Όταν η γλωττίς είναι εστενωμένη

Όταν η γλωττίς είναι εστενωμένη


Τα προ­κα­ταρ­κτι­κά

Κι­νη­μα­το­γρά­φοι απλοί. Πάρ­κα. Αί­θου­σες δια­λέ­ξε­ων. Νο­σο­κο­μεία. Ρε­στο­ράν. Κι­νη­μα­το­γρά­φοι πορ­νό. Αμ­φι­θέ­α­τρα πα­νε­πι­στη­μί­ων. Σχο­λι­κές τά­ξεις. Γρα­φεία τε­λε­τών. Υπουρ­γι­κά συμ­βού­λια. Φοι­τη­τι­κές κλί­νες. Αστι­κά λε­ω­φο­ρεία. Εκ­δη­λώ­σεις βι­βλιο­πα­ρου­σί­α­σης. Οδο­ντια­τρεία. Νε­κρο­τα­φεία. Μαιευ­τή­ρια. Εξε­τα­στι­κά κέ­ντρα σε πα­νελ­λή­νιες εξε­τά­σεις όπου φέ­τος πρό­κει­ται να ανα­στε­νά­ξει και ο Γιάν­νης. Εί­ναι οι συ­χνό­τε­ροι χώ­ροι όπου συμ­βαί­νουν. Ποια συμ­βαί­νουν; Οι ανα­στε­ναγ­μοί. Άλ­λο­τε συ­γκα­λυμ­μέ­νοι κι άλ­λο­τε φόρ­τσα φό­ρα. Άλ­λο­τε από ευ­χα­ρί­στη­ση, από χα­ρά, από ηδο­νή. Άλ­λο­τε από οδύ­νη, από πλή­ξη, από νύ­στα. Οι ανα­στε­ναγ­μοί τους οποί­ους εκ­βάλ­λουν οι γριές εί­ναι οι ποιο­τι­κό­τε­ροι σε διάρ­κεια και ηχό­χρω­μα. Οι παπ­πού­δες ανα­στε­νά­ζουν σπα­νί­ως και πο­λύ εσω­στρε­φώς. Τα παι­διά τούς χρη­σι­μο­ποιούν για σή­μαν­ση της βα­ρε­μά­ρας τους. Οι συγ­γρα­φείς του δέ­κα­του ένα­του αιώ­να πα­ρα­θέ­τουν πε­ρί­που δώ­δε­κα ανα­στε­ναγ­μούς ανά σε­λί­δα. Οι αρ­χαί­οι τρα­γω­δοί τούς χει­ρί­ζο­νται με οι­κο­νο­μία σε προ­βλέ­ψι­μες θέ­σεις μέ­σα στο δρά­μα. Ο με­τα­πο­λε­μι­κός μο­ντερ­νι­σμός τούς απε­χθά­νε­ται ως με­γά­λη εκ­φρα­στι­κή ευ­κο­λία, αλ­λά υπο­πτεύ­ο­μαι ότι το κά­νει από αμη­χα­νία. Πώς μπο­ρεί ένας μο­ντερ­νι­στής πε­ζο­γρά­φος να απο­τυ­πώ­σει έναν ανα­στε­ναγ­μό κά­ποιου προ­σώ­που του με μο­ντέρ­νο τρό­πο, απο­φεύ­γο­ντας τα «αχ» και τα «βαχ»; Ο Εμπει­ρί­κος τους εμ­φυ­τεύ­ει αρι­στο­τε­χνι­κά στα όντα του, όπως τα μπα­λο­νά­κια με τους ζω­γρα­φι­σμέ­νους κε­ραυ­νούς οι οποί­οι δη­λώ­ναν νεύ­ρα και θυ­μό αναρ­τη­μέ­να πά­νω από τα κε­φά­λια των προ­σώ­πων στα
μί­κι μά­ους.
Μου λεί­πουν οι ανα­στε­ναγ­μοί. Οι δι­κοί μου και οι ξέ­νοι. Δεν θα πω άλ­λα γι’ αυ­τό.


Και τώ­ρα, δρά­ση 90′′

Στο με­σο­πο­λε­μι­κή εγκυ­κλο­παί­δεια του Πυρ­σού ο ανα­στε­ναγ­μός απο­δί­δε­ται ως «βα­θεία ει­σπνευ­τι­κή κί­νη­σις και γί­νε­ται όταν η γλωτ­τίς εί­ναι εστε­νω­μέ­νη. Ο στε­ναγ­μός υπά­γε­ται εις τας ακου­σί­ας πα­ραλ­λα­γάς των ανα­πνευ­στι­κών κι­νή­σε­ων. Προ­κα­λεί­ται αντα­να­κλα­στι­κώς ή συ­νο­δεύ­ε­ται από ψυ­χι­κά πά­θη, διά της επι­δρά­σε­ως της φλοιώ­δους ου­σί­ας του εγκε­φά­λου επί το κέ­ντρον της ανα­πνο­ής.». Στο με­σο­πό­λε­μο, τα πά­ντα χρε­ώ­νο­νταν στον εγκέ­φα­λο: η ομο­φυ­λο­φυ­λία, ο αυ­το­ε­ρω­τι­σμός, η ρο­πή προς τα ρο­μα­ντι­κά δει­λι­νά, η γυ­ναι­κο­μα­νία, το φα­σί­ζειν, η νυ­χτε­ρι­νή ενού­ρη­ση. Τε­λι­κά, φαί­νε­ται ότι για πολ­λά από αυ­τά εί­χαν δί­κιο οι με­σο­πο­λέ­μιοι γή­ι­νοι.

Νά πώς εξη­γεί τον λυ­πη­ρό ανα­στε­ναγ­μό η ση­με­ρι­νή ια­τρι­κή:

Όταν ένας άν­θρω­πος αι­σθά­νε­ται δυ­σφο­ρία, κα­τά­θλι­ψη ή εκνευ­ρι­σμό, τό­τε το αί­μα του έχει όξι­νο pH. Κα­νο­νι­κά, ο ορ­γα­νι­σμός θέ­λει το pH του ελα­φρώς αλ­κα­λι­κό, ώστε να μπο­ρεί να τρα­βά­ει τα ιό­ντα υδρο­γό­νου και να μην τα απε­λευ­θε­ρώ­νει για σχη­μα­τι­σμό οξέ­ων. Δη­λα­δή, το pH ση­μαί­νει πολ­λά για τη στρα­τη­γι­κή του εγκε­φά­λου και για την ευ­ε­ξία του ατό­μου. Ο ορ­γα­νι­σμός δια­θέ­τει επί τού­του διά­φο­ρους μη­χα­νι­σμούς εξι­σορ­ρό­πη­σης. Όταν το αί­μα γί­νε­ται πιο όξι­νο, δη­λα­δή έχει πε­ρισ­σό­τε­ρα οξέα, ανα­ζη­τεί αμέ­σως τρό­πο για να εξου­δε­τε­ρώ­σει όσα από αυ­τά πε­ριτ­τεύ­ουν, ώστε τα αλ­κά­λια του αί­μα­τος να επα­νέλ­θουν στα φυ­σιο­λο­γι­κά τους επί­πε­δα. Μια από τις άμυ­νές του εί­ναι να κα­τα­φύ­γει στις απο­θή­κες του ορ­γα­νι­σμού. Μια άλ­λη, εί­ναι η δυ­σφο­ρία που προ­κα­λεί στο άτο­μο, εξα­να­γκά­ζο­ντάς το έτσι να ανα­στε­νά­ξει και να πά­ρει βα­θιές ανα­πνο­ές. Με τις βα­θιές ει­σπνο­ές και εκ­πνο­ές, οι πνεύ­μο­νες απο­βάλ­λουν πε­ρισ­σό­τε­ρο διο­ξεί­διο του άν­θρα­κα, και έτσι αυ­τό­μα­τα μειώ­νε­ται η πα­ρου­σία του αν­θρα­κι­κού οξέ­ως, οπό­τε μειώ­νο­νται όλες οι όξι­νες αντι­δρά­σεις. Ύστε­ρα από με­ρι­κούς βα­θείς ανα­στε­ναγ­μούς, η χη­μι­κή ισορ­ρο­πία απο­κα­θί­στα­ται και το άτο­μο νιώ­θει πο­λύ κα­λύ­τε­ρα. Ακό­μα κι αν του έχει κο­πεί η ανά­σα από την πολ­λή από­λαυ­ση που πα­θαί­νει, τού χρειά­ζε­ται να ανα­στε­νά­ξει για να απο­βάλ­λει το πε­ριτ­τό συσ­σω­ρευ­μέ­νο διο­ξεί­διο του άν­θρα­κα. Εντά­ξει, ακού­γε­ται πο­λύ πε­ζό αυ­τό, μα και το νε­ρά­κι από τη βου­νί­σια πη­γή το πί­νου­με επει­δή ιδρώ­σα­με από την πολ­λή πε­ζο­πο­ρία, κι όχι για λό­γους αι­σθη­τι­κής.

Πά­ρε με­ρι­κές βα­θιές ανά­σες κι ανα­λο­γί­σου. Πό­σες φο­ρές τε­λευ­ταία άφη­σες τον εαυ­τό σου ελεύ­θε­ρο να ανα­στε­νά­ξει; Πό­σες φο­ρές αφου­γκρά­στη­κες έναν δι­πλα­νό ανα­στε­ναγ­μό;

Τέ­λος χρό­νου.

Αμέ­σως με­τά

«Η μο­να­ξιά / δεν ανοί­γει τα πό­δια της με πνι­χτά γε­λά­κια / βοϊ­δί­σιο βλέμ­μα, κο­φτούς ανα­στε­ναγ­μούς / κι ασορ­τί εσώ­ρου­χα.» γρά­φει η Κα­τε­ρί­να Γώ­γου. Ναι, η μο­να­ξιά ζη­τά βα­θείς ανα­στε­ναγ­μούς. Εί­ναι απαι­τη­τι­κή και ζό­ρι­κη τε­λε­τουρ­γία ζω­ής, και χρειά­ζε­ται πο­λύ οξυ­γό­νο για να πυ­ρώ­σει.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: