Φως του ερέβους ή Αλμπέρτα

{ 4 εποχές, νέο βλέμμα }

————————
Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ο Μέγας Ανατολικός», Άγρα 1992, σσ. 2014
————————

Ο Μέγας Ανατολικός. Κολάζ του Δ.Κ
Ο Μέγας Ανατολικός. Κολάζ του Δ.Κ

Στο ωκεάνιο μυθιστόρημα του Ανδρέα Εμπειρίκου Ο Μέγας Ανατολικός, https://www.vam.ac.uk/articles/photographing-the-great-eastern όπου το πλοίο αποτελεί πρωταγωνιστή, φαλλό και ταυτοχρόνως κιβωτό, οι ήρωες διαποτίζονται από τη σάρκινη, σπερματική του υπόσταση. Το ταξίδι είναι παρθενικό, μυητικό και ο καθένας απελευθερώνει ορμές, επιθυμίες, φαντασιώσεις αναζητώντας ένα κόσμο ελεύθερο ‘άνευ ορίων, άνευ όρων’.
Θα σταθούμε σε ένα κομμάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως καρδιά του έργου. Το πλοίο ταξιδεύει σε ήρεμα νερά, με ήχους ηδονής, μέχρι που ξεσπά μια ανεξήγητη καταιγίδα. Μοναδικός ικανός να την κατανικήσει αποδεικνύεται λόρδος Κλίφορντ, ο οποίος και επιθυμεί, ενσυνειδήτως και από πάντοτε, όχι τη διαμάχη, αλλά την ένωση των στοιχείων της φύσης. ‘Ο άνδρας αυτός δεν ήτο πλέον άνθρωπος απλούς. Ήτο στοιχείον εκ στοιχείων και δύναμις κοσμική του σύμπαντος, εκ του ατέρμονου διαστήματος προερχομένη’. Η κοσμική δύναμη τού είναι καλείται να φέρει τη σωτηρία. Αντιπαραθέτοντας την τρικυμία του Εγώ σ’ εκείνην του χάους, αντιμετωπίζει τον τρόμο με τη θέρμη. Παίρνοντας το πηδάλιο του Μ.Α. το πλοίο γίνεται προέκταση του πέους του. Άνθρωπος και πλοίο αποτελούν ένα όλον αδιαίρετο: τον Φαλλό.

Πουτάνα! Δεν θα μας φας!... Δεν θα σου περάσει!’, φωνάζει. Είναι γνωστή η αποστροφή του Εμπειρίκου για τις πόρνες και τους πελάτες τους. Η έκφραση δηλώνει σεξουαλική πράξη. Το αρσενικό νερό των προηγούμενων περιγραφών χάνει σταδιακά τα χαρακτηριστικά του. Τον Χάροντα διαδέχεται η πουτάνα με το σαρκοβόρο στόμα και αιδοίο. Παρά τα φαινόμενα, οι πόρνες κι εκείνες που συνηθίζουμε να αποκαλούμε γυναίκες-αντικείμενα είναι καθαρά φαλλικές. Συνεπώς η ένωση δεν είναι πλήρης. Για να καταστεί πλήρης, θα πρέπει ο Φαλλός να αντιμετωπίσει το Αιδοίο-μήτρα και τούτο ανήκει στη μητέρα. Περνώντας λοιπόν από τη μία μορφή στην άλλη, η τρικυμία χάνει την ψυχρότητά της και αποκτά την αληθινή ζεστασιά της μήτρας. ‘Τώρα εκαταλάβαινε… την πλήρη έννοιαν της λέξεως «πατήρ» και της λέξεως «μητέρα»∙ ότι αι λέξεις αυταί δεν σημαίνουν θεσμούς, ή όρους νομικούς, ή εκκλησιαστικούς, ούτε κατηγορικάς επιταγάς, αλλά δύο ακατασχέτως φερομένας, η μία προς την άλλην εν ηδονή φοράς… Τώρα εκαταλάβαινε πώς και διατί υπάρχουν άνθρωποι εις τον κόσμον που δημιουργούν και εκτοξεύουν σπέρμα, ενώ άλλοι δημιουργούν και εκπέμπουν μόνο σκωρ. Τώρα μόνο έβλεπε ότι αι πατρίδες δεν είναι έννοιαι ηθικαί, δεν είναι σχήματα νοητικά, αλλά οργανικαί οντότητες και ερωτικαί πραγματικότητες, και τούτο δια παντός και μέχρι συντελείας των αιώνων.’ Έτσι λοιπόν στον Μ.Α. η ζωή έπρεπε να θριαμβεύσει όχι μόνο από ανάγκη αλλά και, όπως λέει με χιούμορ ο Εμπειρίκος, ‘από κέφι’.

Η ναυπήγηση του πλοίου
Η ναυπήγηση του πλοίου

Μετά το πέρας της τρικυμίας, η οποία σημειωτέον απελευθερώνει ακόμη περισσότερο τα ένστικτα, ακολουθεί ένα ανησυχητικό κενό. Για πρώτη φορά οι ήχοι σταματάνε. Για πρώτη φορά ανακόπτεται το ταξίδι. Πάει πια ο ‘ρυθμός του πενθήμερου συνεχώς ακουόμενου θορύβου της έλικος και των τροχών’. Η ησυχία αυτή εκπέμπει κάτι το δυσοίωνο, με το οποίο έρχονται αντιμέτωποι οι επιβάτες που βρίσκονται στο μαύρο πλέον κατάστρωμα του πλοίου. Λες και ο πλανήτης Μ. Α. δείχνει για πρώτη φορά τη σκοτεινή πλευρά του. Από μακριά εμφανίζεται ένα μικρό ιστιοφόρο που μοιάζει ακυβέρνητο. Μια εξερευνητική ομάδα θα τολμήσει να κατεβεί στα έγκατά του [33-36]. [47-50].
Αν η τρικυμία θίγει τον κοσμικό χαρακτήρα της ύπαρξης, η συνάντηση με το ιστιοφόρο «Αλμπέρτα» αποτελεί την κάθοδο στα βάθη του ασυνείδητου. Ας δούμε την επιρροή που άσκησε σε δύο πρόσωπα: τη διδασκάλισσα Μαρία και τον συγγραφέα Μακ Γκρέγκορ.

Από την αρχή του Μ. Α., η Μαρία αρνείται να δεχτεί τη φύση της. Θεωρώντας την ομοφυλοφιλία της αμάρτημα, νιώθει διαρκώς ενοχές για την έλξη προς την προστατευόμενή της, τις ερωτικές επιδόσεις της οποίας παρακολουθεί σε κάθε ευκαιρία. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, επηρεασμένη από τον ερωτισμό του πλοίου, θυμάται τον έρωτά της για την ξαδέλφη της Αλκμήνη και το βίαιο τέλος του. Ξυλοδαρμός της Αλκμήνης από τον πατέρα της Μαρίας και αυτοκτονία της ξαδέλφης με πτώση σε πηγάδι. Από τότε η ηδονή γίνεται μαρτύριο: ‘Αλλά η αποχή από τας ερωτικάς σχέσεις… δεν οφείλετο τόσο εις την απόφασιν που έλαβε, αφού ποτέ δεν έπαυε να αγαπά τας νεάνιδας και τα κοράσια, όσον εις την βαθύτατα διαταραχθείσαν συναισθηματικότητά της, που, μετά το δράμα, ήρχισε να λειτουργεί εν μέσω άγχους συνεχούς, πράγμα που της εθόλωνε τον νουν και έκαμνε την ψυχήν της να αγωνιά ανά παν βήμα’.
Όλα τα πρόσωπα όμως που επιβαίνουν στον Μ. Α. μεταμορφώνονται λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Από το πρώτο κιόλας βράδυ της τρικυμίας, η Μαρία αισθάνεται απελευθερωμένη: ‘η διδασκάλισσα Μαρία είχε ανακαλύψει τον θεόν της και μαζί με αυτόν είχε ανακαλύψει και τον εαυτόν της. Και τώρα επρόκειτο να κάμη επιτέλους, αυτό που τόσον καιρόν και τόσο διακαώς ποθούσε… Δεν ήτο πλέον ανάγκη να προσεύχεται. Ήτο ελευθέρα. Ακόμη και η θάλασσα, ακόμη και ο Μέγας Ανατολικός εμήνυον την αναγέννησίν της. Η Μαρία ανέπνευσε βαθιά. Ω, ας φυσούσε πιο δυνατά ο άνεμος, ας άφριζε με αγριότητα το κύμα. Ήτο η ιδία άνεμος. Ήτο η ιδία κύμα.’
Η συγκινητική αναγέννηση ενός τραυματισμένου χαρακτήρα είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητη. Αν ο Μ. Α. και η καταιγίδα τη βοηθούν να αποδεχτεί τις ενορμήσεις της, η «Αλμπέρτα» την προκαλεί να απελευθερώσει το πνεύμα της. Η Μαρία δεν θα κατορθώσει να επιτύχει την τόσο επιθυμητή από τον Εμπειρίκο ένωση σώματος πνεύματος. Τη στιγμή που πετιέται η σορός του κοριτσιού στη θάλασσα, θα βυθιστεί στην τρέλα. ‘Αλκμήνη μου, Αλκμήνη μου, μη μου την παίρνετε.’ Η συγγένεια των εικόνων, οπτικών και ηχητικών, θα προκαλέσει στη Μαρία αρχικά ένα είδος ταύτισης και στη συνέχεια τη σύγχυση.

Φως του ερέβους ή Αλμπέρτα

Στον αντίποδα της παιδαγωγού Μαρίας, ο συγγραφέας Μακ Γκρέγκορ θα θελήσει να διαλευκάνει το δράμα της «Αλμπέρτας». Η δράση θα αναπτυχθεί σε δύο σκέλη: ο Μακ Γκρέγκορ γίνεται ταυτοχρόνως επιθεωρητής και ψυχαναλυτής του εαυτού του. Και στις δύο περιπτώσεις η λογική παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Παραχωρεί τη θέση της στο ένστικτο, στην τεχνική του ονείρου και στην ελευθερία του πνεύματος. Η αναπαράσταση των γεγονότων στην οποία επιδίδεται ο Μακ Γκρέγκορ είναι απολύτως φανταστική. Με αφετηρία κάποια έγγραφα που βρίσκονται στο πλοιάριο και βασιζόμενος στο αινιγματικό σημείωμα που βρέθηκε στο θύμα, ‘βλέπει’ τη δολοφονία με όλες της τις λεπτομέρειες: ο δολοφόνος δεν είναι άλλος από τον πατέρα του κοριτσιού, ο οποίος, αφού πρώτα τη βίασε, τη σκότωσε και αυτοκτόνησε πέφτοντας στη θάλασσα.

Ας δούμε όμως λίγο πώς τελειώνει το σημείωμα: ‘Μη ψάξετε να ανακαλύψετε ποιος είμαι. Δεν θα το μάθετε ποτέ.’

Ο Μακ Γκρέγκορ θα το μάθει, και λίγη σημασία έχει αν πρόκειται για την αλήθεια. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι ο πνευματικός ηρωισμός του. Γιατί μόνο όποιος τολμά να βάζει το μαχαίρι στο κόκαλο μπορεί να βυθιστεί και στα άδυτα του ασυνειδήτου του και να κατανοήσει έτσι τα λόγια του λόρδου Κλίφορντ: ‘Ω ύψιστον βάθος!

Ύστερα από την αναπαράσταση του δράματος, φαντασιώσεις και συνειρμοί τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα βασανίζοντας τον Μακ Γκρέγκορ, ωθώντας τον όμως ταυτοχρόνως να ανακαλύψει τον εαυτό του. Αρχικά θυμάται την απολογία ενός νεκρόφιλου δολοφόνου. Στη συνέχεια, ταυτιζόμενος με αυτόν, κάνει έρωτα στη νεκρή μητέρα του, ενώ παράλληλα μεταμορφώνεται: γίνεται μισός άνθρωπος και μισός σκύλος.
Ας συγκρατήσουμε τις λέξεις άνθρωπος και σκύλος. Ο Μακ Γκρέγκορ θα θυμηθεί ότι είχε δει τον πατέρα του να βιάζει μια χωρική. Θα βιώσει επίσης την αγωνία που ένιωθε την ώρα του συμβάντος και θα του έρθουν στο νου οι λέξεις που πρόφερε τότε: ‘Σκύλε! Φονιά! Δολοφόνε!’ Οι ίδιες ακριβώς λέξεις του είχαν έρθει στο νου την ημέρα του ενταφιασμού της μητέρας του. 
Ο Εμπειρίκος περιγράφει τα γεγονότα λεπτομερέστατα. Κι όμως υπάρχει μια απολαυστική λεπτομέρεια που διασκεδάζει όταν τη δίνει προσπερνώντας την ανώδυνα. Στην αρχή της αναπαράστασης των γεγονότων από τον Μακ Γκρέγκορ, βλέπουμε ότι η «Αλμπέρτα» νηολογήθηκε στο Αμπερντίν. Ύστερα από 43 ολόκληρες σελίδες γεμάτες περιγραφές που σβήνουν αυτή την απλή πληροφορία, μαθαίνουμε ότι η μητέρα του Μακ Γκρέγκορ κηδεύτηκε στο κοιμητήριο του Αμπερντίν:

Σκύλε! Φονιά! Δολοφόνε! είχε πει ο Μακ Γκρέγκορ, την ώρα του ενταφιασμού της.

Η Αλμπέρτα λοιπόν εκπροσωπεί για τον Μακ Γκρέγκορ το φέρετρο της μητέρας του.

Σύμβολο του συλλογικού ασυνείδητου, η Αλμπέρτα είναι τα βαθιά ύδατα όλων των επιβατών. Ο καθένας μπορεί να δει εκεί το προσωπικό του δράμα. Απομένει να αποδειχτεί ποιος έχει τη δύναμη να συνεχίσει. Ποιος αξίζει τον νέο κόσμο του Μεγάλου Ανατολικού και της Οκτάνας. Ποιος είναι αυτός; Περιγράφεται λεπτομερώς στο μυθιστόρημα και στο ποίημα-μανιφέστο «Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: