1Θα μπορούσε άραγε να πει κανείς ότι «διάβασε ένα χάρτη»; όπως θα έλεγε ότι «διάβασε ένα βιβλίο»; Βεβαίως, αρκεί να ισχύουν κάποιες προϋποθέσεις, αντίστοιχες με εκείνες που ισχύουν για την ανάγνωση του βιβλίου. Να γνωρίζει ο αναγνώστης τη γλώσσα που είναι γραμμένο. Να τον ελκύει η ανάγνωση, το περιεχόμενο και τα μυστικά που θα ανακαλύψει διαβάζοντας. Να έχει προδιάθεση, αγάπη και περιέργεια για αυτό, μαζί με αναγνωστική εξοικείωση και ευαισθησία, όπως και μια ευρύτερη ή ειδικότερη παιδεία και εθισμό ανάγνωσης. Ενδεχομένως και μερικά άλλα που ένας ειδικός της ανάγνωσης βιβλίων θα συμπλήρωνε εδώ. Είμαι βέβαιος ότι θα υπάρχουν και μέθοδοι ανάγνωσης που διδάσκονται, κάτι σαν «δημιουργική ανάγνωση», αντίστοιχη της ήδη επιτυχώς και επικερδώς διδασκόμενης «δημιουργικής γραφής»…
Κάπως έτσι είναι τα πράγματα και για την χαρτογραφική ανάγνωση, την «ανάγνωση χάρτη», το περίφημο αγγλοσαξονικό map reading! Και εδώ χρειάζεται η αναγνωστική ικανότητα, η γνώση της χαρτογραφικής γλώσσας, η χαρτογραφική γραμματική και το συντακτικό και πολλά αντίστοιχα που απαιτούνται για την ανάγνωση των βιβλίων. Ο αναγνώστης ενός χάρτη πρέπει να μπορεί να αναγνωρίζει, κατατάσσει, αξιολογεί και τελικά να χαίρεται τον χάρτη, όπως το βιβλίο. Αλλιώς γίνεται κοινός θεατής του χάρτη· αυτό που συμβαίνει στις εκθέσεις βιβλίων με τους θεατές των εξωφύλλων τους…
Όμως στην αντιστοίχηση που επιχειρούμε εδώ, έχουμε μια μεγάλη διαφορά: την οικειότητα και τους βαθμούς της. Με το βιβλίο υπάρχει πολύ μεγαλύτερη οικειότητα και εμπειρία από ότι με τους χάρτες. Η οικειότητα δημιουργεί ευκολία, προδιάθεση, τελικά ίσως και σχέση, που μπορεί να καταλήγει ευκολότερα στην ανάπτυξη μιας κουλτούρας ανάγνωσης. Αυτό δεν υπάρχει στην περίπτωση των χαρτών, ιδιαίτερα στη χώρα, για τους λόγους που έχουν παρουσιαστεί αρκετές φορές εδώ στον Χάρτη [βλ. π.χ. Χάρτης #37, #28, #25 και σχετικά άλλα εδώ].
Η αναγνώριση της τυπολογίας και μορφής του χάρτη, η ανάγνωση του περιεχομένου του και τελικά η επικοινωνία του με τον αναγνώστη, χρειάζεται μια ειδική αναγνωστική ικανότητα, αποτέλεσμα γνώσης (και διαφόρων βαθμών εκπαίδευσης), η οποία επιτρέπει όχι μόνο την εμβάθυνση στο περιεχόμενο του χάρτη, την αξιολόγηση και την αισθητική εκτίμηση της μορφής του, αλλά και την «αλλιώτικη» αισθητική που προσφέρει η χαρτογραφική απεικονιστική (ιδίως, αλλά όχι μόνο, η παλαιότερη). Η χαρτογραφική ανάγνωση, γνωρίζοντας τη γλώσσα των χαρτών, πλουτίζει και τον επισκέπτη μιας σχετικής έκθεσης ―γίνονται στη χώρα μας, λόγω της ύπαρξης σπουδαίων συλλογών―, προσφέροντας περισσότερα από μια απλή πρώτη, έστω και ευχάριστη, θέαση των χαρτών. Απαραίτητη λοιπόν προϋπόθεση για όλα αυτά είναι η γνώση μιας, τουλάχιστον, μεθόδου «δημιουργικής» αναγνώρισης της μορφής και ανάγνωσης του περιεχομένου του χάρτη.

Ένας «ειδικός» μιας των κατηγοριών του χαρτογραφικού Triello στο Tablas Mexicanas [βλ. Χάρτης #3], με γνώσεις και πείρα στη χαρτογραφία, στον κόσμο των ιδεών της και στον συλλεκτισμό των χαρτών, θα μπορούσε να επινοήσει αρκετές τέτοιες δικές του μεθόδους αναγνώρισης, οι οποίες θα υποβοηθούσαν, κατά τη γνώμη τους, τις ταξινομήσεις ή τις διακρίσεις και τις αναγνώσεις των ειδών των χαρτών. Δύο όμως είναι, κατά τη γνώμη μου, οι μέθοδοι εκείνες που αξίζουν μιας ιδιαίτερης προσοχής, γιατί είναι έγκυρες: Η νοηματικά γενικότερη, γαλλικής καταγωγής, που έχει την αφετηρία της στην περίοδο άνθισης και επιρροής στη χαρτογραφία των ιδεών του Jacques Bertin (1918-2010), και η πιο σύνθετη αγγλοσαξονική προσέγγιση του ζητήματος, της σχολής του Arthur Robinson (1915-2004), όπως «επανατοποθετήθηκε» και παρουσιάστηκε από τον David Woodward (1942-2004) στην Αθήνα τον Μάρτιο 2001. Η πρώτη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ευθεία αντιμετώπιση του θέματος, ενώ η δεύτερη ως σύνθετη, εφόσον εμπλέκει, κατά δύο άξονες, έννοιες και κατηγορίες της πρώτης.
2Ως ευθεία ανάγνωση ενός χάρτη θεωρείται ο άμεσος και σαφής διαχωρισμός της αναγνώρισης στα λεγόμενα εξωτερικά και τα εσωτερικά χαρακτηριστικά του χάρτη. Ο διαχωρισμός αυτός οδηγεί σε ένα απλό πρότυπο, το οποίο γίνεται εύκολα κατανοητό από τον αναγνώστη (ή χρήστη) του χάρτη ― ιδιαίτερα χρήσιμο στην εκπαίδευση. Η ευκολία κατανόησης οφείλεται στην απλή νοηματική μεταφορά στα ανθρώπινα χαρακτηριστικά! Τα μεν εξωτερικά χαρακτηριστικά του χάρτη αντιστοιχούν στα ορατά χαρακτηριστικά των ανθρώπων, ενώ τα εσωτερικά χαρακτηριστικά του χάρτη αντιστοιχούν στα αόρατα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, σε εκείνα δηλαδή που δεν γίνονται άμεσα αντιληπτά· σε εκείνα που απαιτούν εμβάθυνση στον ανθρώπινο χαρακτήρα, στην ανάλυση της συμπεριφοράς του, κάτι που απαιτεί συναναστροφή και τριβή βιωμάτων.
Κατά τον Bertin, με την εξωτερική αναγνώριση προσδιορίζονται, με άμεση παρατήρηση, τα ορατά χαρακτηριστικά του χάρτη κατά διάσταση
και κατά κατάσταση, ενώ η εσωτερική αναγνώριση των αόρατων χαρακτηριστικών του αναλύεται σε τρεις συνιστώσες, την ακρίβεια, τη γενίκευση και την επικοινωνία.
Η εξωτερική κατά διάσταση αναγνώριση του χάρτη περιλαμβάνει το φυσικό του μέγεθος και τον βαθμό σμίκρυνσης της απεικόνισης, δηλαδή τη γεωμετρική κλίμακα του χάρτη η οποία αναγράφεται ευκρινώς είτε ως αριθμητική αναλογία ―αδιάστατη ή με διαστάσεις― είτε ως γραφική εικόνα· η κατά κατάσταση αναγνώριση περιλαμβάνει ―πρώτα από όλα― τον ορατό βαθμό συντήρησης του χάρτη και τη γενική του κατάταξη στις δύο μεγάλες κατηγορίες των χαρτών «γεωμετρικού» ή «θεματικού» τύπου ή συνδυασμών τους. Επιπλέον: τον τίτλο του και τις τοποθεσιακές ενδείξεις του γεωγραφικού «παραθύρου» που καταλαμβάνει την επιφάνεια του χάρτη, το διαφόρων μορφών πλέγμα (κάνναβο) των μεσημβρινών και παραλλήλων στο οποίο αναφέρεται το περιεχόμενο ―συμπεριλαμβανομένου του βαθμονομημένου με συντεταγμένες πλαισίου―, τον προσανατολισμό του γεωγραφικού και μαγνητικού βορρά, τις υπομνηματικές πληροφορίες σχετικά με τα σύμβολα και τις διακοσμήσεις, τη χρωματική κλίμακα, τις χρονολογίες σύνταξης, εκτύπωσης, ενημέρωσης και αναθεώρησης, τις επωνυμίες (συντακτών, παραγωγών και εκδοτών), τον «χάρτη οδηγό», στον οποίο εντοπίζεται το «παράθυρο» του χάρτη στην ευρύτερη και αναγνωρίσιμη γεωγραφική περιοχή που ανήκει, κ.ά. ορατά στοιχεία που κρίνεται ότι χρειάζονται επεξήγηση.
Η εσωτερική αναγνώριση αποτελείται από αναγκαία «διδακτέα» ύλη σχετικά με τη χαρτογραφική ακρίβεια, το είδος και τον βαθμό της γενίκευσης και την φέρουσα επικοινωνιακή ικανότητα του χάρτη. Η ακρίβεια διακρίνεται σε γραφική, διαστασιακή και σχεσιακή και η γενίκευση σε εννοιολογική και δομική κατά τις οποίες στην πρώτη έχουμε αλλαγή του συμβολισμού και στη δεύτερη διατήρησή του, αλλά με μείωση λεπτομερειών, σχεδιαστική ομαλοποίηση-λείανση και εφαρμογή φίλτρων. Τέλος, η επικοινωνιακές ιδιότητες του χάρτη σχετίζονται με τα ζητήματα της οπτικονοητικής αντιληπτικότητας σε συνδυασμό με τον γραφισμό και τις λειτουργίες του χρώματος. Όλες αυτές οι διαδικασίες της εσωτερικής (κυρίως) αναγνώρισης και ανάγνωσης των χαρτών απαιτούν εκπαίδευση· η εφαρμογή τους επιβάλλει τεχνογνωσία, αλλά και μακρά εμπειρία στην πραγματική σύνθεση, σύνταξη και παραγωγή χαρτών των γεωμετρικών και θεματικών τυπολογιών… [Για τις δύο βασικές τυπολογίες, βλ. π.χ. το Appendix 1, σελ. 170, εδώ].
3Η σύνθετη
ανάγνωση χάρτη, αγγλοσαξονικής καταγωγής, εστιάζεται σε έναν περισσότερο αναλυτικό τύπο αναγνώρισης, ο οποίος προϋποθέτει μεγάλη εξειδίκευση δυσκολεύοντας κυρίως την εκπαιδευτική εφαρμογή της. Ο Woodward, με επιρροές από τον Robinson, αναλύοντας ―«ανατομία» το λέει― τον παγκόσμιο χάρτη του Rosselli (1508), πρότεινε μια μέθοδο αναγνώρισης χάρτη, πολυπλοκότερη εκείνης του Bertin. Συμπλέκει οριζόντια τα: χαρτογραφικά στοιχεία, τους χαρτογραφικούς τελεστές ή μετασχηματισμούς και τα επι-χαρτογραφικά στοιχεία με κατακόρυφα: το αντικείμενο ή τη δομή, την εικόνα
ή το νόημα και τα κείμενα ή την κοινωνική συνιστώσα του χάρτη.
Με βάση τη μέθοδο αυτή, η ανάγνωση του χάρτη ανάγεται σε τρεις στήλες: στη σημειογραφική, στη δηλωτική και στην επαγωγική,
οι οποίες χαρακτηρίζονται κάθε φορά ―οριζόντια― κατά τον τύπο των χαρτογραφικών στοιχείων (σύμβολα, αλφαριθμητικά στοιχεία, ονόματα), κατά τους χαρτογραφικούς τελεστές ή μετασχηματισμούς, δηλαδή τις γεωμετρικές επεξεργασίες που έχουν γίνει, (αναγωγές χωρικών και χρονικών διαστάσεων, προβολικό σύστημα, γενίκευση) και κατά το είδος των επι-χαρτογραφικών στοιχείων (τα υπομνήματα, οι αναφορές σε πηγές, οι διακοσμήσεις).
Οι στήλες αναφέρονται στα κατασκευαστικά
(ή τα συντακτικά) του χάρτη, στην ποιότητα και στην ιδεολογία
(ή την «κριτική») του. Τέμνονται οριζόντια από ζητήματα σήμανσης (είναι τα ορατά στοιχεία του χάρτη), από γεωμετρικές επεξεργασίες (άλλες ορατές ως προς τα αρχικά πρότυπα και άλλες αόρατες) και από επισημάνσεις (πρόσθετα στοιχεία, όπως οι αναφορές, η διακόσμηση κ.ά.). Εδώ, τα χαρτογραφικά στοιχεία περιλαμβάνουν τα γραφικά σύμβολα εντός του πλαισίου του χάρτη (τις οπτικές μεταβλητές), όπως: τοπωνύμια, ονομασίες, επιγραφές· οι χαρτογραφικοί τελεστές ή μετασχηματισμοί περιλαμβάνουν τους διαστασιακούς μετασχηματισμούς (π.χ. από τις τρεις στις δύο διαστάσεις, από τις τέσσερις στις δύο, κλπ), συμπεριλαμβάνοντας τη γενίκευση και το προβολικό σύστημα του χάρτη. Τέλος στα επι-χαρτογραφικά στοιχεία της κατακόρυφης ανάγνωσης, κατά Woodward-Robinson, τοποθετούνται οι διάφορες αναφορές του χάρτη και η δικόσμηση.
4Συγκρίνοντας τις δύο μεθόδους προσέγγισης στο θέμα της αναγνώρισης και ανάγνωσης χάρτη, με την προϋπόθεση ότι είναι δεδομένη η εμπειρία χρήσης και παραγωγής χαρτών, προκύπτουν τέσσερα γενικά συμπεράσματα:
α) Η εξωτερική και εσωτερική αναγνώριση της ευθείας μεθόδου μπορεί, εντός ανεκτών ορίων, να θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί κατά μεγάλο ποσοστό στη σημειογραφική και τη δηλωτική αναγνώριση της σύνθετης μεθόδου.
β) Στη σύνθετη μέθοδο υπάρχει επιπλέον κατακόρυφη παράμετρος της επαγωγικής αναγνώρισης. Αυτή προσδίδει την «ιδεολογική» διάσταση στα πλαίσια της χαρτογραφικής «κριτικής», η οποία αναπτύσσεται (κυρίως) στις κοινωνικές επιστήμες.
γ) Η ευθεία μέθοδος εκπέμπει σαφήνεια και μνημονική ευχέρεια καλύπτοντας πλήρως την αναγνωριστική επάρκεια. Επιπλέον μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε είδους χάρτη, παλαιό και νέο. Η σύνθετη μέθοδος, ως πολυπλοκότερη δύσκολα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως γενικό πρότυπο, εφόσον άλλωστε αναπτύχθηκε για την ανάγνωση ενός συγκεκριμένου ιστορικού χάρτη, τον οποίο θα μπορούσε να αναγνώσει απλούστερα και εξίσου καλά (πλην της «ιδεολογικής» παραμέτρου) η ευθεία μέθοδος.
δ) Η ευθεία μέθοδος, της εξωτερικής και εσωτερικής αναγνώρισης και ανάγνωσης χάρτη, ως προσομοιάζουσα αντίστοιχων ανθρώπινων χαρακτηριστικών, είναι παιδαγωγικά και επικοινωνιακά πιο εύληπτη και ευρύτερα εφαρμόσιμη. Αντίθετα η σύνθετη μέθοδος, η οποία περιλαμβάνει χαρακτηριστικά, όπως οπτικές μεταβλητές, χαρτογραφικοί τελεστές και επι-χαρτογραφικά στοιχεία, παρά τη θεμελίωση τους, απευθύνονται περισσότερο σε επαΐοντες, περιορίζοντας έτσι την ευρύτερη κατανόηση περί τη χαρτογραφική αναγνωσιμότητα.

Τελικά, θα ήταν νομίζω «παράλειψη» να μη σημειωθεί (ως χαριτολόγημα βεβαίως), ότι η απλούστερη αλλά σαφής και γενικότερα εφαρμόσιμη μέθοδος Bertin, συγκρινόμενη με την πολυπλοκότητα και εξειδίκευση της μεθόδου Woodward-Robinson, ανατρέπει το διαδεδομένο στερεότυπο (δημοφιλές στον δημόσιο διάλογο) περί της «θεωρητικής» και (ίσως για αυτό;) «νεφελώδους» γαλλικής αντιμετώπισης σοβαρών θεμάτων, σε σχέση με την «πρακτική» και «αποτελεσματική» αγγλοσαξονική! Άλλωστε, μεταξύ του άσπρου και μαύρου μιας εικόνας θα βρούμε 255 τόνους του γκρι…