Τρία ποιήματα από τη συλλογή «Chamber music»

Ο Τζόις στη Ζυρίχη
Ο Τζόις στη Ζυρίχη

IV

Σαν το σεμνό αστέρι στο στερέωμα προβάλλει
Συνεσταλμένο και μελαγχολικό άλλο τόσο,
Αφουγκράσου μες το ληθαργικό το δείλι
Κάποιον που τραγουδάει στη θύρα σου απ' έξω.
Το τραγούδι του απαλότερο κι από δροσιάς σταγόνα
Κι έχει έρθει για να επισκεφτεί εσένα.

Ω σε ρεμβασμούς σταμάτα πια να ενδίδεις
Σαν εκείνος το δειλινό θα σε καλέσει
Και μη ρωτάς: Ποιος αυτός που τραγουδά να είναι
Που το τραγούδι του την καρδιά μου έχει δέσει;
Μάθε το από τούτον του ερωτευμένου τον σκοπό,
Αυτός που σ' επισκέπτεται είμ' εγώ.


XXIII

Τούτ' η καρδιά που φτερουγίζει πλάι στη δική μου την καρδιά
Η ελπίδα κι όλα μου τα πλούτη είναι,
Δυστυχισμένη σαν βρισκόμαστε μακριά
Κι ευτυχισμένη σαν φιλιά της δίνω και μου δίνει
Η ελπίδα μου –ναι!– και όλα μου τα πλούτη
Κι η ευτυχία μου όλη.

Γιατί εκεί, σαν σε βρυώδη των πουλιών φωλιά
Όπου οι τρυποφράκτες χίλιους θησαυρούς θε να κρατήσουν,
Απίθωσα όλους τους θησαυρούς μου εκειδά
Σαν τα μάτια μου δεν είχαν ακόμα μάθει να δακρύζουν.
Γιατί να μη γινόμασταν τόσο σοφοί όπως αυτοί
Κι ας ήταν η αγάπη μόνο μια μέρα να διαρκεί;


XXXVI

Ακούω στρατιές στην ξηρά να εφορμούν,
Κι αλόγων καλπασμό μες το νερό, αφρός γύρω στις κνήμες:
Αλαζόνες, με μαύρη πανοπλία, ξοπίσω ακολουθούν,
Περιφρονώντας τα γκέμια, με μαστίγια που ανεμίζουν, οι αρματηλάτες.

Το όνομα της μάχης τους μες τη νύχτα ιαχή:
Βογκάω στον ύπνο σαν ο αχός του γέλιου τους σιμώνει.
Με των ονείρων τον ζόφο σμίγει, φλόγα εκτυφλωτική,
Σφυροκοπά, σφυροκοπά μες την καρδιά, σαν σε αμόνι.

Έρχονται θριαμβικά τινάζοντας τα μακριά τους πράσινα μαλλιά:
Βγαίνουν από τη θάλασσα κι αλαλάζοντας καλπάζουν στο γιαλό.
Γιατί δίχως σύνεση έτσι απελπίζεσαι, καρδιά;
Αγάπη, αγάπη, αγάπη, γιατί με αφήνεις μοναχό;

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: