Στα εκα­τό χρό­νια από την πρώ­τη έκ­δο­ση του Ulysses

——————
Επι­μέ­λεια: Άρης Μα­ρα­γκό­που­λος
——————



Στο βι­βλίο αυ­τό (ενν. το Ulysses) όλοι οφεί­λου­με πολ­λά και κα­νείς μας δεν μπο­ρεί να του ξε­φύ­γει.

Τ. Σ. ΕΛIOT (1923, περ. The Dial).

Ο Ιρ­λαν­δός συγ­γρα­φέ­ας Τζέιμς Αυ­γου­στί­νος Αλο­ΐ­σιους Τζόις (James Augustine Aloysius Joyce, 2.2.1882 - 13.1 1941) θε­ω­ρεί­ται ο πιο επι­δρα­στι­κός συγ­γρα­φέ­ας στην πα­γκό­σμια λο­γο­τε­χνία του 20ού αιώ­να. Με­γά­λω­σε στο Δου­βλί­νο όπου έτυ­χε επαρ­κούς παι­δεί­ας σε επι­φα­νή σχο­λεία Ιη­σου­ϊ­τών (Clongowes και Belvedere) και στο Παν/μιο του Δου­βλί­νου (University College), αλ­λά έζη­σε το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της ζω­ής του αυ­το­ε­ξό­ρι­στος στην Τερ­γέ­στη, στη Ζυ­ρί­χη, στο Πα­ρί­σι. Στην τε­λευ­ταία πό­λη έγρα­ψε και την από­κρυ­φη, αι­νιγ­μα­τι­κή σύν­θε­σή του Giacomo Joyce (1911-1914, με­τα­θα­νά­τια έκ­δο­ση 1968) όπου, σε πρώ­ι­μο στά­διο, ανι­χνεύ­ο­νται με­ρι­κές από τις πιο ρη­ξι­κέ­λευ­θες τε­χνι­κές και ιδέ­ες που στη συ­νέ­χεια ανα­πτύσ­σει στο μεί­ζον λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο του: την ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση Μου­σι­κή Δω­μα­τί­ου (1907), τη συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Δου­βλι­νέ­ζοι (1914), το μυ­θι­στό­ρη­μα Πορ­τρέ­το του Καλ­λι­τέ­χνη ως Νέ­ου (1916), το θε­α­τρι­κό Εξό­ρι­στοι (1918), το μυ­θι­στό­ρη­μα Ulysses (1922) και το μυ­θι­στό­ρη­μα Finnegans Wake (1939).



Στη μή­τρα της γυ­ναί­κας ο λό­γος γί­νε­ται σάρ­κα αλ­λά στο πνεύ­μα του δη­μιουρ­γού
κά­θε σάρ­κα που σβή­νει γί­νε­ται λό­γος που δεν θα σβή­σει πο­τέ.

Ulysses, XIV (Oxen of the Sun).

Κα­τά την τα­πει­νή μας γνώ­μη, πέ­ρα από τη ρη­ξι­κέ­λευ­θη[1] μορ­φή του Ulysses για την οποία έχουν γρα­φεί (και συ­νε­χί­ζει να γρά­φε­ται) απει­ρία πραγ­μά­των, υπάρ­χει μια άλ­λη ου­σιώ­δης πτυ­χή του την οποία δεν εί­ναι εύ­κο­λο να κα­τα­νο­ή­σει ο ευ­και­ρια­κός ανα­γνώ­στης του βι­βλί­ου, αυ­τός που δεν έχει τολ­μή­σει ακό­μα να αγ­γί­ξει, πέ­ρα από ένα επι­πό­λαιο ξε­φύλ­λι­σμα, αυ­τό το, κα­τά τη γε­νι­κή πε­ποί­θη­ση, «απρο­σπέ­λα­στο» έπος του ει­κο­στού αιώ­να που, στα κα­θ' ημάς (αχ! αυ­τό το εθνι­κό / εγω­ι­στι­κό, στο όριο του αυ­τι­στι­κού, «κα­θ' ημάς»!), εξα­κο­λου­θεί να απο­δί­δε­ται (απε­ρί­σκε­πτα)[2] Οδυσ­σέ­ας.
Η ου­σιώ­δης αυ­τή πτυ­χή αφο­ρά στο ετε­ρό­κλη­το πλή­θος των χα­ρα­κτή­ρων που κυ­ριαρ­χεί σε κά­θε πα­ρά­γρα­φο, σε κά­θε στιγ­μιό­τυ­πο, σε κά­θε σκη­νή, στο Ulysses – αυ­τή την πλευ­ρά με εν­δια­φέ­ρει να υπο­γραμ­μί­σω εδώ. Δια­κό­σιοι τό­σοι άν­θρω­ποι κι­νού­νται πέ­ρα δώ­θε με τις αγω­νί­ες, τους καη­μούς, τις μι­κρο­έ­γνοιες τους και τις μι­κρο­χα­ρές τους εκεί­νη την Πέμ­πτη του 1904 στο κα­τά Τζόις Δου­βλί­νο.[3]
Αυ­τό το άναρ­χο πλή­θος των δεύ­τε­ρο / τρι­το-αγω­νι­στών, όπως εμπλέ­κε­ται σ' αυ­τή την τε­τριμ­μέ­νη βιο­τή στη μι­κρή, πα­ρά­κτια πό­λη των αρ­χών του ει­κο­στού αιώ­να – πλή­θος τό­σο απε­λεύ­θε­ρο από τα δε­σμά της κύ­ριας πλο­κής που κά­ποια επι­δερ­μι­κή ανά­γνω­ση θα τολ­μού­σε να ισχυ­ρι­στεί ότι θα μπο­ρού­σε και να μην υπάρ­χει– αυ­τοί οι φευ­γα­λέ­οι δια­βά­τες-σκιές μιας πε­ρί­που προ­κα­πι­τα­λι­στι­κής κοι­νό­τη­τας, αυ­τοί συ­γκρο­τούν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το μυ­θι­κό έπος του Ulysses. Αυ­τοί και όχι η –πε­ρί­που ανύ­παρ­κτη– πλο­κή, ού­τε οι επι­με­λώς φρο­ντι­σμέ­νες τε­χνι­κές ρή­ξης με την πα­ρα­δο­σια­κή αφη­γη­μα­τι­κή φόρ­μα, ού­τε οι επάλ­λη­λες επι­στρώ­σεις πραγ­μα­το­λο­γι­κών δε­δο­μέ­νων, ού­τε καν η προ­κλη­τι­κή πο­λυ­γλωσ­σία ή η ποι­κι­λο­τρό­πως επε­ξερ­γα­σμέ­νη ποι­η­τι­κό­τη­τα του κει­μέ­νου.
Αν ο ανα­γνώ­στης, σε προ­χω­ρη­μέ­νο στά­διο ανα­γνω­στι­κής εν­συ­ναί­σθη­σης του Ulysses, βιώ­νει τη σα­γή­νη διείσ­δυ­σης στο κέ­ντρο πε­ρι­πε­τειώ­δους στρο­βί­λου, αν αι­σθά­νε­ται απε­ρί­γρα­πτα και απρό­σμε­να ευ­τυ­χής ακρι­βώς επει­δή έχει απω­λέ­σει τον αφη­γη­μα­τι­κό μί­το σε ένα δαι­δα­λώ­δη λα­βύ­ριν­θο ηθών, αι­σθη­μά­των, αντι­δρά­σε­ων, αν συ­νει­δη­το­ποιεί εαυ­τόν δί­χως πυ­ξί­δα προ­σα­να­το­λι­σμού σε έναν αχαρ­το­γρά­φη­το Τό­πο όπου δια­σταυ­ρώ­νο­νται ιδέ­ες, πο­λι­τι­κές, κουλ­τού­ρες, Ιστο­ρία και μυ­θο­λο­γία, πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και φα­ντα­στι­κό, πο­λι­τι­σμοί και γλώσ­σες – όλο αυ­τό το φαι­νό­με­νο (διό­τι, βε­βαί­ως, απο­τε­λεί πολ­λα­πλώς δια­πι­στω­μέ­νο μο­να­δι­κό φαι­νό­με­νο η διά του Ulysses ανα­γνω­στι­κή εμπει­ρία) συμ­βαί­νει κα­τά κύ­ριο λό­γο επει­δή ο ανα­γνώ­στης πο­τέ δεν κα­τα­φέρ­νει να απο­μο­νώ­σει κα­τ' ιδί­αν τους πρω­τα­γω­νι­στές της ιστο­ρί­ας, να τους γνω­ρί­σει με την ανα­γνω­στι­κή αυ­το­πε­ποί­θη­ση του εί­δους που πα­ρέ­χει κά­θε κλα­σι­κή αφή­γη­ση πριν και με­τά από αυ­τό το έρ­γο.
Αυ­τή εί­ναι η με­γά­λη αλή­θεια, η εντε­λέ­χεια του Ulysses: ο κ. Λί­ο­πολντ Μπλουμ, ο Στί­βεν Ντέ­ντα­λους, η Μό­λι Μπλουμ, μό­νον συμ­βα­τι­κά μπο­ρούν να θε­ω­ρη­θούν πρω­τα­γω­νι­στές. Ένας πιο ακρι­βής, «τε­χνι­κός» ορι­σμός θα πε­ριέ­γρα­φε αυ­τά τα πρό­σω­πα ως ση­μα­τω­ρούς στην όλη αφή­γη­ση. Ση­μα­δεύ­ουν την πε­ρί­πλο­κη γε­ω­γρα­φία μιας κα­τ' ου­σί­αν ανύ­παρ­κτης πό­λης όπως αυ­τή (ανα­σκευά­ζε­ται και) ανα­κα­τα­σκευά­ζε­ται απο­κλει­στι­κά στο μυα­λό ενός εξω­τε­ρι­κού πα­ρα­τη­ρη­τή, ενός συγ­γρα­φέα-φυ­σιο­δί­φη που ερ­γά­ζε­ται κα­τά τον τρό­πο του Αρι­στο­τέ­λη, διά της συλ­λο­γής, δη­λα­δή, και επε­ξερ­γα­σί­ας εμπει­ρι­κών δε­δο­μέ­νων που άλ­λοι συ­νέ­λε­ξαν πριν από αυ­τόν γι' αυ­τόν.

«Όποιος ει­σέρ­χε­ται στο Δου­βλί­νο, ει­σέρ­χε­ται στο Ulysses και στο Finnegans Wake· ει­σέρ­χε­ται στη φα­ντα­σία του Τζόις», εί­χε πει σε μια πα­σί­γνω­στη απο­στρο­φή του ο Anthony Burgess (1917-1993), εξαί­ρε­τος με­λε­τη­τής του Τζόις και συγ­γρα­φέ­ας του πρώ­ι­μου δυ­στο­πι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος Κουρ­δι­στό πορ­το­κά­λι (1962). Εί­ναι αλή­θεια. Με αυ­τή ακρι­βώς την έν­νοια, οι κε­ντρι­κοί ήρω­ες του βι­βλί­ου υπάρ­χουν απλώς ως με­σο­λα­βη­τές-κα­τα­γρα­φείς του Άλ­λου, ως ανα­γκαί­οι παλ­μο­γρά­φοι μιας κοι­νο­τι­κής ζω­ής και τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο. Όταν κου­βε­ντιά­ζουν, όταν ονει­ρεύ­ο­νται, όταν ερω­το­τρο­πούν, όταν εκνευ­ρί­ζο­νται, όταν ζη­τούν να κο­ρέ­σουν οποια­δή­πο­τε επι­θυ­μία, όταν συ­γκρού­ο­νται με­τα­ξύ τους, όταν φι­λο­σο­φούν ή μο­νο­λο­γούν (ακό­μα κι όταν το πα­ρα­κά­νουν σ' αυ­τό, όπως η Μό­λι), δεν εί­ναι οι πρω­τα­γω­νι­στές μιας προ­σω­πι­κής ιστο­ρί­ας. Μι­λά, κου­βε­ντιά­ζει, φι­λο­σο­φεί, επι­θυ­μεί, μο­νο­λο­γεί δι' αυ­τών μια κοι­νο­τι­κή Πό­λις φα­ντα­σιω­μέ­νη στο μυα­λό του Τζόις η οποία, όπως έχου­με ήδη επι­ση­μά­νει αλ­λού, προ­σο­μοιά­ζει στην κα­βα­φι­κή Αλε­ξάν­δρεια:
[Εί­ναι η τζοϊ­σι­κή πό­λις] μια μνή­μη εξο­ρι­σμέ­νου, πλα­σμέ­νη από τα διά­σπαρ­τα υλι­κά που συ­γκρο­τούν τη φα­ντα­σια­κή πα­τρί­δα: τα πο­λύ προ­σω­πι­κά υλι­κά της απώ­λειας και του καη­μού. Της απώ­λειας ενός κό­σμου που θα μπο­ρού­σε να εί­ναι πιο ζω­ντα­νός αλ­λά δεν εί­ναι («έν πα­ρα­λύ­σει» στον Τζόις, νε­κρός κιό­λας από τον ελ­λη­νι­στι­κό και­ρό στον Κα­βά­φη) και ενός καη­μού που ου­δέ­πο­τε θα λυ­τρω­θεί, με την απλή έν­νοια ότι πο­τέ αυ­τός ο κό­σμος, πο­τέ αυ­τή η ζωή δεν μπο­ρεί να αφή­σει εντε­λώς ελεύ­θε­ρο στις ορ­μές του το σώ­μα, την ψυ­χή και το πνεύ­μα του αν­θρώ­που.
Τό­σο η τζοϊ­σι­κή όσο και η κα­βα­φι­κή Πό­λις επι­τρέ­πουν στους συγ­γρα­φείς τους να φα­ντα­σιω­θεί γι’ αυ­τούς και τον ανα­γνώ­στη τους ένας ου­το­πι­κός ελευ­θε­ρια­κός κό­σμος. Tις αγα­πούν / μι­σούν γι’ αυ­τόν ακρι­βώς τον λό­γο και τις βιώ­νουν μέ­σω αυ­τής της Επι­θυ­μί­ας. Ο ένας την κα­τα­σκευά­ζει με τα υλι­κά της ύστε­ρης αρ­χαιό­τη­τας κι ο άλ­λος με τα υλι­κά της σύγ­χρο­νης κα­πι­τα­λι­στι­κής μη­τρό­πο­λης – αλ­λά και οι δύο με ορί­ζο­ντα έναν πιο ελεύ­θε­ρο, έναν ελευ­θε­ρια­κό, ου­το­πι­κό κό­σμο.[4]
Σ' αυ­τή την κοι­νο­τι­κή Πό­λιν ο όποιος κα­θ' υπό­θε­ση κε­ντρι­κός χα­ρα­κτή­ρας (Μπλουμ-Ντέ­ντα­λους-Μό­λι) εί­ναι, στην κυ­ριο­λε­ξία, οι Άλ­λοι. Για την ακρί­βεια συ­ντή­κε­ται εντός του ρευ­στού πλή­θους της πό­λε­ως ως μέ­ρος ενός γι­γα­ντιαί­ου, παλ­λό­με­νου, ζω­ντα­νού ορ­γα­νι­σμού που στο κεί­με­νο κα­τα­γρά­φε­ται μέ­σα από ένα ρα­μπε­λε­ζια­νό κα­τα­κλυ­σμό σπέρ­μα­τος, αί­μα­τος, ού­ρων και θά­λασ­σας (πε­ρί­που ως με­σαιω­νι­κό χρο­νι­κό).[5]
Κι εί­ναι σ' αυ­τήν εδώ την πό­λη, σ' αυ­τό εδώ το αρ­χαίο Κοι­νόν των απει­ρά­ριθ­μων προ­σώ­πων, των πολ­λών, που ει­σέρ­χε­ται ο ανα­γνώ­στης κά­θε φο­ρά που σταθ­μί­ζει την ικα­νό­τη­τά του να αντι­λη­φθεί το πνεύ­μα μέ­σα από το λα­βυ­ριν­θώ­δες γράμ­μα του τζοϊ­σι­κού κει­μέ­νου.[6]
Όπου με την πά­ρο­δο του ανα­γνω­στι­κού χρό­νου, με την ανά­πτυ­ξη αυ­τού που εδώ και του­λά­χι­στον μι­σό αιώ­να ορί­ζου­με ως τζοϊ­σι­κή επι­στή­μη, στο κοι­νό αυ­τό έχουν προ πολ­λού εντα­χθεί εί­τε ως εν­θου­σιώ­δεις φί­λοι όπως ο Tό­μας Στερνς Έλιοτ, εί­τε ως ζη­λό­φθο­νοι πο­λέ­μιοι όπως η Βιρ­τζί­νια Γουλφ –άπα­ντες εξ ορι­σμού προ­σκε­κλη­μέ­νοι του ίδιου του Κει­μέ­νου– ένα πλή­θος επαρ­κών ανα­γνω­στών που εν­δια­φέρ­θη­καν να συ­νο­μι­λή­σουν μα­ζί του στο πλαί­σιο του δη­μο­σί­ου κρι­τι­κού δια­λό­γου.
Από εδώ απορ­ρέ­ει μια επι­πλέ­ον γοη­τεία του τζοϊ­σι­κού κει­μέ­νου για τον ανα­γνώ­στη. Κά­θε φο­ρά που «δρα­σκε­λί­ζει» το κα­τώ­φλι του αριθ­μού 7 στην οδό Έκαλς, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο δια­βα­σμέ­νος, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο κρι­τι­κός, έχει την αί­σθη­ση της εκ­κλη­σί­ας (πά­λι με την αρ­χαία έν­νοια του όρου) ενός χώ­ρου, δη­λα­δή, όπου μοι­ρά­ζε­ται και συ­νο­μι­λεί όχι απλώς με τον συγ­γρα­φέα αλ­λά με τους χι­λιά­δες ανα­γνώ­στες που έχουν επί­σης δε­ξιω­θεί και συ­νε­χί­ζουν να δε­ξιώ­νο­νται στο μυα­λό και στην καρ­διά τους αυ­τή την αξιο­θαύ­μα­στη πε­ρι­πέ­τεια στη Γρα­φή και στον Λό­γο.

Οι αγα­πη­τοί συ­νερ­γά­τες που με αφορ­μή τα 100 χρό­νια από την πρώ­τη έκ­δο­ση του Ulysses, συμ­με­τέ­χουν στο πα­ρόν τζοϊ­σι­κό αφιέ­ρω­μα του Χάρ­τη απο­τε­λούν μέ­ρος αυ­τής της διε­θνούς Εκ­κλη­σί­ας, αυ­τού του απέ­ρα­ντου Κοι­νού, αυ­τής της φα­ντα­σιω­τι­κής Πό­λε­ως. Δεν εί­ναι πολ­λοί οι ερα­στές του Τζόις στην Ελ­λά­δα. Δεν εί­ναι πολ­λοί οι τολ­μη­τί­ες. Δεν εί­ναι πολ­λοί οι μύ­στες. Δεν εί­ναι πολ­λοί όσοι απο­λαμ­βά­νουν τον ανε­ξά­ντλη­το Τζόις, όσοι ευ­τυ­χείς απο­δέ­χο­νται την απαι­τη­τι­κή ανα­γνω­στι­κή συν­θή­κη που προ­ϋ­πο­θέ­τουν τα κεί­με­νά του.
Γι' αυ­τό και πραγ­μα­τι­κά αι­σθα­νό­μα­στε ευ­γνω­μο­σύ­νη που στο κά­λε­σμά μας γι' αυ­τό το αφιέ­ρω­μα αντα­πο­κρί­θη­καν (τα ονό­μα­τα σε αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά): η πα­νε­πι­στη­μια­κός Ελι­σά­βετ Αρ­σε­νί­ου με τη διεισ­δυ­τι­κή, πολ­λα­πλώς «χρη­στι­κή» αντι-οι­δι­πό­δεια σχι­ζο­α­να­λυ­τι­κή προ­σέγ­γι­σή της στο Finnegans Wake· ο ποι­η­τής Τά­κης Γραμ­μέ­νος με την προ­σω­πι­κή του (βι­βλιο­γρα­φι­κή και όχι μό­νο) λό­για πε­ρι­πλά­νη­ση στη Joyceana· ο πε­ζο­γρά­φος Λευ­τέ­ρης Κα­λο­σπύ­ρος με την εμπε­ρι­στα­τω­μέ­νη συ­γκρι­το­λο­γι­κή ανα­το­μία του Στί­βεν Ντέ­ντα­λους· o λό­γιος ζω­γρά­φος Αλέ­ξαν­δρος Κα­ρα­βάς με τα σχέ­διά του, εν­δια­φέ­ρον δείγ­μα ει­κα­στι­κής κα­τα­νό­η­σης του Τζόις· η Joycean φι­λό­λο­γος Χρι­στί­να Κα­σί­νη με την υπο­δειγ­μα­τι­κή επα­να­νά­γνω­ση των με­τα­φρά­σε­ων του Τζόις στα ελ­λη­νι­κά· η με­τα­φρά­στρια και ψυ­χα­να­λύ­τρια Άντα Κλα­μπα­τσέα με την εν­δια­φέ­ρου­σα λα­κα­νι­κή ανά­γνω­σή της· ο συγ­γρα­φέ­ας και με­τα­φρα­στής Γιώρ­γος-Ίκα­ρος Μπα­μπα­σά­κης με την παι­γνιώ­δη ει­κα­στι­κή του υπό­μνη­ση για την, άγνω­στή μας, «εκλε­κτι­κή συγ­γέ­νεια» Τζόις - Γκι Ντε­μπόρ· η δι­δα­κτο­ρι­κή φοι­τή­τρια Τρι­σεύ­γε­νη Μπί­λια με την ανά­δει­ξη υπό εν­δια­φέ­ρον πρί­σμα της συμ­βο­λής της Μα­ντώς Αρα­βα­ντι­νού στην τζοϊ­σι­κή επι­στή­μη· η φι­λό­λο­γος Απο­στο­λία Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου με την προ­σεγ­μέ­νη, αι­σθα­ντι­κή από­δο­ση τριών τζοϊ­σι­κών ποι­η­μά­των· η συγ­γρα­φέ­ας και με­τα­φρά­στρια Κα­τε­ρί­να Σχι­νά με τη διε­ρεύ­νη­ση της πε­ρί­πλο­κης, πλην γοη­τευ­τι­κής, σχέ­σης Νό­ρα Μπάρ­νακλ και Τζέιμς Τζόις· ο συγ­γρα­φέ­ας και με­τα­φρα­στής Μίλ­τος Φρα­γκό­που­λος με την πο­λυ­ε­δρι­κή από με­ριάς του ανά­δει­ξη της «με­θυ­σμέ­νης γλώσ­σας» του Τζόις· ο Χρή­στος Χρυ­σό­που­λος με τη λι­τή μυ­θο­πλα­σία του πά­νω στη τριε­στί­νι­κη σχέ­ση Τζόις-Ίτα­λο Σβέ­βο.

Όσοι πι­στοί προ­σέλ­θε­τε

Άρης Μα­ρα­γκό­που­λος     

ΣΗΜ: Στη στή­λη «Ηχη­ρά πα­ρό­μοια» του Γιάν­νη Ευ­στα­θιά­δη, ακού­γε­ται η φω­νή του Τζόις και με­λο­ποι­η­μέ­να ποι­ή­μα­τά του από διά­φο­ρους νε­ω­τε­ρι­στές συν­θέ­τες κα­θώς και ένα τρα­γού­δι με μου­σι­κή και στί­χους του ίδιου του Τζόις.


Ulysses, a reading in Greek (Cyclops)

[1] Ρη­ξι­κέ­λευ­θη μορ­φή εκα­τό χρό­νια πριν, όχι σή­με­ρα. Σή­με­ρα οι πε­ρισ­σό­τε­ρες τζοϊ­σι­κές τε­χνι­κές ρή­ξης με τη ρε­α­λι­στι­κή, πα­ρα­δο­σια­κή, ευ­θύ­γραμ­μη, πε­ρι­γρα­φι­κή, μο­νο­σή­μα­ντη αφή­γη­ση του πα­ντο­γνώ­στη δη­μιουρ­γού, έχουν εν­σω­μα­τω­θεί λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο εμ­φα­νώς, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο εντυ­πω­σια­κά, στην κα­λύ­τε­ρη πε­ζο­γρα­φία του ει­κο­στού και του τρέ­χο­ντος αιώ­να. Η τολ­μη­ρή τέ­χνη του Τζόις, για να το θέ­σου­με δια­φο­ρε­τι­κά, έχει προ πολ­λού πε­ρά­σει στον Κα­νό­να του Κλα­σι­κού. Ο πρώ­τος που διευ­θέ­τη­σε με το κύ­ρος του αυ­τή τη φι­λο­λο­γι­κή θέ­ση ήταν επί­σης ένας Μπλουμ (τυ­χαίο;), ο Χά­ρολντ Μπλουμ, στον γνω­στό Δυ­τι­κό Κα­νό­να του (Harold Bloom, The Western Canon, κεφ. «Joyce's Agon with Shakespeare», εκδ. Ηarcourt Brace & Co 1994 / Μacmillan 1995).
[2]
O Tζόις επι­λέ­γει τη λα­τι­νο­γε­νή εκ­φο­ρά του ομη­ρι­κού ήρωα ως τί­τλο του βι­βλί­ου του (Ulysses αντί Odysseus). To βι­βλίο του εί­ναι (το θέ­λη­σε να εί­ναι) το έπος της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας. Οι ανα­φο­ρές στο ομη­ρι­κό πρό­τυ­πο εί­ναι απλώς συμ­βο­λι­κές και συ­χνά, μά­λι­στα, σε ει­ρω­νι­κό, σα­τι­ρι­κό, κρι­τι­κό ύφος. Όπως έχουν υπο­στη­ρί­ξει οι ερευ­νη­τές κιό­λας από τα χρό­νια του Τ. Σ. Έλιοτ και της πε­ρί­φη­μης μυ­θι­κής συ­στοι­χί­ας του / mythical method, διά της οποί­ας εξή­ρε από τους πρώ­τους την το­μή του Ulysses (στο «Ulysses, Order, and Myth», περ. The Dial, Noέμβρ. 1923, τώ­ρα στο: Selected Prose of T.S. Eliot, επιμ. Frank Kermode, Faber & Faber, Λον­δί­νο 1975), η ομη­ρι­κή Οδύσ­σεια απο­τε­λεί μια ευ­φυή αφη­γη­μα­τι­κή «σκα­λω­σιά» που επι­τρέ­πει στον συγ­γρα­φέα να αρ­θρώ­σει το πε­ρί­πλο­κο οι­κο­δό­μη­μά του. Κα­τά κα­νό­να, άλ­λω­στε, όπο­τε οι αγ­γλο­σά­ξω­νες φι­λό­λο­γοι και λό­γιοι ανα­φέ­ρο­νται στα ομη­ρι­κά έπη υιο­θε­τούν, πο­λύ λο­γι­κά, το όνο­μα «Odysseus». Το όνο­μα «Ulysses» χρη­σι­μο­ποιεί­ται μό­νον ποι­η­τι­κή αδεία όπως π.χ. το έκα­νε ο Άλ­φρεντ Τέ­νι­σον (1809-1892) στο ομώ­νυ­μο, σε δρα­μα­τι­κό μο­νό­λο­γο, ποί­η­μά του («Ulysses», 1833 / 1842). Ο Τζόις απέ­φυ­γε εν­συ­νει­δή­τως ως τί­τλο το όνο­μα που πα­ρα­πέ­μπει ευ­θέ­ως στην ελ­λη­νι­κή αρ­χαιό­τη­τα. Αντι­θέ­τως το λα­τι­νο­γε­νές όνο­μα τού ήρωα πα­ρα­πέ­μπει στη ρω­μαϊ­κή μή­τρα του δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού (μια συν­θή­κη που υπο­γραμ­μί­ζε­ται επαρ­κώς στο βι­βλίο) και εντεύ­θεν του νε­ω­τε­ρι­κού αν­θρώ­που – γι' αυ­τό και εί­ναι σφάλ­μα να αλ­λοιώ­νε­ται επί το ελ­λη­νι­κό­τε­ρον. Αν το βι­βλίο του Τζόις λε­γό­ταν Μater ή Μadonna, θα το απο­δί­δα­με άρα­γε ως Πα­να­γία;
[3] Δεν εί­ναι τυ­χαίο το γε­γο­νός ότι ακό­μα και στην ομό­τι­τλη μαυ­ρό­α­σπρη ται­νία του Joseph Strick (την πολ­λα­πλώς δια­πι­στω­μέ­νη ως εξαι­ρε­τι­κή στην κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή απο­τύ­πω­σή της του Ulysses) πα­ρε­λαύ­νουν, πα­ρό­λο τον μι­κρό προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό εκεί­νης της πα­ρα­γω­γής, ού­τε λί­γο ού­τε πο­λύ πε­νή­ντα πέ­ντε ηθο­ποιοί! Βλ. πρό­χει­ρα στοι­χεία γι' αυ­τή την ται­νία στη Wiki: https://​en.​wik​iped​ia.​org/​wiki/... class="f-smaller">

[4] A. Μ.: Τζά­κο­μο Τζόις: Η από­κρυ­φη ιστο­ρία του Τζέιμς Τζόις στην Τερ­γέ­στη, αρ­χές του 20ού αιώ­να, Tό­πος 22018, σ. 74-76.
[5]
Βλ. σχε­τι­κά όλο το πέμ­πτο κε­φά­λαιο στο βι­βλίο του Μπα­χτίν LOeuvre de François Rabelais, (Gallimard 1970, σ. 302, ει­δι­κά σ. 315-6), και εν­δει­κτι­κά τη δια­πί­στω­ση που στην κυ­ριο­λε­ξία αφο­ρά τη τζοϊ­σι­κή συν­θή­κη που εμπνέ­ει το Ulysses: «Tα ση­μα­ντι­κά γε­γο­νό­τα, που συν­δέ­ο­νται με το γκρο­τέ­σκο σώ­μα, οι πρά­ξεις του σω­μα­τι­κού δρά­μα­τος –το φα­γη­τό, το πιο­τό, οι φυ­σι­κές ανά­γκες (κα­θώς και κά­θε απο­βο­λή, ιδρώ­τας, βλέν­να, κ.λπ.), η ερω­τι­κή πρά­ξη, η εγκυ­μο­σύ­νη, ο το­κε­τός, η ανά­πτυ­ξη, το γή­ρας, οι αρ­ρώ­στιες, ο θά­να­τος, η διάρ­ρη­ξη, το κομ­μά­τια­σμα, η απορ­ρό­φη­ση από ένα άλ­λο σώ­μα– συμ­βαί­νουν στα όρια του σώ­μα­τος και του κό­σμου ή στα όρια του πα­λαιού (ενν. του θνή­σκο­ντος) και του νέ­ου (ενν. του γεν­νώ­με­νου) σώ­μα­τος. Σε όλα αυ­τά τα γε­γο­νό­τα του σω­μα­τι­κού δρά­μα­τος, η αρ­χή και το τέ­λος της ζω­ής στοι­χί­ζο­νται άρ­ρη­κτα με­τα­ξύ τους».

[6] Κα­νείς δεν μα­θαί­νει το υπαρ­κτό Δου­βλί­νο μέ­σα από τις σε­λί­δες του Ulysses, ακό­μα και όταν ο συγ­γρα­φέ­ας του κα­τα­φεύ­γει σε αλη­θο­φα­νείς πε­ρι­γρα­φές δή­θεν του­ρι­στι­κού οδη­γού. Οι πε­ρι­γρα­φές αυ­τές συ­χνά εί­ναι τό­σο εξο­ντω­τι­κές, ώστε ωθούν την όποια αλη­θο­φά­νεια στα ακραία όρια του μυ­θευ­μέ­νου, του φα­ντα­σιώ­δους, του χα­μέ­νου ορι­στι­κά στο πα­ρελ­θόν. Βλ. σχε­τι­κά τα επει­σό­δια Χ («Πλαγ­κτές Πέ­τρες») και XVII («Ιθά­κη») στο A. Μ., Ulysses, Οδη­γός, Ανά­γνω­σης, Τό­πος 42022, σ. 197-219 και 395-424 κα­θώς και στο ό.π. Τζά­κο­μο Τζόις, Tό­πος 22018, σ. 73-74. Σ' αυ­τό το πνεύ­μα, όπως έχει δια­πι­στω­θεί, η γνω­στή απο­στρο­φή του Τζόις (που με­τέ­δω­σε ο φί­λος του Φρανκ Μπά­τζεν) θα πρέ­πει να δια­βά­ζε­ται με επι­φύ­λα­ξη: «“Θέ­λω να δώ­σω”, εί­πε ο Tζόις κα­θώς κα­τη­φο­ρί­ζα­με τη Universitätstrasse, “μια τό­σο πλή­ρη ει­κό­να του Δου­βλί­νου, ώστε αν μια μέ­ρα ξαφ­νι­κά η πό­λη εξα­φα­νι­στεί από προ­σώ­που γης να μπο­ρεί να φτια­χτεί απ’ την αρ­χή μέ­σα απ’ το βι­βλίο μου” (Frank Budgen, The Making of Ulysses, εισ. Hugh Kenner, Bloomington, Indiana U.P. 1960, σ. 67-68).

Τη μέ­ρα του κ. Μπλουμ συ­νό­ψι­σε στο σκί­τσο αυ­τό ο Τζον Ράιαν, ιδιο­κτή­της της παμπ «Μπέι­λι» στην οδό Ντιούκ