Μία προσωπική περιπλάνηση και ένας προσωπικός οδηγός ανάγνωσης

Μία προσωπική περιπλάνηση και ένας προσωπικός οδηγός ανάγνωσης

Η ψυ­χή του λι­γο­θυ­μού­σε κα­θώς άκου­γε να πέ­φτει το χιό­νι σι­γά-σι­γά, να σκε­πά­ζει το σύ­μπαν μα­λα­κά, να σκε­πά­ζει την Ιρ­λαν­δία… σαν να ΄ταν αυ­τή η τε­λευ­ταία ώρα, το χιό­νι έπε­φτε μα­λα­κά, απά­νω σε ζω­ντα­νούς και πε­θα­μέ­νους.

«Οι νε­κροί», από το Δου­βλι­νέ­ζοι, μτ­φρ. Μα­ντώ Αρα­βα­ντι­νού, Ηρι­δα­νός, 1977, σ. 206.



Στο εξώ­φυλ­λο τού πρό­σφα­του βι­βλί­ου του Άρη Μα­ρα­γκό­που­λου για τον Τζόις (James Joyce, 2018), ανα­φέ­ρε­ται ότι «η βι­βλιο­γρα­φία για το έρ­γο του εί­ναι δεύ­τε­ρη σε έκτα­ση με­τά από εκεί­νη του Σέξ­πιρ». Όχι μό­νο βέ­βαια εί­ναι σω­στό, αλ­λά φο­βά­μαι μή­πως έχει αντι­στρα­φεί το πράγ­μα. Ήδη μέ­χρι και το 1969 ανα­φε­ρό­ταν 2.500 τί­τλοι (Αρα­βα­ντι­νού 1977, Ει­σα­γω­γή, σ. ΧΧ) στο James Joyce Quarterly.
Πε­ρί τα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του ΄80 ψά­χνο­ντας στην University Library του Cambridge (UL) για να βρω άρ­θρο με το χρο­νι­κό της ανα­σκα­φής ρω­μαϊ­κού τά­φου, στο Γιορκ της Αγ­γλί­ας, έτσι ώστε να σχε­τί­σει μία συ­νά­δελ­φος το γύ­ψι­νο απο­τύ­πω­μα του προ­σώ­που του νε­κρού με ανά­λο­γο εύ­ρη­μά της σε τά­φο στην οδό Εθνι­κής Αμύ­νης στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, εί­χα χα­θεί στον χω­ρίς τε­λειω­μό διά­δρο­μο με τους τε­ρά­στιους δερ­μα­τό­δε­τους τό­μους των ευ­ρε­τη­ρί­ων των βι­βλί­ων. Στο διά­δρο­μο εκεί­νο έβλε­πες να τρέ­χουν –το εν­νοώ– τις μέ­ρες της εκ­παι­δευ­τι­κής τους αδεί­ας, σα δαι­μο­νι­σμέ­νοι, επι­στή­μο­νες από όλη την Κοι­νο­πο­λι­τεία για να προ­λά­βουν να δουν και να φω­το­τυ­πή­σουν ό,τι έψα­χναν δια­κα­ώς στις πα­τρί­δες τους και δεν εύ­ρι­σκαν. Οπό­τε έπε­σα στο J και βέ­βαια αυ­τό που εί­δαν τα μά­τια μου δεν θα το ξε­χά­σω πο­τέ: κα­τα­χω­ρή­σεις λημ­μά­των ων ουκ έστι αριθ­μός στο Joyce σε όλες τις γλώσ­σες του κό­σμου, κυ­ρί­ως βέ­βαια του δυ­τι­κού, χει­ρό­γρα­φες, πολ­λές φο­ρές με εκεί­νη την χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή καλ­λι­γρα­φία των αγ­γλο­σα­ξό­νων, με τα ει­δι­κά πε­νά­κια. Στην άλ­λη πλευ­ρά του δια­δρό­μου υπήρ­χαν συ­νε­χό­με­να σε­πα­ρέ με ει­δι­κά φω­τι­στι­κά για την ανά­γνω­ση φιλμς με­γά­λου με­γέ­θους στα οποία ήταν κα­τα­χω­ρη­μέ­νοι χι­λιά­δες τί­τλοι. Τε­χνο­λο­γία της επο­χής…
Στα ελ­λη­νι­κά –το εί­χα ψά­ξει επί­μο­να– εί­χε μό­νο της Αρα­βα­ντι­νού (1977) για τα ελ­λη­νι­κά του Τζόις. Όπως εί­ναι γνω­στό, το βι­βλίο της αυ­τό απο­τε­λεί μία τρό­πον τι­νά επι­το­μή της δι­δα­κτο­ρι­κής δια­τρι­βής της στο Πα­ρί­σι στην οποία, εκτός των άλ­λων, εί­χε λά­βει υπό­ψη της και το σύ­νο­λο του υλι­κού των χει­ρό­γρα­φων «ση­μειω­μα­τα­ρί­ων» του συγ­γρα­φέα που εί­χε δια­φυ­λά­ξει με­τά φό­βου Θε­ού στον πό­λε­μο ο αδελ­φός του Στα­νί­σλα­ος και, με­τά τον πό­λε­μο, εί­χαν κα­τα­τε­θεί σε διά­φο­ρα, κυ­ρί­ως αμε­ρι­κα­νι­κά, πα­νε­πι­στή­μια, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα στου Buffalo. Τό­σο στο βι­βλίο της αυ­τό όσο και στο άλ­λο της για τον Joyce, πε­ρι­λαμ­βά­νει πλη­ρέ­στα­τες και πο­λύ ενη­με­ρω­μέ­νες βιο­γρα­φί­ες του, διαν­θι­σμέ­νες με ου­σια­στι­κή και πε­ριε­κτι­κή πα­ρου­σί­α­ση των έρ­γων του, ακό­μη και του θε­ω­ρού­με­νου –δι­καί­ως βέ­βαια– ως δύ­σκο­λου και δυ­σπρό­σι­του, του Finnegans Wake (Αρα­βα­ντι­νού 1983). Εί­ναι ευ­τύ­χη­μα για τον Έλ­λη­να ανα­γνώ­στη ότι υπάρ­χει το τό­σο εμπνευ­σμέ­νο έρ­γο της Αρα­βα­ντι­νού όπως επί­σης και ότι εί­χαν με­τα­δο­θεί εκεί­νες οι εκ­πο­μπές που εί­χε κά­νει στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ΄90, αν θυ­μά­μαι κα­λά, από το Γ΄ Πρό­γραμ­μα, οι οποί­ες μα­κά­ρι κά­πο­τε να ξα­να­παι­χτούν, αν δεν έχουν σβη­στεί… Ίδιου πε­ριε­χο­μέ­νου και επι­πέ­δου, πε­ρισ­σό­τε­ρο εμπε­ρι­στα­τω­μέ­νη και σί­γου­ρα πε­ρισ­σό­τε­ρο εκ των έν­δον, εί­ναι η βιο­γρα­φία της σκω­τσέ­ζας συγ­γρα­φέ­ως ‘Εντ­νας Ο΄Μπράιεν (2002), χω­ρίς βι­βλιο­γρα­φί­ες και τέ­τοια, αλ­λά, εί­ναι ολο­φά­νε­ρο, γραμ­μέ­νη με πλή­ρη γνώ­ση του έρ­γου του, των βιο­γρα­φιών του, των επι­στο­λών του, των πά­σης φύ­σε­ως μαρ­τυ­ριών.[1] Εί­ναι επί­σης ευ­τύ­χη­μα ότι με­τα­φρά­στη­κε –και μά­λι­στα εξαι­ρε­τι­κά– αυ­τή η βιο­γρα­φία στα ελ­λη­νι­κά.
Με αφορ­μή την εμπει­ρία της UL άρ­χι­σα να πα­ρα­τη­ρώ επί­μο­να τα αρ­μό­δια ρά­φια του διά­ση­μου με­γα­λο­βι­βλιο­πω­λεί­ου Heffers. Συ­νέ­βαι­νε κά­τι τα απί­στευ­το. Ανα­νε­ώ­νο­νταν οι τί­τλοι για Joyce μέ­σα σε μία εβδο­μά­δα! Δεν ξέ­ρω αν θα εί­χε νό­η­μα να πα­ρα­θέ­σω τί­τλους με ό,τι φυλ­λο­με­τρού­σα εκεί­νο τον και­ρό. Ουκ ολί­γα. Φα­ντά­ζο­μαι ότι τα ίδια θα συ­νε­χί­ζο­νται και μέ­χρι τις μέ­ρες μας.

Το 1990, δυο τρία χρό­νια δη­λα­δή αφό­του επέ­στρε­ψα, ήταν το έτος της δη­μο­σί­ευ­σης της με­τά­φρα­σης του Οδυσ­σέα από τον Κα­ψά­σκη (Τζέιμς Τζόις 1990) που σί­γου­ρα –και λό­γω της ποιό­τη­τάς της– προ­κά­λε­σε με­γά­λη ώθη­ση στις τζοϊ­σι­κές σπου­δές στην Ελ­λά­δα και στο εν­δια­φέ­ρον του κοι­νού. Το ίδιο και η με­τά­φρα­ση, πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, του κλα­σι­κού έρ­γου του ση­μα­ντι­κό­τε­ρου μάλ­λον βιο­γρά­φου του (Ellmann 2005), πρό­τυ­πo βιο­γρα­φί­ας για πολ­λούς. Εί­χαν με­τα­φρα­στεί τό­τε ακό­μη και οι Επι­φά­νειες σε μία πο­λύ επι­με­λη­μέ­νη και κα­λαί­σθη­τη έκ­δο­ση (Τζόις 1994), αλ­λά και, πρό­σφα­τα, το Τζόις 2014, κά­τι σαν κεί­με­να / προ­οί­μιο για το Finnegans Wake. Και εί­χαν προη­γη­θεί βέ­βαια, από την δε­κα­ε­τία του ΄60 κ.ε., με­τα­φρά­σεις του Πορ­τρέ­του, των Δου­βλι­νέ­ζων, των Εξο­ρί­στων κ.λπ. Όλους αυ­τούς τους τί­τλους τους εί­χε συ­γκε­ντρώ­σει ο Μα­ρα­γκό­που­λος στο βι­βλιο­γρα­φι­κό του δο­κί­μιο για τον Joyce και σε ένα δελ­τίο (αρ. 27) του ΕΚΕ­ΒΙ που κα­λύ­πτει και όλη τη δε­κα­ε­τία του ΄90.
Στο ίδιο δελ­τίο ανα­φέ­ρο­νται όλα τα πει­στή­ρια της πρώ­ι­μης επί­δρα­σης του Joyce σε πρω­το­πο­ρια­κούς λο­γο­τε­χνι­κούς κύ­κλους της Θεσ­σα­λο­νί­κης κα­τά τις δε­κα­ε­τί­ες ΄30 και ΄40 (με­τα­φρά­σεις μι­κρών απο­σπα­σμά­των στα πε­ριο­δι­κά Μα­κε­δο­νι­κές Ημέ­ρες, Κύ­κλος, 3ο Μά­τι, Κο­χλί­ας). Για την πο­λυ­σχι­δή επί­δρα­ση του Joyce ει­δι­κό­τε­ρα στον Πεν­τζί­κη θε­ω­ρώ ότι εί­ναι πο­λύ ση­μα­ντι­κή η συμ­βο­λή της Βο­για­τζά­κη (2004). Ο Μα­ρα­γκό­που­λος, από τη δε­κα­ε­τία του ΄90 κ.ε., δη­μο­σί­ευ­σε πολ­λά άρ­θρα, δο­κί­μια, επι­φυλ­λί­δες και βέ­βαια μία σει­ρά από βι­βλία και, πρό­σφα­τα, μία με­τά­φρα­ση, που έδω­σαν άλ­λη διά­στα­ση, διά­στα­ση βά­θους, στην ενη­μέ­ρω­ση του ανα­γνω­στι­κού κοι­νού, αλ­λά και στην έρευ­να: James Joyce 2018 β΄έκ­δο­ση, Μα­ρα­γκό­που­λος 1995, 1997, 2010 (πρώ­τη έκ­δο­ση 2001).

Μία καυ­τή μέ­ρα του Ιου­νί­ου του 2002, λί­γες μέ­ρες πριν τις 16 του μη­νός (Bloomsday) μας εί­χε μα­ζέ­ψει στην Αθή­να, στη Στοά του Βι­βλί­ου. Δε θυ­μά­μαι πια τι εί­χε ει­πω­θεί. Εί­χε προη­γη­θεί και μία ημε­ρί­δα στην αυ­λή του Νο­μι­σμα­τι­κού Μου­σεί­ου στην Πα­νε­πι­στη­μί­ου, σχε­τι­κή με τα μου­σεία και το μέλ­λον τους. Εκεί εί­χα μι­λή­σει. Ανα­φέ­ρω τέ­λος δύο πρό­σφα­τες με­τα­φρά­σεις, με σχό­λια, του Οδυσ­σέα αλ­λά και του Finnegans Wake (Joyce 2014, Τζόις 2013).

Οι δια­στά­σεις της έρευ­νας ήταν και εί­ναι πλέ­ον άνευ προη­γου­μέ­νου και ο δια­χω­ρι­σμός σε «πε­δία» ανα­πό­φευ­κτος: βιο­γρα­φία, ποί­η­ση, μου­σι­κή, αρ­χαία και με­σαιω­νι­κή γραμ­μα­τεία, αφη­γη­μα­τι­κές τε­χνι­κές, θε­ω­ρη­τι­κή γλωσ­σο­λο­γία, κρι­τι­κά του κεί­με­να, αλ­λη­λο­γρα­φία, Ακι­νά­της, πο­λι­τι­κή, Εβραί­οι, Έλ­λη­νες και ελ­λη­νι­κά, θρη­σκεία και δόγ­μα­τα, έρω­τας, σεξ, οι­κο­γε­νεια­κά προ­βλή­μα­τα, αρ­ρώ­στιες, θέ­α­τρο και Ίψεν κ.λπ. Επί­σης ζη­τή­μα­τα που αφο­ρούν απο­κα­τά­στα­ση κει­μέ­νων με βά­ση τις πο­λύ πά­νω από 5.000 σε­λί­δες που δια­σώ­θη­καν (οι τε­λι­κές εκ­δό­σεις φαί­νε­ται να έχουν ορι­στι­κο­ποι­η­θεί), και μο­νο­γρα­φί­ες με χω­ρίς τε­λειω­μό σε­λί­δες σχο­λί­ων στα κεί­με­να. Εί­χε πλή­ρη επί­γνω­ση ότι θα βά­λει τους φι­λο­λό­γους και τους εν γέ­νει με­λε­τη­τές του σε μπε­λά­δες.

Το ποι­η­τι­κό του έρ­γο δεν εί­ναι κα­θό­λου αμε­λη­τέο.[2] Το γνω­στό­τε­ρο, Μου­σι­κή Δω­μα­τί­ου (Chamber Music),[3] που δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1904, εντάσ­σε­ται, κα­τά τη γνώ­μη μου, στη γραμ­μή του γαλ­λι­κού συμ­βο­λι­σμού, ιδιαί­τε­ρα εκεί­νη του Verlaine: τα κλα­σι­κά σύμ­βο­λα του συμ­βο­λι­σμού, μου­σι­κό­τη­τα των στί­χων, αλ­λά και πολ­λές ανα­φο­ρές στη μου­σι­κή κ.λπ. Ωστό­σο, ασυ­νή­θι­στα με τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του συμ­βο­λι­σμού εί­ναι ο έμ­με­σος πλην σα­φής στό­χος του ποι­η­τή να εκ­θέ­σει τον φί­λο του Οlives D. Gogarty (βλ. π.χ. ΧΧΙV) με τον οποίο πί­στευε ότι τον απα­τά η γυ­ναί­κα του –μια πα­ρε­ξή­γη­ση που ξε­κα­θά­ρι­σε αρ­γό­τε­ρα– αλ­λά και η ανα­φο­ρά συ­γκε­κρι­μέ­νων προ­σώ­πων, των Purchas και Ηolinshed (XXVI), αν­θο­λό­γο τα­ξι­διω­τι­κών εντυ­πώ­σε­ων (16ος / 17ος αι.) και χρο­νο­γρά­φο (16ος αι.) αντί­στοι­χα (Βαλ­σα­μί­δης 2000, 163). Τα εκτός του κα­θα­ρού συμ­βο­λι­σμού χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πλη­θαί­νουν στα επό­με­να ποι­η­τι­κά του σύ­νο­λα –σύ­νο­λα που στην ου­σία απο­τε­λούν υπο­δο­μές και προ­α­να­κρού­σμα­τα του πε­ζο­γρα­φι­κού έρ­γου που ακο­λού­θη­σε– ενώ η πα­ρά­θε­ση ποι­ή­μα­τος από το Finnegans Wake (Βαλ­σα­μί­δης 2000, 152 κ.ε.) δεν αφή­νει κα­νέ­να πε­ρι­θώ­ριο για το ότι η εξέ­λι­ξη της ποι­η­τι­κής του μο­ντερ­νι­σμού του 20ού αι. θα μπο­ρού­σε να έχει και άλ­λες κα­τευ­θύν­σεις εκτός από εκεί­νες κυ­ρί­ως των Pound και Eliot. Προ­σω­πι­κά δεν θα μπο­ρού­σα να κά­νω κα­μία υπό­θε­ση για το πώς θα εξε­λισ­σό­ταν τα πράγ­μα­τα, ή θα μου ήταν δύ­σκο­λο. Εκεί­νο που θε­ω­ρώ σί­γου­ρο εί­ναι ότι ο πυ­ρή­νας και η ου­σία του κα­το­πι­νού έρ­γου του Τζόις εί­ναι κα­θα­ρά και από κά­θε άπο­ψη ποι­η­τι­κός, αλ­λά ότι θα ήταν αδύ­να­το η ανα­πα­ρά­στα­ση του κό­σμου του να χω­ρέ­σει στα ποι­η­τι­κά σχή­μα­τα του μο­ντερ­νι­σμού τύ­που Eliot ή Pound, εκτός αν ανα­κά­λυ­πτε μία νέα αφη­γη­μα­τι­κή μορ­φή, όχι βέ­βαια κα­θα­ρά ποι­η­τι­κή, πράγ­μα που τε­λι­κά κα­τά­φε­ρε με­τα­σχη­μα­τί­ζο­ντας τις ρα­ψω­δί­ες της ομη­ρι­κής Οδύσ­σειας στις δέ­κα οκτώ δι­κές του. Το «ποι­η­τι­κός» το ανα­φέ­ρω από την άπο­ψη της τε­λι­κής εκ­φρα­στι­κής / γλωσ­σι­κής δια­τύ­πω­σης για κά­θε εξε­λι­κτι­κή πε­ρί­ο­δό του. Του συ­νό­λου δη­λα­δή των καλ­λι­τε­χνι­κών, φι­λο­σο­φι­κών, αι­σθη­τι­κών, ηθι­κών κ.λπ. επιρ­ρο­ών που δέ­χτη­κε για τα πριν από τον Οδυσ­σέα πε­ζά, την μί­μη­ση ανά ρα­ψω­δία των ως τό­τε αφη­γη­μα­τι­κών τε­χνι­κών αλ­λά και τις δι­κές του προ­τά­σεις για ανα­τρο­πές των ως τό­τε αφη­γη­μα­τι­κών τε­χνι­κών στον Οδυσ­σέα, την υπο­τα­γή του χά­ους, του σύ­μπα­ντος, του κό­σμου, σε απει­ρά­ριθ­μες γλωσ­σι­κές μορ­φές (Έκο 1993).[4]

Ο Τζόις, εκτός των άλ­λων, για δύο πράγ­μα­τα έπει­σε ορι­στι­κά τον 20ό αιώ­να και τους αιώ­νες που θα ακο­λου­θή­σουν: ότι λο­γο­τε­χνία εί­ναι η ροή και η χα­ρά της ζω­ής, της όποιας ζω­ής, και ότι λο­γο­τε­χνία μπο­ρούν να γί­νουν τα πά­ντα ή, κα­λύ­τε­ρα, εί­ναι τα πά­ντα. Όμως για μία σύ­ντο­μη αλ­λά ου­σια­στι­κή απο­τί­μη­ση του έρ­γου του, του­λά­χι­στον μέ­χρι και τον Οδυσ­σέα, κα­λύ­τε­ρα να πα­ρα­πέμ­ψω στο Μα­ρα­γκό­που­λος 2010, σ. ΙΙΙ κ.ε.


(Νο­έμ. 2021 / Φεβρ. 2022)

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αρα­βα­ντι­νού 1974: Μ. Αρα­βα­ντι­νού, Τα ελ­λη­νι­κά του James Joyce, Ερ­μής
Αρα­βα­ντι­νού 1983: Μ. Αρα­βα­ντι­νού, Τζαί­ημς Τζό­υς, Ζωή και έρ­γο, Θε­μέ­λιο
Βαλ­σα­μί­δης 2000: Ε.Κ. Βαλ­σα­μί­δης, Τζαί­ημς Τζό­υς, Ποι­ή­μα­τα, Οδός Πα­νός
Βο­για­τζά­κη 2004: Ε. Βο­για­τζά­κη, Νί­κος Γα­βρι­ήλ Πεν­τζί­κης, ο άν­θρω­πος και τα σύμ­βο­λα, Σαβ­βά­λας
Ellmann 2005: R. Ellmann, Τζέ­ημς Τζό­υς, μτ­φρ. Α. Δη­μη­τριά­δου, Scripta
Boysen 2007: «Music, Epiphanies and the Language of Love: James Joyce’s “Chamber Music”», Interliteraria 12, 310-331
Eco 1970: U. Eco, Le poetiche di Joyce, Gruppo Editoriale Fabbri, Bombiani, Sonzogno, Etas S.p.A. Mι­λά­νο
Eco 1989: U. Eco, The aesthetics of Chaosmos: the Middle Ages of James Joyce, trans. El.  Esrock, β΄έκ­δο­ση, Harvard Univ. Press
Έκο 1993: Ου­μπέρ­το Έκο, Η ποι­η­τι­κή του Τζαί­ημς Τζό­υς, μτ­φρ. Ε. Στά­θη-Θ. Στε­φα­νό­που­λος, Δελ­φί­νι
Joyce 2014: James Joyce, Οδυσ­σέ­ας, μτ­φρ. Ε. Ανευ­λα­βής, Κά­κτος
James Joyce 2018: Τζιά­κο­μο Τζόις, μτ­φρ. Α. Μα­ρα­γκό­που­λος, 2η έκ­δο­ση, Τό­πος
Μα­ρα­γκό­που­λος 1995: Ulysses, Οδη­γί­ες προς ναυ­τι­λο­μέ­νους, Δελ­φί­νι
Μα­ρα­γκό­που­λος 1997: Α. Μα­ρα­γκό­που­λος, Αγα­πη­μέ­νο Βρω­μο­δου­βλί­νο, Κέ­δρος (Τό­πος 22022)
Μα­ρα­γκό­που­λος 2010: Α. Μα­ρα­γκό­που­λος, Ulysses, Οδη­γός ανά­γνω­σης, 3η έκ­δο­ση, Τό­πος
Smyth 2020: G. Smyth, Music and Sound in the Life and Literature of James Joyce Palgrave Macmillan
Τζέ­ημς Τζό­υς 1990: Οδυσ­σέ­ας, μτ­φρ. Σ. Κα­ψά­σκης, Κέ­δρος
Τζό­υς 1994: Τζαί­ημς Τζό­υς, Φα­νε­ρώ­σεις, μτ­φρ. Δ. Χου­λια­ρά­κης, Το Ρο­δα­κιό
Τζό­υς 2013: Τζέ­ημς Τζό­υς, Η αγρύ­πνια των Φίν­νε­γκαν, μτ­φρ. Ε. Ανευ­λα­βής, Κά­κτος
Τζόις 2014: Τζέιμς Τζόις, Το κο­νά­κι του Φιν, μτ­φρ. Γ.-Ι. Μπα­μπα­σά­κης, Ψυ­χο­γιός



ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: