«Πώς ζωγραφίζεις» & άλλα κείμενα

«Πώς ζωγραφίζεις» & άλλα κείμενα


Τ’ ανήλιαγα

Νοίκιασαν το σπίτι μας, αλλά έμειναν λίγο. Δεν είχαν κλείσει χρόνο κι αποφάσισαν να μετακομίσουν. Δεν μπορούσαν να πληρώσουν το νοίκι, χρωστούσαν τρεις μήνες. Θα διάλυαν την οικογένεια για να τα βγάλουν πέρα. Όχι, δε χώριζε το ζευγάρι, αλλά η δουλειά εκείνου σταμάτησε εντελώς. Σιδεράς ήταν. Θα γύριζε στη μάνα του κι αυτή στη δικιά της με τα παιδιά. Δυο μικρά αγοράκια είχαν, το ένα μόλις είχε αρχίσει να περπατάει, το άλλο γύρω στα τέσσερα.
Και τα δυο μου είχαν γελάσει μ’ ένα γλυκό, αθώο χαμόγελο όταν τα είχα πρωτοδεί.
Είχα χαρεί όταν νοίκιασαν το σπίτι. Καινούργια οικογένεια. Παιδάκια θα έμπαιναν, παιδικές φωνούλες πάλι θα ζωντάνευαν το πατρικό μας. Η μάνα ήταν όμορφη, λεπτή κοπέλα με μαύρα μακριά μαλλιά κι ο πατέρας όμορφος, ευρύστερνος, με τατουάζ στα μπράτσα. Εκείνη είχε αρρωστήσει σοβαρά πριν έρθουν σ’ εμας, αλλά το είχε ξεπεράσει. Είχε κάτι θλιμμένο στην όψη. Τις δουλειές του σπιτιού τις τηρούσε με συνέπεια.
Όμως τα ρολά στα παράθυρα έμεναν πάντα σχεδόν, κατεβασμένα. Τα μικρά δεν ακουγόντουσαν. Σα να κοιμόταν όλο το σπίτι. Μάταια περίμενα ν’ ακούσω παιδικές φωνούλες. Ούτε στο άλσος που ήταν απέναντι δεν τα έβγαζε ποτέ.
Μόνο όταν κατέβαινα λίγο στον κήπο έβλεπα κάτι μικρά παιχνίδια πεταμένα γύρω από την βεράντα τους, μια μπαλίτσα, ένα σιδερένιο αυτοκινητάκι, κάτι νιντζάκια, που τα έριχνα πάλι πάνω στη χαμηλή βεράντα τους. Τα βγάζουν καμιά φορά να παίξουν, σκέφτηκα. Μόνο που δεν ακούγονται.
Σπανίως συναντιόμαστε στην είσοδο του σπιτιού, όμως μου είχε κάνει εντύπωση, το χρώμα στα πρόσωπά τους. Ωχρό. Δεν ρόδιζαν τα μαγουλάκια τους, όλο κλεισμένα μέσα τάχει, τ΄ ανήλιαγα, σκεφτόμουν και στενοχωριόμουν με τα σιωπηλά παιδάκια. Η ελπίδα για ζωντάνια στο σπίτι ναυαγούσε.
Έφυγαν ένα απόγευμα. Ήρθε ένα φορτηγό, τα φόρτωσαν όλα, κι ανέβασαν τα κλειδιά.
Την επομένη, έπρεπε να φτιαχτεί το σπίτι για να ξανανοικιαστεί. Ήρθε η καθαρίστρια να το ετοιμάσουμε. Έμεινα κοντά της να της πω τι πρέπει να κάνουμε. Πήγα απέναντι στα σκουπίδια κάτι υπολείμματα της ζωής τους που είχαν εγκαταλείψει πίσω τους μέσα στα δωμάτια. Δίπλα στο κάδο, είχαν αφήσει από την προηγούμενη, μια μικρή, ξεφούσκωτη, γαλάζια παιδική πισίνα κι ένα παιχνίδι. Ένα κόκκινο πλαστικό φορτηγό, μεγαλούτσικο, που έκανε ένα δαιμονισμένο θόρυβο εκεί καθώς ήταν παρατημένο. Είχε αναμμένες τις μπαταρίες, που δεν έλεγαν να σωθούν και αναβόσβηναν οι κόκκινοι προβολείς του. Κι ένα παιγνίδι αναμμένο, σημαίνει ένα παιδί κοντά του. Όμως το φορτηγό ήταν μοναχό του, χωρίς παιδί, κι έπαιζε εκεί δα, από το βράδυ που το άφησαν.
Απόμεινα να το κοιτάζω!
Να η φασαρία των παιδιών που περίμενα. Τώρα που είχαν φύγει. Ομιλούσα απουσία ήταν. Το πήρα στα χέρια να το σταματήσω. Το γύρισα από δω κι από κει, τίποτα. Δεν έβλεπα κουμπί πώς να το σβήσω. Το άφησα δίπλα στο κάδο των σκουπιδιών. Κι αυτό συνέχισε να φωνάζει και ν’ αναβοσβήνει τα φώτα του, μόνο του.


QR
code (Quick Response)

Ήπιε αργά την μπύρα της, μόνη της, μέσα σε καπνούς από τσιγάρα και θόρυβο από ομιλίες, ανάκατες με τη χαμηλή μουσική. Απέναντι στον τοίχο, μια ζωγραφιά του Χόππερ. Πάνω στο τραπέζι ήταν ένα χαρτί που δεν ήξερε τι ήταν και πως βρέθηκε εκεί. Στη γωνιά είχε έναν QR code. ‘Έβγαλε από την τσάντα της ένα μεγεθυντικό φακό, με μια σιγουριά ότι έτσι θα μπορούσε να τον αποκωδικοποιήσει.
Πέρασε το φακό πάνω από το τετράγωνο και διάβασε το μήνυμα: «ελευθερία δεν είναι τι μπορείς να κάνεις ο ίδιος, αλλά τι δεν μπορούν οι άλλοι να σου κάνουν». Αναρωτήθηκε αν η δική της ελευθερία ήταν αυτή που ζούσε η κάποια άλλη.
Βγήκε από το καφέ γύρω στα μεσάνυχτα. Κοίταξε πάνω κάτω το δρόμο, ψάχνοντας για ταξί. Πώς βρέθηκε αυτός ο άνδρας δίπλα της να την συνοδεύει; Δεν τον ήξερε. Έψαχνε κι αυτός να της βρει ταξί. Περπατώντας στο πεζοδρόμιο κάτι είδε να γυαλίζει στη ρίζα ενός δέντρου. Έσκυψε και το σήκωσε. Ήταν ένα ανδρικό ρολόι χειρός, μεγάλο, από τα πολύ σύγχρονα σχέδια. Με ημερομηνίες πολλές, έως τρεις χιλιάδες χρόνια πριν. Δείκτες δεν υπήρχαν. Θα είναι καμιά μαϊμού είπε, όμως εκείνος την προέτρεψε να διαβάσει τη μάρκα. Δεν έβλεπε, ήταν πολύ σκοτεινά, στάθηκε δίπλα στο δέντρο του δρόμου, το έφερε στο φως που ερχόταν αδύνατο από ένα παράθυρο και διάβασε με δυσκολία τα μικρά γράμματα:
«MOΝDIENA». Δεν την ήξερε. «Μα, της είπε εκείνος με έκπληξη, είναι σπάνια, πανάκριβη μάρκα». Κάνοντάς δυο βήματα σκόνταψε το πόδι της σ’ ένα σκαλιστό χρυσό σώφυτρο που κι αυτό το σήκωσε. Κοιτάχτηκαν χωρίς να καταλαβαίνουν.
Της σήκωσε το γαντοφορεμένο χέρι της και της γλίστρησε ένα μικρό νόμισμα στο δέρμα που έμενε γυμνό ανάμεσα στο γάντι και το μανίκι του παλτού της που το κατάπιε το ύφασμα.
Τον κοίταξε μ’ έκπληξη σαστισμένη. «Γιατί το έκανες αυτό; Τι σημαίνει;» τον ρώτησε.
«Για να πάρω λίγη από την τύχη σου», της είπε αυτός.


[ Πως ζωγραφίζεις; ]

Κάτι μέσα σου κινείται στο χώρο του αοράτου. Κάτι που ζεις, βλέπεις, ακούς, και συναντιέται με άλλα θαμμένα άγνωστα, κοιμάται εκεί και παίρνει το χρόνο του, σιγά, σε μια δική του διάρκεια και στην ώρα του, όπως οι φυσαλίδες από τον πάτο του βυθού, ανεβαίνει αργά αργά στην επιφάνεια. Θέλει να βγει στο φως, να πάρει μορφή. Όμως αυτό το αίτιο που γεννά τη φυσαλίδα, δεν το ορίζεις. Όταν έρθει η ώρα να βγει στο φως, παλεύεις να το κάνεις να φτάσει, να σου δώσει την ικανοποίηση που περιμένεις, να πλησιάσει κάπως σ’ αυτό που θέλεις να πεις. Τι θέλεις να πεις; Ένα νόημα διάχυτο, ασαφές, που όσο δουλεύεις τόσο ξεκαθαρίζει. Όσο η μορφή του πλάθεται, χαίρεσαι, το απορρίπτεις, το χαλάς, μετά το βρίσκεις καλύτερα. Τέλος σαν τελειώσεις ό,τι μπορούσες, το κοιτάς κι εκπλήσσεσαι που βγήκε από σένα αυτό και πως το κουβαλούσες μέσα σου. Μαθαίνεις κάτι από σένα τότε.
Άλλοτε, πιο απλά, ζωγραφίζεις όταν κάτι δει το μάτι σου ερεθιστικά, αλλιώτικα από την κοινή θέα, κάτι κάνει μέσα σου το ένα χρώμα –σχήμα δίπλα στ’ άλλο, κάποιο δικό σου ζητούμενο νομίσεις πως αναδύεται απ’ αυτό που βλέπεις η που σκέφτηκες και σε πνίγει, η σε μαγεύει, ψάχνεις να βρεις πως γίνεται εικόνα, σουρωμένη απ’ το κόσκινο της κοινοτοπίας, δική σου εικόνα, τότε αρχίζεις να παλεύεις με τα χρώματα τις γραμμές και τα σχήματα, να το πλησιάσεις. Στόχος σου είναι να βγει αυτό, το πρώτο. Μετριέσαι με τα όπλα σου, τα φυσικά που σου δόθηκαν, που πρέπει να τάχεις καλά ακονισμένα – αν όχι, τα προηγούμενα θα είναι ανώφελα, άτεχνα και θα βγάλουν γλυκασμούς. Πώς γράφεις; Με τον ίδιο τρόπο. Κάτι γεννιέται μέσα σου, κάτι βλέπεις, κάτι ακούς, κάτι σε ταράζει, η σε γλυκαίνει, που πρέπει επιτατικά να ειπωθεί. Και τότε αρχίζεις με τις λέξεις και τις φράσεις το σούρωμα του περιττού, του κοινότοπου. Να βάζεις τη μια δίπλα στην άλλη, να σβήνεις, ν’ απορρίπτεις, να ενθουσιάζεσαι με μια πυκνή, μια πινελιά που βγήκε, ένας τόνος σωστός, που ακουμπάει στο νόημα. Αυτό πρέπει να βγει, όχι λέξεις, αυτές πρέπει να υπακούουν σ’ αυτό, όχι να πρωταγωνιστούν αυτάρεσκα. Αυτή η ισορροπία θα σου δώσει την ανακούφιση που ζητάς. (Φαντάσου μια ορχήστρα που τα όργανα δεν είναι υποταγμένα στο εκτελούμενο κομμάτι και κάποιο, παίζει ψηλότερα).
Μόνο έτσι πας. Κι ίσως βγεις σε κάποιο αποτέλεσμα, «Αν!»
Όχι, δεν ξεκινάς για να «κατασκευάσεις».
Βγαίνεις στο γύρω με ανοιχτά τα μέσα μάτια. Δίχτυ γίνεσαι, να τσακώσεις το πανάκριβο, που μόνο εσένα προορίζεται να συναντήσει.
Όχι, δεν ζωγραφίζεις/γράφεις, μα κι όλα τ’ άλλα, γιατί «πρέπει», γιατί θεσπίστηκες γι αυτό. Ούτε η αγωνία σου του συγκαιρινού χρειάζεται –μαζί κι οι άλλες, κοσμικές, άχρηστες αγωνίες για τον τοξότη που θέλει να σηκώσει ψηλά το τόξο. Έτσι η αλλιώς τα έργα σου μιλούν για σένα, γι’ αυτό που είσαι. Όσο κι αν προσπαθήσεις τίποτα δεν μπορείς να κρύψεις πίσω τους.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: