/demosthenes-agrafiotis?modal=project-600193). Επιπλέον, αυτός είναι ο χώρος που συνήθως επιλέγω για να συνοδεύω φίλους στοχαστές, ποιητές και καλλιτέχνες που έρχονται από το εξωτερικό και αναζητούν τοπία με μοναδική γοητεία και δύναμη· έτσι, έχουν επισκεφτεί το χώρο οι Michel Serres, Philippe Lacoue-Labarthe, Claire Nancy, Emmanuel Hocquard, Jerome και Diana Rothenberg κ.ά. Η αναφορά στην μικρο-ιστορία του τόπου άνοιξε τη συζήτηση για κοινούς φίλους στην Γαλλία και στις ΗΠΑ, και όπως φάνηκε στη συνέχεια ο κατάλογος ήταν αρκετά μακρύς.
Διευκρίνισα από την αρχή της συζήτησης μας ότι είχα μια ενημέρωση για το έργο του και τις δράσεις του, ωστόσο είχα ένα πιο συνεκτικό διάλογο με τον Jean-François Lyotard και τον Mikel Dufrenne και ότι με τον δεύτερο με συνέδεε μια τιμητική για μένα φιλία. Το παράδοξο είναι πως ως ποιητής, θα έπρεπε να είχα ακολουθήσει την δική του διδασκαλία καθώς αυτή είχε σαν βασικό πυρήνα το ζήτημα της «γραφής» και τη σχέση φιλοσοφίας και λογοτεχνίας/ποίησης. Δικαιολόγησα αυτή την παράλειψή μου με το γεγονός ότι έχω ισχυρά ενδιαφέροντα για τις σχέσεις λόγου και εικάσματος (figure), για την ντανταϊστική πρωτοπορία και το πεδίο των διαμέσων (intermedia) σε συνδυασμό με την επιτέλεση (performance). Με αυτή τη διευκρίνιση και κυρίως με την ευγενική του συγκατάβαση, η συζήτηση κινήθηκε σε πολλαπλά επίπεδα και ανακάλεσε με τρομερή άνεση στη σκηνή της συνομιλίας μας τους κοινούς μας φίλους.

Στη διαδρομή προς την Καισαριανή, του μετέφερα τα πολύ θερμά λόγια που μου είχε διατυπώσει γι’ αυτόν ο Mikel Dufrenne, που αναγνώριζε ωστόσο ότι ο Ζακ Ντεριντά είχε πιο ισχυρή φιλία με τον Paul Ricoeur παρά με τον ίδιο. Στο μυαλό μου αναδύθηκε η δραματική ιστορία που έζησε ο Ζακ Ντεριντά, μια επώδυνη εμπειρία με την ατυχή εκλογή για μια θέση καθηγητή Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Nanterre, εκει όπου ο M. Dufrenne και ο P. Ricoeur, οι όποιοι είχαν περάσει μαζί την εμπειρία των στρατοπέδων εργασίας στη Γερμανία, ήταν συνάδελφοι καθηγητές. Επίσης, θυμήθηκα πως ο Μ. Dufrenne διηύθυνε τις διατριβές των J.F. Lyotard και J. Deleuze που έμελλε να έχουν έναν πολυσχιδή διάλογο με τον Ζακ Ντεριντά. Διχασμένος ανάμεσα στις δυο αντιθετικές εικόνες του παρελθόντος απέφυγα να ρωτήσω για το μάλλον θλιβερό επεισόδιο της μη-εκλογής του και η συζήτηση επικεντρώθηκε στην παράδοση της φαινομενολογίας στη Γαλλία, κάνοντας μια αναφορά στους Husserl, Heidegger, Sartre, Merleau-Ponty, Dufrenne, Lyotard… και με ηρεμία αναγνώρισε τη σημασία του ρεύματος αυτού στην προσωπική του φιλοσοφική πορεία.

Προς στιγμή φοβήθηκα ότι κάποιες πτυχές από τις αναμνήσεις του θα κατέστρεφαν την ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα και την αδυσώπητη γαλήνη του τοπίου. Πλησιάζοντας στο Μοναστήρι, διαπίστωσα ότι ήταν τόσο σύνθετο, πολύπλοκο και πολλαπλό το έργο του, αλλά και τα συμβεβηκότα της ζωής του που ήταν δύσκολο να βρεθεί πεδίο συζήτησης που να έχει ενδιαφέρον και για τον ίδιο.
Επισκεφτήκαμε την εκκλησία και σταθήκαμε στα μη θρησκευτικά στοιχεία των εικονογραφιών, όπου για παράδειγμα αναπαριστάνονται λαϊκοί τεχνίτες με τα εργαλεία τους, σκηνές με μαρτύρια κ.ά. Θαύμασε την αρχιτεκτονική και τις λαϊκότροπες βυζαντινές απεικονίσεις, νομίζω ότι ήταν αρκετά έκπληκτος και γοητευμένος από το σκηνικό και την ατμόσφαιρα του μοναστηριακού συγκροτήματος. Στη συνέχεια περπατήσαμε από το μοναστήρι προς τα ερείπια των ναών που είχαν χτιστεί την περίοδο της φραγκοκρατίας. Περπατούσε με μικρά βήματα και με μια ελαφράδα. Το πρόσωπό του έδειχνε ήρεμο, και το εξαιρετικό φως έμοιαζε να του είναι οικείο – υποθέτω η μεσογειακή του καταγωγή του επέτρεπε να κινείται με άνεση. Ωστόσο κρατούσε και μια αυτοσυγκράτηση, σχεδόν ένα σεβασμό για την ευτοπία του περιβάλλοντος.

Η διαδρομή, στο όριο των χωραφιών-λιβαδιών, κατά μήκος του Βοτανικού μονοπατιού, ήταν μια συνεχής παράθεση ιμπρεσσιονιστικών πινάκων και κατά μήκος του φυτώριου του Μοναστηριού (που δυστυχώς δεν υπάρχει πια), τα λουλούδια έφτιαχναν μια γραμμή από ζωηρά χρώματα. Προσπεράσαμε το αμπέλι με το ασύρτικο σταφύλι του 1600 π.Χ. Η όλη συζήτηση αφιερώθηκε στην ποίηση, καθώς τον πληροφόρησα ότι είχα συναντήσει τον γιό του, Pierre Aliferi (που επέλεξε να κρατήσει το επώνυμο της οικογενείας της μητέρας του) στο ίδρυμα Royaumont όπου αυτός είχε μια υποτροφία (Résidence poétique) κι εγώ συμμετείχα σ’ ένα σεμινάριο συλλογικής μετάφρασης – αρχές της δεκαετίας 1990. Μάλιστα, βρήκα ενδιαφέρουσες τις αναζητήσεις του για μια επιτελεστική ποίηση και τις έρευνές του σε σχέση με τα διαμέσα (π.χ τον κινηματογράφο) – κι οπωσδήποτε διαπίστωσα την απήχησή του στο γυναικείο φύλο. Η αντίδρασή του επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι κι’ αυτός έχει γράψει ποιήματα με όχι τόσο πειραματική υπόσταση, ωστόσο κατανοούσε και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την ποιητική πορεία του πρωτότοκου γιού του· ο άλλος γιός του ακολουθούσε πιο σαφή τροχιά μεταξύ εθνολογίας και φιλοσοφίας. Κι’ αυτή η οικογενειακή ποιητική συνέχεια μας οδήγησε σε δύο άλλες ποιητικές επικράτειες στενά συνδεδεμένες και με την ποιητική του Ζακ Ντεριντά: την ομάδα «Tel Quel» και την ομάδα «Groupe du Blanc» (που αποτελείτο από τους A.M. Albiach, E. Hocquard, C. Royet-Journoud οι οποίοι σχετίζονταν με τον Edmond Jabès),

Γνωρίζοντας τη «θυελλώδη» σχέση του Ζακ Ντεριντά με την ομάδα «Tel Quel» την εικοσαετία 60΄ - 70΄, δεν ήταν εύκολο να γίνει μια απλή συζήτηση για τα πολλαπλά πάθη και δράματα. Έτσι περιορίστηκα να σημειώσω ότι η δική μου προτίμηση ήταν στραμμένη στους ποιητές – επιτελεστές που ήταν προσανατολισμένοι στην ποίηση – δράση, στην πειραματική ποίηση ή ακόμα στην εικονοσχηματική ποίηση (visual poetry) και κυρίως προς τη δημιουργία ενός διεθνούς δικτύου πρωτοπορίας ή ενός ρεύματος νέο – ντανταϊστικής έμπνευσης. Η εξουσία της θεωρίας και τής «παρισινής φυλής» απεδείχθη εξάλλου αρκετά σαθρή στο πέρασμα του χρόνου. Το σχόλιο του ήταν σύντομο και υπονοούσε πως όλα αυτά ήταν μια εντελώς άλλη εποχή και πως το Παρίσι παραμένει σκανδαλωδώς πανίσχυρο στα καλλιτεχνικά πράγματα.

Για την «Ομάδα του Λευκού» (η ομάδα πήρε το όνομά της από τη χρήση του λευκού και του κενού στη δόμηση του ποιήματος, ως ισοδυνάμου της σιωπής, σύμφωνα με τις επιταγές της ποιητικής του Μαλλαρμέ - αγαπημένου εξάλλου ποιητή και του Ζακ Ντεριντά) εξέφρασα την ευγνωμοσύνη μου και την εκτίμησή μου για το γεγονός ότι με εισήγαγαν μεταξύ πολλών άλλων στην ποίηση του E.Jabès· όταν αναφέρθηκα στο ότι η σύζυγος του ποιητή μου ενεχείρησε ποιήματά του που μεταφράστηκαν στα ελληνικά για το περιοδικό «Κλίναμεν» (νο.21,1982, σε μια εκπληκτική μετάφραση της Στέλας Νικολούδη), η ικανοποίησή του ήταν πολύ πηγαία. Τον πληροφόρησα ότι το ίδιο είχαμε κάνει αργότερα και με τα ποιήματα του Paul Celan (Κλίναμεν νο 29,1984) χάρη στη γενναιοδωρία της Gisèle Estrange-Celan, και έτσι δημιουργήθηκε πολύ γρήγορα ένας κοινός ποιητικός τόπος, μια αίσθηση ποιητικής κοινότητας στο όνομα της γεωγραφικής, γλωσσικής και πολιτιστικής εξορίας. (Bλ. www.thetis.gr/services/clinamen & www.dagrafiotis.com>>cli... ).

Φθάσαμε λοιπόν στο χώρο του λόφου των Ταξιαρχών, όπου στην αρχαιότητα υπήρχε ένα ιερό της Αφροδίτης και σήμερα βρίσκεται ένα εξωκλήσι καθώς και τα ερείπια ενός ναού, (Φραγκομονάστηρο Άγιος Μάρκος) από το πέρασμα των Φράγκων στην Αττική και μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Τον οδήγησα σ’ ένα σημείο όπου στα υπολείμματα των τοίχων είχαν ενσωματωθεί κολώνες και μαρμάρινα θραύσματα από τις αρχαιοελληνικές κατασκευές και του ζήτησα να τα σχολιάσει. Ακούμπησε τα χέρια του, χάιδεψε τα υπολείμματα και είπε: «Anamnèse», και στη συνέχεια αναφέρθηκε στα αφηγηματικά ενεργήματα που είναι ικανά όχι μόνο να φέρουν στο φως ενθυμήσεις ή συμβάντα του παρελθόντος αλλά και να εγκαταστήσουν έναν συνεκτικό διάλογο, μια ανάσα σε διαφορετικές πολιτιστικές περιόδους. Τι φοβερό προνόμιο: ο Ζακ Ντεριντά να μου προσφέρει μια εισαγωγή στη σκέψη του έχοντας μπροστά μας υλικά ίχνη από το παρελθόν που στήριξαν κτήρια και ακόμη συνεχίζουν να υπάρχουν ως ερείπια. Προσέθεσα ότι, η συνύπαρξη των πολλαπλών διαφορετικών αρχιτεκτονικών προτύπων παραπέμπει ή καλύτερα πραγματώνει το έργο-βιβλίο του Glas, όπου στο λευκό των σελίδων του συν-τοποθέτησε κείμενα του Ζαν Ζενέ, του Χέγκελ και δικά του με μια ισχυρή αρχιτεκτονική έμπνευση. Ένα αδιόρατο χαμόγελο γλίστρησε στα χείλη του. Ως ανταπόδοση τον οδήγησα σ’ ένα πρώτο σημείο του λόφου απ’ όπου είναι δυνατόν να δει κανείς την Ακρόπολη μέσα από τα δέντρα, χωρίς να βλέπει το άμορφο τοπίο της σύγχρονης Αθήνας, δηλαδή αφαιρείται ο χρόνος και ο τόπος, και έτσι ο Παρθενώνας είναι ορατός και φαντασιώνεται ως τοπίο της Αρχαίας Αθήνας.

Η επιστροφή προς το μοναστήρι και το αυτοκίνητο αφιερώθηκε στις σχέσεις του με τους φιλοσόφους Philippe Lacoue-Labarthe, Jean-Luc Nancy, την φιλόλογο μεταφράστρια Claire Nancy, το φιλόσοφο Roger Laporte, που όλους τους είχα γνωρίσει χάρη στη διαμεσολάβηση της «Ομάδας του Λευκού». Με τους συναδέλφους του απ’ το Στρασβούργο και το Μονπελιέ είχε μοιραστεί πολλές περιπέτειες, προτάγματα (projects), εκδοτικά εγχειρήματα, παρουσίες στις ΗΠΑ κ.ά. Κάθε φορά που συναντούσα τους συνοδοιπόρους του Ζακ Ντεριντά στο Παρίσι ή στο Στρασβούργο ή στην Αθήνα ή στη Σύμη, πάντα γινότανε συζήτηση για τις πολυσχιδείς δράσεις του και τις κοινές προσπάθειές τους · έτσι πριν και μετά το θάνατό του, είχα μια ενημέρωση από πρώτο χέρι για τα τεκταινόμενα γύρω από την «Internationale de Derrida», σύμφωνα με μια έκφραση του Μισέλ Ντεγκύ. Αυτό που συνέδεσε σταθερά αυτόν τον κύκλο των φίλων – φιλοσόφων ήταν η φροντίδα και η προσοχή για το ζήτημα της γραφής ως ερωτήματος και ως πρακτικής, το θέμα – ερώτημα της ποίησης και της μυθοπλασίας και η αναφορά τους στη γερμανική φιλοσοφία και ιδιαίτερα στον Χάϊντεγκερ. Τα δύο πρώτα στοιχεία επέτρεψαν και σε μένα να εμπλακώ στο συνεχή και πολύπλοκο διάλογό τους. Ωστόσο, ένα γεγονός με έφερε κοντά με τους φιλοσόφους και φίλους από το Στρασβούργο και με συνέδεσε έμμεσα με τον Ζακ Ντεριντά. Η πρόσκληση από τον Ph. Lacoue-Labarthe να συμμετάσχω στο «Διεθνές Κοινοβούλιο των Συγγραφέων» που ιδρύθηκε στο πλαίσιο πρωτοβουλίας του « Carrefour des Littératures » του Στρασβούργου και που στόχευε στην υποβοήθηση συγγραφέων και διανοούμενων για να αντιμετωπίσουν την καταπίεση και την καταδίωξη αυταρχικών καθεστώτων στην δεκαετία του 1990. Σ’ αυτή την κίνηση ο Ζακ Ντεριντά και ο Pierre Bourdieu έπαιξαν κύριο ρόλο και είχαν έντονο ενδιαφέρον για τους Αλγερινούς διανοητές υπό διωγμόν στη χώρα τους που ήταν και ο τόπος γέννησης των δύο στοχαστών. Το Κοινοβούλιο στη διάρκεια της σχετικά σύντομης ζωής του φρόντιζε να βρει στέγη, υποτροφίες, χώρους υποδοχής σ’ όλη την Ευρώπη για συγγραφείς που ήταν στις φυλακές ή τους απειλούσαν με διάφορες «τιμωρίες» νόμιμες ή μη. Ο Ντεριντά μου τόνισε το πολλαπλό ενδιαφέρον του (συναισθηματικό και πολιτικό) για αυτή την προσπάθεια, που τον συνέδεε άμεσα με την παιδική και την εφηβική του εμπειρία στην Αλγερία (τότε που τον φώναζαν ακόμη Jackie) και έπλεξε το εγκώμιο για τους φίλους του στο Στρασβούργο γιατί συνέβαλαν καίρια στην οργάνωση και την λειτουργία του Κοινοβουλίου. (Πρόεδροι: Salman Rushdie, Αντιπρόεδροι: Adonis, Pierre Bourdieu, Jacques Derrida, Edouard Glissant, Ταμίας: Breyten Breytenbach, Γενικός Γραμματέας: Christian Salmon). Μάλιστα, στο πλαίσιο της συμμετοχής μου είχα αναλάβει να διερευνήσω κατά πόσο υπάρχουν στην Ελλάδα οι προϋποθέσεις υποδοχής συγγραφέων, κυρίως από τη βόρεια Αφρική, λόγω και της γεωγραφικής γειτνίασης και των τότε καλών σχέσεων της Ελλάδας με τον αραβικό κόσμο.

Φεύγοντας από το μοναστήρι σταθήκαμε σ’ ένα δεύτερο σημείο απ’ όπου και πάλι η Ακρόπολη αναδύεται μέσα από τα δέντρα του δάσους χωρίς τη δυσμορφία της πόλης και προσφέρεται σε μια ενατένιση μέσα από τη διαχρονία και του πρότεινα να δοκιμάσει μια εμπειρία ως «dé-chronisé» και όχι μόνο «dé-paysé». (Δυστυχώς το δεύτερο αυτό σημείο δεν προσφέρει πια την ίδια οφθαλμαπάτη, καθώς τα δέντρα του δάσους μεγάλωσαν και πύκνωσαν και εμποδίζουν την θέα).Το μεσημεριανό γεύμα[1] σε ταβέρνα της Καισαριανής αφιερώθηκε στο «ζήτημα της φιλοσοφίας» στις ΗΠΑ και τη Γαλλία. Στο όνομα του γνήσιου κοσμοπολιτισμού διάλεξα μια ταβέρνα που απευθύνεται στους ντόπιους και δεν έχει ίχνος τουριστικής προώθησης. Επίσης τόνισα την παράδοση της «προσφυγιάς», της «βίαιης εξορίας» και της «αντίστασης» που αποτέλεσαν το κοινωνικό συγκείμενο του γεύματός μας και μια ευκαιρία για δημιουργία μιας συγγένειας με την πορεία της ζωής του.

Οι συνθήκες ήταν ιδανικές για να ρωτήσω με τρόπο μετωπικό, αλλά όχι αγενή, αν εντέλει ήταν ευχαριστημένος μ’ όλη την περιπετειώδη υποδοχή του έργου του από το αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα ·τον πληροφόρησα ότι είχα μια σχετική ενημέρωση των δρώμενων γύρω από το έργο του και των ενεργειών του στις ΗΠΑ και οπωσδήποτε ότι είχα κάπως καλή πληροφόρηση για τις σχέσεις «φιλοσοφίας», «φιλολογικών σπουδών» και «πολιτιστικών σπουδών» (Cultural Studies) στην κυρίαρχη τεχνολογικά χώρα του κόσμου. Αντιλήφθηκα ότι τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα – ομολογώ ότι περίμενα ότι θα ήταν με σαφήνεια θετικά. Αναμφίβολα, η διείσδυση του έργου του δεν έγινε από την πύλη της φιλοσοφίας αλλά από το «παράθυρο», δηλαδή τις «γαλλικές σπουδές», «τις σπουδές κριτικής», και τις άλλες «περιθωριακές» προς τη φιλοσοφία σπουδές αλλά έτυχε σοβαρής αντιμετώπισης · γεγονός δύσκολο ακόμη και για άλλους Αμερικανούς φιλοσόφους που κινήθηκαν έξω από το εγκύκλιο πρόγραμμα φιλοσοφίας σε πεδία πολύ κοντινά στα δικά του. Όπως φάνηκε από τα λεγόμενά του υπήρχε ένα υπόλοιπο απογοήτευσης. Αντέταξα δύο σημεία: το πρώτο, ότι αυτός και οι συνάδελφοί του της «French Theory» είχαν την ευκαιρία των ταξιδιών, των μεταφράσεων και των αμοιβών που δύσκολα κατόρθωναν να επιτύχουν στη χώρα τους · το δεύτερο, ότι οι πολιτιστικές σπουδές που στις ΗΠΑ αναπτύχθηκαν τόσο ισχυρά για λόγους κατεξοχήν πολιτιστικούς, έδωσαν την ευκαιρία στους φιλολόγους να εισβάλουν σε άλλα γνωσιακά πεδία με κάποια επιθετικότητα αλλά και με συζητήσιμη επιστημολογική εγκυρότητα και θεμελίωση. (Έφερα ως παράδειγμα τη σύγκρουση των «πολιτιστικών σπουδών» με το σκληρό πυρήνα της Κοινωνιολογίας και Ανθρωπολογίας). Συμφώνησε μ’ αυτούς τους κινδύνους κι’ αυτές τις παρεξηγήσεις και αντέτεινε ότι ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος που δούλεψε για παράδειγμα με αρχιτέκτονες και με ακτιβίστριες από το «Γυναικείο Κίνημα», και ότι αυτές οι εμπειρίες στάθηκαν ιδιαίτερα πολύτιμες γι’ αυτόν.

Ο σχετικά θετικός (προαναφερόμενος) απολογισμός έδωσε τη θέση του σε μια κατάθεση πικρίας καθώς αναφέρθηκε στις μακροχρόνιες προσπάθειές του να μεταρρυθμίσει το γαλλικό σύστημα διδασκαλίας στο χώρο της φιλοσοφίας. Ομολογώ ότι δεν γνώριζα το εύρος και το μακροχρόνιο των προσπαθειών του, αλλά και το πλήθος των συνεργατών του προκειμένου να μορφοποιήσουν μια συνολική πρόταση για τη φιλοσοφία στη σύγχρονη γαλλική κοινωνία. Άθλος πιθανόν αδύνατος, στο βαθμό που η κοινωνική επιλογή της διευθύνουσας τάξης στη Γαλλία δεν γίνεται πια με βάση την επίδοση στα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά αλλά τις δεξιότητες των μαθητών στα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες. Για πολλά χρόνια αυτό το μείγμα μερικής απογοήτευσης (από τις ΗΠΑ) και χειμαρρώδους πικρίας (από τη Γαλλία) φόρτιζε και εμένα, και αυτό το ζήτημα είχα την ευκαιρία να συζητήσω αργότερα με φίλους στη Γαλλία όπου και πήρα πλήθος απαντήσεων όπως το ότι ο Ζακ Ντεριντά είχε ένα ορισμένο τρόπο να εκφράζεται σε σχέση με τα εγχειρήματά του ή ότι περνούσε φάσεις ασφυχτικής κόπωσης μέχρι και το ότι η προσωπική του περιπέτεια ενεπλάκη με τεράστιες μεταβολές της Γαλλίας και του κόσμου μας. Ως προς την τελευταία επισήμανση για τις διεθνείς ανακατατάξεις, ήδη σ’ ένα σεμινάριο στη Σεούλ για τον Wittgenstein, ένας Αμερικανός ανθρωπολόγος θεώρησε ότι «το φαινόμενο Ζακ Ντεριντά» εγγράφεται στην αναδίπλωση των αποικιοκρατικών χωρών και είναι σύμπτωμα της απελπισμένης προσπάθειας των κατοίκων των αποικιών να βρουν έναν τόπο έκφρασής τους στις συγκεντρωτικές μητροπόλεις.

Από την Καισαριανή προς το ξενοδοχείο η συζήτηση κύλισε γύρω από την υποδοχή του στην Ελλάδα και τη μετάφραση των βιβλίων του από αφοσιωμένους και άξιους μεταφραστές. Εξομολογήθηκε με απλότητα και ειλικρίνεια, ότι ο ερχομός του στην Ελλάδα συμπίπτει με το τέλος του σεμιναρίου του στην «École des Hautes Études en Sciences Sociales» και τον βρίσκει ιδιαίτερα κουρασμένο· έτσι αυτό το ταξίδι στην Ελλάδα του επιτρέπει να παρουσιάσει το κείμενο του –διαβάζοντας το με τον απαράμιλλο τρόπο του– και να απολαύσει με ιδιαίτερη χαρά την ελληνική άνοιξη. Και συμπλήρωσε ότι περιμένει να δει το έργο του να εξασκεί (και στη χώρα μας) μια ουσιαστική επίδραση στις έρευνες μέσα και έξω από τη φιλοσοφία.

Έκτοτε έμελλε να δω τον Ζακ Ντεριντά σε κάποιες επίσημες συναντήσεις (διαλέξεις, γεύματα κ.λπ.), να ανταλλάξω μαζί του μηνύματα και βιβλία με έμφαση τη φωτογραφία ή τη σύνοψη της διατριβής μου, να μελετήσω κείμενά του, να διαβάσω βιογραφίες του, να συζητήσω για τα επιτεύγματα και ορισμένες πτυχές της ζωής του με φίλους και φίλες, και όχι μόνο από τη Γαλλία και την Ελλάδα. Ωστόσο, το πρωινό της Καισαριανής μου αποτυπώθηκε με τέτοια ένταση και ακρίβεια που χρωματίζει για μένα κάθε αναφορά στον στοχαστή και τον συγγραφέα. Έμελλε να περάσουν τόσα χρόνια πριν γράψω αυτό το σημείωμα και παρ’ όλα αυτά δεν έχω πειστεί ακόμα αν το πόνημά μου συνεισφέρει σε κάτι μέσα στο τεράστιο μωσαϊκό κειμένων για τον φιλόσοφο του Περί Γραμματολογίας.

Πέρα όμως από την σκοπιμότητα μιας αποτύπωσης της σύντομης συνάντησής μας στον Υμηττό, έχω διαμορφώσει μια συνολική θεώρηση για την τροχιά αυτού του στοχαστή; Η όποια απάντηση θα είναι αναμφίβολα βέβηλη και παραμορφωτική στο βαθμό που δεν είμαι επαρκώς εξοικειωμένος με το έργο του, σε σύγκριση μ’ αυτό του έργο του Lyotard. Το σημείο που μου επιτρέπει ένα ρίζωμα με την περίπτωση τoυ Ζακ Ντεριντά είναι ένα άρθρο που δημοσίευσε στην Monde du Dimanche, 20/06/1982, «Δώδεκα μαθήματα για τη φιλοσοφία», «Η γλώσσα», γραμμένο από τον Ζακ Ντεριντά και στο οποίο αναφέρει ότι «το κείμενό μου θα είναι ουσιαστικά επιτελεστικό και όχι διαπιστωτικό». Βέβαια, λαμβάνω σοβαρά υπόψη τις καινοτομίες που επιχείρησε στις πρακτικές συν-γραφής των κειμένων του. Στο όνομα λοιπόν μιας επιτελεστικής ποιητικής και διαμεσιακής (intermedia) προοπτικής, ο Ζακ Ντεριντά ήταν ένας πολύ καλός εργάτης των πολύτεχνων και διάτεχνων προταγμάτων (projets multi & interdisciplinaires). Με μια μυθοπλαστική εικόνα, ήταν ένα είδος κομήτη που κινήθηκε σε θεσμικούς χώρους, ενώ όμως προς-έβλεπε σε επουράνιους ανοιχτούς χώρους· είχε το θάρρος να αναθεωρεί όρια, όρια-ορίων και διεπιφάνειες που σχετίζονται τόσο με λόγους/λογισμούς όσο και με τις πρακτικές της έρευνας· κινήθηκε όμως σε συμβατικά πλαίσια στην εκπαίδευση και στην επαγγελματική δραστηριότητά του ή σε ορισμένα ζητήματα της συλλογικής ζωής, πολιτικά (Παλαιστίνη) ή πολιτιστικά (σχέση με την προστασία των ζώων). Αλλά αν ήθελε να είναι ριζοσπαστικός επιτελεστής θα έπρεπε να δοκιμάσει διεργασίες εκρηκτικής υφής ή ανατρεπτικής καινοτομίας. Με μια άλλη διατύπωση, ο Ζακ Ντεριντά μου φαίνεται ως ένας συγκρατημένος ή μετρημένος νεοντανταϊστής. Αν ήθελε να γράψει, όπως δήλωσε, πέρα από τη φιλοσοφία και τη μυθοπλασία, τότε θα έπαιρνε τον μοναχικό, αβέβαιο και επώδυνο δρόμο του ποιητή, έξω από τους κυρίαρχους θεσμούς ή όπως το είχαν επιχειρήσει ορισμένοι Ιάπωνες διανοητές που εγκατέλειψαν τα Πανεπιστήμια για να γίνουν ένα είδος «ζητιάνων/ασκητών» φιλοσόφων, σε αναζήτηση νέων τρόπων γνώσης και χειραφέτησης πέρα από τους κυρίαρχους και τους καθιερωμένους θεσμούς. Ίσως, αν ζούσε στην Ινδία, η πολιτιστική δυνατότητα να ακολουθήσει τους αλλόκοτους δρόμους των Σαντού να του επέτρεπε να κατακτήσει την απόλυτα ξεχωριστή γνώση και ηθική φώτιση χωρίς βέβαια θρησκευτικές συμπαραδηλώσεις. Ενώ ο Μισέλ Φουκώ δήλωνε με σιγουριά και άνεση ότι δεν είναι «auteur» (δημιουργικός συγγραφέας) και δεν αφήνει κατάλοιπα, ο Ζακ Ντεριντά στην προσπάθειά του να ξεπεράσει ακόμη και το δίπολο: φιλοσοφία/λογοτεχνία αφήνει την πόρτα ανοιχτή στο εξαιρετικά ιδιότυπο και στο στιβαρά παράδοξο. Όμως σε ποιό τόπο θα μπορούσε να μορφοποιηθεί και να κερδηθεί αυτό το στοίχημα; Με ποιο δικαίωμα θα απαιτούσαμε να ήταν πιο ριψοκίνδυνος στις επιλογές του; Σ’ αυτό το πνεύμα, είμαστε σχεδόν υποχρεωμένοι να θαυμάζουμε και να συμπαθούμε τον Ζακ Ντεριντά καθώς μάχεται τον καλόν (άνισο) αγώνα της επιτέλεσης στο χώρο της φιλοσοφίας και στους πολύπλοκους θεσμούς διδασκαλίας και έρευνας καταδεικνύοντας τις ανοχές και τις αντοχές τους. Μοιάζει να είναι από τους «τελευταίους των Μοϊκανών» που θα μπορούσε να έχει θέσει το καίριο ερώτημα: τι γνώση και τι τέχνη μπορεί να παραχθεί από ένα εξαιρετικά σύνθετο και οργανωμένο υπάρχον θεσμικό σύστημα και στο πλαίσιο της δυτικής πολιτισμικής παράδοσης; Ένα σύστημα το οποίο προσαρμόζεται έστω και δύσκολα, αλλά δεν μπορεί να ανατρέψει ριζικά και ριζοσπαστικά τις αρχές της λειτουργίας του. Η περίπτωσή του δείχνει ότι μια ρηξικέλευθη μεταβολή δεν μπορεί να έρθει από το ίδιο το σύστημα, ίσως μια δραματική καταστροφή ξαναθέσει τις απαιτήσεις για πολιτιστική αναγέννηση της ήδη κουρασμένης οικουμένης, αν και τόσο νέας στην ζωή του σύμπαντος. Ο Ζακ Ντεριντά ανήκει σ’ αυτούς που προειδοποίησαν για τα όρια και έδειξαν το απαραίτητο μιας κατακλυσμιαίας εξωτερικότητας. Αν αυτή η αποτίμηση έχει κάποια εγκυρότητα ή νομιμότητα, τότε μπορεί να ιδωθεί ως τραγικός ήρωας , με την αρχαία Ελληνική έννοια : έδρασε, δουλεύοντας ασταμάτητα, για να φέρει μια σειρά από ριζικές μεταβολές στο χώρο της φιλοσοφίας. Εν μέρει τα κατάφερε, ωστόσο μια γενικευμένη ανατροπή δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί καθώς ένα σύνολο εμποδίων (από τη θριαμβευτική επικράτηση των ψηφιακών τεχνολογιών μέχρι τη συμμαχία των «νέων φιλοσόφων» με τα Μαζικά Μέσα Επικοινωνίας, από την εκβιομηχανοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης μέχρι την κατάρρευση της προόδου ως πολιτιστικού προτύπου) έριξαν μια βαριά σκιά στην πυρετώδη δραστηριότητά του. Ο ίδιος έλεγε ότι το καύσιμό του ήταν ο θάνατος. Ποια ζωή φιλοσόφου θα ήταν μια εξαντλητική και επαρκής απάντηση σ΄αυτήν την υπαρξιακή πρόκληση; Τί άλλο, τι περισσότερο θα μπορούσε να απαιτήσει κανείς από ένα ανθρώπινο ον με τα τόσα ταλέντα και με τις τόσες δυνάμεις, παρά να τα χρησιμοποιήσει σε όλη τους την εμβέλεια, πέρα από κάθε απαίτηση αποτελεσματικότητάς; Μια τελευταία μεταφορά θα έκανε τα προαναφερόμενα ερωτήματα πιο σαφή: όπως ο Ορφέας δεν κατάφερε εν τέλει να σώσει την Ευρυδίκη από τον κάτω κόσμο, έτσι ο Jackie δεν έσωσε τη Φιλοσοφία από την κόλασή της, όση μυθοπλασία κι αν επιστράτευσε. Τουλάχιστον, μας κληροδότησε τα βιβλία του, τα κείμενά του κι όλα τα επιτελεστικά του ενεργήματα-ύμνους στη γνώση και τη μυθοπλασία.


Βλ. για τη φωτογραφική τεκμηρίωση :https://www.lensculture.com/de... class="f-smaller">Ευχαριστίες στη Michele Valley και τον Γιάννη Ρηγάδη για τις κριτικές παρατηρήσεις τους.


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: