Το αρχιπέλαγος Κυψέλη

Το αρχιπέλαγος Κυψέλη


Εργασία υποβληθείσα εις την Ακαδημίαν Αθηνών, Τάξη Εφαρμοσμένων Θετικών Επιστημών.




Η Κυψέλη αποτελεί συνοικία της πόλεως των Αθηνών ιδρυθείσα τις αρχές του προηγούμενου αιώνος. Εάν θέλωμεν να ομιλήσουμε από την πλευρά της πολεοδομικής ιστορίας, θα εύρωμεν ότι κατά τον 19ο αιώνα, εκτός των ορίων της τότε πόλεως των Αθηνών κατά μήκος της οδού Πατησίων ανεγείρονται κτίσματα πολυτελή και ιδίως εξοχικές κατοικίες. Οι πρώτες ταύτες κατοικίες, κυρίως επί της συμβολής των οδών Αλεξάνδρας και Πατησίων, αποτελούν κατοικίες πλουσίων εφοπλιστών και κεφαλαιούχων, προερχόμενων εκ της ομογένειας της Αφρικανικής ηπείρου, ήτοι Αλεξανδρινοί και λοιποί.[1] Εξ ού και στη συμβολή των ανωτέρω δύο λεωφόρων υπάρχει μέχρι και σήμερα η Πλατεία Αιγύπτου, η οποία πρωτίστως χρησιμοποιείται ως τόπος σταθμεύσεως (πάρκινγκ) των λεωφορείων του ΚΤΕΛ Αττικής. Την εποχή εκείνη εν τη περιοχή άνωθεν της οδού Πατησίων και μέχρις της αδιευκρίνιστου σήμερα περιοχής που ονομάζουμε Πολύγωνο, εκτεινόταν η Κυψέλη. Η ονοματοδοσία της προφανώς εδράζεται στην ύπαρξη κυψελών, ήτοι τετράγωνων κιβωτίων, όπου εκτρέφονται μέλισσες με σκοπό την απόληψη μελιού. Λόγω του ανηφορικού τού ανάγλυφου της περιοχής και την γειτνίαση με τα υψώματα των Τουρκοβουνίων και της λεγόμενης Αλεπότρυπας αφενός αλλά και την περιοχή του τόπου, όπου ονομάζουμε σήμερον Πεδίον του Άρεως αφετέρου, η εκτροφή μελισσών ήταν η κύρια παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων της.
Ποια είναι τα σύνορα της Κυψέλης;[2] Εάν δούμε την σημερινή χωροταξική κατανομή των διοικητικών ορίων του Δήμου Αθηναίων, θα εύρωμεν ότι ως Κυψέλη φέρεται η περιοχή δυτικά της οδού Πατησίων, έως τα σύνορα με τον νεοπαγή Δήμο Γαλατσίου, καθώς και με το Πεδίο του Άρεως και τον σημερινό ναό της Θέμιδος. Την ανωτέρω οριοθέτηση δέχονται πλείστες όσες εργασίες συναδέλφων.[3] Είναι όμως ορθή αυτή η οριοθέτηση;
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να αποδείξει ότι ως Κυψέλη ορίζεται η περιοχή άνωθεν της οδού Δροσοπούλου και ήκιστα έως της οδού Καυκάσου προς ανατολάς και ότι η ονοματοδοσία των οδών επηρεάζει την συμπεριφορά των κατοίκων αυτής. Νοτίως αδιαμφισβήτητα ορίζεται εκ της οδού Ευελπίδων (και ουχί και Μαυροματαίων καθώς όπως προείπαμε η Κυψέλη εξικνείται έως της οδού Δροσοπούλου) και Βορείως εκ της λεγόμενης Αλεπότρυπας. Οι ονομασίες Νέα και Άνω Κυψέλη θεωρούνται διά την παρούσαν εργασίαν ως άνευ σημασίας, καθώς κατά την άποψη του γράφοντος ως Κυψέλη είναι μόνον οι περιοχές που περικλείονται από ονόματα νήσων. Είναι το αρχιπέλαγος Κυψέλη.
Προκειμένου να υπάρξει μία αίσθηση για την περιοχή στις αρχές του περασμένου αιώνος θα πρέπει να ανατρέξουμε στις περιγραφές της Κερένιας Κούκλας του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου (έτος εκδόσεως 1910), όπου ο ήρως κατά την διάρκεια της μυθιστορίας μεταβαίνει από την κατοικία του στον Λόφο Φιλοπάππου σε μία εκκλησία εις το εξωτικό Πολύγωνο, στην ερημιά, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά. Ποια να είναι αυτή η εκκλησία; Μήπως ο σημερινός Άγιος Ευθύμιος που βρίσκεται μεταξύ των οδών Ωλένου και Αργοστολίου στα σύνορα Κυψέλης και Πολυγώνου; Πρόκειται για την μοναδική εκκλησία που τιμά τον Άγιο Ευθύμιο στο λεκανοπέδιο Αττικής, όπως μαρτυρείται από εκκλησιαστικούς κύκλους, με τους οποίους συνομίλησε ο γράφων.
Αναφέρεται ευρέως στο διαδίκτυο,[4] ότι κατά το έτος 1908 ο φερόμενος ως τοπογράφος Αθανάσιος Γεωργιάδης οριοθέτησε και χάραξε την Κυψέλη. Η ευρέως αυτή διαδομένη άποψη έχει ως βάση της το πραγματικό γεγονός, ότι στον ανωτέρω Νομομηχανικό του Δήμου Αθηναίων, απόφοιτον του Πολυτεχνείου, ανατέθηκε η αποτύπωσις της πόλεως των Αθηνών. Κατ’ αρχήν να επισημανθεί ότι ο ανωτέρω νομομηχανικός θα πρέπει να θεωρηθεί ως εκ των προδρόμων της Αρχιτεκτονικής της Ευεξίας, καθώς με την εργασία του εκδοθείσα το έτος 1926 με τίτλο «Η Αρμονία εν τη Αρχιτεκτονική Ποιήσει» εξετάζει τη σχέση της αρχιτεκτονικής με τη μουσική, την ποίηση και την αρμονία.
Στην ανωτέρω εργασία[5] περιγράφονται όλες οι συνοικίες του τότε Δήμου Αθηναίων, από τη συνοικία των Ανακτόρων έως αυτή του Χεζολίθαρου και από την εξωτική Κυψέλη έως τα Παντρεμενάδικα. Η Κυψέλη ορίζεται ως η περιοχή μεταξύ δύο ρεμάτων και ειδικότερον αυτού που σήμερον είναι οδός Ευελπίδων και εκείνου που φέρει το όνομα του πρώην Δημάρχου Αθηναίων Φωκίωνος Νέγρη. Άρχεται άνωθεν της οδού Πατησίων, και φτάνει μέχρι την οδό Σκοπέλου. Εμβληματικό σημείο στην ανωτέρω αποτύπωση είναι το σπίτι του Ναυάρχου Κανάρη,[6] ο οποίος ήτο εκ των πρώτων οικιστών της περιοχής, καθώς, σύμφωνα με την αρχαιοελληνικού ύφους αναθηματική επιγραφή άνωθεν της εισόδου της πολυκατοικίας που οικοδομήθηκε εις την συμβολή των οδών Κυψέλης και Αγίου Μελετίου, αναφέρεται ως έτος θανάτου του το έτος 1877 στην ανωτέρω οικία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τοπογραφικός χάρτης του νομομηχανικού Γεωργιάδη αφενός αποτυπώνει μία κατάσταση, αφετέρου χωρίζει εμφανώς αδόμητη γη σε οικοδομικά τετράγωνα. Σύμφωνα με άλλες πηγές[7] για την εν γένει περιοχή κατά τον 19ο αιώνα «δηλαδή από την απελευθέρωση του Ελληνικού Κράτους από τους Οθωμανούς και ειδικότερα από την παραχώρηση της Αττικής στις 31.3.1833 στο Ελληνικό Κράτος με την από 9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τη θέση σε ισχύ του Β.Δ. 17/29 Νοεμβρίου 1836, ήταν αμιγώς δασική, ως αποτελούσα συμπαγές δάσος κωνοφόρων (χαλέπιος πεύκη - δενδρώδης βλάστηση) με υπόροφο αείφυλλων ή φυλλοβόλων πλατύφυλλων δασικών φυτών, που εμφανίζονται σε θαμνώδη μορφή. Ότι η δασική αυτή άγρια ξυλώδης βλάστηση των κωνοφόρων (πεύκων) με υπόροφο αείφυλλων ή φυλλοβόλων πλατύφυλλων δασικών φυτών, διατηρείτο συμπαγής από το 1833 μέχρι το έτος 1878, σταδιακά δε καταστράφηκε και υποβαθμίστηκε από το έτος 1878 και μεταγενέστερα, εξ αιτίας πυρκαγιών και διαβρώσεων του επικλινούς εδάφους. Ότι οι εκτάσεις αυτές, από το έτος 1878 και μεταγενέστερα, παρέμεναν αγεώργητες, καλυπτόμενες από αυτοφυή δασική άγρια ξυλώδη χορτολιβαδική βλάστηση από θαμνώδη δασοπονικά είδη αείφυλλα - φυλλοβόλα πλατύφυλλα ισχνής ανάπτυξης, με επικρατούντα είδη τον πρίνο και τον σχίνο, η οποία (βλάστηση) προοδευτικά με την πάροδο του χρόνου και ειδικότερα μετά το 1900, αλλοιώθηκε σε χορτολιβαδική βλάστηση από ποώδη και φρυγανώδη είδη, όπως φάλαρη (αγκάθια) και αγριοβρώμη, εξ αιτίας της πενιχρότητας του εδάφους (λίαν αβαθές έως άγονο έδαφος επί ασβεστολιθικού πετρώματος, εκπλυμένο λόγω της απομάκρυνσης περιοδικά της βλάστησης και των υφισταμένων ισχυρών κλίσεων).»
Όμως η χάραξις του νομομηχανικού Γεωργιάδη εισφέρει δύο κρίσιμα ζητήματα διά το παρόν πόνημα. Το πρώτον είναι ότι κατά την χάραξιν της Κυψέλης ακολούθησε μάλλον ή ήττον το οθωμανικό σύστημα. Είναι γνωστόν ότι κατά την διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, οπότε δόθηκαν γεωργικοί κλήροι στους ακτήμονες κατά χρήση κρατώντας το δικαίωμα κυριότητας τον Αλλάχ και τον εκπρόσωπό του επί της γης, τον Σουλτάνο, οι κλήροι αυτοί ήταν στραμμένοι προς την Μέκκα.[8] Το σύνολο της χάραξης της οθωμανικών γαιών είναι κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο αγρός αλλά και ο καλλιεργητής του, εργαζόμενος σε αυτό, να βλέπει την Μέκκα. Εάν παρατηρήσωμεν το σύνολο της πολεοδόμησης της Κυψέλης, ήτοι το σύνολο των οδών, άνωθεν της σημερινής οδού Δροσοπούλου, οι οποίες άρχονται εκ της οδού Ευελπίδων και έως και της οδού Καυκάσου συμπεριλαμβανομένης, θα διαπιστώσουμε ότι είναι λοξές. Είναι χαραγμένες με φοράν βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά, ήτοι να κοιτούν την Μέκκα. Μόνο η περιοχή εντεύθεν της Φωκίωνος Νέγρη και προς την περιοχή Γαλατσίου, η οποία στην ανωτέρω εργασία του νομομηχανικού Γεωργιάδη αναφέρεται ως συνοικία Άνω Πατήσια, έχει διαφορετική χάραξη, γεγονός που ευκόλως εξηγείται από το ότι ήταν εκτός της συνοικίας της Κυψέλης το έτος 1908.
Ήτο μήπως ο Αθανάσιος Γεωργιάδης οθωμανός; Προφανώς όχι. Η μόνη λογικοφανής εξήγηση, την οποία αποδέχεται το παρόν πόνημα είναι ότι ο ανωτέρω νομομηχανικός στα πλαίσια της αρμονίας των αρχιτεκτονικών γραμμών, επέλεξε να κοιτά το σύνολο των οδών προς το πέλαγος, αι οδοί να είναι πλάγιες όπως τα κύματα, τα οποία ουδέποτε είναι τετράγωνα αλλά, ως γνωστόν, καμπύλες ενέργειας. Το κύμα μόνο ως δύναμη, ως ενέργεια ορίζεται, καθώς κύμα δεν είναι το ύδωρ αλλά η δύναμη που του δίνει την μορφή της καμπύλης. Ποια δε μπορεί να είναι η αποτύπωση της καμπύλης στο στέρεο έδαφος της Κυψέλης; Η λοξότητα των οδών. Αι οδοί της Κυψέλης ομοιάζουν με κύματα που κατέρχονται των Τουρκοβουνίων και απλώνονται στην παραλία της Πατησίων, αφού διεμβολίσουν τον κυματοθραύστη της οδού Δροσοπούλου. Δεν είναι ίσως τυχαίο και ότι, όπως προείπαμε, αν όχι ο πρώτος, σίγουρα ο εμβληματικότερος οικιστής της ήτο ο Ναύαρχος Κανάρης.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της ανωτέρω εργασίας, το οποίο εξηγεί και το πρώτο είναι ότι μας παραδίδονται οι ονομασίες των ήδη υφιστάμενων οδών, οι οποίες είχαν δοθεί το έτος 1905 από την Επιτροπή Ονοματοθεσιών του Δήμου Αθηναίων.[9] Διαπιστώνουμε ότι το 1908 υπήρχαν οι οδοί Σύρου, Σκοπέλου, Σκύρου, Ευβοίας, Σπετσών, Κερκύρας και Παξών, Λευκάδος, Ιθάκης και Άνδρου, Σποράδων και Επτανήσου και βέβαια μοναδική εξαίρεση η οδός Κυψέλης και η Πάρνηθος, νυν Δροσοπούλου. Είναι για την παρούσα εργασία βέβαιον ότι υπήρξε αλληλεπίδραση της ονοματοδοσίας με την χάραξη των οδών, αλλά και της παρουσίας του Ναυάρχου Κανάρη και η Κυψέλη έλαβε την μορφή ταύτη.
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η Κυψέλη ορίζεται από το αρχιπέλαγος των νήσων της. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ονοματοδοσία των οδών της Κυψέλης αφορά ακόμα και σήμερα αποκλειστικά νήσους του ελληνικού αρχιπελάγους και μάλιστα της περιόδου προ του 1947. Όσο και εάν ερευνήσει κανείς στην Κυψέλη δεν θα βρει οδό Ρόδου, οδό Καλύμνου κ.ο.κ., ήτοι καμία νήσο τού συμπλέγματος των Δωδεκανήσων, καθώς το σύνολο της ονοματοδοσίας, πέραν αυτής του 1905, έγινε πριν τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, ήτοι πριν την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου το έτος 1947. Μόνο μία μικρή και ταπεινή οδό Δωδεκανήσου θα βρει κανείς, που ξεκινά άνωθεν της Κερκύρας και καταλήγει στην Σπετσών.
Αντιθέτως θα ανεύρει όλα τα υπόλοιπα ελληνικά νησιά. Μικρά, μεγάλα, πλην της Κρήτης, η οποία αντιπροσωπεύεται από την οδό Χανίων, ήτοι την παλαιά πρωτεύουσά της. Ακόμα και οδό Ευβοίας θα ανεύρει, διότι βεβαίως γεωγραφικώς η Εύβοια είναι νήσος, ήτοι βρέχεται γύρωθεν από θάλασσα. Αλλά και η οδός Ευβοίας της Κυψέλης έχει την ιδιαιτερότητα ότι εξέρχεται αυτής, ξεκινάει από αυτό που λέμε Πολύγωνο, μετά το τέλος των δικαστηρίων και κατέρχεται, μακριά και κατηφορική μέχρι και της οδού Κυψέλης. Είναι σαν την πραγματική Εύβοια, δισυπόστατη, ήτοι και νησί και ηπειρωτική χώρα. Μετά δε την οδό Κυψέλης, συνεχίζει ως ένα στενό εξαιρετικά μικρό που εκβάλει στην Φωκίωνος Νέγρη και την ονομασία – προφανώς εκ των υστέρων - οδός Χαιρωνείας, ενώ ομοιάζει με τον στενόν του Ευρίπου.
Υπάρχει και μία νήσος, αγαπημένη τού συγγραφέως για λόγους καταγωγής, που έχει διπλή ονοματοδοσία. Είναι η οδός Λέσβου και η οδός Μυτιλήνης, οι οποίες μάλιστα είναι παράλληλες, ξεκινούν από την οδό Μεγίστης, άλλο ακριτικό νησί και εκβάλουν στην Πατησίων. Πόσες παρεξηγήσεις θα έχουν ως αιτία την ονοματοδοσία αυτή, όταν ιδίως η μία είναι δίπλα στην άλλη; Να ενημερώνεις την αρραβωνιαστικιά σου ότι διαμένεις επί της οδού Λέσβου 25 και να έρχεται στην οδό Μυτιλήνης 25 και αντιστρόφως, καθιστάμενος τοιουτοτρόπως παντελώς αξιόπιστος. Σημειωτέον ότι πέραν της οδού Μεγίστης, που όπως αναφέραμε ανωτέρω εισέρχεται εκ Γαλατσίου, υπάρχει και οδός Καστελόρριζου, αλλά μακρόθεν της Μεγίστης, ένα μικρόν στενό κάθετο στην οδό Κυψέλης. Και οι δύο αυτές ονομασίες της ακριτικής νήσου, αλλά και μία μικρή οδός Κω, που υπάρχει στα πρανή της Κυψέλης, ήτοι κοντά στην Πατησίων, προφανώς δόθηκαν εκ των υστέρων, μετά την περίοδο της κύριας ονοματοδοσίας της περιοχής.
Λέγεται ότι η Κυψέλη έχει το μικρότερο ποσοστό πρασίνου ανά κάτοικο εις την Ευρώπη. Αυτό είναι απολύτως ορθό και αποδεικνύει ότι η φύτευση οικοδομών που απετέλεσε την κύρια δραστηριότητα της μεταπολεμικής περιόδου και ιδίως από την περίοδο της ανοικοδόμησης Καραμανλή μέχρι την επταετία Παπαδόπουλου,[10] δημιούργησε ένα τσιμεντένιο δάσος, το οποίο μπορεί να αποτελέσει εργαστήριο μελέτης των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων της επιλογής αυτής. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι η συγκεκριμένη περιοχή παρείχε μετά της όμορης των Πατησίων την μόνη δυνατότητα κατοίκησης των εξωτερικών μεταναστών (από ανατολικές, αφρικάνικες χώρες κ.λπ.), καθώς οι παλαιοί κάτοικοι αυτής μετά την δεκαετία του ογδόντα επέλεξαν την αγορά κατοικιών στα βόρεια προάστια.
Μετά την ανωτέρω παρέκβαση σε αντικείμενο εκτός του κυρίου θέματος της εργασίας θα πρέπει να επισημανθεί, ότι εξαίρεση στην ανωτέρω στατιστική περί πρασίνου αποτελεί η οδός Σπετσών. Μετά από επιτόπια μετάβαση και έρευνα ο γράφων ανακάλυψε ότι η οδός Σπετσών φιλοξενεί δάσος εξ ακακιών. Κατ’ αρχήν να επισημάνουμε στον αναγνώστη που τυχόν αγνοεί τα τοπογραφικά δεδομένα, ότι η οδός Σπετσών παρά το όνομα της, ήτοι μίας μικράς πλην ηρωικής νήσου έξωθεν του Αργολικού κόλπου, είναι μία πολύ μακριά οδός. Άρχεται εκ της οδού Ευελπίδων και φτάνει έως μετά και την πλατεία Κανάρη, διασχίζει όλη την Κυψέλη. Αντίστροφα υπάρχει και οδός Σπετσοπούλας, αλλά είναι πολύ μικρά, ένας πεζόδρομος, αντίστοιχη με την νήσο. Αλλά ακόμα και οδός Ρήνειας υπάρχει εν Κυψέλη, η ακατοίκητη νήσος πλησίον της εκδιδομένης Μυκόνου.
Η οδός, Σπετσών, όπως προείπαμε, καλύπτεται στο σύνολό της από ακακίες οι οποίες σκιάζουν όλην την οδό. Δεν πίπτει ακτίνα ηλίου επί της ασφάλτου της οδού Σπετσών και κατά τον λόγο τούτο, λειτουργεί ως όαση, ιδίως κατά την θερινή περίοδον. Πρέπει τέλος να επισημανθεί ότι στην συμβολή της οδού Σπετσών με το πρώην ρέμα της οδού Ευελπίδων, εκβάλει και ρέμα, απομεινάρι προφανώς του παλαιού ρέματος, ποταμός, καθώς ο προσεκτικός παρατηρητής θα δει λίγα μόλις μέτρα μετά την διασταύρωση της με την οδό Ευελπίδων ροή υδάτων στο οδόστρωμα, τα οποία εξαφανίζονται στις σχάρες της αποχέτευσης στο ύψος του γυμναστηρίου του Πανελληνίου. Η ροή των υδάτων είναι συνεχής, βεβαίως ολιγότερη κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αλλά πάντως υπαρκτή.
Η εξαίρεση στον ανωτέρω αναφερθέντα νησιωτικό κανόνα της ονοματοδοσίας των οδών της Κυψέλης είναι η ομώνυμη οδός, η Φωκίωνος Νέγρη, η Λέλας Καραγιάννη, η Πιπίνου και η Αγίου Μελετίου. Μικρές άλλες οδοί με διάφορα ονόματα, αποτελούν παρόδους που προφανώς έλαβαν την μορφή οδών αργότερα, μετά την λήξη της ονοματοδοσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου τύπου οδού είναι η οδός Αλήθειας, ένας φαρδύς πεζόδρομος με ημικυκλική μορφή μεταξύ των οδών Ζακύνθου και Κερκύρας. Πως θα αισθάνονται άραγε οι οικιστές της οδού Αλήθειας; Ιδίως δε, κάποια δικηγορικά γραφεία που εδρεύουν εκεί λόγω της εγγύτητας των δικαστηρίων, καθώς το σύνηθες είναι ότι η άσκησις του δικηγορικού λειτουργήματος πόρω απέχει από την διακονία της αλήθειας. Αλλά μήπως αυτό δεν είναι σύνηθες φαινόμενο; Δηλαδή η κατ’ ευφημισμόν απόδοση μίας ονομασίας ακριβώς αντίθετης από την πραγματικότητα, ως να θέλουμε να εξορκίσουμε αυτήν.[11]
Ως προς την οδό Φωκίωνος Νέγρη, όπως προαναφέρθηκε αποτελούσε ρέμα της περιοχής και μεταπολεμικά καλύφθηκε και έλαβε το όνομα του πρώην δημάρχου Αθηναίων. Ως προς την ομώνυμη οδό, προφανώς έλαβε το όνομα της ως η κύρια οδός πρόσβασης προς την πλατεία και καρδιά της περιοχής. Η οδός Αγίου Μελετίου, όπως και η Πιπίνου, είναι εξωτερικαί οδοί, ήτοι άρχονται κάτωθεν της Πατησίων και διεμβολίζουν την Κυψέλη. Ιδίως η Αγίου Μελετίου ξεκινάει από την περιοχή των γραμμών του σιδηροδρόμου και φθάνει μέχρι σχεδόν την πλατεία, χωρίς να υπάρχει σε κανένα σημείον της κάποια εκκλησία αφιερωμένη στον ομώνυμο άγιο. Το ζήτημα του λόγου της ονοματοδοσίας της συγκεκριμένης οδού ξεφεύγει από το κύριο θέμα της παρούσας εργασίας, όπως άλλωστε ξεφεύγει και η οδός της Κυψέλης. Ο γράφων, μεσημεριανές ώρες προσπαθώντας να ανεύρει τα γραφεία εταιρίας ιδιωτικού ταχυδρομείου (courier), που είχε ως διεύθυνση τριψήφιο αριθμό επί της οδού Αγίου Μελετίου, ξεκίνησε από την Κυψέλη και έφτασε στα Σεπόλια, πάντα βαδίζοντας επί της ίδιας οδού. Όπως συμβαίνει συνήθως,[12] το γραφείο ευρίσκετο στο τέλος της οδού.
Είπαμε ανωτέρω ότι η χάραξη των οδών οι οποίες διατρέχουν την Κυψέλη είναι κυματοειδής, λοξή. Ξεκινώντας από την Κυψέλης, Σπετσών, Κερκύρας και Καυκάσου, όλες ξεκινούν από την Ευελπίδων και ανεβαίνουν διαγωνίως μέχρι τα υψώματα, μετά την πλατεία. Ιδίως δε η Καυκάσου, το αναφέρει και το όνομα της άλλωστε, φθάνει ψηλότερα από όλες, όπως ο Καύκασος αντίστοιχα είναι το ψηλότερο βουνό της Ευρώπης ή τέλος πάντων αυτού που κατά κοινή παραδοχή θεωρείται Ευρώπη από απόψεως γεωγραφικής. Διότι όπως είναι γνωστό τι θεωρείται από άποψη πολιτισμική, ιστορική κ.λπ. Ευρώπη[13] είναι ένα θέμα εξαιρετικά περίπλοκο και πολλές φορές ακραιφνώς πολιτικό, καθώς όλοι θεωρούν τους εαυτούς τους Ευρωπαίους και τους αντιπάλους τους βαρβάρους.[14]
Οι κάθετες οδοί του αρχιπελάγους της Κυψέλης συνήθως εκβάλουν στην οδό Πατησίων. Είναι η Άνδρου, η Κεφαλληνίας με το γνωστό της θέατρο, η Ιθάκης, η Κύπρου, η Θάσου, οι χαμένες νήσοι Ίμβρος και Τένεδος, ακόμα και η οδός Ανάφης, που βρίσκεται στα ακρότατα όρια της Κυψέλης, όπως αντίστοιχα η γνωστή νήσος, και προτιμητέος τόπος εξορίας κατά το μεσοπόλεμον, αποτελούσε άκρον της ελληνικής επικράτειας προς ανατολάς, πριν την προσάρτηση των Δωδεκανήσων. Όμως από που ξεκινούν; Συνήθως από την οδό Κυψέλης, η οποία τέμνει την συνοικία. Η ίδια οδός άλλως ονομάζεται άνωθεν της οδού Κυψέλης και άλλως πως κάτωθεν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ιθάκης που απέναντι από την οδό Κυψέλης ονομάζεται Αιγίνης. Επιτρέψτε μου μία ειδική αναφορά στην οδό Σκοπέλου, όπου καταλήγει (ή μήπως ξεκινάει;) στα υψώματα της Κυψέλης, σε μία σκάλα και την ανεβαίνεις ως να ανεβαίνεις σε μονή των Μετεώρων.
Το αρχιπέλαγος της Κυψέλης είναι πολύχρωμο αλλά σαφώς διαχωρισμένο,[15] όπως αρμόζει στις ταξικές διαστρωματώσεις, όπως θα το δικαιολογούσαν κάποιοι κοινωνιστές. Στα πολυάριθμα υπόγεια, ισόγεια έως και τον πρώτο όροφο διαμένουν έγχρωμοι, από όλες τις φυλές της Αφρικής καθώς και Ινδοί, Πακιστανοί και άλλοι. Την Κυριακή το πρωί με παραδοσιακές ενδυμασίες οι γυναίκες κυρίως πηγαίνουν στις διάφορες εκκλησίες. Υπάρχουν όλων των ειδών εκκλησίες, που έχουν ευδοκιμήσει στην Αφρική, μίξη προτεσταντών και αφρικάνικων δοξασιών, όπως η Εκκλησία τού Όρους της Φωτιάς, που βρίσκεται στην οδό Ζακύνθου. Οι νέοι άντρες, ιδίως από το Πακιστάν και την Ινδία μαζεύονται στην Πλατεία Πρωτομαγιάς και ασκούνται μανιωδώς εις το κρίκετ. Παρατηρώντας τους τα Κυριακάτικα πρωινά κατανοείς ότι η αποικιοκρατία αφήνει πάντοτε τα ίχνη της, γενεές μετά την λήξη της. Άλλωστε, κατά μία άποψη, η αποικιοκρατία δεν χρειάζεται πλέον στρατό, αρκεί η τηλεόραση και ο οικονομικός έλεγχος.
Στις μέσους ορόφους των οικοδομών, δηλαδή από τον δεύτερο έως τον τέταρτο, για τις οικοδομές που έχουν περισσότερους ορόφους, μένουν είτε μετανάστες από την πρώην Σοβιετική Ένωση και την Αλβανία, είτε νεαροί, ζευγάρια συνήθως, πρώην κάτοικοι της συνοικίας των Εξαρχείων μετά την εκκαθάριση της περιοχής. Είναι ένα φαινόμενο που, εξ όσων γνωρίζουμε, πρώτη φορά επισημαίνεται στην παρούσα εργασία, η μετοίκηση δηλαδή ανθρώπων εξ Εξαρχείων προς την απέναντι πλευρά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, ήτοι στις περιοχές Γκύζη, τα παλαιά Πυθαράδικα, και Κυψέλης λόγω των φθηνότερων ενοικίων και της απουσίας αστυνομικών δυνάμεων στην περιοχή.
Τέλος, στους ανώτερους ορόφους κάθε οικοδομής διαμένουν κυρίως ηλικιωμένοι ελληνικής καταγωγής, παλαιοί κάτοικοι της περιοχής. Είναι τα τέκνα εκείνων που έδωσαν αντιπαροχή[16] τις μονοκατοικίες τους. Κυρίως χήρες που μεταβαίνουν στην λαϊκή της οδού Κερκύρας εκάστη Πέμπτη και συζητάνε για το πως μετεβλήθη η γειτονιά τους, που εισέρχονται στο τρόλεϊ και βλέπουν με απέχθεια τις πληθωρικές Αφρικανές με τα πολύχρωμα ρούχα και την ράστα κόμμωση που συνήθως κουβαλάνε κι ένα καρότσι με ένα-δυο κουτσούβελα[17] με παρόμοια κόμμωση. Αλλά και γηραιοί ευθυτενείς κύριοι, κυρίως προς την πλευρά της πρώην Σχολής Ευελπίδων, καθώς είναι φανερό πως πρόκειται για πρώην αξιωματικούς του στρατού ξηράς, που δεν μπορούν να απομακρυνθούν από τον τόπο που γνώρισαν ημέρες δόξας στη νεότητα τους ως ευέλπιδες,[18] οι οποίοι αγοράζουν αθλητική εφημερίδα, συνήθως φιλοπαναθηναϊκών αισθημάτων και εκ των πολιτικών Εστία και Ελεύθερη Ώρα.
Όσες κατοικίες δεν έγιναν πολυόροφες οικοδομές αλλά παρέμειναν οι παλιές μονοκατοικίες των αρχών του περασμένου αιώνος συνήθως είναι έρημες. Ελάχιστες στεγάζουν γραφεία δικηγορικών εταιριών με βαρύγδουπα επώνυμα με λατινικούς χαρακτήρες, άλλες κατοικούνται πολλάκις ανακαινισμένα, αλλά οι περισσότερες στεγάζουν γάτες και αγριόχορτα. Είναι σαν τις ακατοίκητες βραχονησίδες που υπάρχουν κατά χιλιάδες στο ελληνικό αρχιπέλαγος και κατά τον ίδιο τρόπο ενδημούν και στο αρχιπέλαγος της Κυψέλης.
Το αρχιπέλαγος ορίζεται ως ο γεωλογικός σχηματισμός αποτελούμενος από μια αλυσίδα ή ανεπτυγμένη συστάδα νησιών. Αρχιπελάγη απαντώνται συνήθως στην ανοιχτή θάλασσα, αν και σε μερικές περιπτώσεις γειτνιάζουν με μεγάλους όγκους ξηράς.[19] Στην Κυψέλη με την ονομασία «αρχιπέλαγος» θα εύρωμεν οργανώσεις κοινωνικής βοήθειας αλλά και κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας (αυτές που προσδιορίζονται με το ακρωνύμιο ΚΥΝΣΕΠ), ενδεικτικό της αλληλεπίδρασης μεταξύ της ονοματοδοσίας των οδών και της ανθρώπινης δραστηριότητας.[20]
Επομένως στην Κυψέλη υπάρχει ένα αρχιπέλαγος φτιαγμένο από τα ονόματα οδών που φιλοξενεί πλείστα διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, κάθε είδους ανθρώπων, φυλών και τάξεων, ως ένα πραγματικό αρχιπέλαγος με την διακριτή βιοποικιλότητα του. Εάν συγκρίναμε την περιοχή της Κυψέλης με μία περιοχή όπως, παραδείγματος χάριν, η Κηφισιά, θα είναι ως να συγκρίνουμε τον βυθό της θάλασσας με την δεξαμενή ενός ιχθυοτροφείου. Στον μεν πρώτο θα εύρωμεν εν αρμονία να διαβιούν το σύνολο των θαλασσίων ειδών, στο δε δεύτερο μόνο τσιπούρες ή λαυράκια. Προφανώς είναι απείρως προτιμότερον και ωφελιμότερον το πρώτον, η δε θέσις της παρούσας εργασίας είναι εν κατακλείδι, ότι αυτό επισυνέβη λόγω αφενός μεν της ονοματοδοσίας των οδών, αφετέρου δε της χάραξης αυτών και της επιρροής επί των ανθρώπων εξ αυτής της προκύπτουσας αύρας, ήτοι του Αρχιπελάγους, παρά εξ άλλων λόγων, κοινωνικών και τε οικονομικών, ως πρεσβεύουν διάφοροι κοινωνιστές. Πρόκειται για απτό παράδειγμα εφαρμογής της Πολεοδομίας της Ευεξίας.



 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: