Το βιβλίο-σταθμός για τους χάρτες σαραντάρισε

Το βιβλίο-σταθμός για τους χάρτες σαραντάρισε


Συνηθίζεται στις συνεντεύξεις προβεβλημένων προσωπικοτήτων και celebrities της μόδας, κυρίως σε περιόδους πριν και κατά τις κύριες διακοπές, το στάνταρ ερώτημα «ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;» ή το παρεμφερές, πιο σικ, «ποιο από τα τελευταία βιβλία που διαβάσατε θα συνιστούσατε στους αναγνώστες/θεατές μας;». Στο ίδιο κλίμα θα μπορούσε να ακολουθεί και το πιο ψαγμένο και προκλητικό είναι αλήθεια ―μπορεί και ερώτημα παγίδα― «ποιο βιβλίο της βιβλιοθήκης σας θα κρατούσατε αν έπρεπε για κάποιον λόγο να δώσετε όλα τα άλλα;».

Μέσα στο καλοκαιρινό κλίμα χαλαρότητας έθεσα ο ίδιος στον εαυτό μου το πιο cult των ερωτημάτων ―ως κατά φαντασία συνεντευξιαζόμενος― περιορίζοντας το θεματικό βιβλιογραφικό πεδίο στα οικεία μου, των περί χαρτογραφίας και χαρτών σημαντικά... ― για λόγους προσωπικής άνεσης και κυρίως ασφάλειας, ομολογώ.

Ποιο λοιπόν βιβλίο με χαρτογραφικό περιεχόμενο θα κρατούσα, αν έπρεπε για κάποιον λόγο να δώσω όλα τα άλλα συναφή; Η απάντηση ήλθε αβίαστα, χωρίς να λογαριάσω τις συνέπειες που έχει συνήθως ο αυθορμητισμός των απαντήσεων σε σκέψεις και πράξεις μας: ένα βιβλίο περί χαρτογραφίας και χαρτών, σχεδόν πεντακοσίων σελίδων και σχήματος λίγο μεγαλύτερου του άλφα τέσσερα· με πλήθος χαρτογραφικού (και συναφούς) περιεχομένου εικόνες, σε κάθε μια από τις σελίδες του. Ένα γαλλικό βιβλίο της κατηγορίας των «λευκωμάτων» ή «καταλόγων» (στην απλή εκδοχή) που συνοδεύουν μια έκθεση, αλλά τόσο διαφορετικό και πολύ σημαντικό ώστε να παραμένει αυθύπαρκτο, ως βιβλίο-σταθμός, και μετά την έκθεση· αξεπέραστο ―νομίζω― μέχρι σήμερα. Τεκμήριο μιας έκθεσης, εξίσου σταθμό, διάρκειας έξι μηνών (24 Μαΐου – 17 Νοεμβρίου) χαραγμένη στη μνήμη (είμαι βέβαιος) όσων την επισκέφτηκαν στο Παρίσι σαράντα δύο χρόνια πριν, το 1980· στο Κέντρο Georges Pompidou, τρία μόλις χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας του στο Beaubourg, με επιμελητή έναν σημαντικό Ιταλό βαθύ γνώστη της εικόνας, σε όλες τις εκδοχές της, Giulio Macchi (1918-2009), συνεργάτη των Jean Renoir, Roberto Rossellini, Luigi Comencini και πρωτοπόρο της διάδοσης και διάχυσης της επιστήμης στο ευρύ κοινό ― από τα μεγάλα ονόματα της RAI στην εποχή του. Η έκθεση, με τη συνεργασία θεσμών πολιτισμού της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ολλανδίας, και το ομώνυμο πρωτοποριακό βιβλίο που τη συνόδευσε και έγραψε ιστορία αντέχοντας στον χρόνο, είχαν τίτλο Cartes et Figures de la Terre (Χάρτες και Μορφές της Γης) με υπότιτλο ―στο βιβλίο― τον αφορισμό του Robert Louis Stevenson: Μου λένε ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται για χάρτες· δυσκολεύομαι να το πιστέψω.

Η κυριολεκτικά μεγάλη έκθεση Cartes et Figures de la Terre ήταν η πρώτη στην οποία τα ιστορικά και σύγχρονα παραδείγματα χαρτογραφίας και χαρτών παρουσιάστηκαν σε ένα παγκόσμια σημαντικό μουσείο σύγχρονης τέχνης. Η έκθεση οργανώθηκε από τον Macchi γύρω από τρεις θεματικούς άξονες: τον χάρτη ως «εικόνα του κόσμου», την «περιπέτεια του χάρτη» στην επιστήμη και τεχνολογία και τον χάρτη ως «μέσο διάδοσης της γνώσης και της επιβολής ισχύος». Ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκαν συγκεντρωμένα παλιά έγγραφα-τεκμήρια σχετικά με τον γεωχώρο, σύγχρονες αναπαραστάσεις και απεικονίσεις του κόσμου και σύνολα εικόνων κριτικά οργανωμένων και προβεβλημένων με τέτοιο τρόπο ώστε αφενός να φανούν τα διακυβεύματα που επιχειρούνται μέσω των χαρτών και αφετέρου να γίνουν κατανοητά η γλώσσα και η λειτουργία τους. Οι χάρτες αποκτούσαν στην έκθεση πολλαπλές διαστάσεις: από «όργανα ταξιδιού και ανακάλυψης» και «υλικό για όνειρα» μέχρι εξελιγμένα «εργαλεία ανάλυσης και πρόβλεψης» γεωχωρικών φαινομένων· από στοιχεία «συχνότερα διακοσμητικά παρά ενημερωτικά και πληροφοριακά» μέχρι απεικονίσεις περιοχών της γης σε «διάφορες μορφές χαρτογραφικής προβολής» για σχεδόν όλες τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες, από τις «πλέον ευγενείς» έως τις «πιο τετριμμένες» και από τις «πιο καθημερινές» μέχρι εκείνες ενός «προβλεπόμενου μέλλοντος», ιδιαίτερα σε σχέση με το περιβάλλον. Ήταν μια έκθεση αποτύπωμα της ιστορίας, της λειτουργίας και της σημασίας των χαρτών και του παρόντος τους και συνάμα προφητική των μελλοντικών εξελίξεων, της πραγματικότητας του σήμερα! Και όλα αυτά, πλαισιωμένα από τις φρεσκοσυντηρημένες τεράστιες υδρογείους, γνωστές ως «του Coronelli» ―δώρο του καρδινάλιου d’Estrées στον Λουδοβίκο ΙΔ΄ το 1683― μαζί με διάσημα όργανα μετρήσεων για τις χαρτογραφήσεις, οπτικοακουστικά προγράμματα και εικαστικά έργα καλλιτεχνών σε μια πρωτοφανή περιήγηση ανακάλυψης και ερμηνείας του κόσμου μέσα από τους χάρτες, αλλά και των ίδιων των χαρτών.

Όμως το βιβλίο που συνόδευε την ιστορική εκείνη έκθεση ήταν κάτι παραπάνω! Σε σύλληψη της δομής του, την οργάνωση και επιμέλεια του θεατρικού συγγραφέα, θεατρολόγου και κριτικού Jean-Loup Rivière (1948-2018), υπεύθυνου μελετών του Κέντρου Georges Pompidou από την αρχή της λειτουργίας του μέχρι το 1980 και από το 1983 μέχρι το 2001 καλλιτεχνικού συμβούλου της Comédie-Française. Το περιεχόμενό του αναπτύχθηκε σε τέσσερα μεγάλα κεφάλαια: Approches (Προσεγγίσεις), Voyager (Tαξιδεύοντας), Relever (Aποτυπώνοντας) και Décider (Αποφασίζοντας) με κείμενα πολλά, πυκνά, αλλά σύντομα και στοχευμένα. Πολλές σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων, των τεχνών, των επιστημών και της επικοινωνίας έγραψαν για το βιβλίο. Ανάμεσά τους οι Jacques Bertin, Yves Lacoste, François Wahl, Christian Jacob, Numa Broc, Xavier Le Pichon, Claude Raffestin, Ferjan Ormeling, Frank Lestringant και η περίφημη σκιτσογράφος Claire Bretécher με ένα ιδιοφυές και συναρπαστικό κόμικ, στο τέλος του βιβλίου, διδακτικό συνάμα για τους απανταχού και εσαεί χαρτογράφους...

Η σπουδαιότητα του βιβλίου στηρίζεται στην εμφανή (και επιτυχημένη) προσπάθεια θεώρησης και χρήσης των χαρτών ως μιας ―ας πούμε― ημιπερατής μεμβράνης μεταξύ των δύο μεγάλων και απεικονίσιμων συνόλων του κόσμου, του ανθρωπογενούς και του φυσικού, με προεξάρχουσες ρυθμιστικές παραμέτρους τη γεωχωρικότητα και τον χρόνο... Αν και η αφετηρία της σκέψης που διέπει το βιβλίο (όπως άλλωστε και την έκθεση του 1980) είναι ―ας πούμε― «ανθρωποκεντρική» η ωριμότητα της σύλληψης του περιεχομένου, με τους χάρτες ως ημιπερατές μεμβράνες μεταξύ του ανθρωπογενούς και του φυσικού κόσμου, οδηγεί (έστω ως συνειρμός) στο φαινόμενο της ώσμωσης που προσφέρει ως τελική γεύση, με γενναιότητα και γνώση, το βιβλίο με μια αξεπέραστη ―νομίζω― ευρωπαϊκή ματιά...

Παρόλη όμως τη χαρτογραφική ώσμωση που εκπέμπει το βιβλίο, προς μια ισορροπία μεταξύ του χαρτογραφήσιμου ανθρωπογενούς και φυσικού γεωχώρου, δεν μπορώ να μην σημειώσω μια λεπτομέρεια: την εισαγωγή στο βιβλίο του χαρακτηρισμού του χάρτη ως «υλικό για όνειρα», όπου κυριαρχεί το «μαγικό»! Έτσι αρχίζει το κείμενό του Dérives (Παρεκκλίσεις) ο Jean-Hubert Martin [σελ. 197-202]: «Οι χάρτες είναι οι βάσεις για το υπέροχο, εικόνες του κόσμου που μας επιτρέπουν να τον συλλάβουμε και να τον αποκτήσουμε. Σημεία ονειροπόλησης, συναρπαστικά για τη φαντασία, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την άσκηση του μαγικού. Οι καλλιτέχνες του αιώνα μας δεν παρέλειψαν να αντιδράσουν σε αυτό. Είναι οι σουρεαλιστές, που αποκρυστάλλωσαν ένα νέο τύπο αντίληψης της πραγματικότητας, όπου το μαγικό και το παράλογο παίζουν μεγάλο ρόλο· ήταν εκείνοι που ανέδειξαν το μυστήριο που περιέχουν οι χάρτες». Ο Martin χρησιμοποιεί εικονογραφικά στο κείμενό του τον Giorgio de Chirico στο έργο του «Μελαγχολία της αναχώρησης» (1916) με την εμβληματική παρουσία ενός χάρτη μιας άγνωστης περιοχής, ενός θαλάσσιου διαύλου.

Η εισαγωγή το 1980 από τον Martin του «μαγικού» και του «ονείρου» που μαζί με το «μυστήριο» εκπέμπει ο χάρτης, γίνεται τότε που ―όπως σημειώνει εύστοχα η Annie Cohen-Solal― η Γαλλία ήταν μια χώρα που «πάλευε με τον δικό της εθνοκεντρισμό [...] περίπου είκοσι χρόνια μετά την αποαποικιοποίηση των περισσότερων αφρικανικών χωρών». Μια τέτοια, πραγματικά διεθνής στο περιεχόμενό της χαρτογραφική έκθεση, όπως ήταν η Cartes et Figures de la Terre, δεν θα μπορούσε να μην σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας στροφής στην αντίληψη του παγκόσμιου γεωχώρου. Η Cohen-Solal σημειώνει ότι, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 εμφανίστηκε μια νέα αντίληψη στη Γαλλία όταν η χώρα ―κατά τον γνωστό γεωγράφο Christian Grataloup― «απόλαυσε τότε μια εκδοτική τάση γύρω από το θέμα ‘Ο Ειρηνικός, το νέο παγκόσμιο κέντρο’», αναδεικνύοντας σε δημοφιλές σύμβολο χαρτογραφικής ανατροπής και νέας ματιάς στον παγκόσμιο χάρτη, την απεικόνιση ένας νεαρού Αυστραλού με τη χώρα του στο κέντρο «ακριβώς στο σημείο όπου πριν βρισκόταν η Ευρώπη».

Στις «Παρεκκλίσεις» του, ο Jean-Hubert Martin, έχει αφήσει από το 1980 ―έστω άθελά του τότε― να περιστρέφονται γύρω από την ιδέα των χαρτών οι έννοιες του «ονείρου», του «μαγικού» και του «μυστηρίου». Θα τις επαναφέρει όμως συνειδητά σχεδόν δέκα χρόνια μετά στο Beaubourg, ως επιμελητής μιας άλλης ανατρεπτικής έκθεσης, των Magiciens de la Τerre (Mάγοι της Γης) του 1989 που θεωρείται η πρώτη πραγματικά διεθνής έκθεση, όπου «για πρώτη φορά στην Ευρώπη η δυτική τέχνη και η τέχνη από τον Τρίτο Κόσμο τοποθετήθηκαν στο ίδιο επίπεδο».

Στη φωτογραφία από το βιβλίο «Cartes et Figures de la Terre», φαίνεται η συνοριακή γραμμή Καναδά – ΗΠΑ στο δάπεδο του ξενοδοχείου Taillon’s International, στο πέρασμα Fort Covington–Dundee των συνόρων· το πέρασμα συνδέει το Dundee του Κεμπέκ (Καναδάς) με το Fort Covington της Πολιτείας της Νέας Υόρκης (ΗΠΑ). Είναι ένα ιστορικά αξιοσημείωτο πέρασμα επειδή η συνοριακή γραμμή διασχίζει το ―ανενεργό σήμερα― ξενοδοχείο, όπου μπορούσε κάποιος στον ίδιο χώρο του να πάρει το ποτό του από το μπαρ «στον Καναδά» και να παίξει μπιλιάρδο στο τραπέζι «στις ΗΠΑ». Το ξενοδοχείο είχε χτιστεί το 1820 πριν από τη Συνθήκη Webster-Ashburton του 1842 με την οποία επαναπροσδιορίστηκε αυτό το τμήμα των συνόρων Καναδά – ΗΠΑ.
Στη φωτογραφία από το βιβλίο «Cartes et Figures de la Terre», φαίνεται η συνοριακή γραμμή Καναδά – ΗΠΑ στο δάπεδο του ξενοδοχείου Taillon’s International, στο πέρασμα Fort Covington–Dundee των συνόρων· το πέρασμα συνδέει το Dundee του Κεμπέκ (Καναδάς) με το Fort Covington της Πολιτείας της Νέας Υόρκης (ΗΠΑ). Είναι ένα ιστορικά αξιοσημείωτο πέρασμα επειδή η συνοριακή γραμμή διασχίζει το ―ανενεργό σήμερα― ξενοδοχείο, όπου μπορούσε κάποιος στον ίδιο χώρο του να πάρει το ποτό του από το μπαρ «στον Καναδά» και να παίξει μπιλιάρδο στο τραπέζι «στις ΗΠΑ». Το ξενοδοχείο είχε χτιστεί το 1820 πριν από τη Συνθήκη Webster-Ashburton του 1842 με την οποία επαναπροσδιορίστηκε αυτό το τμήμα των συνόρων Καναδά – ΗΠΑ.
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: