Λέγω ιστορίες


1. βάρ­βα­ρά τε καὶ ἀτά­σθα­λα

α. τρα­πε­ζά­κι στο Fonzie

η Λέ­ξι φο­ρού­σε ένα που­κά­μι­σο στο χρώ­μα του ‘θέ­λω κά­τι άλ­λο, αλ­λά τι;’ Και με­λε­τού­σε το πε­ντά­γω­νο κε­φά­λι ενός γά­του που τρι­βό­ταν στην γά­μπα της. Ο Ρέ­νος τε­λεί­ω­νε ένα και­νούρ­γιο βυσ­σι­νί ανα­ψυ­κτι­κό, που πά­ντως δεν τον εί­χε εντυ­πω­σιά­σει Δεν βοη­θού­σε και το κα­λα­μά­κι, που τώ­ρα έμοια­ζε με βρα­σμέ­νο τρυ­πη­τό μα­κα­ρό­νι Νο 3

«και μελετούσε το πεντάγωνο κεφάλι ενός γάτου».  ΚΓΜ, 22/6/2023
«και μελετούσε το πεντάγωνο κεφάλι ενός γάτου». ΚΓΜ, 22/6/2023



Λέ­ξι: Ρέ­νο... Λοι­πόν, το σκέ­φτη­κα αρ­κε­τά και στο λέω. Θέ­λω να αγο­ρά­σης ένα με­γά­λο μα­στί­γιο και ένα ζευ­γά­ρι χει­ρο­πέ­δες... Επί­σης να φέ­ρης δύο σι­δε­ρό­βερ­γες και ένα μα­γκά­λι για να τις πυ­ρώ­σης …

Ρέ­νος: Ά, Λέ­ξι, Λέ­ξι... Η Λέ­ξι, η όλο εκ­πλή­ξεις! Πά­ντως, ό,τι και να έχης ακού­σει για μέ­να, θέ­λω να σου πω ότι αυ­τό με τα πυ­ρω­μέ­να σί­δε­ρα μου φαί­νε­ται κα­λό μό­νο για τα μο­σχά­ρια.... Επί­σης, ελ­πί­ζω να μην βγή όλη αυ­τή η ιστο­ρία πα­ρα­έ­ξω και πά­θει η μάν­να μου καμ­μιά συ­γκο­πή!

Λέ­ξι: Έχε μου εμπι­στο­σύ­νη για όλα - φεύ­γω τώ­ρα! Εσύ βρες ό,τι σου ζή­τη­σα και θα συ­να­ντη­θού­με στην πα­λαιά γέ­φυ­ρα στις 7:00. Και νά­χης έτοι­μες, πυ­ρω­μέ­νες στην άκρη, τις σι­δε­ρό­βερ­γες!

Ρέ­νος: Κα­λά... Tο μα­γκά­λι και τα σί­δε­ρα θα τα φέ­ρω από την απο­θή­κη... Τα άλ­λα θα τα ψω­νί­σω από την Ρο­πή, αυ­τό το μα­γα­ζί με τα κόκ­κι­να & μαύ­ρα αξε­σουάρ στην άκρη της πα­ρα­λί­ας. Ξέ­ρεις, εκεί­νο που έχει την δια­φή­μι­σι με ένα ζευ­γά­ρι που λέ­ει ‘Μι­σή ρο­πή δι­κή μου, μι­σή ρο­πή δι­κή σου’. Και, νο­μί­ζω, δεν με ξέ­ρει ο ιδιο­κτή­της Επί­σης, ΟΚ, θα πάω ντυ­μέ­νος Έλ­βις με την απο­κριά­τι­κη πε­ρού­κα, τα με­γά­λα γυα­λιά και το φαρ­δύ μοβ που­κά­μι­σο με τα λα­χού­ρια ― και με­τά θα το κά­ψω... Τέ­λος πά­ντων, θα πά­ρω τα μέ­τρα μου... Αλ­λά στην γέ­φυ­ρα του πορ­θμού;... Δεν εί­ναι λί­γο επι­κίν­δυ­νο όλο αυ­τό;

Λέ­ξι: Ρέ­νο, έχε μου εμπι­στο­σύ­νη!

β. στην πα­λαιά γέ­φυ­ρα

Λέ­ξι: Ωραία, Ρέ­νο, έφε­ρες το υλι­κό ― και εγώ έφε­ρα για σέ­να αυ­τό το κεί­με­νο ...

Ρέ­νος: Λέ­ξι, ανη­συ­χώ ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο... Τι εί­ναι αυ­τό το κεί­με­νο; Τι έχεις στο μυα­λό σου; Και τι εί­ναι αυ­τός που στή­θη­κε απέ­να­ντι με την κά­με­ρα;

Λέ­ξι: Αυ­τός απέ­να­ντι; Εσύ & εγώ στην Δρά­μα... Θα δης αρ­γό­τε­ρα, μην ανη­συ­χής ... Δώ­σε μου τα σύ­νερ­γα! Και άρ­χι­σε να δια­βά­ζης, αρ­γά και με δυ­να­τή φω­νή, το κεί­με­νο που σου έδω­σα

«δείξε μου στο νερό». Ελένη Ρακαντά, 25/6/2023
«δείξε μου στο νερό». Ελένη Ρακαντά, 25/6/2023



Η Λέ­ξι πε­τά­ει τις χει­ρο­πέ­δες στο νε­ρό Χτυ­πά­ει την επι­φά­νεια του νε­ρού πολ­λές φο­ρές με το με­γά­λο μα­στί­γιο Βυ­θί­ζει στο νε­ρό τις πυ­ρω­μέ­νες σι­δε­ρό­βερ­γες Ήχος άγριος συ­ρι­στι­κός και, αμέ­σως με­τά, η Λέ­ξι φω­νά­ζει ‘Τε­λειώ­σα­με!’

και ενώ η Λέ­ξι κά­νει όλα αυ­τά, ο Ρέ­νος δια­βά­ζει δυ­να­τά το κεί­με­νο:

Δεν εί­σαι θά­λασ­σα που της πρέ­πουν τι­μές, αλ­λά ένας θο­λε­ρός και αλ­μυ­ρός πο­τα­μός που πη­γαί­νει συ­νε­χώς πέ­ρα δώ­θε Και έτσι κά­πο­τε κα­τέ­στρε­ψες δύο βάρ­κες του παπ­πού μου. Μας αδί­κη­σες λοι­πόν και τι­μω­ρία σού πρέ­πει’! Αυ­τά εί­πε και μα­στί­γω­σε το νε­ρό, έρ­ρι­ξε μέ­σα ένα ζευ­γά­ρι χει­ρο­πέ­δες και στο τέ­λος ση­μά­δε­ψε το νε­ρό με πυ­ρω­μέ­να σί­δε­ρα

Ρέ­νος: Έκα­να όσα μου ζή­τη­σες και εί­δα όσα έκα­νες... Αλ­λά τι εί­ναι όλα αυ­τά; Δεν κα­τα­λα­βαί­νω...

Λέ­ξι: Βάρ­βα­ρά τε καὶ ἀτά­σθα­λα, Ρέ­νο μου... Ξέρ­ξης! Ενώ μας έμει­νε και το μα­στί­γιο

[ΚΓΜ + Πολύμνια, 22/6/2023]



2. και βαί­νεις

έχεις φά­ει αγκι­νά­ρες, έχεις φά­ει αγκι­νά­ρες, μα­ρι­νά­τες ή αλά πο­λί­τα, και πη­γαί­νεις και βαί­νεις, εδώ και ένα τέ­ταρ­το

Ο άγνω­στος που κά­θε­ται δί­πλα σου στο με­τρό εί­ναι ο υπεύ­θυ­νος για το ανέκ­δο­το με τους χαρ­τα­ε­τούς που άκου­σες χθες Και εσύ έχεις αφή­σει ανοι­χτά στα γό­να­τά σου τα Άπα­ντα που χά­ζευ­ες, σκέ­φτε­σαι το ανέκ­δο­το και γε­λάς νευ­ρι­κά Ο άγνω­στος γυ­ρί­ζει και σε κοι­τά­ζει Έστη­νε ένα και­νούρ­γιο ανέκ­δο­το με δυο για­τρούς και μια σα­λά­τα λά­χα­νο-κα­ρώ­το στο τρα­πέ­ζι τους και εσύ τον ενό­χλη­σες

τώ­ρα, το βλέμ­μα του πέ­φτει στα Άπα­ντα: ‘κε­ρα­μί­δια’, ‘κρεμ­μύ­δια’... Ανα­γνω­ρί­ζει το ποί­η­μα του Κα­ρυω­τά­κη και κου­νά­ει το κε­φά­λι του Εσύ σκέ­φτε­σαι να πης κά­τι, ίσως και να μοι­ρα­στής το ανέκ­δο­το που σε έκα­νε να γε­λάς νευ­ρι­κά

«ειδώλιο». Ελένη Ρακαντά, 11/2023. Διασκευή Ε.Ρ. και ΚΓΜ
«ειδώλιο». Ελένη Ρακαντά, 11/2023. Διασκευή Ε.Ρ. και ΚΓΜ



όμως τις μέ­ρες αυ­τές, που όλοι εί­ναι εκνευ­ρι­σμέ­νοι και οι μι­σοί μα­θαί­νουν πο­λε­μι­κές τέ­χνες, ίσως εί­ναι προ­τι­μώ­τε­ρο να ελατ­τώ­νης όσο μπο­ρείς το απο­τύ­πω­μά σου Οπό­τε απλώς λες ένα Συγ­γνώ­μη! και γυ­ρί­ζεις προς τον σκο­τει­νό τοί­χο της σή­ραγ­γας

αλ­λά ασυ­ναί­σθη­τα, συ­νο­δεύ­εις με μία κί­νη­σι σαν να σβή­νης με τον αγκώ­να του που­λό­βερ σου την δα­χτυ­λιά σου στο πα­ρά­θυ­ρο του άλ­λου Όμως ο άλ­λος πα­ρε­ξη­γεί την κί­νη­σι και [...]

[...] Βγαί­νεις από το με­τρό Εί­ναι πια ηλιο­βα­σί­λε­μα Αλ­λά εσύ βλέ­πεις κά­τι σαν σκόρ­πια βρα­σμέ­να κρεμ­μύ­δια, μια αφίσ­σα για δια­δή­λω­σι του κλά­δου σου και μια πα­τη­μέ­νη κόκ­κι­νη ντο­μά­τα Βγά­ζεις το κι­νη­τό, στέλ­νεις, και στον εαυ­τό σου, το μή­νυ­μα: ‘ Σαν ένα ει­δώ­λιο Σαν μια πλαγ­γό­να, μια μπά­μπο­λα Ή έτσι στέ­κε­σαι ή ...’

[22/11/2023]


3. η άγνω­στος με την κον­σέρ­βα

δεν έπαιρ­νε συ­χνά το Κτελ αλ­λά αυ­τή την φο­ρά έπρε­πε Και τώ­ρα εί­χαν πε­ρά­σει δύο ώρες χω­ρίς να έχη ανταλ­λά­ξει λέ­ξι με τον κά­πως εν­δια­φέ­ρο­ντα, του­λά­χι­στον έτσι φαι­νό­ταν, δι­πλα­νό της. Αυ­τός πά­λι, συ­χνά της έρ­ρι­χνε κλε­φτές μα­τιές, ενώ κά­που-κά­που διά­βα­ζε λο­ξά 1-2 φρά­σεις από το πρά­σι­νο βι­βλίο της Ήταν το ‘Σί­κου­ελ της Τέ­χνη­ς’ του Γιάν­νη Λό­μπ­στερ Βι­τρί­νη Ένα βι­βλίο που αντί για εξώ­φυλ­λο με πί­να­κα του Κλέε εί­χε το σή­μα ‘Kleekraft? Nein danke!’, τέ­λος πά­ντων

αυ­τή έβγα­λε από το σακ­κί­διό της ένα μι­κρό μαύ­ρο μα­ντε­μέ­νιο τη­γά­νι με δύο λα­βές Το ακού­μπη­σε στα γό­να­τα, το­πο­θέ­τη­σε στο κέ­ντρο μία κον­σέρ­βα Katsuwonus με χα­λα­πέ­νιο και τρά­βη­ξε απο­φα­σι­στι­κά το δα­κτυ­λί­δι Κά­ποιοι αι­σθάν­θη­καν κά­ποιες, ελά­χι­στες μι­κρές στα­γό­νες λα­διού, ενώ η πι­κά­ντι­κη μυ­ρω­διά γρή­γο­ρα έφθα­σε, αρ­κε­τά έντο­νη, έως και τέσ­σε­ρεις, πέ­ντε σει­ρές πιο πέ­ρα Αλ­λά αυ­τή την στιγ­μή οι επι­βά­τες εκτός από τον δι­πλα­νό δεν εί­χαν και τό­ση ση­μα­σία

με μία γρή­γο­ρη κί­νη­σι ξε­κόλ­λη­σε το δα­κτυ­λί­δι από το κα­πά­κι της κον­σέρ­βας Το πέ­ρα­σε στον πα­ρά­με­σο του δε­ξιού και πιά­νο­ντας αμή­χα­να τον για­κά του κο­ραλ­λί που­κά­μι­σου της, μί­λη­σε πρώ­τη:

Εγώ από δα­κτυ­λί­δια μό­νον κον­σέρ­βας έχω βά­λει σε αυ­τό το χέ­ρι... Πη­λα­μύ­δες και θύν­νοι, που λέ­ει ένας φί­λος... Γί­γα­ντες και, φυ­σι­κά, ντολ­μα­δά­κια ... Εσείς, δη­λα­δή εσύ, μή­πως, ας πού­με, εί­χες μό­νι­μο δα­κτυ­λί­δι αλ­λά σε έσφιγ­γε και στο τέ­λος έβγα­λες;... Εν­νοώ, όπως οι πε­ρισ­σό­τε­ροι...


«ξέφωτο ή ζέφωτο». Ελένη Ρακαντά, 11/2023
«ξέφωτο ή ζέφωτο». Ελένη Ρακαντά, 11/2023



Και εί­πε αυ­τός:

Δεν εί­μαι των δα­χτυ­λι­διών, ού­τε καν της κον­σέρ­βας! Μό­νο στο Γυ­μνά­σιο εί­χα δο­κι­μά­σει στο χέ­ρι μου ένα χρυ­σό κρί­κο μιας κουρ­τί­νας του πα­τρι­κού Και από κον­σέρ­βες τρώω κυ­ρί­ως κορν μπήφ – αυ­τό που ανοί­γει με εκεί­νο το απλο­ποι­η­μέ­νο φεί ... Λέω μά­λι­στα ότι για μέ­να υπάρ­χουν μό­νο δύο κλει­διά, του σολ της μου­σι­κής και του κορν μπήφ της κον­σέρ­βας

Και στο σπί­τι; ... Ή στο γρα­φείο;...

Ε, στο σπί­τι μπαί­νω με την ταυ­τό­τη­τα... Αλ­λά πες μου για αυ­τό που δια­βά­ζεις... Φα­ντά­ζο­μαι, εί­σαι της τέ­χνης, γε­νι­κά μια γυ­ναί­κα έντε­χνη... Με Αρ­βα­νι­τά­κη, σκέ­φτο­μαι, και με Αλι­βά­νι­στους... Αφίσ­σα Ντυ­σάν στον τοί­χο του γρα­φεί­ου, γι­λέ­κα από τον Κα­λο­νο­τιά και τέ­τοια, ε;

Και εί­πε αυ­τή:

Ε, πε­ρί­που... Λοι­πόν, κοί­τα­ξε, αυ­τός εδώ, ο Λό­μπ­στερ Βι­τρί­νης, συ­ζη­τά­ει το με­τά την τέ­χνη Για­τί, ξέ­ρεις, κά­ποιοι, αρ­κε­τοί από εμάς, βλέ­πουν ένα, δύο, τρία προ­βλή­μα­τα... Ποιος και πώς θα κά­νη το με­τα-έντε­χνο; Και για ποιους θα το κά­νη; Και άλ­λα τέ­τοια...

Και εί­πε αυ­τός:

Κά­τι με A.I., με­ταλ­λαγ­μέ­νους και ρο­μπότ εί­ναι όλα αυ­τά; Λοι­πόν... Eμέ­να, όσο και αν σου φαί­νε­ται πα­ρά­ξε­νο, αυ­τό που με απα­σχο­λεί πε­ρισ­σό­τε­ρο εί­ναι αν στους επό­με­νους θα αρέ­ση το γλυ­κό­ξι­νο!

― Μι­λάς για κά­τι κι­νέ­ζι­κα; Και για την κέ­τσαπ, το με­λό­ξυ­δο και κά­ποιες συ­ντα­γές με δα­μά­σκη­να;

―Λέω, και μά­λι­στα πιο πο­λύ, για τις τσα­ρη­κό­λες, τις λε­μο­νί­τες και όλα αυ­τά ... Για­τί, να, έχου­με την ‘Τσά­ρης-Αε­ριού­χα’, μια οι­κο­γε­νεια­κή εται­ρεία, που έχει για σή­μα πέ­ντε μπουρ­μπου­λή­θρες Να, αυ­τό εδώ εί­ναι το σή­μα... Σαν των Ολυ­μπια­κών αγώ­νων εί­ναι κά­πως, αλ­λά πιο ανοι­κτό και κά­πως ακα­νό­νι­στο... Ξέ­ρεις, εγώ το σκέ­φτη­κα!

εκεί­νη την στιγ­μή το λε­ω­φο­ρείο βγή­κε από τον δρό­μο και στα­μά­τη­σε στο ‘Χά­νι τού Αγιάν­νη’, με ένα σή­μα ίσως πιο άθλιο και από αυ­τό της εται­ρεί­ας ‘Τσά­ρης -Αε­ριού­χα’.

Στά­σι 20 λε­πτά!’, εί­πε ο οδη­γός και άνοι­ξε τις πόρ­τες

αυ­τή εί­πε ένα ‘we serve and conserve – κρά­τα το!’ και κα­τέ­βη­κε βια­στι­κά, σφίγ­γο­ντας το σακ­κί­διό της Κά­τι στο λε­ω­φο­ρείο, όπως ένα ψα­λί­δι στα τυ­φλά μέ­σα σε ένα σακ­κί με νή­μα­τα, πή­γαι­νε κά­πως Και απο­φά­σι­σε να μην ξα­να­μπή

ο δι­πλα­νός έμει­νε στην θέ­σι του να κρα­τάη το μα­ντε­μέ­νιο σκεύ­ος με την ανοιγ­μέ­νη κον­σέρ­βα Αυ­τή γρή­γο­ρα έγι­νε ένα με τις σκιές μιας κα­τη­φό­ρας και συ­νέ­χι­σε σε ένα δά­σος πυ­κνό που πορ­φύ­ρι­ζε Δεν στα­μά­τη­σε να περ­πα­τάη γρή­γο­ρα πα­ρά μό­νον όταν έφτα­σε σε ένα ψέ­φω­το

κοί­τα­ξε τρι­γύ­ρω Ξε­χώ­ρι­ζαν μό­νον κά­τι πε­τα­μέ­να στο­λί­δια του Χάλ­λο­ουιν, τώ­ρα και στην Ελ­λά­δα Και στο κι­νη­τό της που χτύ­πη­σε απά­ντη­σε: ‘Θα έρ­θω... Ναι, θα έρ­θω, αλ­λά πο­λύ αρ­γό­τε­ρα... Ε, κά­τι μου έτυ­χε!’ Με­τά ξα­νά­νοι­ξε το ‘Σί­κου­ελ της Τέ­χνη­ς’. Διά­βα­σε μό­νον τις τε­λευ­ταί­ες δύο σε­λί­δες, φώ­να­ξε εκνευ­ρι­σμέ­νη ‘Άσε μας, ρε Γιάν­νη!’ και πέ­τα­ξε το βι­βλίο, που πιά­στη­κε σε κά­τι κλα­διά

Για τον γλυ­κό­ξι­νο δι­πλα­νό, αυ­τή έμει­νε για πά­ντα ‘Η άγνω­στος με την κον­σέρ­βα’. Αν και ένας επι­βά­της τού εί­πε αρ­γό­τε­ρα ότι στον σταθ­μό των Κτελ κά­ποιος την απο­χαι­ρέ­τη­σε φι­λώ­ντας την και λέ­γο­ντας ‘Κα­λό τα­ξί­δι Νέ­φη!’ ή κά­τι τέ­τοιο

[3/12/2023]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: