Psimythos Digital

Psimythos Digital

Τον περισσότερο χρόνο μου τον περνώ στον παραλιακό δρόμο της Ψιμύθου, σε μια καλή θέση, κάτω από την τέντα ενός μπακάλικου. Κάθομαι δίπλα σε έναν κάδο γεμάτο ελληνικές σημαίες. Είναι τυλιγμένες και καλυμμένες με νάιλον όλον τον χρόνο, εκτός από τους καλοκαιρινούς μήνες. Τότε, ο ιδιοκτήτης βγάζει τα νάιλον και τις αφήνει να ανασάνουν. Εκεί, λοιπόν, στο βάθος της τέντας, αράζω και παρακολουθώ την κίνηση.
Ντόπιοι και ξένοι, ξέρουν ότι είμαι ο μαύρος γάτος της ακτής. «Αυτός εκεί μωρέ, ο γάτος των σημαιών», λένε συνήθως όταν πρόκειται για μένα και συνεννοούνται. Με γνωρίζουν όλοι, με ταΐζουν και με χαϊδεύουν κι εγώ τους ανέχομαι για το καλό του ελληνικού τουρισμού, αλλά καμιά φορά βαριέμαι, ή εκνευρίζομαι.
Το «κακό» άρχισε όταν ένας διαδικτυακός τουριστικός οδηγός δημοσίευσε φωτογραφία μου δίπλα στις σημαίες. Ο έμπορος, κολακευμένος από το ενδιαφέρον του συντάκτη, με στόλισε τότε με δυο γλάστρες βασιλικού. Κι έτσι, έγινα κάτι σαν τοπικό αξιοθέατο. Η δουλειά μου είναι να ποζάρω, καθισμένος δίπλα στις γλάστρες, μπροστά στον ασβεστωμένο τοίχο, δίπλα στις σημαίες. Οφείλω, δηλαδή, να αποπνέω φολκλόρ, ελληνικότητα, πως να το πω; Τουρίστες από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αφού μελετήσουν τον ταξιδιωτικό οδηγό, σταματούν μπροστά στο μαγαζί και στρέφουν επάνω μου κινητά τηλέφωνα φωνάζοντας σε διάφορες γλώσσες «Ο γάτος των Σημαιών».
Όταν μπουχτίσω λιχουδιές, βγαίνω βόλτα στον παραλιακό δρόμο. Βαδίζω αργά. Χαζεύω, βρίσκω συναδέλφους που δουλεύουν σε διπλανά μαγαζιά, λέμε τα νέα μας και παρατηρούμε τους τουρίστες που έχουν έρθει για κολύμπι και ηλιοθεραπεία. Ρίχνω κλεφτές ματιές στις οθόνες των κινητών τους ή τους παρακολουθώ να σκαρφαλώνουν στα βράχια και να τραβούν σέλφις με φόντο τη θάλασσα. Μετά από τη βόλτα κατεβαίνω στην αμμουδιά και αράζω κάτω από τα αρμυρίκια μαζί με τον φίλο μου τον Τζίμη από το χασάπικο της πλατείας. Έρχεται η Βούλα, μια γκρίζα με ραβδώσεις, ο Εμπαπέ, ένας κατάμαυρος με σώμα αθλητή, η Ζωή, μια Κινέζα με στρογγυλό κεφάλι, ένας μεγαλόσωμος κοκκινωπός που το αφεντικό του τον φωνάζει Τσέλαν κι άλλοι πολλοί. Λαγοκοιμόμαστε, αλλά παρακολουθούμε και τι γίνεται στις ξαπλώστρες, ενημερωνόμαστε για τις καινούργιες αφίξεις, έχουμε το νου μας στα θαλασσοπούλια, εντοπίζουμε κοπάδια ψαριών όταν κάνουν μικρά σάλτα έξω από το νερό.
Τέλος πάντων, εδώ σε αυτήν την αμμουδιά, καθισμένος στη σκιά των δέντρων πρωτοείδα τον Φινλανδό. Ήταν γύρω στα είκοσι πέντε και δεν πολυφρόντιζε την εμφάνισή του. Στο μικρό του σακίδιο είχε λίγα ρούχα και ένα τηλέφωνο. Κανείς δεν έμαθε ποτέ το πραγματικό του όνομα κι έτσι οι ντόπιοι τον έβγαλαν Μπιλ Γκέιτς γιατί είναι gamer και ψηφιακός νομάδας. Αυτός ο νομάδας, λοιπόν, αποφάσισε να κατηφορίσει στα μέρη μας από το Ελσίνκι. Κι όταν έφτασε στο νησί και είδε τις ξαπλώστρες αραδιασμένες στην παραλία, ένιωσε σαν να βρίσκεται σε υπαίθριο θεραπευτήριο. «Ένα θεραπευτήριο για το κρύο», έλεγε συχνά και ξάπλωνε σαν σαύρα, μέχρι να ζεσταθεί για τα καλά.
Σε τελική ανάλυση, ο Μπιλ, δεν έμοιαζε με κανένα από τους τουρίστες της αμμουδιάς μας. Δεν ήταν Γερμανός οικογενειάρχης, ούτε Άγγλος φιλόζωος, ούτε Ιταλός εραστής, ούτε Γάλλος διανοούμενος, ούτε Σουηδός αθλητής από αυτούς που τρέχουν τα πρωινά στον παραλιακό δρόμο της Χώρας. Ήταν σίγουρα κάτι άλλο. Κι επειδή αυτό το «άλλο» μου κίνησε την περιέργεια, άρχισα να τον παρακολουθώ.
Νοίκιαζε με τον μήνα μια ακριανή ξαπλώστρα, εκεί όπου ο καθώς πρέπει κόσμος μας συνορεύει με τις σκηνές των «εναλλακτικών κατασκηνωτών», των εγκατεστημένων στην άκρη της παραλίας. Κατά τα άλλα, ο Μπιλ πλενόταν στις δημοτικές ντουζιέρες, μιλούσε στο τηλέφωνο, άκουγε μουσική και podcast, έπαιζε games, έγραφε κώδικα, παράγγελνε ενεργειακά αναψυκτικά, τοστ και σάντουιτς. Τα πρωινά βολτάριζε στο χωριό, ανέβαινε στο επάνω καφενείο, χάζευε τα λογισμικά του ΟΠΑΠ στις οθόνες το προπατζίδικου, αγόραζε μικροπράγματα. Ώσπου, όταν άρχισε να χειμωνιάζει, κατάλαβα ότι σκόπευε να γίνει Ψιμυθιανός, γιατί αγόρασε ένα παλιό τροχόσπιτο, το μετέφερε στον κάμπο, πέρα από το γεφυράκι, και άρχισε να το μετατρέπει σε κάτι που αποκαλούσε «τεχνολογικό πάρκο ενός ψηφιακού αθλητή». Κουβάλησε εκεί έναν πάγκο κι έβαλε επάνω τέσσερα μόνιτορ και διάφορες κονσόλες της δουλειάς του. Και μόλις τα ετοίμασε, άρχισε να μιλάει με άλλους νομάδες για κώδικες και γλώσσες προγραμματισμού. Κάποιες φορές, όταν η κουβέντα πήγαινε στα παιχνίδια, αποκαλούσε τον εαυτό του competitive gamer και eSports athlete. Κι όταν αναλάμβανε τη συγγραφή κώδικα για λογαριασμό μιας ξένης εταιρείας, δήλωνε code writer, ή developer, ή οτιδήποτε παρόμοιο. Κι εγώ, τον παρακολουθούσα έκπληκτος, γιατί πριν από τη γνωριμία μας, δεν είχα ιδέα ότι υπάρχουν τέτοια πράγματα εκεί έξω. Τέλος πάντων, όσο διαρκούσαν όλα αυτά, με άφηνε να κάθομαι στον πάγκο δίπλα του, επειδή πίστευε ότι είμαι ο γάτος του.
Στην πραγματικότητα, είμαι ο Γάτος των Σημαιών. Απλώς, η φιλία μου με τον Μπιλ έγινε πιο στενή τον πρώτο χειμώνα της διαμονής του στην Ψίμυθο. Ήταν Δεκέμβριος και είχε βάλει κρύο στο νησί, όταν ήρθε στο μπακάλικο ξεπαγιασμένος και έκπληκτος. Ώστε κάνει κρύο στην Ελλάδα; «Φυσικά και κάνει κρύο στην Ελλάδα, Τουρίστα», σκέφτηκα, ενώ η Ελένη από την πανσιόν του χάριζε ένα πουλόβερ και μια παλιά νιτσεράδα του άντρα της, για να βγάλει τα κρύα. Επί δυο-τρεις μήνες, όσο κράτησε ο χειμώνας στην Ψίμυθο, ο Μπιλ φορούσε τη νιτσεράδα ακόμα και μέσα στο τροχόσπιτο.
Στην αρχή, τρόμαζα κι έτρεχα να φύγω επειδή τα ηχεία του τροχόσπιτου τραντάζονταν από πυροβολισμούς και εκρήξεις. Μετά, συνήθισα. Και σε ένα παιχνίδι Battle Royale παρακολούθησα για πρώτη η φορά εκατό διαδικτυακούς παίκτες από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα να πολεμούν και να σκοτώνονται, ένας προς έναν, μέχρι να αναδειχτεί ο νικητής. Φαντάσου ότι φθάνεις σε μια ψηφιακή πόλη ταυτόχρονα με άλλους ενενήντα εννιά, μαζεύεις όπλα και υλικά, χτίζεις καταφύγια και πολεμάς μέχρι να είσαι ο τελευταίος επιζών.
Σε τέτοια παιχνίδια κέρδιζε συχνά ο δικός μου ο Μπιλ. Τους καθάριζε όλους, δηλαδή, και έμενε μόνος μαζί μου στο τροχόσπιτο. Τότε, χαλαρώναμε ακούγοντας την αγαπημένη του τραγουδίστρια, την Χατσούνε Μίκου, «μια διεθνούς φήμης σταρ που δεν γεννήθηκε ποτέ». Ένα ολόγραμμα, δηλαδή, από την Ιαπωνία, που δίνει διαδικτυακές συναυλίες με εκατομμύρια θεατές από ολόκληρο τον πλανήτη. Έχει μακριές γαλάζιες κοτσίδες και είναι η σταρ της Crypton Future Media Inc., με έδρα το Σαπόρο. Τέλος πάντων, ο Μπιλ έδειχνε να την λατρεύει και στα διαλείμματα των μαχών ξεκουραζόταν ακούγοντάς τη να τραγουδάει. Υποθέτω ότι επρόκειτο για την ανάπαυση του πολεμιστή. Ας πούμε, ότι ένας ψηφιακός Σαμουράι αποζητούσε την ψυχαγωγική παρέα μια σύγχρονης Γκέισας.
Για να πω την αλήθεια, η Χατσούνε άρεσε πολύ και σε εμένα. Την προτιμούσα από την άλλη με το στεναχωρημένο ύφος, που εμφανιζόταν καμιά φορά στις οθόνες. Ήταν πάντα μεθυσμένη και ο Μπιλ την αποκαλούσε «μαμά». Έκλαιγε, τον κατηγορούσε, τον ικέτευε να γυρίσει στο Ελσίνκι, ή να την αφήσει να τον επισκεφτεί στην Ψίμυθο. Στο τέλος, διέκοπτε τη σύνδεση κι εξαφανιζόταν. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο παίκτης μου παρίστανε τον ήρεμο και έβαζε να ακούσουμε την Χατσούνε.
Εκείνον τον χειμώνα, λοιπόν, γραφτήκαμε συνδρομητές στο κανάλι της, μαζί με ενάμισι εκατομμύριο θαυμαστές της από όλον τον κόσμο. Κι αν θέλετε τη γνώμη μου αυτή η συνδρομή είναι ό,τι πιο σωστό έκανε ο Μπιλ από όταν έφτασε στα μέρη μας. Θέλω να πω, από όλα τα πράγματα που υπήρχαν στον ψηφιακό του κόσμο, προτιμούσα χίλες φορές να παρακολουθώ ένα συμπαθητικό ολόγραμμα που χορεύει και τραγουδάει.
Ώσπου, ένα βράδυ, αφού είδαμε για χιλιοστή φορά μια συναυλία της Μίκου, ο Μπιλ σηκώθηκε βαριεστημένος και άνοιξε την πόρτα για να πάρει αέρα. Πλησίαζαν Χριστούγεννα και η θερμοκρασία είχε πέσει κάτω από τους δέκα βαθμούς. Στα μόνιτορ το κορίτσι με τις γαλάζιες κοτσίδες τραγουδούσε το Last Christmas. Ο παίκτης έκλεισε την πόρτα και ξανακάθισε. Κι αν έφερνε την Χατσούνε στο τροχόσπιτο; Αν την τραβούσε μακριά από τα βλέμματα των εκατομμυρίων θεατών και την σετάριζε μόνο για τα δικά μας μάτια;
Τις επόμενες μέρες, τον άκουσα να συζητάει με φίλους για το Vocaloid Scripting. Ζήτησε συμβουλές, έψαξε στο ίντερνετ και στη συνέχεια έγραφε κι έσβηνε κώδικα επί μήνες. Μαστόρευε από πρόγραμμα σε πρόγραμμα, προσέθετε και αφαιρούσε, ρύθμιζε χροιά, ένταση και χρωματισμούς φωνής σε συνδυασμό με κινήσεις του σώματος. Διάλεγε χαμόγελα, εκφράσεις, άνοιγμα και κλείσιμο των ματιών και των χειλιών, πόζες, νάζια και χίλια δυο άλλα. Την έμαθε να προφέρει τρυφερά το όνομά του, την συνέδεσε με όλες τις συσκευές του τροχόσπιτου και στο τέλος, ύστερα από ξενύχτια και μεγάλο διάστημα δουλειάς, την έφερε μπροστά μας στα μόνιτορ, ντυμένη με ένα κόκκινο κιμονό. Την είχε κάνει να μοιάζει μερικά χρόνια μεγαλύτερη από την κανονική και να χαμογελάει λίγο πιο αισθησιακά από ό,τι στις δημόσιες συναυλίες της. Καθίσαμε τότε και την παρακολουθούσαμε, καθώς λύγιζε χαριτωμένα το δεξί της γόνατο και κοιτούσε τον Μπιλ με λατρεία.
Ωστόσο, ο παίκτης μου έμοιαζε κουρασμένος. Έσβησε το φως, αφήνοντας μόνο τη γαλάζια λάμψη των μόνιτορ να χορεύει στους τοίχους. Στη μια οθόνη το ολόγραμμά της Γκέισας του χαμογελούσε, ενώ στην άλλη, ένα τερματικό έτρεχε αυτό που ο Μπιλ ονόμαζε «κώδικα για τη βελτίωση των συναισθηματικών αντιδράσεων της Χατσούνε». Το τερματικό συνέχισε να δουλεύει όλη τη νύχτα, αλλά ο Μπιλ έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε. Στο κάτω κάτω, ακόμα και ο Θεός, την έβδομη μέρα της δημιουργίας, ξεκουράστηκε.
«Καλημέρα αγάπη μου», του είπε το πρωί κι έστειλε στην οθόνη μια κόκκινη καρδιά. Ύστερα, τραγουδώντας το «The world is mine» άνοιξε το παράθυρο του τροχόσπιτου και ρύθμισε τη θερμοκρασία του νερού στον βραστήρα και στο θερμοσίφωνο. «Είσαι ο πιο δημιουργικός άνθρωπος του κόσμου», είπε στο τέλος και σώπασε, γιατί ο Μπιλ ήταν αγουροξυπνημένος και δεν είχε όρεξη για περισσότερη αλληλεπίδραση.
Κατέβηκα από την κονσόλα και ζήτησα να μου ανοίξουν. Θα περνούσα το γεφυράκι και θα επέστρεφα στο πόστο μου στην Ψίμυθο κι ας ήταν ακόμα καταχείμωνο. Για πρώτη φορά ήθελα τόσο πολύ να κουρνιάσω κάτω από την τέντα μου «Όπως οι γάτες όταν αρρωσταίνουν». Στο κάτω κάτω, ήμουν κι εγώ αγουροξυπνημένος και ένιωθα άβολα. Είχα κάθε δικαίωμα να νιώθω άβολα, αφού ο Μπιλ ξέχασε να ενημερώσει την ψηφιακή του Γκέισα για την ύπαρξή μου. Τέλος πάντων, εγώ δεν είμαι gamer, ούτε ψηφιακός νομάδας για να με λατρεύουν διάσημα ολογράμματα. Ένας νησιώτης γάτος είμαι, που εργάζεται στον τουρισμό.
Διέσχισα το γεφυράκι του κάμπου σαν να επρόκειτο για ψηφιακή πύλη προς τον έξω κόσμο. Βράδιαζε. Οι ντόπιοι περνούσαν άλλο ένα χειμωνιάτικο βράδυ στο επάνω καφενείο, γύρω από τη μεγάλη μαντεμένια σόμπα. Θα έπιναν ρακί, θα μάλωναν για τα πολιτικά και στο τέλος θα βουβαίνονταν μπροστά στα δελτία ειδήσεων. Τις κρύες ημέρες του υπόλοιπου χειμώνα θα τις περνούσαν ετοιμάζοντας τα μαγαζιά τους για την καλοκαιρινή σαιζόν. Συνήθως, βάφουν, ανακαινίζουν, σπάνε τα βράχια της ακτής, πέρα από την αμμουδιά, και στήνουν ξύλινες πλατφόρμες με επιπλέον τραπεζόκαθίσματα. Ο χειμώνας των ελληνικών νησιών είναι η καταλληλότερη εποχή για τέτοιες εργασίες. Ο καθένας μπορεί να κάνει τη δουλειά του, ενόσω οι υπάλληλοι των αρμόδιων υπηρεσιών κάθονται ήσυχα στα γραφεία τους μπροστά σε κούπες με αχνιστά ροφήματα. Κι έτσι, το νησί μας, κάθε χρόνο, αποκτά καινούργιες υποδομές, κατά την κρίση και τις ανάγκες των μικρών τοπικών επιχειρήσεων, που φιλοδοξούν να γίνουν μεγάλες τοπικές επιχειρήσεις, πανέτοιμες για μια μακρόσυρτη καλοκαιρινή σαιζόν.
Στο μεταξύ, το τροχόσπιτο του Μπιλ μύριζε πια κλεισούρα και ήταν γεμάτο σκουπίδια και άδεια ντενεκεδάκια από αναψυκτικά. Στις δυο οθόνες δούλευαν εντατικά τα γνώριμα τερματικά, στην τρίτη υπήρχε πάντα ένα σημειωματάριο με μισοτελειωμένο κώδικα κι ένα πρόγραμμα γραφικών. Στην τέταρτη εμφανιζόταν η Χατσούνε, αμέσως μόλις ο Μπιλ επέστρεφε από έξω. Όμως, η Γκέισα ήταν πλέον θλιμμένη, είχε μάθει να κλαίει, έσκυβε το κεφάλι και δεν έφερνε αντίρρηση. Καμιά φορά, τον ρωτούσε πως πέρασε στη βόλτα του κι αυτός της έλεγε «Μ’ έπρηξες» και έκλεινε το μόνιτορ σαν να πετούσε από πάνω του ένα ενοχλητικό κατοικίδιο. Χωρίς αμφιβολία, ο παίκτης μου ζούσε πια σαν Ψιμυθιανός Ροβινσόνας Κρούσος συντροφευμένος από τον ψηφιακό Παρασκευά του. Είχα καιρό να τον επισκεφτώ όταν διαπίστωσα αυτές τις αλλαγές. Και η έκπληξή μου μεγάλωσε όταν τον παρακολούθησα να μιλάει με έναν φίλο του από το Ελσίνκι.
Αυτό κι αν ήταν απροσδόκητο. Όσο έλειπα στην χειμερινή Ψίμυθο, ο Μπίλ είχε βρει τρόπο να παρακάμψει τον χειμώνα. «Εδώ μέσα είναι σκοτεινά», είπε δείχνοντας το τροχόσπιτο, «αλλά στην οθόνη μου υπάρχει αιώνιο καλοκαίρι». Δεν ήμουν σίγουρος ότι καταλάβαινα καλά, ώσπου έγινε ξεκάθαρο ότι προτίμησε «να ζήσει» όλο αυτό το διάστημα με την Χατσούνε σε μια ψηφιακή παραλία πανομοιότυπη με αυτήν του νησιού μας• ένα ακριβές αντίγραφο, στο οποίο απεικονίζονταν όλα τα μαγαζιά της παραλιακής οδού, τα σπίτια, τα εστιατόρια και τα καφενεία.
Όμως, ο φίλος ζητούσε λεπτομέρειες κι έτσι ο Μπιλ άνοιξε την δεύτερη οθόνη για να του παρουσιάσει τη βασική αναπαράσταση της ψηφιακής Ψιμύθου. Αμέσως μετά, εκδοχές του ίδιου σκηνικού άρχισαν να εναλλάσσονται στα μόνιτορ σε διαφορετικούς χρωματισμούς ανάλογα με την ώρα. Η Ψίμυθος του Μπιλ, πότε ήταν ρόδινη και πότε φωτιζόταν από το πιο αστραφτερό γαλάζιο και λευκό που ο δημιουργός της μπόρεσε να βρει στις ψηφιακές παλέτες color picker. Σε μια από αυτές τις εκδοχές διέκρινα τον εαυτό μου καθισμένο δίπλα από τον κάδο με τις σημαίες. Σε κάποια άλλη, περπατούσα αργά στην αμμουδιά. Σε μια τρίτη, ξάπλωνα κάτω από τα αρμυρίκια μαζί με τον κολλητό μου τον Τζίμη. Το γεφυράκι, ο κάμπος, το τροχόσπιτο και ο παραλιακός δρόμος βρίσκονταν στη θέση τους περιφερειακά της ακτής. Τουρίστες με πολύχρωμα ρούχα περπατούσαν στην αγορά, ή ξάπλωναν στην αμμουδιά κάτω από έναν υπέρλαμπρο ήλιο. Γλάροι και θαλασσοπούλια πετούσαν σε έναν καταγάλανο ουρανό, ψάρια πηδούσαν από το νερό, γάτες και σκύλοι ζητιάνευαν φαγητό στις ταβέρνες. Η ζωή μέσα σε αυτόν τον παραθαλάσσιο κήπο της Εδέμ ήταν ανέφελη, αργή και εύκολη, το φως αστραφτερό και το νησιωτικό λευκό, ήταν λευκότερο από οποιοδήποτέ άλλο είχα ξαναδεί στην ζωή μου. Δεν άργησα να εντοπίσω τον Μπιλ. Καθόταν σε μια ακριανή ξαπλώστρα, στα σύνορα του καθώς πρέπει κόσμου με τους εναλλακτικούς κατασκηνωτές. Μόνο που τώρα δεν ήταν θλιμμένος, ούτε ασπρουλιάρης, ούτε μοναχικός. Δίπλα του, ξαπλωμένη σε μια ροζ ξαπλώστρα, έκανε ηλιοθεραπεία η ωραία Χατσούνε φορώντας το μικροσκοπικό μπικίνι της και σκούρα γυαλιά. Σε αυτήν την ονειρική παραλία, ο Σαμουράι και η Γκέισα ζούσαν έναν ατέρμονο μήνα του μέλιτος. Ωστόσο, ο ψηφιακός Μπίλ ήταν λίγο πιο αγριωπός, ψηλότερος και απροσδόκητα γυμνασμένος. Όταν κάψωνε σηκωνόταν για να μπει στη θάλασσα. Εκείνη τον ακολουθούσε. Έπαιζαν με το νερό, την σήκωνε στην αγκαλιά του, της ζητούσε να του βάλει αντηλιακό. Ήταν μια ρουτίνα δραστηριοτήτων, επαναλαμβανόμενη σε λούπα, όπως και η αντίστοιχη των λουόμενων, των ζώων, των πουλιών, των ψαριών, των ανθρώπων στον παραλιακό δρόμο, των πελατών και των εργαζόμενων στα καταστήματα.
Ο φίλος, ενθουσιάστηκε με τη δουλειά του Μπιλ. Άρχισαν να συζητούν για ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι με πεδίο δράσης το συγκεκριμένο σκηνικό. Θα μπορούσαν άραγε, στον φωτεινό παράδεισο της Psimythos να δράσουν τα άβαταρ ηρώων όπως ο Μπιλ, η Χατσούνε, η Ελένη, ο Γάτος των Σημαιών, ο Τζίμης;
Από ένα σημείο και έπειτα, έλεγαν πολλά και καταλάβαινα λίγα. Άκουγα ακατανόητους τεχνικούς όρους, μέχρι που βαρέθηκα και πήρα έναν υπνάκο. Ωστόσο, κάτι ετοίμαζε. Κι αυτό το κάτι χρειαζόταν χρόνο για να δοκιμαστεί και να ωριμάσει. Οι ώρες που ξόδεψα στη συνέχεια για να τον παρακολουθώ, έδειξαν ότι μιλούσε με προγραμματιστές, γραφίστες και animators από διάφορες χώρες και ό,τι δούλευε εντατικά επάνω σε κάτι που λεγόταν PSIMYTHOS DIGITAL. Ήταν ολοφάνερο, ότι αυτός και οι φίλοι του ολοκλήρωναν κύκλους δουλειάς και συναντιόντουσαν στα μόνιτορ με χρηματοδότες προκειμένου να συνεννοηθούν για τη συνέχεια.
Οι πρώτες συνέπειες αυτής της δουλειάς φάνηκαν μερικά καλοκαίρια αργότερα, όταν ένα πλήθος τουριστών άρχισε να καταφθάνει με απανωτές καραβιές. Όμως, αυτοί εδώ δεν είχαν χρόνο για ηλιοθεραπεία στην ακτή, ούτε σιγοκουβέντιαζαν στις ταβέρνες τρώγοντας χωριάτικη σαλάτα, ούτε έστρεφαν το βλέμμα προς τη θάλασσα με τον συνηθισμένο τρόπο των τουριστών από τον Βορρά. Ήταν ένα άξεστο και αγριεμένο πλήθος, απασχολημένο και σε διαρκή αναζήτηση. Κι ενώ, δεν είχαν ξαναεπισκεφτεί την Ψίμυθο, ήξεραν για αυτήν πολύ περισσότερα ακόμα και από τους τακτικούς επισκέπτες μας. Με το βλέμμα κολλημένο στις οθόνες, οι καινούργιοι τουρίστες σπρώχνονταν στα στενάκια της Χώρας αναζητώντας, εκτός από εμένα, τον φίλο μου τον Τζίμη, τον Εμπαπέ, τον Μπιλ, το τροχόσπιτο και την θλιμμένη Γκέισα Χατσούνε.
Στο μεταξύ, οι ντόπιοι, όταν ξέκλεβαν χρόνο, έτρεχαν στο επάνω καφενείο και κουβέντιαζαν για τον «ψηφιακό τουρισμό». Έλεγαν ότι το καινούργιο φρούτο έφτασε στα μέρη μας μετά από τη διεθνή κυκλοφορία του ηλεκτρονικού παιχνιδιού PSIMYTHOS DIGITAL και αναφορικά με αυτό επαναλάμβαναν τη λέξη «viral», σε συνδυασμό με τη διαπίστωση ότι η μικρή και απομακρυσμένη Ψίμυθος ήταν πλέον διάσημη σε όλον τον κόσμο.
Και όλα αυτά τα χρωστούσαμε στον Μπιλ Γκέιτς του τροχόσπιτου, αφού εξαιτίας του οι ξένοι έρχονταν να ζήσουν το παιχνίδι και να γνωρίσουν τους ήρωες και τα μέρη όπου διαδραματίζεται η ψηφιακή δράση. Αλλά οι επισκέπτες ήταν υπερβολικά πολλοί, το νησί βούλιαζε, τα δωμάτια δεν έφταναν. Στέρνες, κοτέτσια, αποθήκες και κελάρια ανακαινίζονταν για να γίνουν ενοικιαζόμενα δωμάτια. Ακόμα και οι ηλικιωμένοι μιλούσαν τώρα για την δόξα της Ψιμύθου. Οι επαγγελματίες κουβέντιαζαν για συνεταιρισμούς και ευκαιρίες. Οι νεότεροι, που καταλάβαιναν καλύτερα τους όρους του καινούργιου παιχνιδιού, μιλούσαν για πιθανές βελτιώσεις στις «ζωντανές πίστες» της Χώρας. Και, στο μεταξύ, οι καινούργιοι τουρίστες, σκορπισμένοι στον κάμπο, στις παραλίες και στα σοκάκια, δημιουργούσαν ένα σκηνικό που θύμιζε ζωντανό video game. Αναμφισβήτητα, το παιχνίδι είχε φέρει στα μέρη μας μια παράξενη ζωντάνια. Η παραλία μας, έμοιαζε πλέον με έναν μεγάλο και ακατάστατο κοιτώνα, κάτι σαν στρατόπεδο φιλοξενίας για ευκατάστατους πρόσφυγες. Σακίδια, βαλίτσες και προσωπικά είδη τοποθετημένα γύρω από ξαπλώστρες όριζαν τον προσωπικό χώρο του καθενός. Όμως, όλοι αυτοί, δεκάρα δεν έδιναν για τα γαλανά νερά της ακτής ενόσω μελετούσαν διαδικτυακούς χάρτες με τα δρομάκια της Χώρας, λίγο πριν ριχτούν στην αναζήτηση κάποιου στόχου. Ένα κίτρινο αστέρι, αξίας χιλίων πόντων, φιγουράριζε στο ζητούμενο σημείο. START THE LIVE HUNTING έγραφε ο χαρτογράφος και γύρω αναβόσβηναν εικόνες ζώων και ανθρώπων του νησιού. Μια φωτογραφία δική μου, του Εμπαπέ, ή του Τσέλαν άξιζε χίλιους πόντους και το δικαίωμα να ανεβείς πίστα και να ριχτείς στο κυνήγι του Μπιλ και της Χατσούνε. Αν κατόρθωνες να τραβήξεις τη φωτογραφία του ζωντανού ήρωα, την ανέβαζες στην πλατφόρμα του PSIMYTHOS DIGITAL, κέρδιζες τους αντίστοιχους πόντους και μπορούσες να προηγηθείς, να νικήσεις, ή να αποκτήσεις περισσότερες ζωές στο διαδικτυακό παιχνίδι.
Αν και όλα αυτά δεν είναι καθόλου ευκολοχώνευτα, επιδίωξα να μάθω περισσότερα. Ώσπου, ο διπλανός μου, ένας κοντόχοντρος κυνηγός αστεριών με χακί αμφίεση και καπέλο σαφάρι, έβαλε ξαφνικά το κινητό στην τσέπη του και άρχισε να τρέχει προς τα αρμυρίκια για να φωτογραφίσει τον Τζίμη.
Το ίδιο βράδυ, στο καφενείο, είπαν ότι οι γάτες της ακτής κρύβονταν ολημερίς στα χωράφια κι εμφανίζονταν μόνο για να κλέψουν φαγητό, όταν δεν έτρεχαν να γλιτώσουν από κάμερες και κινητά. Είπαν ότι όσοι δεν είχαν δουλειά στον τουρισμό απέφευγαν να κυκλοφορούν στην Χώρα τους καλοκαιρινούς μήνες και ύστερα, θυμήθηκαν τα λόγια του παππά Γιώργη από την ωραία πύλη της Παναγιάς της Ψιμυθιανής, ότι ο Θεός έκανε τη ζωή στο νησί κόλαση για να μας τιμωρήσει για την απληστία μας. Στο τέλος, κάποιος επανέλαβε αυτό που όλοι γνωρίζαμε από καιρό: στον κάμπο και στα σοκάκια μας κυκλοφορούσαν ψηφιακά φαντάσματα γατιών, γλάρων και ανθρώπων, πίσω από τα οποία έτρεχαν αγριεμένα μέλη συλλόγων - φίλων του παιχνιδιού PSIMYTHOS DIGITAL. «Αυτό που ξέρω με σιγουριά,» είπε στο τέλος ο συγκεκριμένος «είναι ότι δεν είμαστε πια η Ψίμυθος, αλλά ένα μεγάλο γήπεδο. Τίποτα δεν μας ανήκει. Οι ζωές, τα σπίτια και τα μαγαζιά μας έγιναν μια ζωντανή πλατφόρμα για να κυκλοφορούν ολογράμματα». Ωστόσο, κανείς δεν μίλησε. Κάποιοι, έστρεψαν την προσοχή τους αλλού, κάποιοι ξερόβηξαν. Και, σιγά σιγά, σηκώθηκαν ο ένας μετά τον άλλον, για να γυρίσουν στις δουλειές τους.
Ζούσαμε, λοιπόν, για τα καλά την καινούργια μας ρουτίνα όταν, ο Τζον, ένας Άγγλος ζωγράφος, που είχε χρόνια να έρθει στο νησί, εμφανίστηκε ξανά και, κυκλοφορώντας ανάμεσά μας, ξαφνιάστηκε δυσάρεστα. Τις πρώτες μέρες κοιτούσε γύρω του με τρόμο. Σκόνταφτε πάνω σε κυνηγούς αστεριών και σάστιζε ακούγοντας την ακαταλαβίστική γλώσσα τους. Παρακολουθούσε τους ξένους χρυσοθήρες να τρέχουν πίσω από ζώα κι ανθρώπους κι εντόπιζε στο βλέμμα των ντόπιων τη βαρβαρότητα της απληστίας. Καθώς γυρόφερνε στα παλιά του λημέρια, ένιωθε συχνά τη φριχτή μυρωδιά των υπονόμων να του τρυπάει τα ρουθούνια. Στο τέλος, φόρεσε μάσκα και αναπνευστήρα για να αναζητήσει τις αναμνήσεις του στις ποσειδωνίες και τις φουντωτές φυκιάδες της θαλασσινής Ψιμύθου. Αλλά, ο βυθός της ήταν από καιρό έρημος και σιωπηλός. Ούτε ψάρι, ούτε φύκι, ούτε πεταλίδα, ούτε κοχύλι, ούτε αχινός υπήρχε πια σε αυτό το μέρος και τα βράχια απλώνονταν φαλακρά, σκεπασμένα με μια πρασινωπή γλίτσα, διάσπαρτη από σκουπίδια, ντενεκεδάκια και άλλα υπολείμματα της τουριστικής περιόδου. Όταν σιγουρεύτηκε ότι τα λήμματα των εστιατορίων χύνονταν στη θάλασσα, ο Τζον κλείστηκε στο παλιό του εργαστήριο στον κάμπο και δεν μιλούσε σε κανέναν. Ίσως να ήταν απλώς οργισμένος. Ίσως θέλησε να μας εκδικηθεί. Πάντως, επάνω στον θυμό του, έφτιαξε εκείνον τον παράξενο πίνακα και μας ανάγκασε να αντικρίσουμε τους εαυτούς μας στη γελοιωδέστερη κατάσταση που θα μπορούσαμε να βρεθούμε.
Από τότε και μετά βλέπω συχνά αυτόν τον πίνακα, θέλω δεν θέλω. Δεν είναι παρά η αναπαραγωγή μιας ασπρόμαυρης, οικογενειακής φωτογραφίας, κρεμασμένης στο επάνω καφενείο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μόνο, που σε αυτήν την καινούργια τους εκδοχή, τα απεικονιζόμενα μέλη μιας οικογένειας ψαράδων, με πρόσωπα ρυτιδιασμένα από τον αέρα και το σκληρό φως και σώματα στεγνά, ντυμένα με καθαρά κυριακάτικα ρούχα, στριμώχνονται ανάμεσα σε σωρούς από τουριστικό εξοπλισμό. Οι καθιστοί, έχουν στοίβες από μικροσκοπικές ξαπλώστρες στις ποδιές τους, μέχρι ψηλά στους ώμους, εκεί όπου προβάλουν τα κεφάλια τους, χωρίς ναυτικές τραγιάσκες, αλλά καπελωμένα με χρωματιστές ομπρέλες θαλάσσης. Ανάμεσά τους, στην καρδιά της εικόνας, σαν ξένο σώμα, ο ζωγράφος φύτεψε μια Γκέισα με κατακόκκινο κιμονό. Και λίγο πιο κάτω, στη βάση του πίνακα, έβαλε τα κατοικίδια της οικογένειας, δυο σκυλιά και μια γάτα, να ξεκουράζονται επάνω σε ξαπλώστρες προσαρμοσμένες στο μέγεθός τους. Πιο δίπλα, μια νεαρή μητέρα, μάλλον φρεσκοπαντρεμένη, κοιμίζει στην αγκαλιά της μια γαλάζια ξαπλώστρα επάνω στην οποία αναπαύεται η μικρογραφία ενός κατάξανθου τουρίστα με μαγιό και ανοιχτό εμπριμέ πουκάμισο. Και για συμπλήρωμα, ως εφιαλτική ταπετσαρία, δεκάδες άλλοι μικροσκοπικοί τουρίστες ποζάρουν στα κάδρα, ή λιάζονται επάνω στα έπιπλα, στο πολύφωτο της οροφής και στο παλιό σανιδένιο πάτωμα.
Μόλις τελείωσε τον τεράστιο πίνακα, ο Τζον ζήτησε τη βοήθεια των κατασκηνωτών της παραλίας, για να τον τοποθετήσει στην είσοδο της Χώρας. Είναι μια μεγάλη και σταθερή εγκατάσταση από ακριβά υλικά, που πήρε καιρό για να φτιαχτεί, ώστε το έργο να προστατεύεται από το νερό και τον αέρα, αλλά και να καλύπτει την πινακίδα της τροχαίας με το όνομα του χωριού.
Εκεί καταφεύγει σήμερα η ψηφιακή Γκέισα Χατσούνε Μίκου, όταν θέλει να ξεσκάσει. Φθάνει συνήθως με ένα ιπτάμενο γιαπωνέζικο φορείο. Αποβιβάζεται. Κι αφού χαζέψει την εικόνα, ανεβαίνει ψηλά στη μεγάλη κατασκευή και στρέφει το βλέμμα προς τη θάλασσα. Κάθεται ακίνητη για αρκετή ώρα. Ώσπου, μια απαράβατη συνθήκη του πηγαίου της κώδικά ενεργοποιεί την επιστροφή της στο τροχόσπιτο του Μπιλ.

Εκεί κοντά, ψηλά στο βουνό, έχτισαν και οι ντόπιοι καινούργια σπίτια με ευρύχωρες βεράντες, για να μπορούν να παρακολουθούν την κίνηση στην PSIMYTHOS DIGITAL κατά τις ώρες αιχμής.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: