Ψαρόσουπα

Ρενουάρ: «Η Κοκό τρώγοντας τη σούπα της» (1905)
Ρενουάρ: «Η Κοκό τρώγοντας τη σούπα της» (1905)


Πρέ­πει να πα­ρα­δε­χτεί­τε ότι εμείς οι δυο εί­χα­με πά­ντα ένα δι­κό μας, ξε­χω­ρι­στό τρό­πο για να κά­νου­με τα πά­ντα. Βε­βαιώ­νο­μαι για αυ­τό κα­θη­με­ρι­νά, ενώ χα­ζεύω μη­τέ­ρες να τα­ΐ­ζουν τα παι­διά τους σε πάρ­κα και παι­δι­κές χα­ρές επι­στρα­τεύ­ο­ντας κου­τά­λια-αε­ρο­πλά­να, ή κου­τά­λια- πλοία, ή κου­τά­λια-φι­δά­κια που κά­νουν χα­ρού­με­να ζιγκ ζαγκ στον αέ­ρα λί­γο πριν αδειά­σουν μια μι­κρή πο­σό­τη­τα τρο­φής στο στό­μα ενός μω­ρού κα­θι­σμέ­νου σε ένα κα­ρό­τσι, ή σε κα­μιά λι­νή κου­βέρ­τα απλω­μέ­νη στο χορ­τά­ρι. Στη δι­κή μας πε­ρί­πτω­ση, ήμουν δεν ήμουν έξι χρο­νών, αλ­λά τα ήξε­ρα ήδη όλα. Κι έτσι έσφιγ­γα πει­σμα­τι­κά τα χεί­λη, ενώ προ­σπα­θού­σα­τε να σφη­νώ­σε­τε σε αυ­τά το κου­τά­λι με το φα­γη­τό επα­να­λαμ­βά­νο­ντας, εμ­μο­νι­κά, τη λέ­ξη «τρώ­γε». Ναι, τα ήξε­ρα όλα σε εκεί­νη την τρυ­φε­ρή ηλι­κία, αν υπάρ­χει τέ­τοιο πράγ­μα δη­λα­δή, ενό­σω επέ­με­να να αρ­νού­μαι την τρο­φή, αφή­νο­ντας, με­τά τα πρώ­τα χα­στού­κια, χο­ντρά δά­κρυα να κυ­λούν στα μά­γου­λά μου και μην επι­τρέ­πο­ντας να βγει από το λα­ρύγ­γι μου ο ήχος του πα­ρα­μι­κρού λυγ­μού. Ήταν, πι­θα­νό­τα­τα, ένα εί­δος στοι­χή­μα­τος με τον εαυ­τό μου το πό­τε ακρι­βώς θα αρ­χί­ζα­τε να ουρ­λιά­ζε­τε ή θα πε­τού­σα­τε το πιά­το με το φα­γη­τό στον απέ­να­ντι τοί­χο για­τί αυ­τό σας το απρε­πές ξέ­σπα­σμα ση­μα­το­δο­τού­σε την ηθι­κή σας εξό­ντω­ση και τον δι­κό μου θρί­αμ­βο απέ­να­ντι στη δυ­σβά­στα­χτή εξου­σία σας. Δεν εί­ναι κι εύ­κο­λο στρα­τή­γη­μα αν λά­βει κα­νείς υπό­ψη ότι επρό­κει­το για μια μά­χη ανά­με­σα σε έναν Δαυίδ κι έναν Γο­λιάθ, εξαι­τί­ας της οποί­ας, στο τέ­λος, χρειά­στη­κε να φω­νά­ξε­τε για­τρό για να αντι­με­τω­πί­σε­τε ένα εί­δος πρώ­ι­μης νευ­ρι­κής ανο­ρε­ξί­ας από τη οποία έπα­σχα πλέ­ον κα­νο­νι­κά στα οκτώ μου χρό­νια. Κι έτσι, ήρ­θε στο σπί­τι μας ο για­τρός Πα­ρα­ράς. Ένας κλα­σι­κός συ­νοι­κια­κός για­τρός με δερ­μά­τι­νη τσά­ντα και κα­πέ­λο∙ αρ­κε­τά έμπει­ρος, αφού θα πρέ­πει να κα­τά­λα­βε τα πά­ντα ρί­χνο­ντας μια μα­τιά σε εμάς τους δυο και ψη­λα­φώ­ντας με στα γρή­γο­ρα για να δια­πι­στώ­σει την κα­τά­στα­σή μου. Ύστε­ρα, αφού μί­λη­σε μα­ζί σας και σας σύ­στη­σε να με αφή­σε­τε να φύ­γω για λί­γον και­ρό, έκλει­σε συ­νω­μο­τι­κά το μά­τι σε εμέ­να και ανα­κά­τε­ψε με τα δά­χτυ­λά του τα μαλ­λιά μου, ακου­μπώ­ντας επά­νω μου ένα εί­δος ανά­λα­φρης τρυ­φε­ρό­τη­τας που με άφη­σε απο­σβο­λω­μέ­νο. Κι έτσι βρέ­θη­κα σε εκεί­νο το ίδρυ­μα της Πε­ντέ­λης, απο­σκε­λε­τω­μέ­νος και με οξεία αδε­νο­πά­θεια, αλ­λά ελεύ­θε­ρος, για πρώ­τη φο­ρά στη μι­κρή μου ζωή, ανά­με­σα σε δε­κά­δες παι­διά, με δια­φο­ρε­τι­κά προ­βλή­μα­τα, και ενή­λι­κες (δα­σκά­λους, για­τρούς και νο­ση­λευ­τές) που δεν έδει­χναν δια­τε­θει­μέ­νοι να μου ανα­θέ­σουν κα­νέ­να απο­λύ­τως κα­θή­κον. Υπο­θέ­τω ότι όφει­λα τό­τε να πα­ρα­κο­λου­θώ μα­θή­μα­τα στο σχο­λείο του ιδρύ­μα­τος αλ­λά, από όσο θυ­μά­μαι, δεν πά­τη­σα το πό­δι μου σε τά­ξη όσον και­ρό έμει­να εκεί, πράγ­μα που όχι μό­νο δεν προ­βλη­μά­τι­σε κα­νέ­ναν από τους υπεύ­θυ­νους αλ­λά, πι­θα­νό­τα­τα, απο­τέ­λε­σε και μέ­ρος μιας θε­ρα­πεί­ας με βά­ση την οποία έδει­χναν όλοι απο­φα­σι­σμέ­νοι να με αφή­σουν να κά­νω ότι μου κα­τέ­βαι­νε στο κε­φά­λι. Ξυ­πνού­σα, λοι­πόν, το πρωί κι έτρω­γα αρ­γά και στα­θε­ρά όλο και με­γα­λύ­τε­ρη πο­σό­τη­τα φα­γη­τού (μπου­κιές από αφρά­το ψω­μί βου­τηγ­μέ­νες σε ζε­στό σο­κο­λα­τού­χο γά­λα), κα­θι­σμέ­νος σε ένα από τα μα­κριά τρα­πέ­ζια της ηλιό­λου­στης τρα­πε­ζα­ρί­ας, ανά­με­σα σε συ­νο­μή­λι­κους που φρό­ντι­ζαν να κου­βα­λούν πα­ντού μα­ζί τους μι­κρούς σω­ρούς από γλυ­κά και ελα­φρώς με­τα­χει­ρι­σμέ­να μι­κρο­παι­χνί­δια, απο­κτη­μέ­να χω­ρίς κό­πο, μέ­σω κα­νε­νός ανε­παί­σθη­του και φαι­νο­με­νι­κά αθώ­ου χα­μό­γε­λου προς κά­ποια φι­λάν­θρω­πη κυ­ρία από αυ­τές που πε­ριό­δευαν κα­τά και­ρούς στους θα­λά­μους του ιδρύ­μα­τος. Απέ­κτη­σα κι εγώ αρ­κε­τά τέ­τοια λά­φυ­ρα καρ­φώ­νο­ντας πο­νε­μέ­να βλέμ­μα­τα σε μι­κρο­πα­ντρε­μέ­νες σου­σου­ρά­δες με αφρά­τες ετόλ και μι­κρά δι­χτυω­τά βέ­λα, αφού πά­ντα κά­τι τέ­τοιες μου κι­νού­σαν το εν­δια­φέ­ρον κι όχι οι άλ­λες οι υπέρ­βα­ρες με τους πρη­σμέ­νους αστρα­γά­λους. Αλ­λά, μό­λις αυ­τές έφευ­γαν, αφή­νο­ντας πί­σω τους την ανά­μνη­ση των κόκ­κι­νων χει­λιών τους και μια ωραία μυ­ρω­διά να αιω­ρεί­ται στον διά­δρο­μο, ξε­χνού­σα τα δώ­ρα τους κά­τω από το μα­ξι­λά­ρι μου κι έφευ­γα για τις μο­να­χι­κές πε­ρι­πλα­νή­σεις μου στα πεύ­κα του βου­νού, γύ­ρω από το κε­ντρι­κό κτή­ριο του ιδρύ­μα­τος, απε­ρί­σπα­στος, ανε­νό­χλη­τος και βυ­θι­σμέ­νος σε ατέ­λειω­τες ονει­ρο­πο­λή­σεις κα­τά τη διάρ­κεια των οποί­ων θα πρέ­πει να σκά­ρω­σα τις πρώ­τες μου ιστο­ρί­ες, χω­ρίς μο­λύ­βι και χαρ­τί, αλ­λά συ­ντάσ­σο­ντας από μνή­μης πα­ρα­γρά­φους και επα­να­λαμ­βά­νο­ντάς τες ξα­νά και ξα­νά μέ­χρι να τις τε­λειο­ποι­ή­σω. Πι­θα­νό­τα­τα θα αντι­με­τω­πί­σε­τε με ει­ρω­νι­κή διά­θε­ση κά­θε προ­σπά­θειά μου να σας πεί­σω ότι η ετή­σια πα­ρα­μο­νή μου σε αυ­τό το ίδρυ­μα ήταν η ευ­τυ­χέ­στε­ρη πε­ρί­ο­δος της παι­δι­κής μου ηλι­κί­ας και σί­γου­ρα θα στε­να­χω­ρη­θεί­τε ακού­γο­ντας ότι πέ­ρα­σα το τε­λευ­ταίο μου πρωί εκεί κρυμ­μέ­νος κά­τω από το κρε­βά­τι μου κι ακού­γο­ντας τα πο­δο­βο­λη­τά και τις φω­νές δυο νο­σο­κό­μων κα­θώς έτρε­χαν στον θά­λα­μο, προ­κει­μέ­νου να με ανα­κα­λύ­ψουν και να με πα­ρα­δώ­σουν σε εσάς που εί­χα­τε ήδη έρ­θει μό­νη, χω­ρίς τον πα­τέ­ρα μου, δυο ή τρεις ώρες νω­ρί­τε­ρα από την έναρ­ξη του επι­σκε­πτη­ρί­ου, σο­βα­ρή και με­τρη­μέ­νη όσο κα­μιά άλ­λη φο­ρά, φο­ρώ­ντας εκεί­νο το ωραίο σκού­ρο παλ­τό με το με­τα­ξω­τό φου­λά­ρι στο χρώ­μα της ώχρας και μαύ­ρα γυα­λιά που με εμπό­δι­ζαν να δω τα μά­τια σας. Όμως, η διά­θε­σή μου απέ­να­ντί σας άλ­λα­ξε με τρό­πο μα­γι­κό αμέ­σως μό­λις σας ξα­να­εί­δα και σκέ­φτο­μαι τώ­ρα ότι, ίσως, αυ­τή η ξαφ­νι­κή με­τα­στρο­φή μου, εκτός από τη φυ­σιο­λο­γι­κή επι­θυ­μία ενός παι­διού να συ­να­ντη­θεί με τη μη­τέ­ρα του, να οφει­λό­ταν και σε μια υπο­ψία δι­κής σας ενο­χής, την οποία μπο­ρεί να διαι­σθάν­θη­κα στους τρό­πους σας απέ­να­ντί μου. Κα­τά τα άλ­λα δεν εί­πα­τε κου­βέ­ντα για όσα με πε­ρί­με­ναν επι­στρέ­φο­ντας στη συ­νοι­κία, αφή­νο­ντάς με να ανα­κα­λύ­ψω μό­νος μου ότι η ζωή μας εί­χε αλ­λά­ξει τώ­ρα πια προς το κα­λύ­τε­ρο. Αναμ­φί­βο­λα οι δου­λειές του πα­τέ­ρα μου πή­γαι­ναν κα­λά εξα­σφα­λί­ζο­ντάς μας ένα ευ­ρύ­χω­ρο σπί­τι με κε­ντρι­κή θέρ­μαν­ση και μο­ντέρ­νες ανέ­σεις που σε τί­πο­τα δεν θύ­μι­ζαν το πα­λιό μας αχού­ρι της οδού Στρα­τάρ­χου Πα­πά­γου, με την τουα­λέ­τα στην άκρη της αυ­λής, τα σα­ρα­βα­λια­σμέ­να πα­ρά­θυ­ρα και την πα­λιά μα­ντε­μέ­νια σό­μπα, γύ­ρω από την οποία εί­χα ζή­σει τα εφιαλ­τι­κά νη­πια­κά μου τα­ΐ­σμα­τα. Αλ­λά κι εσείς κυ­ρία, τώ­ρα πια, απεί­χα­τε πο­λύ από εκεί­νη τη νοι­κο­κυ­ρά με το φα­κιό­λι και την μπρο­στο­πο­διά, η οποία επέ­με­νε να της μι­λά­με στον πλη­θυ­ντι­κό ενώ μπου­γά­δια­ζε ασπρό­ρου­χά στην πέ­τρι­νη σκά­φη της αυ­λής, ή τσα­λα­βου­τού­σε στις λά­σπες του στε­νού χω­μά­τι­νου δρό­μου μας για να μας μα­ζέ­ψει από την αλά­να και να γε­μί­σει το δί­χτυ της με ψώ­νια από το κο­ντι­νό μπα­κά­λι­κο. Κι ενώ εσείς, επα­να­λαμ­βά­νω, δεν θυ­μί­ζα­τε πια σε τί­πο­τα τη φρι­κτή γυ­ναί­κα που προ­σπα­θού­σα να ξε­χά­σω στην εξο­ρία μου, εγώ, με εκεί­νη την πα­λιά νευ­ρι­κή μου κα­τάρ­ρευ­ση, την έλ­λει­ψη αντο­χής, την αδυ­να­μία που επέ­δει­ξα στο πα­ρελ­θόν δεν ήμουν πα­ρά ένο­χος προ­δο­σί­ας προς το πρό­σω­πό σας∙ κά­ποιος υπερ­βο­λι­κά εύ­θραυ­στος για τον οποί­ον φο­βό­μουν ότι εί­χα­τε χά­σει κά­θε εκτί­μη­ση. Αλ­λά εκεί­νη την πρώ­τη μέ­ρα δεν με απα­σχο­λού­σαν όλα αυ­τά κι έτσι άφη­σα τον αδερ­φό μου να με ξε­να­γή­σει στο και­νούρ­γιο μας δω­μά­τιο με τα δι­πλά γρα­φεία, τα ξύ­λι­να κρε­βά­τια και τα χρω­μα­τι­στά κα­λύμ­μα­τα. Φό­ρε­σα ολο­καί­νουρ­για ρού­χα και πα­πού­τσια, στά­θη­κα ενε­ός μπρο­στά σε ένα πο­δή­λα­το, που δεν εί­χα πο­τέ ονει­ρευ­τεί ότι θα μπο­ρού­σε να μου ανή­κει, και πε­ρι­πλα­νή­θη­κα σε ένα άγνω­στο σπί­τι με σα­λό­νι γε­μά­το και­νούρ­για έπι­πλα, σκο­ντά­φτο­ντας πά­νω σε μια λε­πτο­κα­μω­μέ­νη έφη­βη με σκού­ρο φό­ρε­μα και λευ­κή πο­διά, δα­σκα­λε­μέ­νη να μου μι­λά στον πλη­θυ­ντι­κό και να με απο­κα­λεί «κύ­ριο» και «μι­κρό κύ­ριο» όταν ο πα­τέ­ρας μου ήταν πα­ρών. Σε γε­νι­κές γραμ­μές αυ­τή η συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­ο­δος της οι­κο­γε­νεια­κής μας ζω­ής περ­νού­σε χω­ρίς εντά­σεις. Αλ­λά κα­νείς πο­τέ δεν εί­ναι ευ­χα­ρι­στη­μέ­νος με όσα έχει, για­τί, σε κά­ποιες μι­κρές παύ­σεις της ανέλ­πι­στης ευ­τυ­χί­ας μου, ζού­σα και στιγ­μές πι­κρής πα­ρα­δο­χής ότι η οι­κο­γέ­νειά σας, αυ­τή που υπήρ­ξα­τε εσείς οι τρεις, όσον και­ρό εγώ νό­μι­ζα ότι σας τι­μω­ρού­σα με την απου­σία μου, πλού­τι­ζε και κα­λο­περ­νού­σε λες και, φεύ­γο­ντας, πή­ρα μα­ζί μου κά­ποια βα­ριά κα­τά­ρα ή έλυ­σα τί­πο­τα μά­για τα οποία σας κρα­τού­σαν δυ­στυ­χι­σμέ­νους. Αυ­τό, βέ­βαια, συ­νέ­βαι­νε μια στις τό­σες για­τί τον πε­ρισ­σό­τε­ρο και­ρό ήμουν υπερ­βο­λι­κά απα­σχο­λη­μέ­νος∙ με χί­λια δυο, αλ­λά και με τις βρα­δι­νές αφη­γη­μα­τι­κές ανα­γνώ­σεις μυ­θο­λο­γί­ας του κρα­τι­κού ρα­διο­φώ­νου που γέ­μι­ζαν το μα­ξι­λά­ρι μου με αχούς από μά­χες κι έφερ­ναν ίσκιους ηρώ­ων στο τα­βά­νι πά­νω από το κρε­βά­τι μου, ενό­σω ο αδερ­φός μου τρα­βο­λο­γού­σε το μι­κρό μας τραν­ζί­στορ για να ακού­ει κα­λύ­τε­ρα. Κι επει­δή το ένα φέρ­νει το άλ­λο, στα δια­λείμ­μα­τα εντα­τι­κών προ­σπά­θειών για να ανα­πλη­ρώ­σω τα σχο­λι­κά μου κε­νά, άρ­χι­σα στα­δια­κά να ξε­κλέ­βω χρό­νο για να χα­ζέ­ψω κα­νέ­ναν χρω­μα­τι­στό Οδυσ­σέα, κα­νέ­ναν Αί­α­ντα, κα­νέ­ναν ξαν­θό­μαλ­λο Αχιλ­λέα από αυ­τούς που σκο­νί­ζο­νταν σε με­γά­λες βι­βλιο­θή­κες αρα­δια­σμέ­νες στους δια­δρό­μους του σχο­λεί­ου μου. Τους ξε­φύλ­λι­ζα θα­μπω­μέ­νος, πε­ριερ­γα­ζό­μουν τις ει­κό­νες τους, ψεί­ρι­ζα τις ζω­ές και τα κα­τορ­θώ­μα­τά τους για αρ­κε­τά με­γά­λο διά­στη­μα, ώσπου τους ξέ­χα­σα, τους πα­ρα­μέ­ρι­σα χω­ρίς δεύ­τε­ρη σκέ­ψη μπρο­στά στον ευ­γε­νέ­στε­ρο όλων. Και μπο­ρεί εκεί­νη την επο­χή να ένιω­θα απλώς μια ισχυ­ρή έλ­ξη προς το πρό­σω­πό του, όμως με­γα­λώ­νο­ντας μου ήταν αδύ­να­τον να κα­τα­λά­βω πως κα­τα­φέρ­νει να πα­ρα­με­ρί­σει κα­νείς έναν Έκτο­ρα για να ασχο­λη­θεί με τα κα­πρί­τσια ενός κα­κο­μα­θη­μέ­νου χρυ­σο­θή­ρα σαν τον Αχιλ­λέα. Το ίδιο ακρι­βώς συ­ναί­σθη­μα θα πρέ­πει να υπε­ρί­σχυε μέ­σα μου και αρ­γό­τε­ρα, στο σκο­τά­δι της κι­νη­μα­το­γρα­φι­κής αί­θου­σας όταν, μπρο­στά σε συ­ναρ­πα­στι­κά γου­έ­στερν πρώ­της προ­βο­λής, δε­κά­ρα δεν έδι­να για τον γεν­ναιό­τε­ρο κα­ου­μπόι του φαρ ου­έστ, όταν στο πλά­νο εμ­φα­νί­ζο­νταν ιν­διά­νοι. Μου άρε­σαν όλοι∙ οι άντρες, οι γυ­ναί­κες, τα παι­διά, οι μά­γοι, οι κα­λοί, οι κα­κοί, οι Απά­τσι, οι Τσε­γιέν, οι Σιού και οι Μοϊ­κα­νοί. Μου άρε­σαν, αλ­λά ήξε­ρα ακό­μα και τό­τε ότι όλοι αυ­τοί οι ωραί­οι τύ­ποι στο τέ­λος θα έχα­ναν τα πά­ντα. Στο με­τα­ξύ, ενώ διά­λε­γα πλευ­ρά στο σι­νε­μά και στα βι­βλία, η ζωή που δεν πρό­λα­βα να συ­νη­θί­σω άρ­χι­σε να αλ­λά­ζει ενώ εγώ βυ­θι­ζό­μουν στην ενο­χή, δια­βλέ­πο­ντας ότι, εξαι­τί­ας μου, θα ξα­να­βρι­σκό­σα­σταν στην πα­λιά σας κα­τά­στα­ση, θα χά­να­τε το ωραίο σπί­τι και τις ανέ­σεις σας, αφού, με κά­ποιον τρό­πο, εί­χα πει­στεί ότι η κα­τά και­ρούς οι­κο­γε­νεια­κή μας κα­κο­δαι­μο­νία συν­δε­ό­ταν άρ­ρη­κτα με τη δι­κή μου πα­ρου­σία στη ζωή σας. Κι έτσι, θα ζού­σα με τρό­πο άβο­λο τις μελ­λο­ντι­κές στιγ­μές μας κα­θη­λω­μέ­νος από ένα εί­δος αμη­χα­νί­ας, η οποία με ακι­νη­το­ποιού­σε σε βαθ­μό ηλι­θιό­τη­τας. Στο με­τα­ξύ, φτω­χαί­να­με και φτω­χαί­να­με. Και το γε­γο­νός αυ­τό απο­τυ­πω­νό­ταν όλα και πιο έντο­να στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας, κα­θώς οι δου­λειές του πα­τέ­ρα μου εί­χαν πέ­σει έξω αρ­κε­τό και­ρό πριν επι­στρέ­ψει για να ζή­σει το κύ­κνειο επι­χει­ρη­μα­τι­κό του άσμα στο σπί­τι με τα τζά­κια και τα ακρι­βά μω­σαϊ­κά, το υπερ­βο­λι­κά δα­πα­νη­ρό πλέ­ον για εμάς, κι ας εί­χαν εξα­φα­νι­στεί προ πολ­λού η οι­κια­κή βοη­θός και ο σο­φέρ με το μπλε σα­κά­κι και το τσό­χι­νο κα­πέ­λο. Στην ατμό­σφαι­ρα σερ­νό­ταν η αί­σθη­ση ότι τα πά­ντα εί­χαν χα­θεί κι αυ­τό μπο­ρού­σα­με να το αντι­λη­φθού­με ξε­κά­θα­ρα ο αδελ­φός μου κι εγώ, μο­λο­νό­τι ο πα­τέ­ρας μου, σαν να ξυ­πνού­σε από ένα εί­δος μα­κρο­χρό­νιας κα­τα­θλι­πτι­κής απρα­ξί­ας, ξε­ση­κω­νό­ταν κα­τά και­ρούς για να ντυ­θεί και να ξυ­ρι­στεί, δή­θεν ζω­η­ρός και ανα­ζω­ο­γο­νη­μέ­νος εξαι­τί­ας μας και­νούρ­γιας ιδέ­ας ή κά­ποιου σω­τή­ριου σχε­δί­ου, αλ­λά δια­τη­ρώ­ντας στο πρό­σω­πο και τις κι­νή­σεις του τη σα­στι­μά­ρα αν­θρώ­που αρ­νού­με­νου να απο­δε­χτεί την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Υπο­θέ­τω ότι απο­τύγ­χα­νε πριν κα­λά κα­λά ξε­κι­νή­σει, πέ­φτο­ντας πά­νω στη δυ­σπι­στία πα­λιών συ­νερ­γα­τών, αλ­λά και των ίδιων του των πρώ­ην υπαλ­λή­λων, ή σκο­ντά­φτο­ντας στη σφρα­γι­σμέ­νη πόρ­τα του γρα­φεί­ου του με τα θυ­ρο­κολ­λη­μέ­να δι­κα­στι­κά έγ­γρα­φα και τις εντο­λές εξώ­σε­ως, για να επι­στρέ­ψει στο κρε­βά­τι του, ανά­με­σα σε απο­τσί­γα­ρα, αθλη­τι­κές εφη­με­ρί­δες και τσα­λα­κω­μέ­να δελ­τία προ­πό, εμ­μέ­νο­ντας σε ένα και­νούρ­γιο ξε­κί­νη­μα, στο οποίο δεν στα­μά­τη­σε να ελ­πί­ζει μέ­χρις ότου μας ει­δο­ποί­η­σαν για το μοι­ραίο καρ­δια­κό επει­σό­διο, από το οποίο δεν κα­τόρ­θω­σε να επι­βιώ­σει.

Αλ­λά, ο κα­θέ­νας, κυ­ρία, έχει τις ανα­μνή­σεις του και μπο­ρεί να τις ανα­μα­σά κά­θε τρεις και λί­γο με την άνε­σή του ξα­να­ζώ­ντας όσες στιγ­μές από το πα­ρελ­θόν τον ευ­χα­ρι­στούν πε­ρισ­σό­τε­ρο. Εγώ, λοι­πόν, αιώ­νιος ερ­γέ­νης, στη δύ­ση της κα­ριέ­ρας μου, ενό­σω για­τρο­πο­ρεύω την κα­τά­κοι­τη μη­τέ­ρα μου, δεν έχω κα­μιά διά­θε­ση να θυ­μη­θώ το πα­ρα­μι­κρό για τις συν­θή­κες θα­νά­του του πα­τέ­ρα μου, για την επι­στρο­φή μας σε ένα χα­μό­σπι­το σαν αυ­τό της Στρα­τάρ­χου Πα­πά­γου, για τη δου­λειά σας στο ερ­γο­στά­σιο κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γί­ας, για τα κα­λο­και­ρι­νά μου με­ρο­κά­μα­τά στην οι­κο­δο­μή, για τις κα­τά και­ρούς υπο­τρο­πές της anorexia nervosa μου, ή για τις φρι­κτές αφρα­γκί­ες της φοι­τη­τι­κής ζω­ής και της στρα­τιω­τι­κής θη­τεί­ας μου. Αλ­λά ενώ οτι­δή­πο­τε πα­ρό­μοιο μου εί­ναι δυ­σά­ρε­στο, δεν μπο­ρώ να πω το ίδιο για τις με­τέ­πει­τα ανα­με­τρή­σεις μας πά­νω από ένα πιά­το με ψα­ρό­σου­πα, όταν επέ­στρε­φα από το πα­νε­πι­στή­μιο του εξω­τε­ρι­κού στο οποίο ερ­γα­ζό­μουν κι εσείς επι­μέ­να­τε να με πε­ρι­ποι­η­θεί­τε προ­σφέ­ρο­ντάς μου «φρέ­σκο ελ­λη­νι­κό ψά­ρι». Οφεί­λω να πα­ρα­δε­χτώ ότι στα­θή­κα­τε συ­νε­πώς ξε­ρο­κέ­φα­λη ακό­μα και σε αυ­τό για­τί ενώ σας απα­γό­ρευα να μου μα­γει­ρεύ­ε­τε το πα­ρα­μι­κρό ενό­ψει αυ­τών των επι­σκέ­ψε­ων, φρο­ντί­ζα­τε να με αγνο­εί­τε, προ­κει­μέ­νου να ορ­γα­νώ­σε­τε εκεί­νο το πα­λιό κα­τα­να­γκα­στι­κό σας τάι­σμα. Κι ενώ δεν εί­χα­τε πια τη δυ­να­τό­τη­τα να σφη­νώ­νε­τε το κου­τά­λι στα κλει­στά μου χεί­λη, επι­μέ­να­τε, με τη γνω­στή σας φορ­τι­κό­τη­τα, να φάω όσα μου εί­χα­τε ετοι­μά­σει, ξα­ναρ­χί­ζο­ντας, στην ου­σία, την πα­λιά μας μά­χη από την οποία ού­τε τώ­ρα κα­τορ­θώ­να­τε να βγεί­τε νι­κή­τρια, για­τί στε­κό­μουν μπρο­στά στο πιά­το με τα χέ­ρια σταυ­ρω­μέ­να στο στή­θος αρ­νού­με­νος να δο­κι­μά­σω το πα­ρα­μι­κρό κι αφή­νο­ντάς σας άπρα­γη και νευ­ρι­κή, όπως πα­λιά, να προ­σπα­θεί­τε να κα­τα­πιεί­τε την πί­κρα σας. Θυ­μά­μαι, ξέ­ρε­τε, αρ­κε­τά τέ­τοια στιγ­μιό­τυ­πα από τις κα­τά και­ρούς επι­στρο­φές μου και νο­μί­ζω ότι δια­σκέ­δα­ζα αφά­ντα­στα έχο­ντας από­λυ­τη επί­γνω­ση της κα­τά­στα­σής μας. Από την άλ­λη εί­μαι απο­λύ­τως σί­γου­ρος ότι δεν σας πέ­ρα­σε στιγ­μή από το μυα­λό πό­σο γε­λοί­οι μπο­ρεί να φα­ντά­ζουν στα μά­τια κά­ποιου τρί­του ένας με­σή­λι­κας και μια ηλι­κιω­μέ­νη ενώ προ­σπα­θούν να επι­βά­λουν τη θέ­λη­σή τους ο ένας στον άλ­λον.

Αλ­λά νο­μί­ζω ότι πρέ­πει να ανα­ση­κω­θεί­τε, για­τί έχει έρ­θει η ώρα να σας δώ­σω τη σού­πα σας.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: