Ψαρόσουπα

Ρενουάρ: «Η Κοκό τρώγοντας τη σούπα της» (1905)
Ρενουάρ: «Η Κοκό τρώγοντας τη σούπα της» (1905)


Πρέπει να παραδεχτείτε ότι εμείς οι δυο είχαμε πάντα ένα δικό μας, ξεχωριστό τρόπο για να κάνουμε τα πάντα. Βεβαιώνομαι για αυτό καθημερινά, ενώ χαζεύω μητέρες να ταΐζουν τα παιδιά τους σε πάρκα και παιδικές χαρές επιστρατεύοντας κουτάλια-αεροπλάνα, ή κουτάλια- πλοία, ή κουτάλια-φιδάκια που κάνουν χαρούμενα ζιγκ ζαγκ στον αέρα λίγο πριν αδειάσουν μια μικρή ποσότητα τροφής στο στόμα ενός μωρού καθισμένου σε ένα καρότσι, ή σε καμιά λινή κουβέρτα απλωμένη στο χορτάρι. Στη δική μας περίπτωση, ήμουν δεν ήμουν έξι χρονών, αλλά τα ήξερα ήδη όλα. Κι έτσι έσφιγγα πεισματικά τα χείλη, ενώ προσπαθούσατε να σφηνώσετε σε αυτά το κουτάλι με το φαγητό επαναλαμβάνοντας, εμμονικά, τη λέξη «τρώγε». Ναι, τα ήξερα όλα σε εκείνη την τρυφερή ηλικία, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα δηλαδή, ενόσω επέμενα να αρνούμαι την τροφή, αφήνοντας, μετά τα πρώτα χαστούκια, χοντρά δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά μου και μην επιτρέποντας να βγει από το λαρύγγι μου ο ήχος του παραμικρού λυγμού. Ήταν, πιθανότατα, ένα είδος στοιχήματος με τον εαυτό μου το πότε ακριβώς θα αρχίζατε να ουρλιάζετε ή θα πετούσατε το πιάτο με το φαγητό στον απέναντι τοίχο γιατί αυτό σας το απρεπές ξέσπασμα σηματοδοτούσε την ηθική σας εξόντωση και τον δικό μου θρίαμβο απέναντι στη δυσβάσταχτή εξουσία σας. Δεν είναι κι εύκολο στρατήγημα αν λάβει κανείς υπόψη ότι επρόκειτο για μια μάχη ανάμεσα σε έναν Δαυίδ κι έναν Γολιάθ, εξαιτίας της οποίας, στο τέλος, χρειάστηκε να φωνάξετε γιατρό για να αντιμετωπίσετε ένα είδος πρώιμης νευρικής ανορεξίας από τη οποία έπασχα πλέον κανονικά στα οκτώ μου χρόνια. Κι έτσι, ήρθε στο σπίτι μας ο γιατρός Παραράς. Ένας κλασικός συνοικιακός γιατρός με δερμάτινη τσάντα και καπέλο∙ αρκετά έμπειρος, αφού θα πρέπει να κατάλαβε τα πάντα ρίχνοντας μια ματιά σε εμάς τους δυο και ψηλαφώντας με στα γρήγορα για να διαπιστώσει την κατάστασή μου. Ύστερα, αφού μίλησε μαζί σας και σας σύστησε να με αφήσετε να φύγω για λίγον καιρό, έκλεισε συνωμοτικά το μάτι σε εμένα και ανακάτεψε με τα δάχτυλά του τα μαλλιά μου, ακουμπώντας επάνω μου ένα είδος ανάλαφρης τρυφερότητας που με άφησε αποσβολωμένο. Κι έτσι βρέθηκα σε εκείνο το ίδρυμα της Πεντέλης, αποσκελετωμένος και με οξεία αδενοπάθεια, αλλά ελεύθερος, για πρώτη φορά στη μικρή μου ζωή, ανάμεσα σε δεκάδες παιδιά, με διαφορετικά προβλήματα, και ενήλικες (δασκάλους, γιατρούς και νοσηλευτές) που δεν έδειχναν διατεθειμένοι να μου αναθέσουν κανένα απολύτως καθήκον. Υποθέτω ότι όφειλα τότε να παρακολουθώ μαθήματα στο σχολείο του ιδρύματος αλλά, από όσο θυμάμαι, δεν πάτησα το πόδι μου σε τάξη όσον καιρό έμεινα εκεί, πράγμα που όχι μόνο δεν προβλημάτισε κανέναν από τους υπεύθυνους αλλά, πιθανότατα, αποτέλεσε και μέρος μιας θεραπείας με βάση την οποία έδειχναν όλοι αποφασισμένοι να με αφήσουν να κάνω ότι μου κατέβαινε στο κεφάλι. Ξυπνούσα, λοιπόν, το πρωί κι έτρωγα αργά και σταθερά όλο και μεγαλύτερη ποσότητα φαγητού (μπουκιές από αφράτο ψωμί βουτηγμένες σε ζεστό σοκολατούχο γάλα), καθισμένος σε ένα από τα μακριά τραπέζια της ηλιόλουστης τραπεζαρίας, ανάμεσα σε συνομήλικους που φρόντιζαν να κουβαλούν παντού μαζί τους μικρούς σωρούς από γλυκά και ελαφρώς μεταχειρισμένα μικροπαιχνίδια, αποκτημένα χωρίς κόπο, μέσω κανενός ανεπαίσθητου και φαινομενικά αθώου χαμόγελου προς κάποια φιλάνθρωπη κυρία από αυτές που περιόδευαν κατά καιρούς στους θαλάμους του ιδρύματος. Απέκτησα κι εγώ αρκετά τέτοια λάφυρα καρφώνοντας πονεμένα βλέμματα σε μικροπαντρεμένες σουσουράδες με αφράτες ετόλ και μικρά διχτυωτά βέλα, αφού πάντα κάτι τέτοιες μου κινούσαν το ενδιαφέρον κι όχι οι άλλες οι υπέρβαρες με τους πρησμένους αστραγάλους. Αλλά, μόλις αυτές έφευγαν, αφήνοντας πίσω τους την ανάμνηση των κόκκινων χειλιών τους και μια ωραία μυρωδιά να αιωρείται στον διάδρομο, ξεχνούσα τα δώρα τους κάτω από το μαξιλάρι μου κι έφευγα για τις μοναχικές περιπλανήσεις μου στα πεύκα του βουνού, γύρω από το κεντρικό κτήριο του ιδρύματος, απερίσπαστος, ανενόχλητος και βυθισμένος σε ατέλειωτες ονειροπολήσεις κατά τη διάρκεια των οποίων θα πρέπει να σκάρωσα τις πρώτες μου ιστορίες, χωρίς μολύβι και χαρτί, αλλά συντάσσοντας από μνήμης παραγράφους και επαναλαμβάνοντάς τες ξανά και ξανά μέχρι να τις τελειοποιήσω. Πιθανότατα θα αντιμετωπίσετε με ειρωνική διάθεση κάθε προσπάθειά μου να σας πείσω ότι η ετήσια παραμονή μου σε αυτό το ίδρυμα ήταν η ευτυχέστερη περίοδος της παιδικής μου ηλικίας και σίγουρα θα στεναχωρηθείτε ακούγοντας ότι πέρασα το τελευταίο μου πρωί εκεί κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι μου κι ακούγοντας τα ποδοβολητά και τις φωνές δυο νοσοκόμων καθώς έτρεχαν στον θάλαμο, προκειμένου να με ανακαλύψουν και να με παραδώσουν σε εσάς που είχατε ήδη έρθει μόνη, χωρίς τον πατέρα μου, δυο ή τρεις ώρες νωρίτερα από την έναρξη του επισκεπτηρίου, σοβαρή και μετρημένη όσο καμιά άλλη φορά, φορώντας εκείνο το ωραίο σκούρο παλτό με το μεταξωτό φουλάρι στο χρώμα της ώχρας και μαύρα γυαλιά που με εμπόδιζαν να δω τα μάτια σας. Όμως, η διάθεσή μου απέναντί σας άλλαξε με τρόπο μαγικό αμέσως μόλις σας ξαναείδα και σκέφτομαι τώρα ότι, ίσως, αυτή η ξαφνική μεταστροφή μου, εκτός από τη φυσιολογική επιθυμία ενός παιδιού να συναντηθεί με τη μητέρα του, να οφειλόταν και σε μια υποψία δικής σας ενοχής, την οποία μπορεί να διαισθάνθηκα στους τρόπους σας απέναντί μου. Κατά τα άλλα δεν είπατε κουβέντα για όσα με περίμεναν επιστρέφοντας στη συνοικία, αφήνοντάς με να ανακαλύψω μόνος μου ότι η ζωή μας είχε αλλάξει τώρα πια προς το καλύτερο. Αναμφίβολα οι δουλειές του πατέρα μου πήγαιναν καλά εξασφαλίζοντάς μας ένα ευρύχωρο σπίτι με κεντρική θέρμανση και μοντέρνες ανέσεις που σε τίποτα δεν θύμιζαν το παλιό μας αχούρι της οδού Στρατάρχου Παπάγου, με την τουαλέτα στην άκρη της αυλής, τα σαραβαλιασμένα παράθυρα και την παλιά μαντεμένια σόμπα, γύρω από την οποία είχα ζήσει τα εφιαλτικά νηπιακά μου ταΐσματα. Αλλά κι εσείς κυρία, τώρα πια, απείχατε πολύ από εκείνη τη νοικοκυρά με το φακιόλι και την μπροστοποδιά, η οποία επέμενε να της μιλάμε στον πληθυντικό ενώ μπουγάδιαζε ασπρόρουχά στην πέτρινη σκάφη της αυλής, ή τσαλαβουτούσε στις λάσπες του στενού χωμάτινου δρόμου μας για να μας μαζέψει από την αλάνα και να γεμίσει το δίχτυ της με ψώνια από το κοντινό μπακάλικο. Κι ενώ εσείς, επαναλαμβάνω, δεν θυμίζατε πια σε τίποτα τη φρικτή γυναίκα που προσπαθούσα να ξεχάσω στην εξορία μου, εγώ, με εκείνη την παλιά νευρική μου κατάρρευση, την έλλειψη αντοχής, την αδυναμία που επέδειξα στο παρελθόν δεν ήμουν παρά ένοχος προδοσίας προς το πρόσωπό σας∙ κάποιος υπερβολικά εύθραυστος για τον οποίον φοβόμουν ότι είχατε χάσει κάθε εκτίμηση. Αλλά εκείνη την πρώτη μέρα δεν με απασχολούσαν όλα αυτά κι έτσι άφησα τον αδερφό μου να με ξεναγήσει στο καινούργιο μας δωμάτιο με τα διπλά γραφεία, τα ξύλινα κρεβάτια και τα χρωματιστά καλύμματα. Φόρεσα ολοκαίνουργια ρούχα και παπούτσια, στάθηκα ενεός μπροστά σε ένα ποδήλατο, που δεν είχα ποτέ ονειρευτεί ότι θα μπορούσε να μου ανήκει, και περιπλανήθηκα σε ένα άγνωστο σπίτι με σαλόνι γεμάτο καινούργια έπιπλα, σκοντάφτοντας πάνω σε μια λεπτοκαμωμένη έφηβη με σκούρο φόρεμα και λευκή ποδιά, δασκαλεμένη να μου μιλά στον πληθυντικό και να με αποκαλεί «κύριο» και «μικρό κύριο» όταν ο πατέρας μου ήταν παρών. Σε γενικές γραμμές αυτή η συγκεκριμένη περίοδος της οικογενειακής μας ζωής περνούσε χωρίς εντάσεις. Αλλά κανείς ποτέ δεν είναι ευχαριστημένος με όσα έχει, γιατί, σε κάποιες μικρές παύσεις της ανέλπιστης ευτυχίας μου, ζούσα και στιγμές πικρής παραδοχής ότι η οικογένειά σας, αυτή που υπήρξατε εσείς οι τρεις, όσον καιρό εγώ νόμιζα ότι σας τιμωρούσα με την απουσία μου, πλούτιζε και καλοπερνούσε λες και, φεύγοντας, πήρα μαζί μου κάποια βαριά κατάρα ή έλυσα τίποτα μάγια τα οποία σας κρατούσαν δυστυχισμένους. Αυτό, βέβαια, συνέβαινε μια στις τόσες γιατί τον περισσότερο καιρό ήμουν υπερβολικά απασχολημένος∙ με χίλια δυο, αλλά και με τις βραδινές αφηγηματικές αναγνώσεις μυθολογίας του κρατικού ραδιοφώνου που γέμιζαν το μαξιλάρι μου με αχούς από μάχες κι έφερναν ίσκιους ηρώων στο ταβάνι πάνω από το κρεβάτι μου, ενόσω ο αδερφός μου τραβολογούσε το μικρό μας τρανζίστορ για να ακούει καλύτερα. Κι επειδή το ένα φέρνει το άλλο, στα διαλείμματα εντατικών προσπάθειών για να αναπληρώσω τα σχολικά μου κενά, άρχισα σταδιακά να ξεκλέβω χρόνο για να χαζέψω κανέναν χρωματιστό Οδυσσέα, κανέναν Αίαντα, κανέναν ξανθόμαλλο Αχιλλέα από αυτούς που σκονίζονταν σε μεγάλες βιβλιοθήκες αραδιασμένες στους διαδρόμους του σχολείου μου. Τους ξεφύλλιζα θαμπωμένος, περιεργαζόμουν τις εικόνες τους, ψείριζα τις ζωές και τα κατορθώματά τους για αρκετά μεγάλο διάστημα, ώσπου τους ξέχασα, τους παραμέρισα χωρίς δεύτερη σκέψη μπροστά στον ευγενέστερο όλων. Και μπορεί εκείνη την εποχή να ένιωθα απλώς μια ισχυρή έλξη προς το πρόσωπό του, όμως μεγαλώνοντας μου ήταν αδύνατον να καταλάβω πως καταφέρνει να παραμερίσει κανείς έναν Έκτορα για να ασχοληθεί με τα καπρίτσια ενός κακομαθημένου χρυσοθήρα σαν τον Αχιλλέα. Το ίδιο ακριβώς συναίσθημα θα πρέπει να υπερίσχυε μέσα μου και αργότερα, στο σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας όταν, μπροστά σε συναρπαστικά γουέστερν πρώτης προβολής, δεκάρα δεν έδινα για τον γενναιότερο καουμπόι του φαρ ουέστ, όταν στο πλάνο εμφανίζονταν ινδιάνοι. Μου άρεσαν όλοι∙ οι άντρες, οι γυναίκες, τα παιδιά, οι μάγοι, οι καλοί, οι κακοί, οι Απάτσι, οι Τσεγιέν, οι Σιού και οι Μοϊκανοί. Μου άρεσαν, αλλά ήξερα ακόμα και τότε ότι όλοι αυτοί οι ωραίοι τύποι στο τέλος θα έχαναν τα πάντα. Στο μεταξύ, ενώ διάλεγα πλευρά στο σινεμά και στα βιβλία, η ζωή που δεν πρόλαβα να συνηθίσω άρχισε να αλλάζει ενώ εγώ βυθιζόμουν στην ενοχή, διαβλέποντας ότι, εξαιτίας μου, θα ξαναβρισκόσασταν στην παλιά σας κατάσταση, θα χάνατε το ωραίο σπίτι και τις ανέσεις σας, αφού, με κάποιον τρόπο, είχα πειστεί ότι η κατά καιρούς οικογενειακή μας κακοδαιμονία συνδεόταν άρρηκτα με τη δική μου παρουσία στη ζωή σας. Κι έτσι, θα ζούσα με τρόπο άβολο τις μελλοντικές στιγμές μας καθηλωμένος από ένα είδος αμηχανίας, η οποία με ακινητοποιούσε σε βαθμό ηλιθιότητας. Στο μεταξύ, φτωχαίναμε και φτωχαίναμε. Και το γεγονός αυτό αποτυπωνόταν όλα και πιο έντονα στην καθημερινότητά μας, καθώς οι δουλειές του πατέρα μου είχαν πέσει έξω αρκετό καιρό πριν επιστρέψει για να ζήσει το κύκνειο επιχειρηματικό του άσμα στο σπίτι με τα τζάκια και τα ακριβά μωσαϊκά, το υπερβολικά δαπανηρό πλέον για εμάς, κι ας είχαν εξαφανιστεί προ πολλού η οικιακή βοηθός και ο σοφέρ με το μπλε σακάκι και το τσόχινο καπέλο. Στην ατμόσφαιρα σερνόταν η αίσθηση ότι τα πάντα είχαν χαθεί κι αυτό μπορούσαμε να το αντιληφθούμε ξεκάθαρα ο αδελφός μου κι εγώ, μολονότι ο πατέρας μου, σαν να ξυπνούσε από ένα είδος μακροχρόνιας καταθλιπτικής απραξίας, ξεσηκωνόταν κατά καιρούς για να ντυθεί και να ξυριστεί, δήθεν ζωηρός και αναζωογονημένος εξαιτίας μας καινούργιας ιδέας ή κάποιου σωτήριου σχεδίου, αλλά διατηρώντας στο πρόσωπο και τις κινήσεις του τη σαστιμάρα ανθρώπου αρνούμενου να αποδεχτεί την πραγματικότητα. Υποθέτω ότι αποτύγχανε πριν καλά καλά ξεκινήσει, πέφτοντας πάνω στη δυσπιστία παλιών συνεργατών, αλλά και των ίδιων του των πρώην υπαλλήλων, ή σκοντάφτοντας στη σφραγισμένη πόρτα του γραφείου του με τα θυροκολλημένα δικαστικά έγγραφα και τις εντολές εξώσεως, για να επιστρέψει στο κρεβάτι του, ανάμεσα σε αποτσίγαρα, αθλητικές εφημερίδες και τσαλακωμένα δελτία προπό, εμμένοντας σε ένα καινούργιο ξεκίνημα, στο οποίο δεν σταμάτησε να ελπίζει μέχρις ότου μας ειδοποίησαν για το μοιραίο καρδιακό επεισόδιο, από το οποίο δεν κατόρθωσε να επιβιώσει.

Αλλά, ο καθένας, κυρία, έχει τις αναμνήσεις του και μπορεί να τις αναμασά κάθε τρεις και λίγο με την άνεσή του ξαναζώντας όσες στιγμές από το παρελθόν τον ευχαριστούν περισσότερο. Εγώ, λοιπόν, αιώνιος εργένης, στη δύση της καριέρας μου, ενόσω γιατροπορεύω την κατάκοιτη μητέρα μου, δεν έχω καμιά διάθεση να θυμηθώ το παραμικρό για τις συνθήκες θανάτου του πατέρα μου, για την επιστροφή μας σε ένα χαμόσπιτο σαν αυτό της Στρατάρχου Παπάγου, για τη δουλειά σας στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας, για τα καλοκαιρινά μου μεροκάματά στην οικοδομή, για τις κατά καιρούς υποτροπές της anorexia nervosa μου, ή για τις φρικτές αφραγκίες της φοιτητικής ζωής και της στρατιωτικής θητείας μου. Αλλά ενώ οτιδήποτε παρόμοιο μου είναι δυσάρεστο, δεν μπορώ να πω το ίδιο για τις μετέπειτα αναμετρήσεις μας πάνω από ένα πιάτο με ψαρόσουπα, όταν επέστρεφα από το πανεπιστήμιο του εξωτερικού στο οποίο εργαζόμουν κι εσείς επιμένατε να με περιποιηθείτε προσφέροντάς μου «φρέσκο ελληνικό ψάρι». Οφείλω να παραδεχτώ ότι σταθήκατε συνεπώς ξεροκέφαλη ακόμα και σε αυτό γιατί ενώ σας απαγόρευα να μου μαγειρεύετε το παραμικρό ενόψει αυτών των επισκέψεων, φροντίζατε να με αγνοείτε, προκειμένου να οργανώσετε εκείνο το παλιό καταναγκαστικό σας τάισμα. Κι ενώ δεν είχατε πια τη δυνατότητα να σφηνώνετε το κουτάλι στα κλειστά μου χείλη, επιμένατε, με τη γνωστή σας φορτικότητα, να φάω όσα μου είχατε ετοιμάσει, ξαναρχίζοντας, στην ουσία, την παλιά μας μάχη από την οποία ούτε τώρα κατορθώνατε να βγείτε νικήτρια, γιατί στεκόμουν μπροστά στο πιάτο με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος αρνούμενος να δοκιμάσω το παραμικρό κι αφήνοντάς σας άπραγη και νευρική, όπως παλιά, να προσπαθείτε να καταπιείτε την πίκρα σας. Θυμάμαι, ξέρετε, αρκετά τέτοια στιγμιότυπα από τις κατά καιρούς επιστροφές μου και νομίζω ότι διασκέδαζα αφάνταστα έχοντας απόλυτη επίγνωση της κατάστασής μας. Από την άλλη είμαι απολύτως σίγουρος ότι δεν σας πέρασε στιγμή από το μυαλό πόσο γελοίοι μπορεί να φαντάζουν στα μάτια κάποιου τρίτου ένας μεσήλικας και μια ηλικιωμένη ενώ προσπαθούν να επιβάλουν τη θέλησή τους ο ένας στον άλλον.

Αλλά νομίζω ότι πρέπει να ανασηκωθείτε, γιατί έχει έρθει η ώρα να σας δώσω τη σούπα σας.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: