Πειραιάς-Αλεξανδρούπολη


Αι­σθή­σεις  ≈  7/3

Αδα­ής δι­πλώ­νε­σαι και χώ­νε­σαι στην αγκα­λιά μου. Τα χέ­ρια σου μου φρά­ζου­νε τη μέ­ση. Για λί­γο δε μι­λάς. ‘Όταν σε ρω­τάω κά­τι πά­λι δε μι­λάς. Μου δί­νεις ένα λο­ξό χα­μό­γε­λο και λες πως δεν πρό­κει­ται να πεις τί­πο­τε πα­ρα­πά­νω. Τα φώ­τα εί­ναι έντο­να. Δεν αντέ­χω. Τα κλεί­νω κι ανά­βεις του δια­δρό­μου. O τοί­χος σου γί­νε­ται απα­λό γα­λά­ζιο. Ένα γα­λά­ζιο που χαί­ρε­σαι να το κοι­τάς. Ρου­φά­ει μέ­σα του ανα­κου­φί­ζει. Κοι­τά­ζω μια τον τοί­χο. Μια εσέ­να. Πας και κά­θε­σαι στη με­ριά που εί­χες στον κα­να­πέ. Πλη­σί­α­σα κά­πως δει­λά και πή­γα να κα­πνί­σω. Άνοι­ξα το πα­ρά­θυ­ρο να μπει φρέ­σκος αέ­ρας. Με­τά από λί­γο έπια­σε δυ­να­τή βρο­χή. Μό­νο την άκου­γα. Δε μπο­ρού­σα να τη δω. Φα­ντα­ζό­μουν πώς θα έσκα­γε πά­νω στο τσι­μέ­ντο. Την έκα­να ει­κό­να κά­τω απ’ το φως. Τις στα­γό­νες που μα­ζεύ­ο­νταν. Αν το φως ήτα­νε κί­τρι­νο ή ελα­φρύ πορ­το­κα­λί και πώς φαι­νό­ταν το μπαλ­κό­νι απέ­να­ντι. Αν μας βλέ­πα­νε, όπως τους βλέ­πα­με εμείς.


Φά­ρος  ≈ 17/3

Κάθι­σα απέ­να­ντι απ’ τον φά­ρο. Εί­χε νυ­χτώ­σει. Οι σκέ­ψεις τρέ­χαν γρή­γο­ρα. Απέ­να­ντι πε­τού­σα­νε κά­τι που­λιά. Θα ήταν γλά­ροι, δεν θυ­μά­μαι κα­λά. Εί­χα βά­λει τα ακου­στι­κά κι άκου­γα το ίδιο κομ­μά­τι. Πρέ­πει να το εί­χα ακού­σει πολ­λές φο­ρές εκεί­νη τη μέ­ρα. Δί­πλα απ’ τον φά­ρο ήτα­νε κά­τι σι­ντρι­βά­νια. Θυ­μά­μαι να τα κοι­τά­ζω και να στρέ­φω το βλέμ­μα μου αλ­λού. Δεν εί­χαν εν­δια­φέ­ρον. Απ’ την άλ­λη με­ριά στ’ αρι­στε­ρά, στέ­κο­νταν κά­ποιοι νε­α­ροί που κοί­τα­ζαν με πε­ριέρ­γεια. Κλε­φτές μα­τιές όχι κά­τι τ’ αδιά­κρι­το. Κα­θό­μουν με τη τσά­ντα πά­νω στα πό­δια σαν να τη φυ­λού­σα. Εί­χα να κα­πνί­σω όλη μέ­ρα. Με φό­ντο το φά­ρο θα έκα­να όλο το πα­κέ­το αν μπο­ρού­σα. Κοί­τα­ζα το λευ­κό του φως και ανα­ρω­τιό­μουν πό­σο μα­κριά μπο­ρού­σε να φτά­σει. Αν το έβλε­παν όντως τα πλοία. Δε γί­νε­ται όμως να μη το βλέ­πα­νε για­τί δεν ήταν δια­κο­σμη­τι­κός. Δού­λευε στ’ αλή­θεια. Κά­που εκεί, ση­κώ­θη­κα και κα­τέ­βη­κα τα σκα­λο­πά­τια για την πα­ρα­λία. Σκε­πτό­με­νη το ίδιο έντο­να το άτο­μο που σκε­φτό­μουν και πριν.


Ψα­ρά­κια  ≈  24/3

Τη δεύ­τε­ρη φο­ρά που συ­να­ντη­θή­κα­με με­τά από κεί­νο το βρά­δυ μ’ έβγα­λες στα μέ­ρη σου να φά­με ψά­ρια. Με ρώ­τη­σες αν μ’ άρε­σαν και σου ’πα ναι. Κα­τά βά­θος ήθε­λα ν’ αρέ­σει σε σέ­να, για­τί εσύ το πρό­τει­νες. Αν ήθε­λες θά­λασ­σα, θα βλέ­πα­με θά­λασ­σα. Ψά­ρια, ψά­ρια. Έτσι λοι­πόν έκλει­σε, με­τά από σύ­ντο­μη δια­πραγ­μά­τευ­ση με­τα­ξύ ιτα­λι­κού, σού­σι και ψα­ριών. Κα­νέ­νας δεν απο­φά­σι­ζε πού να πά­με, το πή­ρα­με περ­πα­τη­τά λί­γο πο­λύ ό,τι λά­χει και τη τύ­χη με το μέ­ρος μας. Σε συ­νά­ντη­σα σχε­δόν έξω απ’ το σπί­τι σου και θυ­μά­μαι να μ’ ενο­χλεί ο ήλιος. Δεν εί­πα τί­πο­τα όμως ή προ­σπά­θη­σα να μη το δεί­ξω, για­τί εσέ­να σ’ άρε­σε κι εί­πες ήθε­λες να βγεις νω­ρίς να τον προ­λά­βεις. Ήσουν υπερ­κι­νη­τι­κός. Δε μπο­ρού­σες να πε­ρι­μέ­νεις στην ου­ρά. Περ­νού­σα­με έξω από τα μα­γα­ζιά που σ’ άρε­σαν και φεύ­γα­με με το που ’βλε­πες κό­σμο να πε­ρι­μέ­νει. Σι­γά σι­γά άρ­χι­σε να μ’ αρέ­σει ο ήλιος. Εί­δα ότι δεν έκαι­γε και κα­τά­λα­βα πως μου ’χε λεί­ψει να ’μαι έξω τέ­τοιες ώρες. Ορ­κι­σμέ­νος εχθρός του να καί­γο­μαι, έβγαι­να σχε­δόν πά­ντα όταν ξε­κί­να­γε να πέ­φτει, μ’ εξαί­ρε­ση τις δια­κο­πές που ήταν ανα­γκαίο κα­κό. Έτσι φτά­σα­με στην άλ­λη άκρη της Πει­ραϊ­κής κι εσύ λια­ζό­σουν. Μια ήθε­λα να σε πά­ρω αγκα­λιά μια να σε ρί­ξω κά­τω. Αν και τε­λευ­ταία στιγ­μή το ’παιρ­να πί­σω για­τί μ’ άρε­σες και ήθε­λα να σε κοι­τώ. Στο τέ­λος κά­που κά­τσα­με για­τί δεν σ’ άφη­σα να φύ­γεις. Σού­φρω­νες το στό­μα σου. Κου­νιό­σου­να δε­ξιά και αρι­στε­ρά μέ­χρι να πά­ρου­με τρα­πέ­ζι. Έγι­νε γρή­γο­ρα ευ­τυ­χώς και ησύ­χα­σες.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: