Άγραφος κι ανείπωτος

Άγραφος κι ανείπωτος


«σβήνω τους κήπους σαν φωτιές επάνω στο κορμί μου»
(6.8.2014)

«…Όλες τις μοναξιές τις έζησα
ελπίζοντας και μη ελπίζοντας
όμως τη μοναξιά της τέχνης πώς να την αντέξω
τη σκόνη πάνω στο βιβλίο
τα λόγια που σηκώνονται τις νύχτες σαν αγάλματα
κι ανάβουνε τα φώτα σε αδειανές ψυχές…»

Ο Βύρων Λεοντάρης ένα σπαραχτικά εξεγερμένο πρόσωπο
ώστε η ποίηση του, εκ βαθέων συνομιλώντας με το
σκοτάδι να εισβάλλει από μεγάλα ύψη πότε ως ένα αλλότριο
εφηβικό ημίφως που παρ' όλα αυτά ανασήκωνε το φως πότε σε
μεγάλη απόσταση από το φως — όπως όταν κοιτάμε τους κύκνους
μιας μη πραγματικότητας να κολυμπάνε στο βυθό της

Γιατί τον διατάρασσε διασχίζοντας την ποίηση του εκείνη
η ηττημένη εξέγερση που έμενε άναυδη και ανενεργή κοιτώντας
τον φοβερό ρου των γεγονότων επαυξάνοντας θριαμβικά
τον εφιάλτη Και μετά μια οδοιπορϊα αλυσοδεμένων νεκρών
Κι η επανάσταση βουλιαγμένη στα απόνερα των ονείρων της
Και οι επί ματαίω αγωνισθέντες, να επιστρέφουν στα σκοτεινά
δάση εκτελεσμένων στίχων

«Λεν είναι μόνο εμείς που φύγαμε aπ' τις θέσεις μας
κι οι ίδιες οι θέσεις σάλεψαν
αφήνοντας ακάλυπτη όλη την καρδιά μας
Στόχοι καινούριοι μαγνητίσανε τις κάννες μας προτού τους δουν τα μάτια
σκίστηκε ο άνθρωπος στα δυο· σκίστηκε η πράξη»

Πόσες φορές από δω και πέρα μοιάζει να διασχίζει
την ποίησή του μια μοίρα ως μια διαρκής φονική ομίχλη που
διαπλέει τη ζωή την πνίγει και παρ’ όλα αυτά την τελευταία
στιγμή κάτι το μεταφυσικό την ανασταίνει Την τελευταία στιγμή
την ανυψώνει κάτι που  δ ε ν   α ν τ έ χ ε ι  την τελική της
πτώση

«... Αγέρωχος, αγαλματένιος μες στην πίκρα του
άσπρα κοράλλια οι ξεραμένοι αφροί στα χείλη του
η θάλασσα απ'τα μάτια του φευγάτη
ολόσωμος μέσα στη νύχτα φωσφορίζων
σήματα κρυπτογραφικά απόκοσμα μηνύματα

Όχι, θα τον αφήναμε στο έλεο του κοινού
σε ασθενοφόρους κριτικούς και περιπολικούς δημοσιογράφους

για την των παθημάτων κάθαρση...

[…]

Ίσαμε εδώ η μέθεξη»

(«Ο νεκρός της οθόνης»)

Η ποίηση είναι νυχτερινό τοπίο Διασχίζοντας το σκοτάδι της
από δω και πέρα ο ποιητής θα αρπάζεται από μια μοίρα που θα
αρπάζεται από πάνω του Από δω και πέρα όλο και θα κατηφορίζει
το σκοτάδι το σκοτάδι του Όλο και θα ειρωνεύεται ο θάνατος
το θάνατο του Όλο και συχνότερα η ζωή θα γίνεται
ένα αιφνίδιο δυστύχημα

Κι όλο συχνότερα θα χάνεται η ονειρογραμμή
της ποίησης σε μια σπαραχτική   ε ν α ν τ ί ω σ η
μαζί της

Ανάσα και χειρονομία καμιά μες στ'αδειανά φωνήεντα
Κι ούτε ένα τρίξιμο απ' τα σύμφωνα
και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού

[…]

Κι η ποίηση έγινε κραυγή έξω απ' τον πόνο

[…]

Ό, τι δεν είναι τέχνη μες στην τέχνη
αυτό / το ανθρώπινο
αυτό / κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει

Αλλά εγώ τώρα φεύγοντας κι από τον άλλο κόσμο μου
    
είμαι πουθενά
και δεν εγώ δεν τώρα
και πια δεν γίνεται να σου είμαι και να μ’ έχεις
θύμηση και πένθος

Γιατί «σβήνεται αυτό το σβήσιμο σβήνεται η απουσία;»
Ώστε να επιστρέψουν πίσω οι λέξεις κι αυτό που κατακρημνίζεται μέσα μας
να μην είναι ο σφυγμός κι ο άλλοτε βηματισμός του κόσμου —

«ν’ αναβλύσουν πάλι πηγές αισθήσεων και παθών
ν’ αναδυθούν τα όρη θεοτικά, οι βυθοί νεφέλες,
ν’ αναφανούν οι απαρχές, το “πριν από”
η γραφή πριν απ’ το γράψιμό της
ο λόγος πριν από τη ρήση του
και να βρεθώ εντός μου
άγραφος και ανείπωτος»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: