Mazel tov



Στο λασπωμένο δρομάκι που περνούσε μπροστά από το σπίτι του κυρίου Σαούλ Χακίμ, στο γκέτο Βαρόνου Χιρς, μαζεύονταν «γειτονόπουλα» για να περάσουν λίγη ώρα μακριά από την κλεισούρα και την κατήφεια των μεγάλων. Ακόμα κι εκεί τα παιδιά έτρεχαν κι έπαιζαν όπως πάντα, ενώ η Αριέλλα κι εγώ καθόμασταν παράμερα και προσέχαμε τον μικρό μας Βίκτωρα καθώς ανεβοκατέβαινε ξανά και ξανά τα λιγοστά σκαλιά της εισόδου. Άλλες φορές κλεινόμασταν στο δωμάτιο που μας είχε παραχωρηθεί και χανόμασταν στις σκέψεις μας καρφώνοντας αφηρημένα βλέμματα σε ένα γαμήλιο κάδρο με χρωματιστά λουλούδια και τη φράση «Mazel tov»* κεντημένη καταμεσής. Όμως τα μεσημέρια, μετά το συσσίτιο, οι άνθρωποι συνωστίζονταν στα πεζούλια και τα σκαλοπάτια για να μοιραστούν χαμηλόφωνα ό,τι νέο είχαν μάθει κυκλοφορώντας στο γκέτο. Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω, ίσως να οφειλόταν στη γενική πεποίθηση ότι μπλέξαμε για τα καλά, αλλά, μέσα σε εκείνη τη συγκυρία, οι μεγαλύτεροι Σεφαραδίμ ένιωθαν την ανάγκη να στραφούν στο παρελθόν, κι έτσι, σκαλίζοντας τη μνήμη τους, άρχισαν ο ένας μετά τον άλλον να μιλούν για τις σκοτεινές μέρες του πογκρόμ Καμπέλ και την παλιά μαζική σαλονικώτικη Αλιγιά.** Δεν ήταν πράγμα δύσκολο να μπουν όλες αυτές οι ιστορίες στη σειρά και να αρχίσουν να τρέχουν σαν ποταμός στα σοκάκια του γκέτο, αφού ο καθένας είχε να θυμηθεί έναν συγγενή που έριξε μαύρη πέτρα πίσω του για να γλιτώσει από τη «Σαλονίκο» και τους μπελάδες της. «Οι δικοί μου, γιατρέ, έφυγαν το ’33 μετά την πρόσκληση από την εγγλέζικη εταιρεία. Μπαρκάρανε για κάτω, γιατί χτιζότανε τότε η πόλη, η Χάιφα και το λιμάνι του Τελ Αβίβ», έλεγε στον πατέρα μου με τα ψιθυριστά σπανιολίτ του ο οικοδεσπότης μας, ένας ανύπαντρος λιμενεργάτης με καφεκίτρινα μάτια, ιδιαίτερα ομιλητικός γύρω από το βραδινό τραπέζι κι ας μην ξεμύτισε από το σπίτι του όλες εκείνες τις φοβερές μέρες. Κατά τα λεγόμενά του, ζούσε εκεί από παιδί. Κι ενώ τα μέλη της πολυάριθμης οικογένειάς του είχαν πάρει σιγά σιγά τον δρόμο τους, εκείνος συντρόφευε ακόμα τη μητέρα του, μια παραδοσιακή abuela sefardi (Σεφαραδίτισσα γιαγιά), παραιτημένη από την παλιά συνήθεια να περνά τα Σάββατα στο χαγιάτι του σπιτιού, φορώντας γιορτινή φορεσιά με γούνινο μπολερό και κίτρινο φακιόλι. Αντί για αυτό μάνα και γιός κούρνιαζαν τώρα στην πίσω αυλή, κάτω από μια φουντωτή μιμόζα, για να κρυφομιλήσουν και να δεχτούν αθέατοι λιγοστές επισκέψεις. Αλλά τα βράδια, όταν μαζευόμασταν γύρω από μια λάμπα πετρελαίου και οι ίσκιοι μας φάνταζαν τεράστιοι πάνω στους τοίχους του χαμόσπιτου, η γλώσσα του κυρίου Σαούλ λυνόταν. «Φοβήθηκαν τότε με το Καμπέλ και με το δίκιο τους» εξηγούσε. «Και μόλις πλάκωσε το κραχ και σώνονταν τα μεροκάματα, μου λέει ο μεγάλος μου αδερφός, δεν πάνε καλά τα πράγματα εδώ πέρα και μήπως χρειαστεί να σηκωθούμε να φύγουμε για την Παλαιστίνη, αφού γίνεται ανοικοδόμηση εκεί πέρα και υπάρχει δημιουργία κι εμείς είμαστε λιμενεργάτες ξακουστοί, γι’ αυτό μας κάνει πρόσκληση η εγγλέζικη εταιρεία. Αλλά εγώ δεν ήθελα να ξεσηκωθώ και όλο του άλλαζα την κουβέντα. Και στο τέλος, όταν φύγανε οι πρώτοι (αχθοφόροι, λιμενεργάτες, αμαξάδες, τουλουμπατζήδες και ξέρω γω τι), πήγαν και οι δικοί μου μαζί∙ δυο αδέρφια μου με τις οικογένειές τους. Αυτοί βάλανε πρώτοι πλώρη για τη Χάιφα τότε, που λες γιατρέ, αλλά τους ακολούθησαν κι άλλοι. Κι αργότερα κάποιοι μετακόμισαν στο Τελ Αβίβ για να δουλέψουν στο χτίσιμο του λιμανιού και μας έστελναν φωτογραφίες απάνω στα έργα και μας έγραφαν ότι τα πήγαιναν καλά. Τότε ο αδερφός μου αυτός με ξανάκανε χρυσό να πάω να δω τι γίνεται κι αν δεν μου αρέσει να σηκωθώ να φύγω. Και είπα τότε εγώ στη μάνα μου (θυμάσαι μάνα;) «Δεν αφήνω» είπα «τον τόπο μου και τα πράγματά μου και θα φτιάξει η κατάσταση και θα το δεις». Κι «έφτιαξε» η κατάσταση και νάμαστε τώρα εδώ! Αλλά να σου πω κάτι, γιατρέ; Θα σου το πω, κι ας το πάρει το ποτάμι, ότι δεν πιστεύω λέξη∙ κι ας λένε πως μας περιμένουν σπίτια και καλή ζωή στην Κρακοβία. Δεν υπάρχει γλυκό σκόρδο, ούτε καλός Γερμανός, αυτό έχω να πω εγώ που είμαι αγράμματος, αλλά το καταλαβαίνω ότι μας κοροϊδεύουν όλους εδώ πέρα».

Ο πατέρας μου τον άκουγε συνήθως αμίλητος και, όσο περνούσαν οι μέρες, όλο και πιο αφηρημένος, ώσπου, ένα απόγευμα, επιστρέφοντας από μια ιατρική επίσκεψη στη γειτονιά κάθισε στο τραπέζι, απέναντι στη μαμά, και την κοίταξε λέγοντας «Νομίζω ότι χάνω το μυαλό μου, Ελβίρα. Ξεχνώ τις απλούστερες λέξεις και κάνω ώρα πολλή να θυμηθώ τα ονόματα των ιατρικών εργαλείων!» Εγώ τότε σκέφτηκα ότι ο πατέρας μου δεν θα είχε μεγάλο πρόβλημα πάνω σε αυτό, γιατί αν ξεχνούσε μια λέξη στη μια γλώσσα θα μπορούσε ίσως να τη θυμηθεί σε μια άλλη, αφού μιλούσε γερμανικά με εμένα και την Αριέλλα, γαλλικά με την Ελβίρα του, ισπανικά με τα πεθερικά του, ελληνικά με τους γείτονες στην Τσιμισκή και όλες αυτές τις γλώσσες ταυτοχρόνως στο καφενείο ΑΛΜΟΝΣΙΝΟ με γνωστούς και φίλους, καθώς άπλωναν χάρτες πάνω στις μαρμάρινες επιφάνειες των τραπεζιών για να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις στα μέτωπα του ισπανικού εμφυλίου, ή συζητούσαν πίνοντας καφέ, ή κατέφθαναν οικογενειακώς για τα μουσικά après midi της Κυριακής. Α ναι βέβαια, υπήρξε μια μακρινή εποχή που περνούσαμε τα απογεύματα της Κυριακής στο καφενείο ΑΛΜΟΝΣΙΝΟ, ακούγοντας τον Μισέλ Ασαέλ να παίζει στο πιάνο τις τελευταίες επιτυχίες κι έτσι δεν είναι καθόλου περίεργο που οι περισσότεροι στην οικογένεια νόμιζαν ότι η θεία Βικτωρία, κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου απογεύματος, αντάλλαξε το πρώτο βλέμμα με τον θείο Γιώργο. Αλλά νομίζω ότι τα μπέρδευαν και, τώρα που μιλάμε, είμαι απολύτως σίγουρη ότι το γεγονός έλαβε χώρα στο διάλειμμα του σινέ-βαριετέ «Πατέ», αμέσως μετά το νούμερο του παιδιού - θαύματος Λουίζα Μπελίνι «που χόρευε εξωτικούς χορούς μιμούμενη τη Ζοζεφίνα Μπέικερ». Ακολούθησε η συνηθισμένη κλήρωση της λαχειοφόρου αγοράς, στην οποία ο θείος Γιώργος, επευφημούμενος από μια παρέα ασκούμενων δικηγόρων, κέρδισε ένα πτυσσόμενο ταξιδιωτικό ξυπνητήρι στο χρώμα του χαλκού κι ανέβηκε στη σκηνή για να το παραλάβει με το βλέμμα καρφωμένο στη δεξιά άκρη της τρίτης σειράς, όπου βρισκόταν καθισμένη δίπλα μου η θεία Βικτωρία.

Όμως, αληθεύει ότι ο πατέρας μου μιλούσε πολλές γλώσσες, όπως αληθεύει ότι εγώ αδυνατώ να πω με σιγουριά σε ποια ονειρευόταν, ή χάρη στις λέξεις ποιας άρχισε να συνειδητοποιεί ότι η μνήμη του τον εγκατέλειπε. Ακόμα περισσότερο, δεν μπορώ να πω με σιγουριά σε ποια γλώσσα αποφάσισε να μας ξεσηκώσει εκείνη την αξέχαστη ηλιόλουστη μέρα του 1930 για να ανέβουμε στο ηλεκτρικό τραμ, το σειτάν αραμπασί όπως το έλεγε ο παππούς Σολομών, και να στριμωχτούμε ανάμεσα στο πλήθος της παραλίας για να παρακολουθήσουμε το εγγλέζικο υδροπλάνο «City of Salonica», να ξεκολλάει αργά από το μπλε του Θερμαϊκού, να παίρνει σχήμα πλησιάζοντας και, τέλος, να θαλασσοδρομεί σαν μεγάλο σιδερένιο πουλί μέχρι το ξενοδοχείο Mediterranée. Θυμάμαι ακόμα σαν όνειρο μια μεγάλη βόλτα πάνω από τη Θεσσαλονική με αυτό το υδροπλάνο και υποθέτω ότι θα πρέπει να ήταν αρκετόν καιρό αργότερα, αφού η εταιρεία που το παρήγγειλε έβαλε εισιτήριο για να το εκμεταλλευτεί. Αλλά, κυρίως, θυμάμαι τον πατέρα μου σε εκείνη τη βόλτα, ενώ κοιτούσαμε την πόλη από ψηλά, να ονοματίζει μεγάλα κτήρια, εκκλησίες, συναγωγές, να δείχνει προς διάφορες κατευθύνσεις φωνάζοντας «151, Ρεζί Βαρδάρ, Τενεκέ Μαχαλά, Βαρόνου Χιρς…» Έδειχνε ενθουσιασμένος τις συνοικίες αλλά σίγουρα δεν φανταζόταν ότι κάποτε, χάρη στην προσπάθεια των δεσμωτών μας να μας κρατήσουν εφησυχασμένους, θα κατέληγε σε μια από αυτές να ασκεί ιατρικά καθήκοντα, παρατείνοντας τη διαμονή μας στο σπίτι του κυρίου Σαούλ ενόσω οι υπόλοιποι έπαιρναν ο ένας μετά τον άλλον τον δρόμο για τον σιδηροδρομικό σταθμό. «Θα σου το χρωστάω για πάντα, γιατρέ. Θα σου το χρωστάω, γιατί χάρη σε εσένα δεν αναγκαστήκαμε να ανέβουμε στο τρένο πριν από την ώρα μας. Δεν θέλω να σε μπλέξω, αλλά την κατάλληλη στιγμή θα σου τα πω όλα και πάρε τότε εσύ τις αποφάσεις σου και πράξε όπως νομίζεις», έλεγε ο κύριος Σαούλ στις βραδινές συζητήσεις μας, αλλά κανείς μας δεν καταλάβαινε τι ήθελε να πει, ούτε κάναμε τον κόπο να ρωτήσουμε γιατί η κατάσταση του πατέρα μου επιδεινωνόταν κι εγώ είχα την έγνοια να παρακολουθώ κάθε του κίνηση κι ύστερα να προσπαθώ να ηρεμήσω τη μητέρα μου όταν την έβρισκα να κλαίει κρυφά στο πίσω δωμάτιο, λέγοντάς της «Δεν είναι τίποτα, ίσως να τον κούρασε η αναστάτωση των ημερών». Ωστόσο, τον ακολουθούσα παντού. Τρύπωνα στα χαμόσπιτα, στεκόμουν δίπλα του καθώς έβγαινε από το δωμάτιο του ασθενούς και πεταγόμουν για να τελειώσω μια φράση του, όταν στο πρόσωπό του εμφανιζόταν το γνώριμο πια σαστισμένο ύφος. Πεταγόμουν, όπως πετάχτηκα κι αργότερα στον σιδηροδρομικό σταθμό του Άουσβιτς. «Mein Vater ist ein Arzt!» είχα φωνάξει με την καλύτερη δυνατή προφορά μου∙ όχι εριστικά, ήξερα ότι δεν έπρεπε να τους ερεθίζω, αλλά για να ακουστώ ανάμεσα στα κλάματα και τις φωνές των ανθρώπων γύρω μου. Ο στρατιώτης κοντοστάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα∙ όσο χρειάστηκε για να αξιολογήσει την αποπροσανατολισμένη έκφραση του πατέρα μου. Τον αναμέτρησε ο στρατιώτης κι ύστερα, φωνάζοντας υστερικά, συνέχισε να τον σπρώχνει με την κάνη του όπλου του σε διαφορετική σειρά από τη δική μου και της Αριέλλας. «Μην ανησυχείς γλυκιά μου Σοσόνια!» μου είπε, σαν να συνήλθε ξαφνικά. «Είστε νέες και θα σας βάλουν να δουλέψετε. Υποθέτω ότι εμείς θα πάμε τώρα κάπου για να ξαποστάσουμε από το ταξίδι. Άντε, λοιπόν, φύγε και να προσέχεις την Αριέλλα μας!» μουρμούρισε ο πατέρας μου κάνοντας μια μηχανική κίνηση για να ισιώσει τα γυαλιά του με τον δείκτη του δεξιού του χεριού, όπως τότε που τον εμπόδιζα να φύγει για τη δουλειά του στο νοσοκομείο Χιρς. Ναι, νομίζω, τώρα πια, ότι η έκφρασή του εκείνες τις τελευταίες στιγμές, πριν πάρει τον δρόμο για το κρεματόριο, ήταν η καλοσυνάτη και ελαφρώς αφηρημένη που εμφανιζόταν στο πρόσωπό του όταν ήμουν μικρή, λίγο πριν με σπρώξει απαλά προς το σπίτι λέγοντας «Θα γυρίσω γρήγορα». Από τη άλλη, ενώ ανέβαινε στο καμιόνι με τις υπόλοιπες γυναίκες, η μαμά έκλαιγε βουβά, κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά της τον Βίκτωρα και βυθίζοντας που και που το πρόσωπό της στο μικροσκοπικό του κορμάκι. Και, παρότι μου κοστίζει ακόμα και σήμερα, οφείλω να παραδεχτώ ότι η Ελβίρα Εσκεναζή δεν πρέπει να αγάπησε στη ζωή της με μεγαλύτερη αφοσίωση κανένα άλλο πλάσμα όσο το στερνοπαίδι της∙ κι ας έκρυψε την όψιμη εγκυμοσύνη της μέχρι τον όγδοο μήνα, σκεπάζοντας ντροπαλά την κοιλιά της με ένα φαρδύ παλτό σε κάθε έξοδο, ενώ ο μπαμπάς, εκείνη την εποχή, την αποκαλούσε «γλυκιά του Σάρα». Ωστόσο, ο μικρός μας, ένα ηλιόλουστο και καλόβολο παιδάκι, μεγάλωνε γρήγορα απασχολώντας μας ελάχιστα. Την εποχή του γκέτο περπατούσε πια για τα καλά κι έτσι μπορούσε να τρέχει πίσω από τον πατέρα μου ενώ εκείνος μουρμούριζε το συνηθισμένου του «Θα γυρίσω γρήγορα». «Θα γυρίσουμε γρήγορα», επαναλάμβανα σαν αντίλαλος κι έσπρωχνα τον Βίκτωρα προς το σπίτι, ώσπου, ένα μεσημέρι, ο μπαμπάς κι εγώ, επιστρέψαμε στου κυρίου Σαούλ συνοδευόμενοι από ένα μέλος της εβραϊκής αστυνομίας. Προσπάθησα, τότε, να απολογηθώ για αυτή μου την αποτυχία. Έλεγα και ξανάλεγα ότι δεν ήταν εύκολο να σώσω τα προσχήματα, αφού ο ασθενής αυτή τη φορά ήταν ένας αντιπαθητικός τύπος με κίτρινο περιβραχιόνιο που, όταν αντιλήφθηκε την κατάσταση του πατέρα μου, ειδοποίησε τις αρχές του γκέτο κι ύστερα μας συνόδεψε μέχρι το σπίτι του κυρίου Σαούλ κορδωμένος και υπερήφανος για την ανακάλυψή του. Αλλά, νομίζω ότι η Ελβίρα δεν άκουγε τίποτα από όσα έλεγα γιατί εκείνες τις στιγμές είχε το μυαλό της στο ταξίδι∙ στα λίγα τρόφιμα που θα παίρναμε μαζί μας, στα ρούχα, που έπρεπε να είναι ζεστά «γιατί στην Κρακοβία κάνει κρύο», και στα ελάχιστα πολύτιμα που θα έδινε σε γνωστούς για φύλαξη. Στο μεταξύ, η είδηση ότι ο γιατρός Εσκεναζή δεν ήταν πλέον σε θέση να ασκεί τα καθήκοντά του είχε διαδοθεί και, νομίζω ότι εξαιτίας αυτού του γεγονότος ό κύριος Σαούλ μιλούσε ακατάληπτα το ίδιο βράδυ καθώς στεκόταν στη μέση του μικρού καθημερινού δωματίου κι έσφιγγε γύρω από τη μέση του τα λουριά μιας παράξενης ξύλινης κατασκευής, που θύμιζε καρέκλα στερεωμένη στην πλάτη του, πάνω στην οποία βρισκόταν θρονιασμένη η μικροσκοπική και σταφιδιασμένη γιαγιά Χακίμ, φορώντας τη γιορτινή γαλαζωπή φορεσιά και το καλό της φακιόλι. Κρατούσε, λοιπόν, τις παλάμες της σταυρωμένες η γιαγιά Χακίμ, θυμάμαι, πάνω από το μπογαλάκι της και μας κοιτούσε με τα ματάκια της ενώ ακουμπούσε στην πλάτη του θεόρατου γιου της. Καθόταν εκεί αμίλητη, γεμάτη προσμονή, σαν ένα ευχαριστημένο παιδάκι, που έφευγε από στιγμή σε στιγμή για τη βόλτα του, ώσπου, ο κύριος Σαούλ, έτσι φορτωμένος κι έτοιμος να ξεπορτίσει, ζήτησε να ξεκρεμάσουμε το κάδρο Mazel tov και να το δώσουμε στη madre του για να το πάρει μαζί της. «Μπορώ να πάρω τις κόρες σου γιατρέ και να τις στείλω στην Αθήνα, αν το αποφασίσεις. Θα κανόνιζα για όλους σας αν καθυστερούσε λίγο ακόμα το πράγμα. Αλλά μπορώ τώρα αν θες να πάρω μόνο τις κόρες σου», είχε ψιθυρίσει νωρίτερα ο οικοδεσπότης μας και ο πατέρας μου τον κοίταξε αμίλητος για μερικά δευτερόλεπτα, ώσπου η Ελβίρα πετάχτηκε κι απάντησε ότι η οικογένεια δεν μπορούσε να χωριστεί. Κι έτσι, στο τέλος, η γιαγιά Χακίμ, σκάζοντας ένα ξεδοντιασμένο χαμόγελο, έδωσε το κάδρο Mazel tov στην αδελφή μου, λίγο πριν ο γιος της ανοίξει την πόρτα της πίσω αυλής και χαθεί στο σκοτάδι, ενώ εμείς τον κοιτούσαμε αναλογιζόμενοι τον κίνδυνο στον οποίον βρισκόμασταν εκτεθειμένοι εξ αιτίας του. Παρόλη την τρομάρα μας δεν ξανακούστηκε τίποτα γι’ αυτούς του δυο στο γκέτο Βαρόνου Χίρς. Καμιά καταμέτρηση δεν βρέθηκε λειψή στα τέλη του καλοκαιριού του 1943, ενώ πολύ αργότερα, στην Πολωνία, κάποιοι εβραίοι της Θεσσαλονίκης μιλούσαν συχνά για το κατόρθωμα του Σαούλ Χακίμ να σβήσει, ένας Θεός ξέρει με ποιον τρόπο, το όνομά του και της μητέρας του από τους καταλόγους του γκέτο, λίγο πριν τρυπώσει σε κάποιο μιλημένο φορτηγό και πάρει τον δρόμο για το βουνό.  

Τρεις μέρες μετά από αυτή τη νυχτερινή απόδραση, χαράματα στον σιδηροδρομικό σταθμό, ήμασταν πλέον έτοιμοι (αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο) για το ταξίδι. Εγώ τότε φυλούσα στο στρίφωμα του φορέματός μου το δαχτυλιδάκι του Ααρών Ναρέλ, το οποίο κατόρθωσα να σώσω μέχρι τέλους, κρύβοντάς το δεξιά κι αριστερά, σαν η διαφύλαξή του να συνδεόταν με την υπόθεση της επιβίωσής μου. Όμως, πριν καλά καλά επιβιβαστούμε, ανάμεσα σε βρισιές και ουρλιαχτά, ένας ελεγκτής του Κομάντο Ρόζενμπεργκ πέταξε στη λάσπη το κάδρο Mazel tov από τον μικροσκοπικό σάκο της αδελφή μου που, όλο το επόμενο διάστημα, παραπονιόταν επειδή έχασε το γούρι της.


*Mazel tov: «Kαλή τύχη».
** Αλιγιά: Εβραϊκή μετανάστευση προς τη Γη του Ισραήλ

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: