Η μηχανή «Finnegans Wake» και το σχιζοαναλυτικό μέλλον της ανάγνωσης

Η μηχανή «Finnegans Wake» και το σχιζοαναλυτικό μέλλον της ανάγνωσης


man is but an ass, if he go
about to expound this dream.


Το Finnegans Wake (1939), έργο που ο Τζόις έγραφε για πάνω από μία δεκαετία έναν αιώνα πριν, είναι ένα περίπλοκο κυκλικό ονειρικό μυθιστόρημα, που εξερευνά μια σειρά από σπασμένες αφηγήσεις με τροποποιούμενους διαρκώς χαρακτήρες και σκηνικά. Αυτό το ύψιστα μοντερνιστικό κείμενο, που παρουσιάζει με επικό σαρκασμό όλες τις φυσικές και μεταφυσικές πλευρές της οικογένειας, έχει εμπλέξει πολλαπλώς την ψυχανάλυση για να ερμηνευτεί.[1] Στην αμφισβήτηση της οικογένειας ως κυρίαρχου ερμηνευτικού αφηγήματος βασίζεται η άλλη μισή ιστορία του μοντερνισμού που περιλαμβάνει τα κρίσιμα και οριακά παραδείγματά του. Ένα εναλλακτικό μοντέλο ανάγνωσης ακραίων κειμένων κεντρικού ενδιαφέροντος μάς υποχρεώνει να σκεφτούμε εκτός της οιδιπόδειας οικογενειακής εστίας όταν προσπαθούμε να ανταποκριθούμε σε αυτά. Πρόκειται για κείμενα που καθιστούν ορατή την πρόκληση της αθωότητας ενώπιον της διαγραφής των άπειρων σφαλμάτων.

Τα αμαρτήματα του συγγραφέα και η διαγραφή τους

Στο Finnegans Wake το αμάρτημα συνοδεύει τον κακό συγγραφέα που πρέπει να καθαρθεί. Χαρακτηριστικό αυτής της διαδικασίας υπέρβασης των συγγραφικών και θρησκευτικών σφαλμάτων είναι το 7ο επεισόδιο του 1ου Κεφαλαίου.[2] Σε ολόκληρο το 7ο επεισόδιο ο Shaun, ο μεταφορέας της επιστολής,[3] κατακρίνει τον Shem, τον συγγραφέα της. Κεντρικός χαρακτήρας του επεισοδίου, αυτός ο μοχθηρός δίδυμος γιος Shem προφανώς αποτελεί μια αυτοπαρωδία του Τζόις και της σχέσης του με τον αδελφό του Stanislaus στον οποίο δεν άρεσε καθόλου ο Ulysses και αντιμετώπισε με απέχθεια το Finnegans Wake. Ο γραφιάς Shem (Shem the Penman) είναι ο ιδιώτης, ο μοναχικός, ο ανυπόληπτος μεταφορέας κρυμμένων πληροφοριών. Ο Shem απεικονίζεται ως ένας αδύναμος, μέθυσος καλλιτέχνης που εγκαταλείπει τη χώρα του σε μια περίοδο προβλημάτων (δηλαδή, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης εναντίον της Αγγλίας το Πάσχα του 1916) αυτοεξοριζόμενος για μια ήρεμη ζωή, όπως ο Τζόις, ο ίδιος εξόριστος στο Παρίσι από το 1920 στο 1940 και μετά το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου πολέμου στη Ζυρίχη. Ο συγγραφέας Shem θα προτιμούσε να βρει «τον εαυτό του αμπαρωμένο στο μελανομαχητικό σπίτι του» (Ι.7,176.30–31) παρά σε εξωτερικές μάχες. Οι καλλιτεχνικές προσπάθειες του συγγραφέα Shem, μάλιστα, παίρνουν μία ακραία τροπή με αποκορύφωμα το λατινικό απόσπασμα της σελίδας 185:

Primum opifex, altus prosator, ad terram viviparam et cuncti-

potentem sine ullo pudore nec venia, suscepto pluviali atque discinctis perizomatis, natibus nudis uti nati fuissent, sese adpropinquans, flens et gemens, in manum suam evacuavit (highly prosy, crap in his hand, sorry!), postea, animale nigro exoneratus, classicum pulsans, stercus proprium, quod appellavit deiectiones suas, in vas olim honorabile tristitiae posuit, eodem sub invocatione fratrorum geminorum Medardi et Godardi laete ac melliflue minxit, psalmum qui incipit: Lingua mea calamus scribae velociter scribentis: magna voce cantitans (did a piss, says he was dejected, asks to be exonerated), demum ex stercore turpi cum divi Orionis iucunditate mixto, cocto, frigorique exposito, encaustum sibi fecit indelibile (faked O'Ryan's, the indelible ink).

Στο παραπάνω κείμενο παρακολουθούμε την δημιουργία της μεταστοιχείωσης του άρτου και οίνου σε σώμα και αίμα του δημιουργού, ή μάλλον σε υπολείμματα κοπράνων και ούρων του. Σε μία παράφραση: Ο πρώτος τεχνίτης, ο υψηλός πεζογράφος, κλαίγοντας και στενάζοντας, αφόδευσε στο χέρι του. Στη συνέχεια, έχοντας απαλλάξει τον εαυτό του από το μαύρο ον των περιττωμάτων, εκείνος –ενώ σάλπιζε τη σάλπιγγα– τα έβαλε ονομάζοντάς τα δικά του σκορπίσματα (κάθαρση), σε ένα κάποτε πολύτιμο δοχείο (δισκοπότηρο) της θλίψης, και στον ίδιο τόπο, υπό την επίκληση των δίδυμων αδελφών Medardus και Godardus, χαρούμενος και μελωδικά, συνεχώς τραγουδώντας δυνατά φώναξε τον ψαλμό που αρχίζει: «Η γλώσσα μου είναι η πένα του γραφέα που γράφει γρήγορα». Τελικά, έσμιξε τα απεχθή περιττώματα με την ευχαρίστηση του θεϊκού Ωρίωνα, και, από αυτό το μείγμα, που είχε μαγειρευτεί και εκτεθεί στο κρύο, έφτιαξε για τον εαυτό του ανεξίτηλο μελάνι.

Στη σκατολογική διαδικασία παραγωγής μελανιού, o Shem «μέσα από τα σπλάχνα της δυστυχίας του» (Ι.7,185.33) είναι ο «αλσεμιστής» (Ι.7,185.35) που υφίσταται μεταλλαγή (‘transaccidentated’ (Ι.7,186.3-4) στην τέχνη του. Μέσω ενός ευχαριστιακού λεξιλογίου του καθολικισμού, λαμβάνουν χώρα τα θαυματουργά μυστήρια (accidents) του καθαγιασμού των τίμιων δώρων, άρτου και οίνου, που υπαλλάσσονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού για να μεταδοθούν στους πιστούς. Πρόκειται για μία διαδικασία κατά την οποία ψωμί και κρασί μετουσιώνονται, μεταβιβάζονται, ή μεταστοιχειώνονται σε θείο σώμα και αίμα διατηρώντας όμως την αρχική τους όψη, αυτής της όστιας, του άζυμου άρτου με κυκλικό σχήμα που είναι το σώμα του Χριστού. Η λέξη host (η όστια στα αγγλικά) εκτός από την καθολική μετάληψη είναι ο ξενιστής, ο δέκτης, ο οικοδεσπότης, το πλήθος, και στα ισπανικά πολλές απαγορευμένες λέξεις.

Η μετουσίωση (transaccidentation) είναι για τον Shaun η καλλιτεχνική δημιουργία όπου τα θαύματα ή ατυχήματά του καλλιτέχνη, οι παράλληλες με την μετάληψή του λειτουργίες της αφόδευσης και ούρησης, μεταστοιχειώνονται σε μελάνι και λέξεις αναπαράγοντας προσβλητικά την εγγενή υπόσταση του ανθρώπου, το θνητό του μέρος, και καλώντας σε μια ριζοσπαστική ελευθερία υλικής και όχι μεταφορικής ενοποίησης του σώματος με την γραφή. Ανακατεύοντας τα περιττώματα και ούρα, ο Shem όπως ένας ιερέας αφιερώνει στην γραφή μια αλχημιστική μορφή σωματικού μελανιού που μεταλλάσσεται μέσω του στερεού και του υγρού, του ψυχρού και του θερμού.[4] Με την μεταστοιχείωση ως καλλιτεχνική επιλογή, από υγρό σε στερεό, από θερμό σε ψυχρό, από υψηλό σε χαμηλό, από κόπρανα σε μελάνι, ο ‘αλσεμιστής’ Shem ως Mercius (ως Ερμής αλλά και διαρκώς κινούμενος υδράργυρος) κατηγορείται από τον Shaun ως Justius (θεϊκό επιβλητικό απονομέα δικαιοσύνης) για πολυάριθμα αμαρτήματα και σφάλματα (Ι.7,187.24-193,28). Ο Shem θα χρειαστεί ενδελεχή καθαρισμό σε λόγια και πράξεις, και βεβαίως εξομολόγηση (Ι.7,188,5-7):

Ας προσευθηρούμε. Οι σκέψημεν, λέξοι και πρέξοι. Cur, quicquid, ubi, quomodo, quoties, quibus auxiliis?[5]

Στο τέλος του επεισοδίου, ο Mercius προσπαθεί να δικαιώσει τον εαυτό του μέσα από την τέχνη του. Διασκορπισμένους σε ολόκληρο το κεφάλαιο (σ.182 έως 190), ο αναγνώστης μπορεί να βρει παραμορφωμένους τίτλους των έργων του Τζόις, που προστίθενται στην αυτοπαρωδία του.[6]

Στο Finnegans Wake δεν υπάρχει λάθος γιατί είναι όλα λάθος.[7] Το κείμενο δεν εντάσσεται καν σε κανόνες ορθότητας, υπόκειται στην τυχαιότητα και την μεταλλαγή των ίδιων των τυπογραφικών του στοιχείων, υπονομεύει κάθε πηγή σημασίας, όπως την πλοκή και τους χαρακτήρες, αντιδρά σε κάθε τέλος, υπερβαίνει την γραμμικότητα και την συνέχεια, οι μεμονωμένες λέξεις του κινούνται σε πολλές κατευθύνσεις και υποβάλλονται σε ελεύθερους συνδυασμούς μεταξύ τους. Ενώ έχει γίνει αντικείμενο σχεδόν μαζικής παραγωγής κανονικών και ανατρεπτικών αναγνώσεων, πεδίο ερμηνευτικών μαχών, έχει διεκδικηθεί από πολλαπλές επιστήμες και αισθητικές προσεγγίσεις, το Finnegans Wake μας προσφέρει πάντα πάρα πολλά για να γεμίσουμε με αυτά το νόημα που θέλουμε να εξαγάγουμε ή να δημιουργήσουμε.
Η πλησμονή του κειμένου, που αφήνει ανεξάντλητη και ανοικτή την δεξαμενή των σημασιακών επιχειρήσεων επί αυτού, οφείλεται στον τρόπο που αρθρώνεται ο λόγος του κειμένου και στον τρόπο που παράγεται ο λόγος αυτός. Η αφθονία σφαλμάτων και αμαρτιών γλωσσικοποιείται στο Finnegans Wake με διαδικασίες γλωσσικού ενοφθαλμισμού και εκτροχιασμού.

Σχιζο-γλώσσα

Ο γνωστικός εκτροχιασμός (cognitive derailment) αναφέρεται στην τάση έλλειψης λογικής ακολουθίας και συνέπειας των διαφόρων σκέψεων και συνειρμών ενώ ο εκτροχιασμός λόγου (speech derailment) αποτελεί ένα είδος παραφασίας (ηχητικής ή σημασιολογικής αντικατάστασης) που παρατηρείται κυρίως στη σχιζοφρένεια.[8] Ο «εκτροχιασμός» είναι ένα μοτίβο αυθόρμητης ομιλίας εκτός ορίων στο οποίο οι ιδέες που εκφράζονται συσχετίζονται πλαγίως ή καθόλου. Ο εκτροχιασμός και η εφαπτομενικότητα (tangentiality) χαρακτηρίζονται συχνά από μια «χαλάρωση των συσχετισμών», δηλαδή την παραγωγή συγγενών λέξεων ασύμβατων με τη συνολική πρόταση ή το πλαίσιο του λόγου. Στο επίπεδο των μεμονωμένων λέξεων ο εκτροχιασμός μπορεί να συνδυάζεται με νεολογισμούς ή μη λέξεις, αλλά και με την χρήση κοινών λέξεων με ιδιότυπο ή παράδοξο τρόπο. Αντίστοιχο φαινόμενο είναι η «λεκτική σαλάτα» ή σχιζοφασία, η ακατάληπτη ομιλία στην οποία ούτε οι μεμονωμένες λέξεις ούτε οι προτάσεις που συνδυάζονται φαίνεται να αντιστοιχούν σε κάποιο ευδιάκριτο γενικό νόημα.[9] Η έμφαση στο λάθος, η απευθυγράμμιση, η παρεκκλίνουσα, περιπλανώμενη, πλανόδια, νομαδική, εξτρίμ (ή in extremis) πολυσημία για την απόδοση του τζοϊσιανού ονείρου αποκαλύπτεται με την μορφή γλωσσικού παραληρήματος:[10]

you have become of twosome twiminds
forenenst gods, hidden and discovered, nay, condemned fool,

anarch, egoarch, hiresiarch, you have reared your disunited king-
dom on the vacuum of your own most intensely doubtful soul.

έχεις γίνει δυάδας διόγνωμοι σέξαντι θεών κρυμμένος και ανακαλυμένος, ου μην, καταδικασμένος ανόητος,
ανάρχας, εγωάρχης, χειρεσιάρχης, ανόρθωσες το διαιρεμένο βασί-

λειο στο κενό της πλέον εντόνως αμφίβολής σου ψυχής.

Η μηχανή τής γραφής, το σώμα

Με ποιόν τρόπο, λοιπόν, παράγεται το αποσφαλματωμένο διά της σφαλμάτωσής του κείμενο του Finnegans Wake; όταν οι τροχοί της γλωσσικής μηχανής παρεκτρέπονται, το σώμα αναποδογυρίζεται, το κάτω γίνεται πάνω, ο πισινός ανεβαίνει στο κεφάλι και το διπλασιάζει, το κόλον γίνεται κορώνα, οι διορθώσεις επαφίενται στο ορθόν, το άτομο διχάζεται, διαιρείται ταχύτατα και πολλαπλασιάζεται, μία μηχανή κατασκευάζεται. Σύμφωνα με τον Gilles Deleuze, το σχιζοφρενικό ασυνείδητο αποτελείται από απομεινάρια στοιχείων που συγκροτούν μια μηχανή, χωρίς λόγο συνύπαρξης, απλά και μόνο ως πραγματικά διακριτά και μη αναγώγιμα: «Για παράδειγμα, οι διαδοχές των χαρακτήρων του Beckett: βότσαλο-τσέπη-στόμα· ένα παπούτσι-μια πίπα καπνίσματος-ένα μικρό απροσδιόριστο σακουλάκι-ένα μισό υποστήριγμα. Μια καταχθόνια μηχανή ετοιμάζεται να δράσει. Όπως σε μία ταινία του W.C. Fields, ο ήρωας ετοιμάζει ένα πιάτο φαγητού η συνταγή του οποίου είναι ένα πρόγραμμα εξάσκησης: ένα βραχυκύκλωμα ανάμεσα σε δύο μηχανές, εγκαθιδρύοντας μια μη-εντοπίσιμη σχέση στοιχείων που θα εμψυχώσουν μια εκρηκτική μηχανή, μια γενικευμένη ροή, ένα κατάλληλα σχιζοφρενικό μη-νόημα.»[11]
Στο κείμενο του Finnegans Wake η μεταφορικότητα δεν μπορεί να στηριχθεί, αλλά επιστρέφει διαρκώς πίσω στο σώμα, ενώ ως τέτοια επικρέμεται σαν μαύρη σκιά πάντοτε πάνω από τις λέξεις. Όμως η επιστροφή στο σώμα δεν δηλώνει σεξουαλικότητα ή επιθυμία, αλλά κάτι περισσότερο, αν όχι το εντελώς αντίθετο: μία αιρετική ακατάληπτη και αντικανονική συμπληρωματικότητα, που είναι μη αναγώγιμη. Η εξάρθρωση των οργανικών λειτουργιών, η όσφρηση εκεί που και η όραση απωθεί, η ύπνωση εκεί που απαιτείται η εγρήγορση, το παραλήρημα στην θέση της επιχειρηματολογίας, η ύβρις στην θέση της προσευχής, η τροφή εκεί που πρέπει να γίνει η ταφή, η απόλαυση στην θέση της απέχθειας δημιουργούν ένα κείμενο επιθετικό προς κάθε θεσμό:

Οσμωτή κουφαριών, πρώιμε νεκροθάφτη, αναζητητή της φωλιάς του κακού στον κόρφο ενός καλού λόγου, εσύ, που κοιμάσαι στην αγρύπνια μας και νηστεύεις για την ευωχία μας, εσύ, με την εξαρθρωμένη σου λογική, έχεις χαριτωμένα προείπει, φουφήτης εν τη απουσία σου, μετά τυφλής προσηλώσεως επάνω στις πολλές σου ουλές και φλεγμονές και φουσκάλες, εκζεματικό άλγος και φλύκταινες, με την αιγίδα αυτού του κατάμαυρου νέφους, της σκιάς σου, και με τους οιωνούς των κοράκων του θρηνοβουλίου, θάνατο για κάθε καταστροφή, ο δυναμιτισμός των συναδέλφων, η μετατροπή των αρχείων σε στάχτες, η ισοπέδωση όλων των δασμών με αναφλέξεις, η επιστροφή γλυκοδιάθετων μπαρουτιασμένων, τέπρα στην στέφρα, αλλά ποτέ δεν σκάδραξε του λασποκέφαλού σου την αμβλειρία (Διάβολε, να η κηδεία μας! Τι μπελάς, θα μου λείψει το πόστο!) ότι όσο πιο πολλά καρότα κομματιάσεις, βολβούς σχίσεις, πατάτες ξεφλουδίσεις, κρεμμύδια κλάψεις, βοδινό σφάξεις, σαϊρνίσιο πελεκήσεις, ραδίκια κοπανίσεις, όσο σφοδρότερη η φωτιά και όσο μακρύτερο το κουτάλι σου και όσο σκληρότερα φτιαρίσεις με λίπος στον ώμο πιότερο, τόσο πιο εύθυμα καπνίζει το τσουκάλι σου.[12]

Κατά τους Fargnoli και Gillespie, «σε αρκετές περιπτώσεις, όπως φαινόταν να σκόπευε ο Τζόις, η κατανόηση ορισμένων χωρίων είναι πιο διαυγής όταν το ακουστικό και το οπτικό συνδέονται, όπως στο III.3: ‘Ό,τι δεν μπορεί να κωδικευτεί μπορεί να αποχορδικευτεί εάν ένα αυτί μα πιάσει ότι κανένα μάτι ου δεν κλάψει’ (482.33-36).[13] Το αυτί συλλαμβάνει αυτό που το μάτι δεν μπορεί να ακούσει και το μάτι βλέπει (sieze) αυτό που το αυτί δεν μπορεί να δει. Η πρόταση είναι επίσης μια νύξη στο Όνειρο Θερινής Νυκτός του Σέξπιρ (4.1,209–210) όπου ο Μπότομ ξυπνώντας από το όνειρό του συγχέει την ρήση του Αποστόλου Παύλου στο 1 Προς Κορινθίους 2:9[14]». [15] Πράγματι, το σαιξπηρικό μέρος είναι αποκαλυπτικό:

I have had a dream, past the wit of man to
say what dream it was: man is but an ass, if he go
about to expound this dream. Methought I was--there
is no man can tell what. Methought I was,--and
methought I had,--but man is but a patched fool, if
he will offer to say what methought I had. The eye
of man hath not heard, the ear of man hath not
seen, man's hand is not able to taste, his tongue
to conceive, nor his heart to report, what my dream
was. I will get Peter Quince to write a ballad of
this dream: it shall be called Bottom's Dream,
because it hath no bottom; and I will sing it in the
latter end of a play, before the duke:
peradventure, to make it the more gracious, I shall
sing it at her death.[16]

Το μάτι που συνήθως ακούει, το αυτί που συνήθως βλέπει, το χέρι που συνήθως γεύεται, η γλώσσα που συνήθως καταλαβαίνει, η καρδιά που συνήθως λέει, σε μία διαρκή συνύπαρξη παράγουν την πιο βέβηλη πράξη που μπορεί κανείς να μηχανευτεί: κατασκευάζουν ένα άγραφο και απερίγραπτο όνειρο με μελάνι κοπράνων. Ο δε συγγραφέας είναι ο γάιδαρος μίας ανακυκλούμενης λουκιάνειας (ή απουλήιας) φάρσας.

Από το αυτί στο μάτι στο στόμα στον πρωκτό στο δοχείο στην γλώσσα στο χαρτί το Finnegans Wake δεν εχθρεύεται τα όργανα της γραφής αλλά τις τακτικές τους λειτουργίες που αποκλείουν τον συνδυασμό των οργάνων του σώματος για την παραγωγή του κειμένου. Ό,τι δεν μπορεί να κωδικευτεί μπορεί συγχρόνως να κορδογραφηθεί, να κοπρογραφηθεί, να ουρογραφηθεί, να γλωσσογραφηθεί, να απογραφηθεί... Όμως ποτέ «ό,τι μπορεί να κωδικοποιηθεί δεν μπορεί να αποκωδικοποιηθεί». Ο εχθρός της γραφής είναι ο οργανωμένος συνδυασμός των ‘σωστών’ οργάνων μεταξύ τους: «Ο εχθρός», κατά τον Deleuze, «οποιαδήποτε οργάνωση επιβάλλει στα όργανα ένα καθεστώς ολοποίησης, συνεργασίας, συνέργειας, ενσωμάτωσης, επιβολής και διάζευξης (disjunction)».[17] Το μηχανογενές καθεστώς που δημιουργείται υπονομεύει κάθε κοινωνική θεσμική και θρησκευτική κανονικότητα. Αν ο συγγραφέας Shem, που συγκεντρώνει όχι μόνο αλχημιστικές ιδιότητες αλλά και μαντικές, είναι ένας ‘ανόητος, ανάρχας, εγωάρχης, χειρεσιάρχης’, αν ο άνθρωπος εκείνος (ή εκείνοι, αν πρόκειται για έναν Τειρεσία) που τολμά να αναπτύξει το όνειρό του είναι γάιδαρος, ή, ακόμη χειρότερο, πισινός, --για να μην πούμε Πάτος-- τι είναι αυτός που τολμά να αναλύσει το όνειρο αυτό; Και τι είναι εκείνος που τολμά να το σχιζοαναλύσει;
Αυτό που μας εξοργίζει στο Finnegans Wake είναι όχι μόνο πως φαίνεται να μας βρίζει κατάμουτρα, αλλά ότι υπερβαίνει κάθε προσπάθεια ερμηνείας, με άλλα λόγια κάθε προσπάθεια περιορισμού της επιθυμίας στο συμβολικό ή πολιτιστικό. Εμπαίζοντας τους συμβολικούς οικογενειακούς θεσμούς, το Finnegans Wake αναδεικνύει το ντελίριο ως την βασιλική οδό εμφάνισης της επιθυμίας. Και αν η ψυχανάλυση είναι ένας τρόπος ανάγνωσης της επιθυμίας σύμφωνα με τις απαιτήσεις του «εκφραστικού ασυνειδήτου», η σχιζοανάλυση είναι ένας τρόπος ανάγνωσης της επιθυμίας σύμφωνα με τις απαιτήσεις ενός παραγωγικού ασυνειδήτου. Έτσι αντικαθίσταται το πρόβλημα της σημασίας από τη λειτουργία και μόνο.


Η επιλογή της σχιζοανάλυσης[18]

Η αντι-οιδιπόδεια σχιζοαναλυτική προσέγγιση προσφέρεται για κείμενα-ορυχεία που μας έλκουν σαν χρυσοθήρες: ακόμη κι αν κινδυνεύουμε να συσσωρεύσουμε ανόητα ή κοινότυπα ορυκτά, πάντα πιστεύουμε ότι θα βρούμε τους πολύτιμους λίθους. Και όσο υπάρχουν ακόμη ενώπιόν μας τέτοια κείμενα τόσο η ανάγκη αυτή επανέρχεται. Στα πλαίσια της από-ειδίκευσης των ανθρωπιστικών επιστημών ή, καλύτερα, στην νέα τους έμφαση προς την διεπιστημονικότητα και την ψηφιακότητα, ο ακαδημαϊκός αναγνώστης ενταγμένος συχνά στην ροϊκή ιδιότητα του καπιταλισμού, που αποκωδικοποιεί τις ταυτότητες και αγνοεί τα όρια αποβλέποντας στην χρηστικότητα και την κερδοφορία, κανονικοποιεί τα κείμενα με σκοπό την αναπαραγωγή τους για ποικίλες χρήσεις.
Ένας αναγνώστης μπορεί βεβαίως να προσπαθήσει να παραιτηθεί από την επιβολή σημασίας. Εάν εκτός της χρηστικότητας υπάρχει μέλλον για την ανάγνωση, αυτό μπορεί να έρχεται ως αντι-οργανικό όργανο αντίστασης στην κανονικοποιητική ερμηνεία των μεγάλων αιρετικών κειμένων. Η σχιζοανάλυση είναι μία δυνατότητα εξόδου, η όραση κατάματα, η συνήχηση με τον ρυθμό του σύμπαντος, η τζοϊσιανή χαόσμωση, ένας κόσμος αυτοποιητικών ζωντανών μηχανών.[19] Ο ιδιάζων ανθρωπισμός της σχιζοανάλυσης βασίζεται στην αυτόνομη διαδικασία κατά την οποία ένα κείμενο δημιουργεί διαρκώς τον εαυτό του, αναπαράγοντας συνεχώς την ουσία του και συμβάλλοντας στην αφαίρεση του κύρους από την κάστα που μόνον αυτή μπορεί να καταλάβει τον δύσκολο μοντερνισμό. Το Finnegans Wake γίνεται διαρκώς (ή ήδη ‘έχει γίνει’) κάτι άλλο στις γραμμές διαφυγής του. Το Finnegans Wake δεν έχει σημασία, έχει όμως λειτουργία.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: