Mazel tov



Στο λα­σπω­μέ­νο δρο­μά­κι που περ­νού­σε μπρο­στά από το σπί­τι του κυ­ρί­ου Σα­ούλ Χα­κίμ, στο γκέ­το Βα­ρό­νου Χιρς, μα­ζεύ­ο­νταν «γει­το­νό­που­λα» για να πε­ρά­σουν λί­γη ώρα μα­κριά από την κλει­σού­ρα και την κα­τή­φεια των με­γά­λων. Ακό­μα κι εκεί τα παι­διά έτρε­χαν κι έπαι­ζαν όπως πά­ντα, ενώ η Αριέλ­λα κι εγώ κα­θό­μα­σταν πα­ρά­με­ρα και προ­σέ­χα­με τον μι­κρό μας Βί­κτω­ρα κα­θώς ανε­βο­κα­τέ­βαι­νε ξα­νά και ξα­νά τα λι­γο­στά σκα­λιά της ει­σό­δου. Άλ­λες φο­ρές κλει­νό­μα­σταν στο δω­μά­τιο που μας εί­χε πα­ρα­χω­ρη­θεί και χα­νό­μα­σταν στις σκέ­ψεις μας καρ­φώ­νο­ντας αφη­ρη­μέ­να βλέμ­μα­τα σε ένα γα­μή­λιο κά­δρο με χρω­μα­τι­στά λου­λού­δια και τη φρά­ση «Mazel tov»* κε­ντη­μέ­νη κα­τα­με­σής. Όμως τα με­ση­μέ­ρια, με­τά το συσ­σί­τιο, οι άν­θρω­ποι συ­νω­στί­ζο­νταν στα πε­ζού­λια και τα σκα­λο­πά­τια για να μοι­ρα­στούν χα­μη­λό­φω­να ό,τι νέο εί­χαν μά­θει κυ­κλο­φο­ρώ­ντας στο γκέ­το. Δεν ξέ­ρω πως να το εξη­γή­σω, ίσως να οφει­λό­ταν στη γε­νι­κή πε­ποί­θη­ση ότι μπλέ­ξα­με για τα κα­λά, αλ­λά, μέ­σα σε εκεί­νη τη συ­γκυ­ρία, οι με­γα­λύ­τε­ροι Σε­φα­ρα­δίμ ένιω­θαν την ανά­γκη να στρα­φούν στο πα­ρελ­θόν, κι έτσι, σκα­λί­ζο­ντας τη μνή­μη τους, άρ­χι­σαν ο ένας με­τά τον άλ­λον να μι­λούν για τις σκο­τει­νές μέ­ρες του πο­γκρόμ Κα­μπέλ και την πα­λιά μα­ζι­κή σα­λο­νι­κώ­τι­κη Αλι­γιά.** Δεν ήταν πράγ­μα δύ­σκο­λο να μπουν όλες αυ­τές οι ιστο­ρί­ες στη σει­ρά και να αρ­χί­σουν να τρέ­χουν σαν πο­τα­μός στα σο­κά­κια του γκέ­το, αφού ο κα­θέ­νας εί­χε να θυ­μη­θεί έναν συγ­γε­νή που έρι­ξε μαύ­ρη πέ­τρα πί­σω του για να γλι­τώ­σει από τη «Σα­λο­νί­κο» και τους μπε­λά­δες της. «Οι δι­κοί μου, για­τρέ, έφυ­γαν το ’33 με­τά την πρό­σκλη­ση από την εγ­γλέ­ζι­κη εται­ρεία. Μπαρ­κά­ρα­νε για κά­τω, για­τί χτι­ζό­τα­νε τό­τε η πό­λη, η Χάι­φα και το λι­μά­νι του Τελ Αβίβ», έλε­γε στον πα­τέ­ρα μου με τα ψι­θυ­ρι­στά σπα­νιο­λίτ του ο οι­κο­δε­σπό­της μας, ένας ανύ­πα­ντρος λι­με­νερ­γά­της με κα­φε­κί­τρι­να μά­τια, ιδιαί­τε­ρα ομι­λη­τι­κός γύ­ρω από το βρα­δι­νό τρα­πέ­ζι κι ας μην ξε­μύ­τι­σε από το σπί­τι του όλες εκεί­νες τις φο­βε­ρές μέ­ρες. Κα­τά τα λε­γό­με­νά του, ζού­σε εκεί από παι­δί. Κι ενώ τα μέ­λη της πο­λυά­ριθ­μης οι­κο­γέ­νειάς του εί­χαν πά­ρει σι­γά σι­γά τον δρό­μο τους, εκεί­νος συ­ντρό­φευε ακό­μα τη μη­τέ­ρα του, μια πα­ρα­δο­σια­κή abuela sefardi (Σε­φα­ρα­δί­τισ­σα για­γιά), πα­ραι­τη­μέ­νη από την πα­λιά συ­νή­θεια να περ­νά τα Σάβ­βα­τα στο χα­γιά­τι του σπι­τιού, φο­ρώ­ντας γιορ­τι­νή φο­ρε­σιά με γού­νι­νο μπο­λε­ρό και κί­τρι­νο φα­κιό­λι. Αντί για αυ­τό μά­να και γιός κούρ­νια­ζαν τώ­ρα στην πί­σω αυ­λή, κά­τω από μια φου­ντω­τή μι­μό­ζα, για να κρυ­φο­μι­λή­σουν και να δε­χτούν αθέ­α­τοι λι­γο­στές επι­σκέ­ψεις. Αλ­λά τα βρά­δια, όταν μα­ζευό­μα­σταν γύ­ρω από μια λά­μπα πε­τρε­λαί­ου και οι ίσκιοι μας φά­ντα­ζαν τε­ρά­στιοι πά­νω στους τοί­χους του χα­μό­σπι­του, η γλώσ­σα του κυ­ρί­ου Σα­ούλ λυ­νό­ταν. «Φο­βή­θη­καν τό­τε με το Κα­μπέλ και με το δί­κιο τους» εξη­γού­σε. «Και μό­λις πλά­κω­σε το κραχ και σώ­νο­νταν τα με­ρο­κά­μα­τα, μου λέ­ει ο με­γά­λος μου αδερ­φός, δεν πά­νε κα­λά τα πράγ­μα­τα εδώ πέ­ρα και μή­πως χρεια­στεί να ση­κω­θού­με να φύ­γου­με για την Πα­λαι­στί­νη, αφού γί­νε­ται ανοι­κο­δό­μη­ση εκεί πέ­ρα και υπάρ­χει δη­μιουρ­γία κι εμείς εί­μα­στε λι­με­νερ­γά­τες ξα­κου­στοί, γι’ αυ­τό μας κά­νει πρό­σκλη­ση η εγ­γλέ­ζι­κη εται­ρεία. Αλ­λά εγώ δεν ήθε­λα να ξε­ση­κω­θώ και όλο του άλ­λα­ζα την κου­βέ­ντα. Και στο τέ­λος, όταν φύ­γα­νε οι πρώ­τοι (αχθο­φό­ροι, λι­με­νερ­γά­τες, αμα­ξά­δες, του­λου­μπα­τζή­δες και ξέ­ρω γω τι), πή­γαν και οι δι­κοί μου μα­ζί∙ δυο αδέρ­φια μου με τις οι­κο­γέ­νειές τους. Αυ­τοί βά­λα­νε πρώ­τοι πλώ­ρη για τη Χάι­φα τό­τε, που λες για­τρέ, αλ­λά τους ακο­λού­θη­σαν κι άλ­λοι. Κι αρ­γό­τε­ρα κά­ποιοι με­τα­κό­μι­σαν στο Τελ Αβίβ για να δου­λέ­ψουν στο χτί­σι­μο του λι­μα­νιού και μας έστελ­ναν φω­το­γρα­φί­ες απά­νω στα έρ­γα και μας έγρα­φαν ότι τα πή­γαι­ναν κα­λά. Τό­τε ο αδερ­φός μου αυ­τός με ξα­νά­κα­νε χρυ­σό να πάω να δω τι γί­νε­ται κι αν δεν μου αρέ­σει να ση­κω­θώ να φύ­γω. Και εί­πα τό­τε εγώ στη μά­να μου (θυ­μά­σαι μά­να;) «Δεν αφή­νω» εί­πα «τον τό­πο μου και τα πράγ­μα­τά μου και θα φτιά­ξει η κα­τά­στα­ση και θα το δεις». Κι «έφτια­ξε» η κα­τά­στα­ση και νά­μα­στε τώ­ρα εδώ! Αλ­λά να σου πω κά­τι, για­τρέ; Θα σου το πω, κι ας το πά­ρει το πο­τά­μι, ότι δεν πι­στεύω λέ­ξη∙ κι ας λέ­νε πως μας πε­ρι­μέ­νουν σπί­τια και κα­λή ζωή στην Κρα­κο­βία. Δεν υπάρ­χει γλυ­κό σκόρ­δο, ού­τε κα­λός Γερ­μα­νός, αυ­τό έχω να πω εγώ που εί­μαι αγράμ­μα­τος, αλ­λά το κα­τα­λα­βαί­νω ότι μας κο­ροϊ­δεύ­ουν όλους εδώ πέ­ρα».

Ο πα­τέ­ρας μου τον άκου­γε συ­νή­θως αμί­λη­τος και, όσο περ­νού­σαν οι μέ­ρες, όλο και πιο αφη­ρη­μέ­νος, ώσπου, ένα από­γευ­μα, επι­στρέ­φο­ντας από μια ια­τρι­κή επί­σκε­ψη στη γει­το­νιά κά­θι­σε στο τρα­πέ­ζι, απέ­να­ντι στη μα­μά, και την κοί­τα­ξε λέ­γο­ντας «Νο­μί­ζω ότι χά­νω το μυα­λό μου, Ελ­βί­ρα. Ξε­χνώ τις απλού­στε­ρες λέ­ξεις και κά­νω ώρα πολ­λή να θυ­μη­θώ τα ονό­μα­τα των ια­τρι­κών ερ­γα­λεί­ων!» Εγώ τό­τε σκέ­φτη­κα ότι ο πα­τέ­ρας μου δεν θα εί­χε με­γά­λο πρό­βλη­μα πά­νω σε αυ­τό, για­τί αν ξε­χνού­σε μια λέ­ξη στη μια γλώσ­σα θα μπο­ρού­σε ίσως να τη θυ­μη­θεί σε μια άλ­λη, αφού μι­λού­σε γερ­μα­νι­κά με εμέ­να και την Αριέλ­λα, γαλ­λι­κά με την Ελ­βί­ρα του, ισπα­νι­κά με τα πε­θε­ρι­κά του, ελ­λη­νι­κά με τους γεί­το­νες στην Τσι­μι­σκή και όλες αυ­τές τις γλώσ­σες ταυ­το­χρό­νως στο κα­φε­νείο ΑΛΜΟΝ­ΣΙ­ΝΟ με γνω­στούς και φί­λους, κα­θώς άπλω­ναν χάρ­τες πά­νω στις μαρ­μά­ρι­νες επι­φά­νειες των τρα­πε­ζιών για να πα­ρα­κο­λου­θή­σουν τις εξε­λί­ξεις στα μέ­τω­πα του ισπα­νι­κού εμ­φυ­λί­ου, ή συ­ζη­τού­σαν πί­νο­ντας κα­φέ, ή κα­τέ­φθα­ναν οι­κο­γε­νεια­κώς για τα μου­σι­κά après midi της Κυ­ρια­κής. Α ναι βέ­βαια, υπήρ­ξε μια μα­κρι­νή επο­χή που περ­νού­σα­με τα απο­γεύ­μα­τα της Κυ­ρια­κής στο κα­φε­νείο ΑΛΜΟΝ­ΣΙ­ΝΟ, ακού­γο­ντας τον Μι­σέλ Ασα­έλ να παί­ζει στο πιά­νο τις τε­λευ­ταί­ες επι­τυ­χί­ες κι έτσι δεν εί­ναι κα­θό­λου πε­ρί­ερ­γο που οι πε­ρισ­σό­τε­ροι στην οι­κο­γέ­νεια νό­μι­ζαν ότι η θεία Βι­κτω­ρία, κα­τά τη διάρ­κεια ενός τέ­τοιου απο­γεύ­μα­τος, αντάλ­λα­ξε το πρώ­το βλέμ­μα με τον θείο Γιώρ­γο. Αλ­λά νο­μί­ζω ότι τα μπέρ­δευαν και, τώ­ρα που μι­λά­με, εί­μαι απο­λύ­τως σί­γου­ρη ότι το γε­γο­νός έλα­βε χώ­ρα στο διά­λειμ­μα του σι­νέ-βα­ριε­τέ «Πα­τέ», αμέ­σως με­τά το νού­με­ρο του παι­διού - θαύ­μα­τος Λουί­ζα Μπε­λί­νι «που χό­ρευε εξω­τι­κούς χο­ρούς μι­μού­με­νη τη Ζο­ζε­φί­να Μπέι­κερ». Ακο­λού­θη­σε η συ­νη­θι­σμέ­νη κλή­ρω­ση της λα­χειο­φό­ρου αγο­ράς, στην οποία ο θεί­ος Γιώρ­γος, επευ­φη­μού­με­νος από μια πα­ρέα ασκού­με­νων δι­κη­γό­ρων, κέρ­δι­σε ένα πτυσ­σό­με­νο τα­ξι­διω­τι­κό ξυ­πνη­τή­ρι στο χρώ­μα του χαλ­κού κι ανέ­βη­κε στη σκη­νή για να το πα­ρα­λά­βει με το βλέμ­μα καρ­φω­μέ­νο στη δε­ξιά άκρη της τρί­της σει­ράς, όπου βρι­σκό­ταν κα­θι­σμέ­νη δί­πλα μου η θεία Βι­κτω­ρία.

Όμως, αλη­θεύ­ει ότι ο πα­τέ­ρας μου μι­λού­σε πολ­λές γλώσ­σες, όπως αλη­θεύ­ει ότι εγώ αδυ­να­τώ να πω με σι­γου­ριά σε ποια ονει­ρευό­ταν, ή χά­ρη στις λέ­ξεις ποιας άρ­χι­σε να συ­νει­δη­το­ποιεί ότι η μνή­μη του τον εγκα­τέ­λει­πε. Ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο, δεν μπο­ρώ να πω με σι­γου­ριά σε ποια γλώσ­σα απο­φά­σι­σε να μας ξε­ση­κώ­σει εκεί­νη την αξέ­χα­στη ηλιό­λου­στη μέ­ρα του 1930 για να ανέ­βου­με στο ηλε­κτρι­κό τραμ, το σει­τάν αρα­μπα­σί όπως το έλε­γε ο παπ­πούς Σο­λο­μών, και να στρι­μω­χτού­με ανά­με­σα στο πλή­θος της πα­ρα­λί­ας για να πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με το εγ­γλέ­ζι­κο υδρο­πλά­νο «City of Salonica», να ξε­κολ­λά­ει αρ­γά από το μπλε του Θερ­μαϊ­κού, να παίρ­νει σχή­μα πλη­σιά­ζο­ντας και, τέ­λος, να θα­λασ­σο­δρο­μεί σαν με­γά­λο σι­δε­ρέ­νιο που­λί μέ­χρι το ξε­νο­δο­χείο Mediterranée. Θυ­μά­μαι ακό­μα σαν όνει­ρο μια με­γά­λη βόλ­τα πά­νω από τη Θεσ­σα­λο­νι­κή με αυ­τό το υδρο­πλά­νο και υπο­θέ­τω ότι θα πρέ­πει να ήταν αρ­κε­τόν και­ρό αρ­γό­τε­ρα, αφού η εται­ρεία που το πα­ρήγ­γει­λε έβα­λε ει­σι­τή­ριο για να το εκ­με­ταλ­λευ­τεί. Αλ­λά, κυ­ρί­ως, θυ­μά­μαι τον πα­τέ­ρα μου σε εκεί­νη τη βόλ­τα, ενώ κοι­τού­σα­με την πό­λη από ψη­λά, να ονο­μα­τί­ζει με­γά­λα κτή­ρια, εκ­κλη­σί­ες, συ­να­γω­γές, να δεί­χνει προς διά­φο­ρες κα­τευ­θύν­σεις φω­νά­ζο­ντας «151, Ρε­ζί Βαρ­δάρ, Τε­νε­κέ Μα­χα­λά, Βα­ρό­νου Χιρς…» Έδει­χνε εν­θου­σια­σμέ­νος τις συ­νοι­κί­ες αλ­λά σί­γου­ρα δεν φα­ντα­ζό­ταν ότι κά­πο­τε, χά­ρη στην προ­σπά­θεια των δε­σμω­τών μας να μας κρα­τή­σουν εφη­συ­χα­σμέ­νους, θα κα­τέ­λη­γε σε μια από αυ­τές να ασκεί ια­τρι­κά κα­θή­κο­ντα, πα­ρα­τεί­νο­ντας τη δια­μο­νή μας στο σπί­τι του κυ­ρί­ου Σα­ούλ ενό­σω οι υπό­λοι­ποι έπαιρ­ναν ο ένας με­τά τον άλ­λον τον δρό­μο για τον σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό. «Θα σου το χρω­στάω για πά­ντα, για­τρέ. Θα σου το χρω­στάω, για­τί χά­ρη σε εσέ­να δεν ανα­γκα­στή­κα­με να ανέ­βου­με στο τρέ­νο πριν από την ώρα μας. Δεν θέ­λω να σε μπλέ­ξω, αλ­λά την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή θα σου τα πω όλα και πά­ρε τό­τε εσύ τις απο­φά­σεις σου και πρά­ξε όπως νο­μί­ζεις», έλε­γε ο κύ­ριος Σα­ούλ στις βρα­δι­νές συ­ζη­τή­σεις μας, αλ­λά κα­νείς μας δεν κα­τα­λά­βαι­νε τι ήθε­λε να πει, ού­τε κά­να­με τον κό­πο να ρω­τή­σου­με για­τί η κα­τά­στα­ση του πα­τέ­ρα μου επι­δει­νω­νό­ταν κι εγώ εί­χα την έγνοια να πα­ρα­κο­λου­θώ κά­θε του κί­νη­ση κι ύστε­ρα να προ­σπα­θώ να ηρε­μή­σω τη μη­τέ­ρα μου όταν την έβρι­σκα να κλαί­ει κρυ­φά στο πί­σω δω­μά­τιο, λέ­γο­ντάς της «Δεν εί­ναι τί­πο­τα, ίσως να τον κού­ρα­σε η ανα­στά­τω­ση των ημε­ρών». Ωστό­σο, τον ακο­λου­θού­σα πα­ντού. Τρύ­πω­να στα χα­μό­σπι­τα, στε­κό­μουν δί­πλα του κα­θώς έβγαι­νε από το δω­μά­τιο του ασθε­νούς και πε­τα­γό­μουν για να τε­λειώ­σω μια φρά­ση του, όταν στο πρό­σω­πό του εμ­φα­νι­ζό­ταν το γνώ­ρι­μο πια σα­στι­σμέ­νο ύφος. Πε­τα­γό­μουν, όπως πε­τά­χτη­κα κι αρ­γό­τε­ρα στον σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό του Άου­σβιτς. «Mein Vater ist ein Arzt!» εί­χα φω­νά­ξει με την κα­λύ­τε­ρη δυ­να­τή προ­φο­ρά μου∙ όχι ερι­στι­κά, ήξε­ρα ότι δεν έπρε­πε να τους ερε­θί­ζω, αλ­λά για να ακου­στώ ανά­με­σα στα κλά­μα­τα και τις φω­νές των αν­θρώ­πων γύ­ρω μου. Ο στρα­τιώ­της κο­ντο­στά­θη­κε για με­ρι­κά δευ­τε­ρό­λε­πτα∙ όσο χρειά­στη­κε για να αξιο­λο­γή­σει την απο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­νη έκ­φρα­ση του πα­τέ­ρα μου. Τον ανα­μέ­τρη­σε ο στρα­τιώ­της κι ύστε­ρα, φω­νά­ζο­ντας υστε­ρι­κά, συ­νέ­χι­σε να τον σπρώ­χνει με την κά­νη του όπλου του σε δια­φο­ρε­τι­κή σει­ρά από τη δι­κή μου και της Αριέλ­λας. «Μην ανη­συ­χείς γλυ­κιά μου Σο­σό­νια!» μου εί­πε, σαν να συ­νήλ­θε ξαφ­νι­κά. «Εί­στε νέ­ες και θα σας βά­λουν να δου­λέ­ψε­τε. Υπο­θέ­τω ότι εμείς θα πά­με τώ­ρα κά­που για να ξα­πο­στά­σου­με από το τα­ξί­δι. Άντε, λοι­πόν, φύ­γε και να προ­σέ­χεις την Αριέλ­λα μας!» μουρ­μού­ρι­σε ο πα­τέ­ρας μου κά­νο­ντας μια μη­χα­νι­κή κί­νη­ση για να ισιώ­σει τα γυα­λιά του με τον δεί­κτη του δε­ξιού του χε­ριού, όπως τό­τε που τον εμπό­δι­ζα να φύ­γει για τη δου­λειά του στο νο­σο­κο­μείο Χιρς. Ναι, νο­μί­ζω, τώ­ρα πια, ότι η έκ­φρα­σή του εκεί­νες τις τε­λευ­ταί­ες στιγ­μές, πριν πά­ρει τον δρό­μο για το κρε­μα­τό­ριο, ήταν η κα­λο­συ­νά­τη και ελα­φρώς αφη­ρη­μέ­νη που εμ­φα­νι­ζό­ταν στο πρό­σω­πό του όταν ήμουν μι­κρή, λί­γο πριν με σπρώ­ξει απα­λά προς το σπί­τι λέ­γο­ντας «Θα γυ­ρί­σω γρή­γο­ρα». Από τη άλ­λη, ενώ ανέ­βαι­νε στο κα­μιό­νι με τις υπό­λοι­πες γυ­ναί­κες, η μα­μά έκλαι­γε βου­βά, κρα­τώ­ντας σφι­χτά στην αγκα­λιά της τον Βί­κτω­ρα και βυ­θί­ζο­ντας που και που το πρό­σω­πό της στο μι­κρο­σκο­πι­κό του κορ­μά­κι. Και, πα­ρό­τι μου κο­στί­ζει ακό­μα και σή­με­ρα, οφεί­λω να πα­ρα­δε­χτώ ότι η Ελ­βί­ρα Εσκε­να­ζή δεν πρέ­πει να αγά­πη­σε στη ζωή της με με­γα­λύ­τε­ρη αφο­σί­ω­ση κα­νέ­να άλ­λο πλά­σμα όσο το στερ­νο­παί­δι της∙ κι ας έκρυ­ψε την όψι­μη εγκυ­μο­σύ­νη της μέ­χρι τον όγδοο μή­να, σκε­πά­ζο­ντας ντρο­πα­λά την κοι­λιά της με ένα φαρ­δύ παλ­τό σε κά­θε έξο­δο, ενώ ο μπα­μπάς, εκεί­νη την επο­χή, την απο­κα­λού­σε «γλυ­κιά του Σά­ρα». Ωστό­σο, ο μι­κρός μας, ένα ηλιό­λου­στο και κα­λό­βο­λο παι­δά­κι, με­γά­λω­νε γρή­γο­ρα απα­σχο­λώ­ντας μας ελά­χι­στα. Την επο­χή του γκέ­το περ­πα­τού­σε πια για τα κα­λά κι έτσι μπο­ρού­σε να τρέ­χει πί­σω από τον πα­τέ­ρα μου ενώ εκεί­νος μουρ­μού­ρι­ζε το συ­νη­θι­σμέ­νου του «Θα γυ­ρί­σω γρή­γο­ρα». «Θα γυ­ρί­σου­με γρή­γο­ρα», επα­να­λάμ­βα­να σαν αντί­λα­λος κι έσπρω­χνα τον Βί­κτω­ρα προς το σπί­τι, ώσπου, ένα με­ση­μέ­ρι, ο μπα­μπάς κι εγώ, επι­στρέ­ψα­με στου κυ­ρί­ου Σα­ούλ συ­νο­δευό­με­νοι από ένα μέ­λος της εβραϊ­κής αστυ­νο­μί­ας. Προ­σπά­θη­σα, τό­τε, να απο­λο­γη­θώ για αυ­τή μου την απο­τυ­χία. Έλε­γα και ξα­νά­λε­γα ότι δεν ήταν εύ­κο­λο να σώ­σω τα προ­σχή­μα­τα, αφού ο ασθε­νής αυ­τή τη φο­ρά ήταν ένας αντι­πα­θη­τι­κός τύ­πος με κί­τρι­νο πε­ρι­βρα­χιό­νιο που, όταν αντι­λή­φθη­κε την κα­τά­στα­ση του πα­τέ­ρα μου, ει­δο­ποί­η­σε τις αρ­χές του γκέ­το κι ύστε­ρα μας συ­νό­δε­ψε μέ­χρι το σπί­τι του κυ­ρί­ου Σα­ούλ κορ­δω­μέ­νος και υπε­ρή­φα­νος για την ανα­κά­λυ­ψή του. Αλ­λά, νο­μί­ζω ότι η Ελ­βί­ρα δεν άκου­γε τί­πο­τα από όσα έλε­γα για­τί εκεί­νες τις στιγ­μές εί­χε το μυα­λό της στο τα­ξί­δι∙ στα λί­γα τρό­φι­μα που θα παίρ­να­με μα­ζί μας, στα ρού­χα, που έπρε­πε να εί­ναι ζε­στά «για­τί στην Κρα­κο­βία κά­νει κρύο», και στα ελά­χι­στα πο­λύ­τι­μα που θα έδι­νε σε γνω­στούς για φύ­λα­ξη. Στο με­τα­ξύ, η εί­δη­ση ότι ο για­τρός Εσκε­να­ζή δεν ήταν πλέ­ον σε θέ­ση να ασκεί τα κα­θή­κο­ντά του εί­χε δια­δο­θεί και, νο­μί­ζω ότι εξαι­τί­ας αυ­τού του γε­γο­νό­τος ό κύ­ριος Σα­ούλ μι­λού­σε ακα­τά­λη­πτα το ίδιο βρά­δυ κα­θώς στε­κό­ταν στη μέ­ση του μι­κρού κα­θη­με­ρι­νού δω­μα­τί­ου κι έσφιγ­γε γύ­ρω από τη μέ­ση του τα λου­ριά μιας πα­ρά­ξε­νης ξύ­λι­νης κα­τα­σκευ­ής, που θύ­μι­ζε κα­ρέ­κλα στε­ρε­ω­μέ­νη στην πλά­τη του, πά­νω στην οποία βρι­σκό­ταν θρο­νια­σμέ­νη η μι­κρο­σκο­πι­κή και στα­φι­δια­σμέ­νη για­γιά Χα­κίμ, φο­ρώ­ντας τη γιορ­τι­νή γα­λα­ζω­πή φο­ρε­σιά και το κα­λό της φα­κιό­λι. Κρα­τού­σε, λοι­πόν, τις πα­λά­μες της σταυ­ρω­μέ­νες η για­γιά Χα­κίμ, θυ­μά­μαι, πά­νω από το μπο­γα­λά­κι της και μας κοι­τού­σε με τα μα­τά­κια της ενώ ακου­μπού­σε στην πλά­τη του θε­ό­ρα­του γιου της. Κα­θό­ταν εκεί αμί­λη­τη, γε­μά­τη προ­σμο­νή, σαν ένα ευ­χα­ρι­στη­μέ­νο παι­δά­κι, που έφευ­γε από στιγ­μή σε στιγ­μή για τη βόλ­τα του, ώσπου, ο κύ­ριος Σα­ούλ, έτσι φορ­τω­μέ­νος κι έτοι­μος να ξε­πορ­τί­σει, ζή­τη­σε να ξε­κρε­μά­σου­με το κά­δρο Mazel tov και να το δώ­σου­με στη madre του για να το πά­ρει μα­ζί της. «Μπο­ρώ να πά­ρω τις κό­ρες σου για­τρέ και να τις στεί­λω στην Αθή­να, αν το απο­φα­σί­σεις. Θα κα­νό­νι­ζα για όλους σας αν κα­θυ­στε­ρού­σε λί­γο ακό­μα το πράγ­μα. Αλ­λά μπο­ρώ τώ­ρα αν θες να πά­ρω μό­νο τις κό­ρες σου», εί­χε ψι­θυ­ρί­σει νω­ρί­τε­ρα ο οι­κο­δε­σπό­της μας και ο πα­τέ­ρας μου τον κοί­τα­ξε αμί­λη­τος για με­ρι­κά δευ­τε­ρό­λε­πτα, ώσπου η Ελ­βί­ρα πε­τά­χτη­κε κι απά­ντη­σε ότι η οι­κο­γέ­νεια δεν μπο­ρού­σε να χω­ρι­στεί. Κι έτσι, στο τέ­λος, η για­γιά Χα­κίμ, σκά­ζο­ντας ένα ξε­δο­ντια­σμέ­νο χα­μό­γε­λο, έδω­σε το κά­δρο Mazel tov στην αδελ­φή μου, λί­γο πριν ο γιος της ανοί­ξει την πόρ­τα της πί­σω αυ­λής και χα­θεί στο σκο­τά­δι, ενώ εμείς τον κοι­τού­σα­με ανα­λο­γι­ζό­με­νοι τον κίν­δυ­νο στον οποί­ον βρι­σκό­μα­σταν εκτε­θει­μέ­νοι εξ αι­τί­ας του. Πα­ρό­λη την τρο­μά­ρα μας δεν ξα­να­κού­στη­κε τί­πο­τα γι’ αυ­τούς του δυο στο γκέ­το Βα­ρό­νου Χίρς. Κα­μιά κα­τα­μέ­τρη­ση δεν βρέ­θη­κε λει­ψή στα τέ­λη του κα­λο­και­ριού του 1943, ενώ πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, στην Πο­λω­νία, κά­ποιοι εβραί­οι της Θεσ­σα­λο­νί­κης μι­λού­σαν συ­χνά για το κα­τόρ­θω­μα του Σα­ούλ Χα­κίμ να σβή­σει, ένας Θε­ός ξέ­ρει με ποιον τρό­πο, το όνο­μά του και της μη­τέ­ρας του από τους κα­τα­λό­γους του γκέ­το, λί­γο πριν τρυ­πώ­σει σε κά­ποιο μι­λη­μέ­νο φορ­τη­γό και πά­ρει τον δρό­μο για το βου­νό.  

Τρεις μέ­ρες με­τά από αυ­τή τη νυ­χτε­ρι­νή από­δρα­ση, χα­ρά­μα­τα στον σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό, ήμα­σταν πλέ­ον έτοι­μοι (αν μπο­ρεί να ει­πω­θεί κά­τι τέ­τοιο) για το τα­ξί­δι. Εγώ τό­τε φυ­λού­σα στο στρί­φω­μα του φο­ρέ­μα­τός μου το δα­χτυ­λι­δά­κι του Αα­ρών Να­ρέλ, το οποίο κα­τόρ­θω­σα να σώ­σω μέ­χρι τέ­λους, κρύ­βο­ντάς το δε­ξιά κι αρι­στε­ρά, σαν η δια­φύ­λα­ξή του να συν­δε­ό­ταν με την υπό­θε­ση της επι­βί­ω­σής μου. Όμως, πριν κα­λά κα­λά επι­βι­βα­στού­με, ανά­με­σα σε βρι­σιές και ουρ­λια­χτά, ένας ελεγ­κτής του Κο­μά­ντο Ρό­ζεν­μπεργκ πέ­τα­ξε στη λά­σπη το κά­δρο Mazel tov από τον μι­κρο­σκο­πι­κό σά­κο της αδελ­φή μου που, όλο το επό­με­νο διά­στη­μα, πα­ρα­πο­νιό­ταν επει­δή έχα­σε το γού­ρι της.


*Mazel tov: «Kαλή τύχη».
** Αλιγιά: Εβραϊκή μετανάστευση προς τη Γη του Ισραήλ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: