Σημειωματάριο Μυτιλήνης

Ο Ντον Σκόφιλντ
Ο Ντον Σκόφιλντ




Μέ­ρες κα­λο­και­ριού άπρα­γες,
χα­ζεύ­εις τις μύ­γες, τη βρα­δύ­τη­τά τους

μέ­ρες που μου φέρ­νουν στον νου
πώς εί­ναι στα ελ­λη­νι­κά το still life, ασά­λευ­τη ζωή
nekri fisi, νε­κρή φύ­ση.

    *

Κά­θε πρωί οι μύ­γες έρ­χο­νται
στο μπαλ­κό­νι που κά­θο­μαι
και γρά­φω στο πρώ­το φως της μέ­ρας
ένας πα­ρά­δει­σος ησυ­χί­ας
αν εξαι­ρέ­σεις το βου­η­τό τους.

Τε­λι­κά, μια τους προ­σγειώ­νε­ται
στην άκρη απ’ το ση­μειω­μα­τά­ριο
φτε­ρου­γί­ζει, δο­νεί­ται,
τα μπρο­στι­νά της πό­δια σαν δου­λευ­τά­ρι­κα δά­χτυ­λα
γρα­πώ­νουν το τί­πο­τα
το στό­μα της τσι­μπο­λο­γά το τί­πο­τα.

Γου­βιά­ζω τη χού­φτα μου, ακί­νη­τη
σαν still life, σαν ασά­λευ­τη ζωή
και προ­σπα­θώ να την τσα­κώ­σω.

                *

Κα­θώς βα­δί­ζω στο φως του δει­λι­νού
ανα­λο­γί­ζο­μαι πώς λέ­νε σ’ αυ­τή τη γλώσ­σα
το σού­ρου­πο, lykófos, το φως του λύ­κου. Εί­ναι η ώρα
που φα­νε­ρώ­νο­νται οι λύ­κοι. Μπο­ρώ να ακού­σω
τα μα­κρό­συρ­τα ουρ­λια­χτά τους
να μυ­ρί­σω το βρώ­μι­κο χνώ­το τους
κα­θώς κυ­κλώ­νουν τις σκέ­ψεις μου
γρα­πώ­νο­ντας με τα νύ­χια τούς φό­βους τα πι­στεύω μου
όνει­ρα κι επι­θυ­μί­ες, ώσπου δεν μέ­νει τί­πο­τα
για το μυα­λό να σώ­σει. Κι όσο πά­ει, το λυ­κό­φως
χύ­νε­ται όλο πά­νω μου, με σέρ­νει πιο βα­θιά
στο σκό­τος, ώσπου γί­νο­μαι ένας απο­λω­λός,
νε­κρο­γένν­νη­τος, κα­τα­ρα­μέ­νος. Τό­τε,
απ΄το σκέ­πα­στρο της νύ­χτας
ένα άστρο λες κι ανα­βρύ­ζει ορ­μη­τι­κά.
Κι άλ­λο. Κι άλ­λο ένα.

                *

Κά­ποια πρω­ι­νά ξυ­πνώ με το τε­λευ­ταίο σκο­τά­δι,
πη­γαί­νω στο μπαλ­κό­νι και πε­ρι­μέ­νω την ανα­το­λή.

Το φως που φθά­νει απ’ τον ορί­ζο­ντα
εί­ναι αδύ­να­μο, σχε­δόν εύ­θραυ­στο, κα­θώς αγ­γί­ζει
το βου­νό πί­σω μου,
τα πε­ρι­βό­λια και τους οπω­ρώ­νες πιο κά­τω,
τις κε­ρα­μι­δέ­νιες κόκ­κι­νες στέ­γες κα­τά μή­κος της ακτής,
και τέ­λος, πέ­ρα για πέ­ρα
τον κοι­μι­σμέ­νο κόλ­πο.

                *

Όταν ο ήλιος βα­ρά­ει για τα κα­λά,
πα­ρα­τώ το γρά­ψι­μο και κα­τε­βαί­νω στη θά­λασ­σα,
κά­θο­μαι στη μο­να­δι­κή τα­βέρ­να της πα­ρα­λί­ας
με μια κουρ­τί­να από χτα­πό­δια
και πο­λύ­βου­ες μύ­γες από γύ­ρω,
πί­νω ένα ού­ζο, δύο κα­μιά φο­ρά. Το κά­νω
κά­θε μέ­ρα, έπει­τα παίρ­νω τον δρό­μο πί­σω
στο βου­νό. Πά­ντα υπάρ­χει ένας γάι­δα­ρος
δε­μέ­νος κά­τω απ’ τη σκιά μιας ελιάς,
ή ένα κριά­ρι που ση­κώ­νε­ται στα πί­σω πό­δια του
να φτά­σει τα άγου­ρα απί­δια. Κα­θώς
γυρ­νά και με κοι­τά, βλέ­πω
τα χρυ­σα­φέ­νια μά­τια ενός τρά­γου-θε­ού.

Οι δε­ντρο­στοι­χί­ες των κυ­πα­ρισ­σιών που περ­νώ
εί­ναι σκου­ρο­πρά­σι­νες φλό­γες, πυρ­σοί
φυ­τε­μέ­νοι στη γη
φτά­νουν μέ­χρι πά­νω στο δω­μά­τιό μου.
Υπαι­νίσ­σο­νται κά­ποιο επέ­κει­να
που πο­τέ μου δεν πί­στε­ψα, αν και τώ­ρα,
ζα­λι­σμέ­νος απ’ το ού­ζο
και τις ευω­διές του μά­ρα­θου και του θυ­μα­ριού,
μπο­ρεί και να αλ­λά­ξω μυα­λά,

                *

μπο­ρεί και να μεί­νω εδώ ακρι­βώς, στην νε­κρή φύ­ση,
να γρά­φω άχρο­νος,

που και που αφή­νο­ντας κά­τω την πέ­να μου
ασά­λευ­τος
σαν ασά­λευ­τη ζωή…

Όμως εδώ, άντε να τις πιά­σεις τις μύ­γες.
Το έχω προ­σπα­θή­σει.
                         Στη νε­κρή φύ­ση,
εί­ναι πρώ­τες στη γρη­γο­ρά­δα.



_____________
O Don Schofield εί­ναι Αμε­ρι­κα­νός ποι­η­τής, με­τα­φρα­στής και εκ­δό­της/επι­με­λη­τής, Ζει με­τα­ξύ Αθή­νας και Θεσ­σα­λο­νί­κης. Τε­λευ­ταία του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή: A Different Heaven (Dos Madres Press 2023, από την οποία και το «Ση­μειω­μα­τά­ριο Μυ­τι­λή­νης». Τι­μή­θη­κε με το βρα­βείο Allen Ginsberg (ΗΠΑ) και το βρα­βείο John D. Criticos (Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο). Ποι­ή­μα­τα και με­τα­φρά­σεις του έχουν προ­τα­θεί για το βρα­βείο Pushcart Prize και το Ελ­λη­νι­κό Βρα­βείο Με­τά­φρα­σης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: