Στίβεν Ντένταλους, ένας μεγάλος χαμένος

Το διαβατήριο του Τζόις
Το διαβατήριο του Τζόις

Αν το πιστόλι που προβάλει σε περίοπτη θέση στην γκριζόμαυρη τσεχοφική σκηνή θα έχει εκπυρσοκροτήσει μέχρι το τέλος της τρίτης πράξης, το πιστόλι που θα εμφανιστεί σ’ ένα κομψά επιπλωμένο μοντερνιστικό μυθιστόρημα θα παραμείνει, εκτός απροόπτου, αχρησιμοποίητο καθ’ όλη τη διάρκειά του· το πολύ πολύ να δούμε στην αρχή την κάννη να καπνίζει. Δεν είναι απλώς θέμα στιλ, είναι ζήτημα κοσμοαντίληψης. Το πιστόλι που παραμένει αμετακίνητο και σε κοινή θέα μπορεί να αποδειχθεί εξίσου απειλητικό, εξίσου υποβλητικό με το πιστόλι που γαζώνει με τον ψεύτικο κρότο του τα αντανακλαστικά ακόμη και του πιο αναίσθητου καλοζωισμένου θεατή ενόσω αυτός παρακολουθεί έναν απόμακρα συμπαθή ήρωα να σωριάζεται αναπάντεχα στο έδαφος ή να σωριάζει ο ίδιος τον θανάσιμο εχθρό του. Για να μπορέσει όμως το πιστόλι να αποδειχθεί λειτουργικό, για να κολλήσουν πάνω του σαν ρινίσματα σιδήρου εκείνοι οι συμβολισμοί που δεν μπορούν να εκφραστούν με άλλον τρόπο, είναι αναγκαίο να κινούνται τριγύρω του ήρωες που σιγοβράζουν στην αμφιβολία, τον δισταγμό, τον αυτοοικτιρμό, χαρακτήρες που άλλα λένε και άλλα εννοούν, άλλα έχουν σχεδιάσει και στο τέλος άλλα πράττουν, και οι οποίοι, εφόσον κάποια στιγμή αποφασίσουν να ρισκάρουν, θα προχωρήσουν όχι επειδή δεν έχουν τίποτα να χάσουν ή πολλά να κερδίσουν αλλά επειδή γνωρίζουν πως, ό,τι κι αν κάνουν, στο τέλος πάντοτε θα βγαίνουν χαμένοι. Ήρωες δηλαδή με τον φαινότυπο του Άμλετ, του σπουδαιότερου δημιουργήματος, αλλά και μεγαλύτερου λούζερ της παγκόσμιας γραμματείας. Όπως ο Στίβεν Ντένταλους, το ηρωικό ολόγραμμα του Τζέιμς Τζόις στον μυθοπλαστικό χωροχρόνο, το νεωτερικό αμάλγαμα των Άμλετ, Δαίδαλου και Τηλέμαχου: λόγιος προικισμένος και στοχαστής από τους λίγους, ειδικός στον Ακινάτη και στον Αριστοτέλη, φτωχόπαιδο και «γεννημένος σαρκαστής», αισθηματίας, ηδονιστής κι ασύστολα ονειροπόλος. Και φυσικά, μονίμως αποτυχημένος.

Ίσως η πιο κραυγαλέα αποτυχία του Άμλετ είναι αυτή που επισημαίνει ο Διονύσης Καψάλης στα προλεγόμενα της μετάφρασης του έργου. Ο Άμλετ δεν μπορεί καν να φέρει σε πέρας το σχέδιο που του έχει γίνει αυτοσκοπός, να πάρει δηλαδή εκδίκηση από τον σάπιο, δολερό Κλαύδιο. Παρότι τελικά απ’ το δικό του χέρι θα πεθάνει ο σκευωρός σφετεριστής του θρόνου, ο θάνατος του Κλαύδιου δεν αποδίδεται σ’ έναν αυτόματο μηχανισμό εκδίκησης, αλφαδιασμένο από τον Άμλετ, αλλά στην παταγώδη κατάρρευση της μηχανορραφίας που είχε στήσει ο μισητός εχθρός. Αυτός ο ευεπίφορος σε ερμηνείες ήρωας, όσο εκτενώς κι αν έχει ψυχαναλυθεί, σε προκρούστεια φροϊδικά ντιβάνια, υπερεξοπλισμένα μαρξιστικά εργαστήρια, ή απλώς επάνω στη σκηνή, φορώντας κάποιες φορές επικαιρικά προσωπεία τυχοδιωκτικής προέλευσης –ο Άμλετ τραπεζίτης ή αναλυτής δεδομένων ή παιδί για τα θελήματα ή ξοφλημένος κοιλαράς που αλιεύει πέστροφες με την απόχη, ο Άμλετ έτσι, ο Άμλετ αλλιώς, αλλά εντέλει όχι ο Άμλετ– παραμένει ακόμη και σήμερα ένας ανεπίλυτος γρίφος, μυστήριο ανεξιχνίαστο, μια μασίφ αδιαφανής φιγούρα.
Ο πρόδρομος ήρωας της νεωτερικότητας, ο άλλοτε συννεφιασμένος, άλλοτε στοχαστικός, ενίοτε αλαφιασμένος πρίγκιπας της Δανίας, που εκφράζει δυνατά και χαμηλόφωνα, στεντόρεια και υπόκωφα τα δυσκολότερα διλήμματα της ανθρώπινης ύπαρξης, απευθυνόμενος στους άλλους και στον εγγαστρίμυθο εαυτό του που δεν σταματά να τον τροφοδοτεί με πλάνες και αυταπάτες, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει ιδανικότερο αρχέτυπο για τους μοντερνιστές συγγραφείς, είτε μιλάμε για τη Μέρντοχ ή τη Γουλφ, τον Τζόις ή τον Φόκνερ, κι ας είναι οι δυο τελευταίοι που τοποθέτησαν το κρανίο του Άμλετ στις ιερές λειψανοθήκες των θεόρατων, επιβλητικών ναών τους, μετεμψυχώνοντάς τον στους πιο αγνούς κι ευαίσθητους, στους δυο καλύτερους ήρωές τους, τον Στίβεν Ντένταλους και τον Κουέντιν Κόμπσον.

«Η σκέψη του (Στίβεν) ήταν ένα λυκόφως αμφιβολίας και δυσπιστίας που φωτιζόταν κάποιες στιγμές από τις αστραπές της διαίσθησης». Σε αυτή την πανέμορφη, και σχεδόν απαρατήρητη πρόταση απ’ το Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία, πιστοποιείται το ένα μέρος της καταγωγής του Ντένταλους: στο ίδιο λυκόφως αμφιβολίας και δυσπιστίας έζησε τη σύντομη ζωή του και ο Άμλετ. Αλλά μήπως κι ο Τηλέμαχος, ο άλλος πρόγονος του Στίβεν, πιο μακρινός αυτός, δεν συγκλονίζεται κάποια στιγμή από ισχυρότατα ρίγη οντολογικής αμφιβολίας, όταν φτάνει στο σημείο να αναρωτηθεί αν ο Οδυσσέας είναι στ’ αλήθεια πατέρας του; Όμως το κλείσιμο της παραπάνω πρότασης απ’ το Πορτραίτο είναι εξίσου σημαντικό, εμφατική δήλωση προθέσεων, η υπογραφή στην ούγια του καλλιτέχνη. Γιατί ο Τζόις και οι σύγχρονοί του, ο Προυστ, η Γουλφ, ο Φόκνερ, ο Μπροχ, ο Μπιέλι, δεν έχωσαν νυστέρια, σωληνάκια, καθετήρες στο σώμα του συγκαιρινού τους ανθρώπου, δεν έκαναν λεπτές και βάρβαρες τομές για να ερευνήσουν απλώς το αχανές εσωτερικό του, σκυμμένοι πάνω απ’ τον καρδιογράφο ή ανιχνεύοντας με μάτια μισόκλειστα σκιές σε αξονικές τομογραφίες. Το μέλημά τους ήταν να ιχνηλατήσουν την τεθλασμένη ανεξάντλητη και συχνά ακατανόητη αλληλουχία ιδεών και συνειρμών που κάνουν έναν άνθρωπο να σκέφτεται όπως σκέφτεται, να ανοίξουν τρύπες στο κρανίο ώστε να ξεχυθούν ορμητικά, παφλάζοντας, τα κύματά της συνείδησης, και να ελέγξουν τη ροή της, με σκοπό να εξακριβώσουν τι κρύβεται πραγματικά πίσω απ’ την άπιαστη, ρευστή, την πολύπλαγκτη ανθρώπινη γλώσσα. Όσον αφορά ειδικότερα τον Τζόις ήταν στόχος ζωής να αιχμαλωτίσει, να καταυγάσει τις απότομες, ανώμαλες επιφοιτήσεις, τις απρόσμενες επιφάνειες του νου. Σ’ αυτό το σχέδιο δεν χωρούσαν γυαλισμένες προσόψεις και δήθεν ορθολογικοί ανθρωπότυποι, ούτε πλέρια μοτίβα πλοκής με ορθόδοξη εξέλιξη και φωτισμένα σταυροδρόμια ηθικών επιλογών. Είναι παράδοξο, αν το καλοσκεφτεί κανείς: ο συγγραφέας που ανέδειξε όσο ελάχιστοι πώς είναι να μεγαλώνει κανείς σ’ ένα αφόρητα ασφυκτικό ιησουίτικο περιβάλλον, μαθαίνοντας από νωρίς ότι η πράξη κι η συνέπεια, το αμάρτημα και η ποινή είναι έννοιες αδιαχώριστες, σιαμαίες, τόσο στο Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία όσο και στον Οδυσσέα, δημιουργεί ένα alter ego, τον Δαίδαλο από την Ιρλανδία, ο οποίος δεν επιδίδεται σ’ ένα κρεσέντο ψυχρού τακτικισμού, αναστατώνοντας ένα πυκνόφυτο σύμπλεγμα ανθρώπων και καταστάσεων, με πιθανή κατάληξη ένα αποτρόπαιο έγκλημα, δεν διαπράττει ένα ασυγχώρητο σφάλμα ή αδίκημα για το οποίο θα πρέπει σώνει και καλά να τιμωρηθεί δίχως έλεος ή να εξιλεωθεί, επανορθώνοντας ταπεινωμένος ή θέτοντας τέλος στη ζωή του· αυτό που βασανίζει τον Στίβεν ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, πέρα ασφαλώς από τις ενοχές του ως ασεβή και λάγνου καθολικού, είναι η ντροπή για την ακραία ανέχεια της οικογένειάς του, και τον ανεπαρκή, παραιτημένο πατέρα· αυτό που επίσης τον καταδιώκει όσο βρισκόμαστε πια στα εδάφη του Οδυσσέα, είναι οι τύψεις που δεν υπάκουσε στην ύστατη επιθυμία της μητέρας του, να σκύψει και να προσευχηθεί για την ψυχή της στο νεκροκρέβατο του άφατου πόνου.

Αυτή η διάχυτη ντροπή, σαν συννεφάκι σε καρτούν που ακολουθεί μονίμως τον συμπαθέστατο λούζερ, φέρνει ακόμη πιο κοντά τον Στίβεν με τον Άμλετ, όπως επίσης και τον Τηλέμαχο. Όμως υπάρχουν δύο ακόμη Άμλετ της μοντέρνας εποχής: ο Κουέντιν Κόμπσον του Ουίλιαμ Φόκνερ και ο Φάμπιαν (μισός Άμλετ, μισός Βέρθερος) απ’ το ομότιτλο μυθιστόρημα του Έριχ Κέστνερ. Βέβαια εδώ δεν έχουμε μια ανεξέλεγκτη ντροπή με εστιακό βάθος αμιγώς υπαρξιακό. Είναι η ντροπή που αναβλύζει απ’ τον πυρήνα, την οικογένεια, και η οποία κολλάει στο δέρμα σαν αρρώστια. Ο Άμλετ αισθάνεται ντροπή για τoν ανίερο δεσμό του θείου με τη μητέρα του και μίσος, οργή, και, όπως πάντα, ντροπή που ήταν ο θείος του εκείνος που θανάτωσε τον πατέρα του· ο Στίβεν Ντένταλους, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, θα προτιμούσε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί παρά να αντικρίζει τα κακά χάλια που έχουν οι αδερφές του, η ντροπή φουντώνει, αφήνει ουλές στην ψυχή, για έναν πατέρα χρεοκοπημένο, μια οικογένεια χωρίς παρόν και μέλλον· ενώ τον Τηλέμαχο, ανάμεσα σε άλλες έγνοιες, τον κατατρώει η ντροπή για τους μνηστήρες, και για το ενδεχόμενο, που είναι πλέον πολύ πιθανό, να επιλέξει η μητέρα του ένα απ’ αυτά τα παλιοτόμαρα για σύντροφό της· κι υπάρχει και ο Κουέντιν Κόμπσον στο Η βουή και η μανία, φοιτητής κι αυτός, όπως ο Στίβεν, οποίος αφρίζει απ’ την ντροπή γι’ αυτό που ο ίδιος εκλαμβάνει ως έκλυτη ζωή της Κάντυ, της λατρεμένης αδερφής του, με την οποία είναι εσαεί ερωτευμένος – την ίδια ώρα που εκείνος παραμένει παρθένος, κι ενώ ταυτόχρονα κουβαλάει στωικά και τον σταυρό του ξεπεσμού της άλλοτε αριστοκρατικής οικογένειας Κόμπσον· τέλος, ο Φάμπιαν, αυτός ο τόσο σημερινός, λυτρωτικά σαρκαστικός χαρακτήρας, που περιπλανιέται στο μεσοπολεμικό Βερολίνο, φιλοσοφώντας ενίοτε με τον αξέχαστο Λαμπούντε, δεν διανοείται καν να αποκαλύψει στη μητέρα του ότι απολύθηκε από τη δουλειά του, κι ενώ μέχρι πρόσφατα της έστελνε ευλαβικά κάθε μήνα ένα μικρό ποσό απ’ τον μισθό του. Όνειδος, ηττοπάθεια, ανελέητο αυτομαστίγωμα: αυτές είναι οι λέξεις-κλειδιά για το αμλετικό αρχέτυπο και τις σύγχρονες μετεμψυχώσεις του. Όπως επίσης και οι λέξεις εντιμότητα και ακεραιότητα· οι κορώνες στα κεφάλια των λούζερ βασιλιάδων. Έτσι και έπεφτε στα χέρια όλων αυτών ένα γεμάτο περίστροφο, κανείς τους δεν θα ήξερε τι να κάνει μ’ αυτό – ούτε καν ο ίδιος ο Άμλετ.

Δεν έχουμε τελειώσει ακόμη με τον Άμλετ και τον Ντένταλους. Υπάρχει άλλη μια ομοιότητα που αξίζει τον κόπο να σχολιαστεί: και οι δυο έχουν την ευλογία ή την κατάρα να δεχτούν την επίσκεψη ενός φαντάσματος. Ο Στίβεν αντικρίζει το φάντασμα της νεκρής μητέρας του, κι αισθάνεται τα σωθικά του να σπαράζουν από agenbite of inwit, δαγκωματιές του εσώτερου, σύμφωνα με την απόδοση του Σωκράτη Καψάσκη, μεταφραστή του Οδυσσέα στην έκδοση του Κέδρου, ηλικίης δήγμα του ενδομύχου, όπως προτείνει ο συγγραφέας Άρης Μαραγκόπουλος, ίσως ο συνεπέστερος, οξυδερκέστερος και πλέον καταρτισμένος πλοηγός του τζοϊσικού γαλαξία στη χώρα μας. Με άλλα λόγια, ο Στίβεν κατατρύχεται από τύψεις συνειδήσεως για τη μητέρα του και το ότι δεν εκπλήρωσε την τελευταία της επιθυμία. Ο Άμλετ από τη μεριά του δέχεται επίσκεψη από το φάντασμα του δολοφονημένου πατέρα, που φανερώνει τον υπεύθυνο για την εξόντωσή του, και τον καλεί να εκδικηθεί. «Όχι, μητέρα! Άφησέ με να υπάρξω, άφησέ με να ζήσω», κραυγάζει ο Στίβεν προς το φάντασμα της αυθυποβολής του, καταλαβαίνοντας πως έχει έρθει πλέον η ώρα ν’ αφήσει πίσω του τη μητέρα, στη σκουριασμένη, μαυρισμένη κρύπτη των ανώδυνων αναμνήσεων, ειδάλλως δεν θα εξελιχθεί ποτέ ως καλλιτέχνης, δεν θα γράψει ποτέ αυτά που τόσο επιθυμεί. «Πόσο ρηχοί, ανούσιοι και ανώφελοι / μου φαίνονται οι δρόμοι αυτού του κόσμου», αναφωνεί ο Άμλετ, που το αντάμωμα με τον φασματικό πατέρα αν μη τι άλλο τον τραβάει με δύναμη, σαν άλογο που σέρνει ένα κάρο κολλημένο στη λάσπη, από το τέλμα της ανίας και πιθανότατα της κατάθλιψης.

Υπάρχει άλλο ένα παράδοξο στην περίπτωση του Τζόις και αφορά τη γραμμική εξέλιξη του alter ego του. Για τον μεγάλο επαναστάτη του εικοστού αιώνα, που με τον Οδυσσέα του πυρπόλησε, διέλυσε, ανέτρεψε κάθε έννοια γραμμικότητας στην αφήγηση, πλησιάζοντας θαρρετά ακόμη και τα δυσπρόσιτα χωράφια της κβαντομηχανικής –ο Οδυσσέας διαδραματίζεται μεν μέσα στα όρια μιας μέρας, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, αλλά η μέρα αυτή μοιάζει να διαρκεί μια βδομάδα, είναι μια μέρα πρησμένη, διογκωμένη, κυοφορεί απεριόριστες δυνατότητες, και η αίσθηση του χρόνου, βιωμένη από τον Στίβεν και τον Πόλντι, μονάχα γραμμική δεν είναι–, ο Στίβεν, με αφετηρία το Πορτρέτο και ενδιάμεσο σταθμό τον Οδυσσέα, ωριμάζει αργά, σταθερά, περνώντας φυσιολογικά από το ένα στάδιο στο επόμενο: όταν πια θα εμφανιστεί πάνοπλος, ως ολοκληρωμένη προσωπικότητα στην Τηλεμάχεια τού Οδυσσέα, ο χαρακτήρας του φαντάζει λογική εξέλιξη με βάση τις προβλέψεις που έχουμε κάνει από τα πρώτα κιόλας κεφάλαια του Πορτρέτου. Δειλός, κλειστός, φοβισμένος, ντροπαλός, ενοχικός ως παιδί και έφηβος, τυπικός σπασίκλας που αντιδρά με ιερό φανατισμό και φλογερό πάθος απέναντι σ’ όσους έχουν το θράσος να αμφισβητήσουν τα λογοτεχνικά του είδωλα, φτάνει στο κολέγιο τραυματισμένος από τα ψυχικά εγκαύματα που αφήνει η κακοποίηση που υφίσταται (και η οποία του προκαλεί ακόμη και βαρβάτες κρίσεις πανικού), ενώ οι ιησουίτες δάσκαλοί του χύνουν πάνω του και στους συμμαθητές του τεράστιες κατσαρόλες με καυτό νερό αντλημένο κατευθείαν απ’ τα καζάνια μιας κόλασης που ξεπερνάει κατά πολύ τη νοσηρότερη φαντασία, κι όπου επιβάλλονται σε κάθε αμαρτωλό τιμωρίες ισοδύναμες με τερατογενέσεις της ανθρώπινης διαστροφής. Στον Οδυσσέα ο Ντένταλους είναι ούτε λίγο ούτε πολύ ο μελαγχολικός και είρωνας λούζερ που έχει ήδη διαγραφεί από το τελευταίο μέρος του Πορτρέτου. Αυτό το κεφάλαιο, όπως επίσης και τα πρώτα δύο μέρη της Τηλεμάχειας στον Οδυσσέα έχουν χτιστεί μεσοτοιχία, το πέρασμα από το ένα βιβλίο στο άλλο γίνεται αρμονικά, μέσα από σκιερούς, δροσερούς διαδρόμους που ενοποιούν το ύφος και το περιεχόμενο.

Βεβαίως, ο Οδυσσέας, αυτή η κιβωτός της ανθρώπινης εμπειρίας, που εσωκλείει κάθε σκέψη, συναίσθημα, εικόνα, υπαινιγμό, ήχο, τικ, αστείο, γκαγκ, οσμή, ανάθεμα, επιφώνημα, ηδονή, φοβία, φαντασίωση και μικροδράμα που υπάρχει στη ζωή όπως την ξέρουμε μέχρι σήμερα, το έπος που συμπυκνώνει τα κατορθώματα όλων των γιγάντων συγγραφέων που προηγήθηκαν του Τζόις και όλων όσων ακολούθησαν μετά απ’ αυτόν, και το οποίο θα διαβάζεται εις τον αιώνα τον άπαντα, ακόμη κι από σάιμποργκ, αυτό το έπος λοιπόν, της αφόρητης, αντίξοης και αντι-ηρωικής καθημερινότητας, αποτελεί κατά βάση το βιβλίο του Λέοπολντ Μπλουμ. Αυτός είναι ο αδιαφιλονίκητος σταρ, ο αξιαγάπητος Πόλντι, όπως τον αποκαλεί πολύ συχνά στη βιογραφία του Τζόις ο συγγραφέας της, Ρίτσαρντ Έλμαν, έχοντας πάρει τη σκυτάλη από την Πηνελόπη του Οδυσσέα-Λεοπόλδου, τη Μόλι Μπλουμ – και είναι βαθιά συγκινητικό αυτό το χαϊδευτικό, τόσο όταν τον προσφωνεί μ’ αυτό η Μόλι, όσο και στα σημεία που η χρήση του πυκνώνει από εκείνον που αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στον μονόφθαλμο αυτοεξόριστο λογοτέχνη-πειρατή. Δεν είναι λοιπόν το βιβλίο του Στίβεν ο Οδυσσέας, κι άλλωστε όσο ξεδιπλώνεται το μυθιστόρημα τόσο αραιώνουν οι εμφανίσεις του εκεί, όμως σαν τα ζωτικά όργανα ενός οργανισμού, κι ο Οδυσσέας είναι ακριβώς αυτό, ένας ανθρώπινος οργανισμός, με εκατομμύρια νευρώνες και κύτταρα και αγγεία, ο Στίβεν και ο Πόλντι, ο θετός του πατέρας, επιτελούν απεριόριστες λειτουργίες.

Ο Λέοπολντ είναι γήινος και ο Στίβεν είναι ουράνιος, έστω ο Πόλντι είναι πιο πολύ γήινος παρά ουράνιος, επισημάνει ο Μαραγκόπουλος στο Ulysses: Οδηγός ανάγνωσης. Θα μπορούσα να τραβήξω παραπέρα αυτή τη σύγκριση και να ισχυριστώ ότι ο Ντένταλους είναι ενορασιοκράτης, μαθητής του Καρτέσιου, ότι ζυγίζει δηλαδή τα εξωτερικά ερεθίσματα με μέτρα και σταθμά τις έμφυτες ιδέες, τις πεποιθήσεις που παράγει η διάνοια χειραγωγώντας τη βούληση, κι ότι ο Μπλουμ είναι αντίστοιχα εμπειριστής, θιασώτης, μαθητής, του Ντέιβιντ Χιουμ, κι ότι δομεί τις πεποιθήσεις του πατώντας πάνω στις εντυπώσεις, που σωρεύουν διαρκώς τα δεδομένα των αισθήσεων. Αλλά ο Στίβεν, έτσι κι αλλιώς, είναι αριστοτελικός, και σε καμία περίπτωση δεν είναι λιγότερο διαπερατός από τη φύση και τις εκπομπές της σε σύγκριση με τον Μπλουμ. Ούτε κι ο Μπλουμ βιώνει λιγότερες ενοράσεις σε σχέση με τον Στίβεν. Όμως ανάμεσα στον νου του Στίβεν και την υλική πραγματικότητα παρεμβάλλονται αναχώματα, εμπόδια, τείχη, οι εμπειρίες είναι συχνότερα διαμεσολαβημένες, κι αυτή η αναντιστοιχία ανάμεσα στις προσδοκίες που καλλιεργούν οι υψηλές πεποιθήσεις και στον κόσμο που θα έπρεπε να τις υποδέχεται ανοιχτόκαρδα και να τις εκπληρώνει, παράγει δυσθυμία, μοιρολατρία, απογοήτευση. Ο Λέοπολντ υπό αυτό το πρίσμα είναι λιγάκι πιο τυχερός, η δική του εμπειρία είναι αγνότερη, ειλικρινέστερη, χωρίς πολλές μεσολαβήσεις, κι ο ίδιος αποδεικνύεται πιο ανάλαφρος, πιο ξένοιαστος, πιο ζωηρός. Πιο Πόλντι.

Ο Στίβεν Ντένταλους είναι ένας απ’ τους πιο γοητευτικούς ήρωες στην ιστορία της λογοτεχνίας. Θα πρέπει κανείς να δυσκολευτεί πολύ για να μη βρει έστω έναν λόγο για να ταυτιστεί μαζί του, να έρθει λίγο πιο κοντά του – οι λόγοι πολλαπλασιάζονται εάν ο αναγνώστης είναι νεαρός φοιτητής. Πρωτοσυναντήθηκα με τον Στίβεν Ντένταλους μέσα απ’ τις σελίδες του Οδυσσέα όταν ήμουν 22-23 ετών και αμέσως μου φάνηκαν αφάνταστα σαγηνευτικές οι πνευματικές αναζητήσεις του και τα μικρότερα και μεγαλύτερα ψυχοδράματά του· η εμμονή μου γι’ αυτόν μεγάλωσε όταν αντιλήφθηκα πόσο ανίκανος ήταν να μετουσιώσει σε προσωπικά οφέλη τα πολυποίκιλα χαρίσματά του: την οξεία αναλυτική του σκέψη, τις γνώσεις, το χιούμορ, τον σαρκασμό του, τη βαθιά συναισθηματική νοημοσύνη του, το πείσμα με το οποίο αντιστέκεται σε κάθε μορφής αυθεντία κι εξουσία, non serviam!, την άρνησή του να επιδοθεί σ’ ένα ανώφελο κυνήγι αχρείαστων αγαθών, τη σχεδόν απόλυτη αδιαφορία του για το χρήμα. Όλα αυτά παραμένουν αναξιοποίητα στον Οδυσσέα, ο Στίβεν δεν έχει εκπληρώσει ακόμη το όνειρο να εγκαταλείψει την Ιρλανδία, και αν είναι ακόμη πρόωρο να κριθεί αποτυχημένος, αφού είναι τόσο νέος, και ατελείωτες επιλογές διακλαδώνονται μπροστά του, εντούτοις παραμένει στάσιμος. Κι αυτό το αίσθημα της βαλτωμένης στασιμότητας είναι κάτι με το οποίο μπορεί εύκολα να ταυτιστεί ένας άνθρωπος της γενιάς μου. Μεγαλώσαμε σε μια εποχή φανταχτερής ευμάρειας που από κάτω της κρυβόταν άφθονη μιζέρια και υποκρισία, η σκοτεινή, στραγγαλιστική ευφορία των 80s-90s, και παρότι οι ιαχές του πλήθους και η περιρρέουσα αλαζονεία υπόσχονταν, αν όχι μεγαλεία, σίγουρα πάντως ανέσεις και προνόμια, κάποιοι από εμάς αντιληφθήκαμε από νωρίς πως στην καλύτερη περίπτωση η γενιά μας προοριζόταν για χαμάληδες του αυτονόητου. Σήμερα, η έννοια του αυτονόητου αναφέρεται ολοένα και πιο σπάνια στον δημόσιο λόγο, τείνει να καταργηθεί, να βρει μια θέση στο μουσείο των παλαιωμένων εννοιών, δίπλα σε λέξεις όπως το μπακάλικο ή ο γανωματής. Και η γενιά μας φέρει τώρα απλώς τη στάμπα και τη ρετσινιά της χαμένης υπόθεσης, μια γενιά μάλλον άκακων, ανώδυνων και συμπαθών λούζερ, εγκλωβισμένη σ’ έναν φαύλο κύκλο προβλημάτων και εγνοιών που δεν διαφέρουν και πολύ από τα αντίστοιχα ζητήματα που βασανίζουν τους κλώνους του Άμλετ.

Θα ήταν άδικο να κλείσει ένα κείμενο για τον Στίβεν Ντένταλους μέσα στη μίρλα και τη μεμψιμοιρία. Καθώς ξαναδιάβαζα τα τελευταία λόγια του Ντένταλους στο Πορτραίτο, κι ενώ κάνει επίκληση στο ανέσπερο πνεύμα του μυθικού προγόνου, «αρχαίε πατέρα, αρχαίε τεχνίτη, γίνου αρωγός και συμπαραστάτης μου, τώρα και για πάντα», το μυαλό μου πήγε σε μια λησμονημένη εδώ και χρόνια τραγωδία του Άγγελου Σικελιανού, το Ο Δαίδαλος στην Κρήτη. Εκεί, ο Σικελιανός προσδίδει μια νέα παράμετρο, κατασκευάζει, χωρίς να πλαστογραφεί, μια νέα ταυτότητα για τον αρχέτυπο τεχνουργό, μακριά από την κοινότοπη εικόνα του ως αμόλυντου συμβόλου της προαιώνιας καλλιτεχνικής ελευθερίας. Ο ποιητής και τραγωδός παρουσιάζει τον Δαίδαλο ως φλογερό επαναστάτη, και τον γιο του, τον Ίκαρο, διάπυρο ακόλουθό του, που ξεσηκώνουν τον λαό της Κνωσού να εξεγερθεί ενάντια στον δυνάστη Μίνωα. Η αντίσταση θα στεφθεί με επιτυχία, ο χορός θα μας ενημερώσει πως το παλάτι της Κνωσού έχει παραδοθεί στις φλόγες. Ο δρόμος είναι ορθάνοιχτος για έναν κόσμο χωρίς τυράννους, απαλλαγμένο από σαθρά μοντέλα πατριαρχικής εξουσίας – ένα αληθινά προοδευτικό έργο για την εποχή που γράφτηκε, κι ας είναι πια ορατά τα σημάδια του χρόνου στη γλώσσα του κειμένου. Ο Στίβεν, ανένταχτος κι εξεγερμένος, σαν τον Δαίδαλο στην Κρήτη, απορρίπτει τους θεσμούς που είχαν ορίσει αρνητικά τη ζωή του: την εκκλησία, το σχολείο, την οικογένεια. Στον Οδυσσέα εξακολουθεί να είναι κάτοικος Ιρλανδίας, παρά την επιθυμία που έχει εκφράσει στο Πορτρέτο για μια καινούργια ζωή μακριά από την πατρίδα· τουλάχιστον μας παρηγορεί η γνώση ότι ο γεννήτοράς του, Τζέιμς Τζόις, έφυγε όντως απ’ την Ιρλανδία κι εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη, όπου και έγραψε τα κοσμογονικά του έργα. Ο Οδυσσέας είναι ένα έπος της ανθρώπινης απαντοχής και υπομονής, που αποδεικνύει, με κάθε τρόπο και σε κάθε τόνο, πόσο απίθανα δύσκολο είναι να τα βγάλει πέρα κανείς ακόμη και στη φαινομενικά πιο ασήμαντη, αδιάφορη, την πιο τυπική, συνηθισμένη μέρα. Δαρμένος, κατάκοπος, και μεθυσμένος, τις πρώτες πρωινές ώρες, ο Στίβεν καταφεύγει μαζί με τον Μπλουμ στο σπίτι του τελευταίου για ένα ποτήρι κακάο και λίγη ανάπαυση. Αύριο ανοίγεται μια άλλη μέρα, καλύτερη, χειρότερη, δεν έχει σημασία. Ο Στίβεν έφτασε αλώβητος ως εδώ κι αυτό είναι που μετράει. Άντεξε, υπέμεινε, τα κατάφερε για μια ακόμη μέρα. Και τι μέρα ήταν αυτή, αλήθεια…

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Joyce James, Οδυσσέας, μτφρ. Σωκράτης Καψάσκης, Κέδρος 1990
Joyce James, Το πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία, μτφρ. Άρης Μπερλής, Εκδόσεις Πατάκη 2000
Shakespeare William, Άμλετ, μτφρ. Διονύσης Καψάλης, εκδ. Gutenberg 2015
Όμηρος, Οδύσσεια, μτφρ. Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη 2009
Μαραγκόπουλος Άρης, Ulysses: Οδηγός ανάγνωσης, εκδ. Τόπος 2010
Μαραγκόπουλος Άρης, Αγαπημένο βρωμοδουβλίνο, Τόποι και γλώσσες στο Ulysses του Τζέιμς Τζόις, εκδ.
Τόπος 22022
Ellman Richard, Τζέιμς Τζόις, μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Scripta 2005
Φόκνερ Ουίλιαμ, Η βουή και η μανία, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδ, Καστανιώτη 2002
Kaestner Erich, Φάμπιαν, Στο χείλος της αβύσσου, μτφρ. Άντζη Σαλταμπάση, Πόλις 2018
Σικελιανός Άγγελος, Θυμέλη, Τόμος Β’,  Ίκαρος 2003

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: