Νυχτερινή μουσική για πάντα μικρή

Δωροθέα Τάνινγκ: «Eine Kleine Nachtmusik» 1943. Λάδι σε καμβά, Tate Collection, Λονδίνο
Δωροθέα Τάνινγκ: «Eine Kleine Nachtmusik» 1943. Λάδι σε καμβά, Tate Collection, Λονδίνο


Έχει να κά­νει με την αντι­πα­ρά­θε­ση. Κα­θε­μιά/κα­θέ­νας πι­στεύ­ει πως εί­ναι το ίδιο της/του το δρά­μα. Πα­ρό­λο που δεν έχουν πά­ντα γι­γά­ντια ηλιο­τρό­πια (τα πιο επι­θε­τι­κά λου­λού­δια) να αντι­με­τω­πί­σουν, υπάρ­χουν πά­ντα σκά­λες, διά­δρο­μοι, μέ­χρι και πο­λύ ιδιω­τι­κά θέ­α­τρα όπου παί­ζο­νται οι ασφυ­ξί­ες και οι ορι­στι­κό­τη­τες, το αι­μά­τι­να κόκ­κι­νο χα­λί ή τα βά­ναυ­σα κί­τρι­να, ο θύ­της, το πε­ρι­χα­ρές θύ­μα.
DΟΡΟΤΗΕΑ TΑΝΝΙΝG
για τον πί­να­κά της Eine kleine Nachtmusik




Και με­τά με κλεί­δω­σες. Μό­λις τα ηλιο­τρό­πια εί­χαν αρ­χί­σει να αν­θί­ζουν. Έστρω­σες το κόκ­κι­νο χα­λί για τον εαυ­τό σου κι ύστε­ρα κλεί­δω­σες την εξώ­πορ­τα πί­σω από τις γε­ω­με­τρι­κά τέ­λειες πα­τη­μα­σιές σου. Ζω στο έρη­μο χα­λί.

Τα ηλιο­τρό­πια αλ­λά­ζουν δό­ντια. Μ’ αγα­πά – δε μ’ αγα­πά. Μια μι­κρή δα­γκω­μα­τιά στα ακρο­δά­χτυ­λα με κά­θε μα­δη­μέ­νο πέ­τα­λο. Μ’ αγα­πά – δεν απα­ντά. Ού­τε μια στα­γό­να αί­μα, μό­νο η ελά­χι­στη πο­σό­τη­τα πό­νου συ­νο­δευό­με­νη από άβο­λα επου­σιώ­δη σιω­πή που στοι­βά­ζε­ται στο δέρ­μα μου σε πα­χιά στρώ­μα­τα ανί­ας. Φα­φού­τα δυ­σφο­ρία που στά­ζει από τα σκι­σί­μα­τα στην τα­πε­τσα­ρία. Ζω στο μα­κρύ διά­δρο­μο πέ­ρα απ’ την από­κρη­μνη σκά­λα.

Έχεις τρο­με­ρή αλ­λερ­γία στο μα­σού­λη­μα ηλιό­σπο­ρων, εί­πες. Δεν μπο­ρείς να αντέ­ξεις ού­τε στη σκέ­ψη πως τα σά­λια κά­ποιου τυ­λί­γουν το σκλη­ρό τους κέ­λυ­φος ή στον πά­τα­γο που κά­νουν κα­θώς θρυμ­μα­τί­ζο­νται ανά­με­σα στα χεί­λη, όσο ρό­δι­να κι αν εί­ναι. Τέρ­μα τα φι­λιά, εί­πες, όσο αυ­τά τα χρυ­σο­κέ­φα­λα κτή­νη μας κυ­κλώ­νουν. Γι’ αυ­τό αυ­τή εί­ναι η επο­χή της εγκα­τά­λει­ψης, μό­λις τα ηλιο­τρό­πια έχουν αρ­χί­σει να αν­θί­ζουν κι η φού­στα μου δεν έχει τρι­φτεί ακό­μη αρ­κε­τά στο σκλη­ρό κόκ­κι­νο χα­λί. Έχω ανα­λά­βει μια σει­ρά ιε­ρών κα­θη­κό­ντων. Να μα­δή­σω όλα τα ηλιο­τρό­πια, να μα­σου­λή­σω όλους τους ηλιό­σπο­ρους, να πε­τά­ξω όλα τα τσό­φλια στην άδεια κρε­βα­το­κά­μα­ρα, να κλει­δώ­σω την πόρ­τα, να κρύ­ψω το κλει­δί, να ξε­χά­σω πού το έκρυ­ψα. Ζω με πο­λύ αυ­στη­ρό πρό­γραμ­μα.

Δεν μπο­ρώ να πω, όντως φαί­νο­νται εν δυ­νά­μει μο­χθη­ρά, αυ­τά τα ηλιο­τρό­πια. Στ’ αλή­θεια εί­ναι πο­λύ εκτυ­φλω­τι­κά. Η εκτυ­φλω­τι­κό­τη­τα εί­ναι αμή­χα­νη. Η αμη­χα­νία εί­ναι μο­χθη­ρή. Ζω στο απο­πνι­κτι­κό σκο­τά­δι κά­τω από τα βλέ­φα­ρά σου.

Ύστε­ρα έρ­χε­ται η νύ­χτα της για-πά­ντα-μι­κρής μου­σι­κής. Η για-πά­ντα-μι­κρή μου­σι­κή τρυ­πώ­νει στο μυα­λό μου σαν γα­λά­ζιος θα­λασ­σι­νός αφρός. Εί­ναι τό­σο μι­κρή όσο αντέ­χω. Εί­ναι απο­λαυ­στι­κά κα­θη­συ­χα­στι­κή. Με κά­νει τό­σο μι­κρή όσο αντέ­χεις. Εί­ναι απο­λαυ­στι­κά δια­βρω­τι­κή. Και γέρ­νω στην πόρ­τα, και απο­κοι­μιέ­μαι όρ­θια. Στο όνει­ρό μου, σέρ­νω τα πό­δια μου σε βε­λού­δι­να χα­λιά, σκί­ζω τη φού­στα μου στον αγκα­θω­τό σου ίσκιο, αφή­νω το σκο­τει­νό ρό­δι­νο μέλ­λον να με τρα­βή­ξει απ’ τα μαλ­λιά, μπή­γω τα νύ­χια μου στο ηλιο­τρό­πιο και βρί­σκω τη χρυ­σα­φέ­νια τρι­φτή καρ­διά του, τη χρυ­σα­φέ­νια τρι­φτή καρ­διά σου, και μα­ζεύω τα χρυ­σα­φέ­νια της ψί­χου­λα ένα ένα, και τα μα­σου­λάω αφη­ρη­μέ­να, κα­θώς περ­νώ τη μι­σά­νοι­χτη πόρ­τα στο τέ­λος του δια­δρό­μου. Στ’ όνει­ρό μου ζω ανά­με­σα στις δο­ξα­ριές ενός τσα­λα­κω­μέ­νου βιο­λιού.

Πί­σω απ’ τη μι­σά­νοι­χτη πόρ­τα υπάρ­χει ένα ιδιω­τι­κό σι­νε­μά για την ιδιω­τι­κή μου δια­σκέ­δα­ση, που παί­ζει ιδιω­τι­κές στιγ­μές από την ιδιω­τι­κή μας ζωή. Από­ψε εί­ναι βρα­διά γκρο πλαν. Η ται­νία εί­ναι απλώς μια σει­ρά γκρο πλαν διά­φο­ρων με­ρών του σώ­μα­τός μας. Το μό­νο που μπο­ρώ να δια­κρί­νω εί­ναι ρυ­τί­δες, με­λα­νιές, πλη­γές, τρύ­πες, βλε­φα­ρί­δες, στα­γο­νί­τσες ιδρώ­τα, δα­κτυ­λι­κά απο­τυ­πώ­μα­τα. Μέ­χρι το διά­λειμ­μα ανα­κα­τεύ­ο­μαι. Πο­λύ κο­ντι­νό. Πο­λύ δρα­μα­τι­κό. Στο ιδιω­τι­κό μου σι­νε­μά ζω με τον τρό­μο των μι­κρο­σκο­πι­κών ελατ­τω­μά­των.

Το μό­νο που πρέ­πει να κά­νω εί­ναι να ξε­φορ­τω­θώ τους ηλιό­σπο­ρους. Σί­γου­ρα δεν εί­ναι too much για κά­ποια που νοιά­ζε­ται κι ανη­συ­χεί και λα­χτα­ρά­ει για σέ­να τό­σο ιδιω­τι­κά. Με­τά θα με ξε­κλει­δώ­σεις. Θα φυ­τέ­ψου­με σκο­τει­νά ρό­δα στον κή­πο, για το σκο­τει­νό ρό­δι­νο μέλ­λον μας. Θα ξη­λώ­σου­με το κόκ­κι­νο χα­λί μα­ζί με τις γε­ω­με­τρι­κά τέ­λειες πα­τη­μα­σιές σου. Θα δού­με μια ται­νία για μι­κρο­σκο­πι­κά σώ­μα­τα σ’ ένα αχα­νές σύ­μπαν. Θα τρί­ψου­με τη φού­στα μου στον κα­βά­λο σου. Θα σβή­σου­με τα φώ­τα. Θα μα­δή­σου­με ο ένας τον άλ­λο μέ­χρι το μό­νο που απο­μέ­νει θα ’ναι νυ­χτε­ρι­νή μου­σι­κή, για πά­ντα μι­κρή.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: