Στον Μ.Κ.
Καθόταν με τις ώρες και περίμενε, αφήνοντας τη μουσούδα του να ακουμπήσει στις μπροστινές πατούσες, κοιτώντας νωχελικά τον δρόμο μέσα από ένα άνοιγμα του φράχτη στο ύψος των ματιών του. Κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι του και κυνηγούσε καμιά μύγα ή μέλισσα που του την έμπαινε, ή γυρνούσε απότομα τον λαιμό του και δάγκωνε με μανία τη ράχη του, γιατί οι ψύλλοι εκείνο το καλοκαίρι τον είχαν ταράξει. Μόλις ζεσταινόταν ή βαριόταν εκείνο το σημείο, σηκωνόταν και πήγαινε να ξαπλώσει κάπου αλλού, που το έδαφος θα ήταν πιο δροσερό και η διαφορετική τοποθεσία της αυλής θα τον βοηθούσε να αλλάξει παραστάσεις. Πώς να περάσουν οι ώρες, πώς να περάσουν οι ώρες, τον έπαιρνε συνεχώς ο ύπνος σε στιγμές άκυρες, αργά το πρωί, σχεδόν μεσημέρι ή μέσα στη μέση του απογεύματος κι έτσι κατέληγε να μένει όλη τη νύχτα ξύπνιος, παρατηρώντας μερικές κουκουβάγιες που ζούσαν στη γειτονιά ή ενοχλώντας τον ήσυχο κόσμο που κοιμόταν, με τις ξαφνικές φωνές ή τα κλαψουρίσματά του.
Εκείνο που τον απασχολούσε, όμως, πιο πολύ απ’ όλα ήταν να πάει μια βόλτα. Κάθε φορά που έβαζε τη μουσούδα του πιο κοντά στο άνοιγμα, ξεχύνονταν μέσα στα ρουθούνια του χίλιες διαφορετικές μυρωδιές, χώρια που κάθε μέρα άκουγε πράγματα απ’ έξω που δεν είχε ιδέα τι ήταν, αφού ο φράχτης ήταν ψηλός και δεν μπορούσε να δει τίποτε άλλο πέρα από ό,τι περνούσε μπροστά από τη μικρή ρωγμή. Κάτι ήξερε και κάτι είχε ακούσει για τα πράγματα έξω από την αυλή, αλλά δεν είχε καταφέρει ποτέ του να τα εξετάσει ο ίδιος από κοντά, να δει πώς θα επιδράσουν πάνω του, τι θα προκαλέσουν μέσα του. Μήπως η σκέψη του ήταν πολύ περίπλοκη για σκύλο; Το λουρί του υπήρχε, ήταν ακουμπισμένο πάνω σε ένα μεταλλικό κιβώτιο στην άκρη της αυλής, μέσα στο οποίο υπήρχαν όλα του τα πράγματα συγκεντρωμένα: η τροφή του, τα παιχνίδια με τα οποία δεν έπαιζε ποτέ, η πετσέτα και το σαμπουάν του. Το λουρί του όμως είχε μείνει πάρα πολύ καιρό σε αχρησία, τόσο καιρό που ο ίδιος νόμιζε πως πρέπει να βρισκόταν εκεί, στην ίδια ακριβώς θέση, από τα παιδικά του χρόνια. Δεν είχε άλλες αντοχές να μένει μέσα και ήταν παντελώς αφύσικο και αδύνατον να βγει ένας σκύλος μόνος του βόλτα, χωρίς συνοδεία, χωρίς ένα αφεντικό να μπορεί να του απευθύνεται και να τον οριοθετεί, να τον μαλώνει όταν πρέπει, να του τραβά το λουρί όταν πάει να κάνει κάποια βλακεία ή να τον χαϊδεύει και να του δίνει κεράσματα.
Μια μέρα που καθόταν ξαπλωμένος στη μέση της αυλής, να λιάζεται το τρίχωμά του ολόκληρο, με μάτια μισόκλειστα και απλανή, ανακάλυψε την ιδέα που θα του έδινε αυτό που ήθελε πιο πολύ στον κόσμο:
«Ένα αφεντικό!», φώναξε χωρίς καν να το προετοιμάσει. Πετάχτηκε όρθιος και τίναξε το σώμα του για να φύγει η σκόνη και τα μικρά έντομα που είχαν σκαρφαλώσει πάνω του, κι άρχισε πάλι να φωνάζει. Έλεγε ξανά και ξανά το ίδιο πράγμα, «ένα αφεντικό, ένα αφεντικό!», με τρόπο βέβαια όχι επίμονο, για να μην ενοχλήσει πολύ, αλλά με σταθερό ρυθμό και ένταση.
Ανάμεσα στις κραυγές του, στις μικρές ή μεγάλες παύσεις που έκανε για να ξεκουράσει τη φωνή του, ονειρευόταν πώς θα ήταν η ζωή του από δω και πέρα. Το αφεντικό του θα ήταν πάντα χαρούμενο και ευδιάθετο, μόλις ερχόταν κοντά του θα του έκανε πάντα χαρές και θα του μάθαινε ένα σωρό κόλπα. Θα είχε πλέον ένα πρόγραμμα: θα σηκωνόταν το πρωί μετά από βαθύ ύπνο και θα περίμενε το αφεντικό για την πρώτη τους βόλτα. Μετά θα έτρωγε λίγο και θα εξασκούταν στα κόλπα που είχε μάθει την προηγούμενη μέρα. Θα φυλούσε το σπίτι μην μπει κανένας παρείσακτος και έτσι, έχοντας κάνει την προπόνησή του κι έχοντας προσφέρει τις υπηρεσίες του, θα έβγαζε τίμια το μεσημεριανό μπολ του. Το απόγευμα θα περνούσαν ακόμη λίγο χρόνο μαζί, παίζοντας και μαθαίνοντας νέα τρικ για να εντυπωσιάσουν τον κόσμο, ενώ το βράδυ θα έβγαιναν μια μεγάλη βόλτα, που σίγουρα θα την άξιζε, αφού όλη τη μέρα είχε δουλέψει σκληρά. Τέλος, το βράδυ θα καληνύχτιζε τις κουκουβάγιες που αναλάμβαναν πλέον τη βάρδια τους, ίσως και να τις λυπόταν λίγο για την κατάστασή τους να μένουν ξύπνιες τόσο αργά τη νύχτα, και θα κοιμόταν σαν τούβλο για να προετοιμαστεί για το επόμενο μεροκάματο. Τις Κυριακές θα είχε ρεπό, του άξιζε μια μέρα τελείως κενή, να μπορεί να ξαπλώνει όλη την ώρα, να μπορεί να ρεμβάζει μέσα από το μικρό άνοιγμα του φράχτη, αναπολώντας τον καιρό που ήταν όλη μέρα ξαπλωμένος και λιαζόταν.
Αυτά σκεφτόταν ανάμεσα στις κραυγές του κι οι σκέψεις αυτές τον έκαναν να φωνάζει όλο και πιο πολύ, μέχρι να πετύχει το μέλλον που ήθελε. Μέσα από την μπαλκονόπορτα που βρισκόταν στη μία πλευρά της αυλής, εμφανίστηκαν τότε δύο πόδια, δύο λεπτά και ψηλά πόδια. Τον πλησίασαν αργά και στάθηκαν κοντά του κι από το όλο στυλ και τη συμπεριφορά, μπορούσε να καταλάβει πως ήταν ένα άτομο νεαρό, όχι πολύ πάνω από την ηλικία που και ο ίδιος είχε.
Ο άνθρωπος έσκυψε και τον χάιδεψε απαλά στο κεφάλι, κάτι του είπε, που από τον τόνο της φωνής του κατάλαβε πως ήταν κάτι ήρεμο και ευχάριστο, κι ύστερα έκανε μια κίνηση και έφερε κοντά το λουρί του, δείχνοντάς του το και λέγοντάς του κάτι για «αύριο». Αμέσως μετά του έδωσε ένα μικρό κέρασμα και του έβγαλε το κολάρο που φορούσε για να το πλύνει και να είναι έτοιμο. Όλες αυτές οι κινήσεις δεν είχαν παρά μόνο μία και μοναδική σημασία: την επόμενη μέρα θα έβγαινε επιτέλους βόλτα. Τα δύο πόδια έσκυψαν ακόμη μια φορά και άπλωσαν ένα ακόμη χάδι στο κεφάλι του, κι ύστερα έφυγαν αφήνοντάς τον να ηρεμήσει και να ετοιμαστεί για την επόμενη μεγάλη μέρα. Όλο το απόγευμα δεν έβγαλε από το μυαλό του το αύριο κι όλο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι, όσο κι αν προσπάθησε, γιατί οι κουκουβάγιες έκαναν φασαρία και γιατί κυρίως σκεφτόταν πως ήταν το τελευταίο βράδυ που θα τις πετύχαινε στη βάρδια τους.
Το επόμενο πρωί, έχοντας κοιμηθεί ελάχιστα, ξύπνησε με μια απίστευτη ανακατωσούρα. Τι είχε φάει χθες; Τίποτα πέρα από την τροφή που πάντα έτρωγε, τίποτα που να του χάλασε το στομάχι σε τέτοιο βαθμό. Κι όμως, ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη να κουνήσει τα πόδια του. Τεντώθηκε και προσπάθησε να χαλαρώσει, δεν μπορούσε να είναι έτσι στην πρώτη μέρα της βόλτας, όμως λίγα λεπτά μετά σηκώθηκε, έτρεξε σε μια γωνιά της αυλής και έκανε εμετό. Κοίταζε απορημένος αυτά που είχε βγάλει στο χώμα και χωρίς να το πολυσκεφτεί άλλο, γύρισε πλάτη και τα έθαψε τινάζοντας τα πίσω του πόδια. Μετά, πήγε και στάθηκε έτοιμος στη μέση της αυλής.
Πράγματι, μετά από λίγο η μπαλκονόπορτα άνοιξε και εμφανίστηκαν τα δύο πόδια, που ήρθαν γρήγορα προς το μέρος του και άπλωσαν ένα χάδι στη μουσούδα του. Αυτός σηκώθηκε γεμάτος προθυμία, αν και η ουρά και τα αυτιά του ήταν χαμηλωμένα, μην μπορώντας να κρύψει την ανακατωσούρα που είχε θρονιαστεί στο στομάχι του. Το αφεντικό πήγε τότε στο σιδερένιο κιβώτιο, το άνοιξε και έβγαλε από μέσα ένα μικρό σακουλάκι που περιείχε τα νοστιμότερα κεράσματα του κόσμου. Τράβηξε μερικά από μέσα και προχώρησε ξανά προς το μέρος του. Τα κούνησε μπροστά στη μουσούδα του για να μπορέσει να τα μυρίσει, κι ύστερα τα έκρυψε μέσα στην παλάμη του και έβαλε τα χέρια πίσω από την πλάτη του. Ξεκίνησε να μιλά με τόνο αυστηρό και σταθερό, επαναλαμβάνοντας φθόγγους και λέξεις και κάνοντας κινήσεις με το κεφάλι και τα χέρια του, που υποδείκνυαν πως ο σκύλος έπρεπε κάτι να κάνει, αν ήθελε να φάει το λαχταριστό σνακ που έκρυβε. Παρατηρούσε για κάμποση ώρα τα δύο πόδια να επαναλαμβάνουν το ίδιο μοτίβο, μέχρι που κουράστηκε και κάθισε στο χώμα, πράξη που είχε σαν αποτέλεσμα να λάβει ένα από εκείνα τα πεντανόστιμα σνακ. Τότε το αφεντικό άπλωσε ακόμη ένα χάδι στο κεφάλι του και επανέλαβε τις κινήσεις που είχε κάνει πριν, πράγμα που πλέον ήταν εύκολο να αποσυμβολιστεί.
Η ώρα πέρασε και τα κεράσματα της ημέρας τελείωσαν όταν εκτέλεσε και το τελευταίο κόλπο, οπότε δέχτηκε ένα ακόμη χάδι κι ένα φιλί στο κεφάλι, και τα δύο πόδια απομακρύνθηκαν, πήγαν κοντά στο κιβώτιο, ακούμπησαν το λουρί και είπαν «αύριο» κι έπειτα μπήκαν ξανά μέσα. Εκείνος ξάπλωσε στο γρασίδι και ένιωσε μια απόλαυση πρωτόγνωρη, μια πλήρωση, είχε κερδίσει τα κεράσματά του άξια, είχε κουραστεί για αυτά. Δεν είχε ανάγκη πλέον να βγει βόλτα, δεν είχε το κουράγιο ούτε να τη σκεφτεί, όσα χρειαζόταν ήταν ήδη στο στομάχι του, το απόγευμα θα φυλούσε το σπίτι απ’ τους παρείσακτους, ως ένδειξη ικανοποίησης απέναντι στο αφεντικό του και το βράδυ θα έπεφτε ξερός από την κούραση, για να είναι έτοιμος και ακμαίος για την επόμενη απαιτητική μέρα.
Το επόμενο πρωί σηκώθηκε με την ίδια ανακατωσούρα στο στομάχι, γεγονός που τον έστειλε ξανά στη γωνία του κήπου, όπου έκανε εμετό και τον έθαψε αμέσως. Δεν ήταν δυνατόν να τον δει κανείς να ξερνάει ή να ανακαλύψει ότι του συνέβαινε αυτό, και άρα να τον θεωρήσουν ανίκανο να αναλάβει τις υποχρεώσεις του και τη σωστή σκυλίσια ζωή. Αν γινόταν κάτι τέτοιο, τότε σίγουρα θα τον πετούσαν στο δρόμο, θα τον έστελναν σε κάνα καταφύγιο ή ακόμα χειρότερα θα τον έδεναν, θα του έδιναν λιγότερη τροφή, θα έχανε τα κεράσματά του και θα θεωρούταν σκύλος δεύτερης κατηγορίας και κάτω. Λίγο αργότερα βγήκαν τα πόδια από την μπαλκονόπορτα, πήραν μια χούφτα κεράσματα και άρχισε ξανά η εκπαίδευση. Μετά ακούμπησαν το λουρί, είπαν «αύριο» και επέστρεψαν μέσα. Το μεσημέρι, χορτάτος, ξάπλωσε στο γρασίδι να λιαστεί και να σκεφτεί πόσο τυχερός ήταν που είχε ένα αφεντικό να τον αγαπά και να του δίνει κεράσματα, που είχε μια αυλή να φυλάει και έναν λόγο να κοιμάται πολύ νωρίς και πολύ καλά κάθε βράδυ. Κι αυτή η συνήθεια εξακολούθησε και την επόμενη μέρα και την ημέρα μετά από εκείνη, και κάθε μέρα για αρκετές εβδομάδες: το πρωί ξυπνούσε με αναγούλες και έκανε εμετό, μέχρι που το συνήθισε και πλέον δεν έκανε, έπειτα από λίγο έβγαινε το αφεντικό και έκαναν προπόνηση στα κόλπα, μέχρι που τα έμαθε τόσο καλά που πλέον τα έκανε μηχανικά και απρόθυμα· τα απογεύματα ξάπλωνε στο γρασίδι και απαξίωνε τη βόλτα και λυπόταν τους σκύλους που την είχαν ανάγκη και που δεν είχαν ένα τόσο καλό αφεντικό ή έναν τρόπο να βγάζουν τα κεράσματά τους ή μια αυλή να φυλάνε, και τις νύχτες ξάπλωνε νωρίς, κατάκοπος από όλη την εργασία της ημέρας.
Και πέρασαν κι άλλες εβδομάδες, μπορεί και μήνες, και είχε μάθει πλέον όλα τα κόλπα τόσο καλά που τα έκανε πριν καν του ζητηθούν, τόσο καλά που δεν χρειαζόταν να ξυπνά το πρωί τόσο νωρίς ή να τα σκέφτεται από το βράδυ και να μπλέκονται μέσα στα όνειρα που έβλεπε, προκαλώντας του πανικό. Έπειτα, τα κεράσματα είχαν γίνει εξαντλητικά λίγα και μέρα με τη μέρα φαίνονταν να λιγοστεύουν, και δεν μπορούσε να καταλάβει αν το αφεντικό μέρα με τη μέρα τα μείωνε μέχρι που να κάνει στο τέλος τρικ χωρίς κανένα κέρασμα, και αυτό που τον απασχολούσε πιο πολύ απ’ όλα ήταν: γιατί στο διάολο να πρέπει να κάνει κόλπα προκειμένου να φάει μια τόση δα χούφτα κεράσματα;
Κάθε απόγευμα το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι έπρεπε να λαμβάνει αυτές τις νόστιμες λιχουδιές χωρίς να πρέπει να κάνει τίποτα, ένα κόλπο την ημέρα ήταν υπεραρκετό, μη σου πω και καθόλου, μη σου πω ότι έπρεπε να παίρνει και περισσότερα κεράσματα γιατί αυτά πλέον δεν τον χόρταιναν και τόσο πολύ. Κι ακόμη χειρότερο ήταν το άλλο, ότι είχε αρχίσει να νιώθει ένα παράξενο συναίσθημα για τις κουκουβάγιες που έμεναν πάντα ως αργά ξύπνιες, ένα αίσθημα λες κι ήθελε πάλι να μείνει μαζί τους τα βράδια, να μιλούν ακατάπαυστα μέσα στην ησυχία της νύχτας μην έχοντας να ανησυχούν για την επόμενη μέρα πως πρέπει να ξυπνήσουν κάποια ώρα και τι αηδία συναίσθημα ήταν αυτό, τι αηδία.
Ένα απόγευμα από αυτά είχε χώσει τη μουσούδα του στο άνοιγμα της περίφραξης, προκειμένου να πάρει μερικές μυρωδιές από έξω και να κρυφοκοιτάξει λίγο και να ζηλέψει τα πόδια και τους υπόλοιπους σκύλους, που περπατούσαν παρέα στους δρόμους και λάμβαναν τα ίδια κεράσματα και πιο πολλά μάλιστα. Κι έβλεπε μερικούς σκύλους να περπατούν σε ζευγάρια δίπλα στα αφεντικά τους και να μοιράζονται τις λιχουδιές που έπαιρναν και τότε ένα συναίσθημα έκαψε το στήθος του και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την ουρά του από την ιδέα που μόλις είχε ανακαλύψει.
«Μια σκύλα!», φώναξε χωρίς να προλάβει να το σκεφτεί. Ορίστε, αυτό χρειαζόταν.
Όταν θα έβρισκε επιτέλους τη σκύλα του, το πρώτο πράγμα που θα έκανε ήταν να τη βάλει μέσα στην αυλή του. Θα την ξεναγούσε παντού, σε κάθε γωνία του γρασιδιού που είχε ποτέ ξαπλώσει, θα ξάπλωναν μάλιστα μαζί, θα της έδειχνε ακόμη και το μέρος που είχε με τόσο κόπο κρύψει τους εμετούς του, θα της μάθαινε όλα τα κόλπα που ήξερε, μέχρι που θα μοιραζόταν μαζί της και τα κεράσματα που με τόσο κόπο κέρδιζε. Εκείνη θα του έλεγε ιστορίες που ήξερε από τον δρόμο, θα του μάθαινε τα δικά της κόλπα, θα ξάπλωνε πάνω στην κοιλιά του τα μεσημέρια και θα τον βοηθούσε να φυλάνε τον κήπο μαζί, τις νεκρές μελαγχολικές ώρες που δεν περνούσε κανείς από το δρόμο, ενώ κάποια φορά, ποιος ξέρει, μπορεί και να έβγαιναν επιτέλους μια βόλτα μαζί.
Φώναζε ακατάπαυστα, φώναζε τόσο λες και κάποιος είχε εισβάλει επιθετικά στην αυλή, αλλά το μόνο που λάμβανε ήταν ενοχλημένα βλέμματα από περαστικούς, ψιθυριστές βρισιές που έλεγαν να σκάσει και γρήγορα βήματα που ήθελαν να απομακρυνθούν από κοντά του το συντομότερο δυνατό. Φώναζε μέχρι που βράχνιασε και μέχρι που ο ήλιος χαμήλωσε τόσο πολύ που όλος ο ουρανός έγινε μωβ από το σούρουπο, οπότε σταμάτησε κι έμεινε εκεί, με κολλημένη τη μουσούδα του στο άνοιγμα του φράχτη, σιωπηλή και ακίνητη, όσο στη γειτονιά ακούγονταν οι τελευταίοι ήχοι που πρόδιναν πως ερχόταν το βράδυ κι η ησυχία.
Τα τελευταία λεπτά πριν πέσει ολοκληρωτικά ο ήλιος και προτού, απογοητευμένος, πάρει τη μούρη του από τον φράχτη για να πάει να ξαπλώσει, άκουσε έναν σφουγγιχτό ήχο, αυτόν που κάνει μια μύτη που μυρίζει για να βρει κάτι. Μια άλλη μουσούδα ήρθε και ακούμπησε πάνω στη δική του διερευνητικά. Ήταν μια σκυλίτσα, αυτό το κατάλαβε αμέσως από την μυρωδιά της, μια σκυλίτσα που δεν μπορούσε να τη δει, καταλάβαινε όμως από τις κινήσεις όλου του σώματός της πως κουνούσε την ουρά της χαρούμενη που είχε βρει τη μύτη του να εξέχει στο πεζοδρόμιο. Πρόλαβαν να ανταλλάξουν μόλις μερικές πληροφορίες και να ανανεώσουν τη συνάντησή τους για την επόμενη δύση, γιατί τα πόδια που ήταν μαζί της βιάζονταν να συνεχίσουν τον περίπατό τους και την τραβούσαν απ’ το λουρί. Μετά την απότομη αποχώρησή της, γύρισε στο κρεβάτι του για να προσπαθήσει να κοιμηθεί, απίστευτα ενθουσιασμένος από αυτά που μόλις είχε ζήσει.
Το επόμενο πρωί τα μάτια του σχεδόν πετάχτηκαν από τη θέση τους. Όλες οι ώρες, μέχρι το μεσημέρι, πέρασαν τόσο ελαφρά που σχεδόν δεν τις πήρε χαμπάρι. Όλη η ρουτίνα του πέρασε σαν σε όνειρο, σαν να μην είχε ζήσει ακριβώς. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, όμως, λες και γεννήθηκε στον κόσμο μια μυστική συνομωσία που είχε σαν βασικό της στόχο να παγώνει τους δείκτες του ρολογιού και τον ήλιο στον ουρανό, και να τα κάνει να κινούνται με ταχύτητα στο ένα τρίτο της κανονικής τους. Του ήταν αδύνατον να ξαπλώσει από την υπερένταση και έτσι καθόταν στη μέση της αυλής με την πλάτη τεντωμένη, κοιτάζοντας σταθερά τις σκιές που έκανε ο ήλιος στα δέντρα και το χρώμα που είχε ο ουρανός.
Όταν επιτέλους το χρώμα αυτό έγινε σχεδόν μωβ πήγε και κόλλησε τη μουσούδα του στο άνοιγμα. Μετά από αιώνες ολόκληρους αγωνίας και ανυπομονησίας, στο πεζοδρόμιο μπροστά εμφανίστηκαν επιτέλους τέσσερις μικρές γνώριμες πατούσες που ήρθαν και στάθηκαν απέναντι ακριβώς από το πρόσωπό του, κουνώντας την ουρά τους με δύναμη. Δεν έχασαν καθόλου χρόνο αυτή τη φορά. Ένωσαν τις μύτες τους, αντάλλαξαν μουσουδιές και αρώματα, αντάλλαξαν υποσχέσεις ότι κάθε σούρουπο θα έκαναν πλέον αυτό και ότι δεν θα χαράμιζαν πλέον τις μύτες τους σε καμία άλλη μυρωδιά, παρά μόνο στις δικές τους, κι έπειτα από λίγο χωρίστηκαν γιατί η σκυλίτσα είχε ανειλημμένες υποχρεώσεις που σχετίζονταν με τα πόδια που τη συνόδευαν και δεν μπορούσε να μείνει άλλο.
Η καθημερινότητά του πήρε και πάλι τα πάνω της. Κάθε πρωί ξυπνούσε γεμάτος όρεξη κι αναλάμβανε να κάνει όλα τα κόλπα που έπρεπε μέσα στη μέρα με όλη του την προθυμία. Έπειτα ερχόταν η μαγική στιγμή που έβλεπε τη σκύλα του, κι άρχιζαν τις χαρές και τα γλυκόλογα, και πότε έβγαζε αυτός το πρόσωπό του προς τα έξω πότε έχωνε αυτή τη μικρή της μουσούδα μέσα, και κάθε μέρα περίμενε πώς και πώς να γίνει το κάτι παραπάνω, να έρθει μια στιγμή θεόσταλτη, που ο φράχτης θα εξαφανιζόταν μόνος του ως δια μαγείας, που τα πόδια που συνόδευαν τη μικρή του σκύλα θα έλειπαν, κι οι δυο τους χωρίς κανέναν περιορισμό, θα μπορούσαν να κάνουν τη μεγαλύτερη βόλτα του κόσμου κι όλη τους η ζωή από κει και πέρα να είναι μια τεράστια βόλτα μόνο γι’ αυτούς.
Οι μαγικές στιγμές, όμως, φημίζονται περισσότερο για την ύπαρξή τους μέσα σε ένα κεφάλι παρά για την εμφάνισή τους στον κόσμο. Το τι έκαναν δεν άλλαζε στο ελάχιστο μέρα με τη μέρα, κι εκείνη δεν μπορούσε να μπει μέσα, ήταν από παντού κλειστά, αν το έσκαγε για να έρθει μπορεί να έχανε το αφεντικό της, μπορεί να έχανε το προνόμιό της στη βόλτα, κι εκείνος δεν μπορούσε να βγει έξω, ήταν από παντού κλειστά, κι αν της έδειχνε τους εμετούς του μπορεί να την τρόμαζε, αν έκανε να βγει μπορεί να έχανε τον κήπο του, κι η καθημερινότητα έμενε πάντα ίδια.
Τη μία μέρα έχασαν ένα ραντεβού όταν εκείνος δεν πήγε στην τρύπα την ορισμένη ώρα, και την επόμενη εβδομάδα έχασαν ακόμη δύο όταν τα πόδια που συνόδευαν τη σκύλα αποφάσισαν πως μια άλλη διαδρομή είναι καλύτερη. Ο ουρανός δεν γινόταν αυτή την εποχή μωβ, ο ήλιος έπεφτε γρήγορα, από μεσημέρι βράδυ, έτσι που εκείνος ίσα που καταλάβαινε κάποιες φορές τη διαφορά. Τις περισσότερες μέρες έμενε ξαπλωμένος πάνω στο γρασίδι όλο το μεσημέρι και το επόμενο πρωί τον έβρισκε ακριβώς στην ίδια θέση. Κάποιες φορές, ξαπλωμένος όπως ήταν, άκουγε στο άνοιγμα του φράχτη κάποιους σφουγγιχτούς ήχους από μια μύτη, κι έβλεπε τη γνωστή μικρή μουσούδα να μπαίνει για μερικά εκατοστά μέσα προσπαθώντας να βρει το ταίρι της, μια μουσούδα που κουνιόταν νευρικά στην αρχή και μετά έμενε για λίγα δευτερόλεπτα ακίνητη προτού φύγει. Τις στιγμές αυτές παρέμενε ξαπλωμένος και βουβός για να μη δώσει κανένα στίγμα ζωντάνιας από τη μέσα πλευρά του φράχτη.
Κάτι είχε χάσει. Τη μέρα που γίνονταν τα μαθήματα για το πώς να είναι κανείς σκύλος, εκείνος πρέπει να είχε αποκοιμηθεί. Ξάπλωνε μέσα στο σπίτι του ή κάτω στο χώμα, παρατηρούσε τις μέρες με βροχή και τις μέρες με ήλιο, και προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στο τι είχε ξεχάσει, ποια λεπτομέρεια του διέφευγε. Έβρισκε καταφύγιο στις αναμνήσεις του, στις μέρες που ήταν κουτάβι κι αναζητούσε από πού προέκυπτε αυτή του η νοσταλγία, αυτή η ανάγκη να επιστρέψει και να κουλουριαστεί σε μια μέρα του παρελθόντος κι αν ήταν δυνατόν να μείνει εκεί, μέσα σε μια ανάμνηση που θα έπαιζε στους αιώνες σε λούπα κι εκείνος θα μπορούσε να τη χαίρεται για πάντα και να νιώθει επιτέλους εκστατικά ευτυχισμένος. Τότε του ήρθε στο μυαλό μια ακόμη ιδέα, η έσχατη ελπίδα του:
«Μία λακκούβα, να σκάψω μια λακκούβα!»
Η ιδέα είχε προκύψει από την αίσθηση που άφηνε το χώμα μέσα στα νύχια του, κάθε φορά που έκανε να σηκωθεί, ή κάθε φορά που έσκαγε από τη ζέστη κι αναγκαζόταν να σκάψει λίγο τη γη για να βρει μια δροσιά που θα ανακουφίσει το τρίχωμά του. Θυμήθηκε, σε μια στιγμή ακραίας έμπνευσης και αναλαμπής, πως το μόνο που τον ενδιέφερε όταν ήταν κουτάβι ήταν να σκάβει, να πετάει ψηλά το χώμα με τις πατούσες του και να κυλιέται στο έδαφος, αυτό το πράγμα του έδινε τόση χαρά που άλλη δεν είχε γνωρίσει στη ζωή του. Κι αν αυτό το πράγμα λειτουργούσε έτσι επάνω του, τότε ένας σκύλος μάλλον αυτό έπρεπε να κάνει, αυτός ήταν ο σκοπός του στη γη, ορίστε λοιπόν το είχε ανακαλύψει. Από εδώ και στο εξής θα έσκαβε για την πάρτη του, θα έσκαβε όσες λακκούβες ήθελε, μεγάλες και μικρές, χρήσιμες και άχρηστες, και έτσι θα είχε πλέον έναν στόχο, να φτιάξει τις ωραιότερες λακκούβες στη γη. Έτσι, θα είχε κάθε απαίτηση να λαμβάνει τα καλύτερα κεράσματα του κόσμου, ήταν σίγουρος ότι το αφεντικό του θα το καταλάβαινε αυτό, κι όχι μόνο το αφεντικό του, αλλά και κάθε άλλος που θα έβλεπε το έργο του θα του έδινε τα καλύτερα κεράσματα, κι έτσι θα μάζευε τόσα πολλά και τόσο νόστιμα που δεν θα χρειαζόταν καν να κάνει πλέον άλλα κόλπα, δεν θα ήταν υποχρεωμένος να φυλάει καμία αυλή ή να υπακούει σε ηλίθιες εντολές που τώρα ήταν αναγκασμένος να εκτελεί. Κι ακόμα καλύτερα, οι πανέμορφες λακκούβες θα του έδιναν κάθε δικαίωμα να αποκτήσει τη βόλτα του, και μάλιστα όχι μια απλή βόλτα στη γειτονιά, αλλά την καλύτερη βόλτα στον κόσμο, μια βόλτα που ελάχιστοι σκύλοι απολάμβαναν στις ζωές τους.
Το επόμενο πρωί δεν έχασε καθόλου χρόνο και ξεκίνησε αμέσως. Στην αρχή έκανε τρύπες μικρές, ασήμαντες λακκουβίτσες στο μέγεθος της πατούσας του, που δικαιολογούσε συνήθως κρατώντας κάτι στο στόμα του πολύτιμο, που ήθελε να κρύψει καλά. Αργότερα, όταν πλάκωσαν οι πολλές ζέστες και έπρεπε να βρίσκει μέσα στη μέρα ένα περισσότερο δροσερό σημείο για να ξαπλώνει, ε δεν είχε άλλη επιλογή, έπρεπε να σκάψει μια τρύπα στο μέγεθός του τουλάχιστον. Κάθε πρωί σηκωνόταν ξημερώματα και ξεκινούσε το σκάψιμο, έπειτα αναγκαζόταν να κάνει την καθημερινή του εκπαίδευση για να βγάλει τα κεράσματα της ημέρας, και όλο το απόγευμα συνέχιζε ακάθεκτος να σκάβει με μανία τις λακκούβες του. Τα πόδια, που κάθε μέρα έρχονταν για την τυπική τους εξάσκηση στα κόλπα, δεν έδειξαν να ενοχλούνται καθόλου από τη νέα του συνήθεια. Ίσα ίσα, αν και το αφεντικό έβλεπε γύρω στην αυλή να απλώνονται οι καινούργιες παραξενιές του, τις αγνοούσε επιδεικτικά, σαν να μην είχαν καμία σημασία οι προσπάθειές του. Για την ακρίβεια κανένας δεν έδειξε να συγκινείται και πολύ από τις ταπεινές τρύπες του.
Δεν είχε άλλη λύση. Έπρεπε να δουλέψει περισσότερο, έπρεπε να σκάψει κι άλλες λακκούβες, και μάλιστα μεγαλύτερες και πιο όμορφες και πιο περίτεχνες, έπρεπε να σκάψει λακκούβες που θα τραβούσαν τα βλέμματα όλων, που θα θεωρούνταν αριστουργήματα και που θα του έφερναν επιτέλους όλα αυτά που ποθούσε. Ξεκίνησε να καταβάλλει όλο και μεγαλύτερη προσπάθεια. Έσκαβε νωρίς το πρωί, έσκαβε το μεσημέρι και έσκαβε μέχρι αργά το βράδυ, χωρίς να σταματά καθόλου, αν τον έβλεπε κανείς θα πίστευε σίγουρα πως είχε χτυπηθεί από λύσσα, η μόνη διακοπή του από αυτό ήταν η καθημερινή του εξάσκηση και λίγες ώρες ύπνου πολύ αργά τη νύχτα. Έσκαβε λακκούβες με σχήματα και σύμβολα, έφτιαχνε μέσα τους μικρά στολίδια και σημάδια για τους περαστικούς, λακκούβες σε κάθε μέγεθος και είδος για να ικανοποιήσει όλα τα γούστα. Κι όταν το βράδυ ξάπλωνε, όλο το σώμα του πονούσε, οι πατούσες και τα νύχια του ήταν γεμάτα με χώμα και πληγές, και η μουσούδα του τυλιγμένη με λάσπη, από τον ζήλο του να κάνει κάθε επόμενη τρύπα καλύτερη από την προηγούμενη.
Και πάλι, κανένα αποτέλεσμα. Έξω από τον φράχτη πρέπει να περνούσαν την ημέρα εκατοντάδες περαστικοί, τόσα πόδια κι άλλες τόσες μουσούδες, κι όμως, ούτε ένας δεν έστρεψε το κεφάλι του προς τα μέσα. Εκείνος ένιωθε κάθε μέρα και πιο κουρασμένος, σε βαθμό να μην μπορεί να ξυπνήσει καλά το πρωί και να κοιμάται τόσο βαριά τη νύχτα που την επόμενη μέρα ένιωθε σαν τεράστιος, ακίνητος βράχος. Αυτό σήμαινε πως δεν μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί καλά στην εκπαίδευση του. Τα πόδια έβγαιναν με τις λιχουδιές κι έδιναν εντολές, αλλά εκείνος απλά τα κοιτούσε ξαπλωμένος στο έδαφος, ή εκτελούσε απρόθυμα τις μισές από αυτές ή ξεχνούσε πολλές φορές ποιο κόλπο έπρεπε να κάνει. Και άρα αυτό σήμαινε τη δυσαρέσκεια του αφεντικού: τα πράγματα ήταν απλά· δεν έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει μέσα στη μέρα, αυτό που σαν σκύλος ήταν προορισμένος να κάνει, άρα δεν έπαιρνε κι αυτά που έπρεπε να πάρει.
Η κατάσταση γινόταν μέρα με τη μέρα απελπιστική. Τις νύχτες βογκούσε από τους πόνους και την πείνα κι άφηνε το μυαλό του να τρέξει σε διάφορες ιδέες και σχέδια για το τι μπορούσε να κάνει για να καταφέρει τα πράγματα που ήθελε. Ένα από αυτά τα βράδια του ήρθε η λύση, το σάλτο μορτάλε του, το όλα ή τίποτα: θα έσκαβε τη μεγαλύτερη και την πιο όμορφη λακκούβα στον κόσμο, μια τρύπα που ποτέ κανείς δεν είχε δει στη ζωή του, τέτοια που θα έρχονταν από τα πέρατα της γης για να θαυμάσουν και που αυτός θα στεκόταν δίπλα της περήφανος και ολοκληρωμένος.
Έβαλε μπροστά το σχέδιο την επόμενη κιόλας μέρα. Έκανε τις απαραίτητες προετοιμασίες και ξεκίνησε να σκάβει μεθοδικά, ξεκίνησε να σκάβει νύχτα και μέρα, αδιάκοπα και ακούραστα. Μερικοί περαστικοί έξω από τη μεριά του φράχτη πρόσεξαν επιτέλους τη φασαρία που γινόταν μέσα στην αυλή και πλησίασαν να δουν. Θαύμαζαν την επιμονή του, πήγαιναν και έδειχναν με το δάχτυλο τη λακκούβα που έφτιαχνε, φώναζαν επιφωνήματα παρακίνησης και όταν για λίγο σταματούσε και πλησίαζε το άνοιγμα του φράχτη, τότε άπλωναν τα χέρια τους και του έδιναν μικρά χάδια στο κεφάλι, ανακουφίζοντάς τον και λέγοντάς του ότι του αξίζει μια μεγάλη βόλτα για αυτό. Τα πόδια που έβγαιναν κάθε μέρα από την μπαλκονόπορτα μάταια προσπαθούσαν να τον σταματήσουν, εκείνος ήταν ανένδοτος, κι ας τον πίεζε το αφεντικό κάθε μέρα στην εκπαίδευση για να τον κουράσει παραπάνω, κι ας του μείωνε όλο και περισσότερο τα κεράσματα, εκείνος έσκαβε κι έσκαβε, κι όταν πεινούσε παραπάνω πλησίαζε το φράχτη μήπως και λάβει κάποια λιχουδιά από τους περαστικούς, όμως εκείνοι περιορίζονταν σε απλά χάδια, σε επιβραβεύσεις και σε χειρονομίες που έδειχναν μέσα την αυλή και την μπαλκονόπορτα και που σήμαιναν πως είχε αρκετές λιχουδιές, γιατί να ήθελε περισσότερες;
Ώσπου ένα μεσημέρι τα πόδια βγήκαν ξανά μέσα από την μπαλκονόπορτα με μια χούφτα γεμάτη με κεράσματα και τον πλησίασαν. Με σώμα ευθυτενές και αποστασιοποιημένο, το αφεντικό τα άφησε μπροστά του στο έδαφος, του μίλησε με τόνο αυστηρό και οριστικό, μάζεψε το λουρί και την τροφή που είχε αφημένα στο κιβώτιο και απομακρύνθηκε, και δεν βγήκε ποτέ ξανά μέσα από την πόρτα.
Το έργο του τώρα είχε τελειώσει. Είχε φτιάξει την λακκούβα που ήθελε, μια λακκούβα που το μέγεθός της είχε πιάσει σχεδόν ολόκληρη την αυλή και δεν του άφηνε χώρο για να απλώσει το σώμα του. Δεν υπήρχε πλέον γρασίδι σχεδόν σε κανένα σημείο του κήπου. Κανένας περαστικός δεν σταματούσε για να δει το έργο του, μόνο κάποιες νύχτες, πολύ αργά, ένας ή δύο σε ζευγάρι που είχαν ακούσει για αυτό το παράξενο θέαμα, πλησίαζαν τον φράχτη για να ρίξουν μια ματιά, μόλις όμως εκείνος τους πλησίαζε για να λάβει τις αντιδράσεις τους, εκείνοι έφευγαν τρέχοντας σαν κυνηγημένοι.
Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε παραπάνω. Το όραμά του πως οι περίτεχνες λακκούβες του θα του απέφεραν εκείνα που τόσο καιρό επιθυμούσε, είχε κουρελιαστεί, είχε τσαλαπατηθεί στην άσφαλτο. Τώρα είχε μείνει με μια αυλή διαλυμένη, με ελάχιστα κεράσματα και φαγητό για να περάσει μονάχα μερικές μέρες, χώρια που η αδράνειά του είχε επιστρέψει πιο ισχυρή από ποτέ. Σχεδόν ολόκληρη τη μέρα έμενε ξαπλωμένος μέσα στην τεράστια τρύπα του, μετακινώντας χώμα εδώ κι εκεί για να βολεύεται καλύτερα και καταστρέφοντας όσα σημεία του έργου του δεν τον βοηθούσαν. Το αφεντικό του τον είχε εγκαταλείψει οριστικά, η σκύλα του τον είχε εγκαταλείψει, οι λακκούβες του τον είχαν εγκαταλείψει, μέχρι κι οι κουκουβάγιες αργά τη νύχτα προσπαθούσαν να τον αποφύγουν, όταν τον έβλεπαν να τις κοιτά με μάτια που γυάλιζαν μέσα από το σκοτάδι.
Ένα πρωί, εκεί που ήταν ξαπλωμένος με τη μουσούδα του χωμένη μέσα στο χώμα και τα μάτια του μισόκλειστα και τυφλωμένα από τον ήλιο, βαρέθηκε. Βαρέθηκε να περιμένει κάποια πόδια, που ούτως ή άλλως θα τον δυσκόλευαν στη βόλτα του, θα του έλεγαν τι να μυρίσει και τι όχι, θα τον τραβούσαν από το λουρί όπου εκείνα ήθελαν και θα του έδιναν όσα κεράσματα πίστευαν πως είναι αρκετά· βαρέθηκε να περιμένει μια σκύλα που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να γνωρίσει ποτέ αληθινά μέσα από τον φράχτη του και που θα ήταν η μοναδική αφορμή για να μπορέσει να βγει· βαρέθηκε να περιμένει να βρεθεί κάποιος που θα αναγνώριζε το όνειρό του για τις λακκούβες και που, στο κάτω κάτω, δεν θα λειτουργούσε διαφορετικά από το κολάρο που φορούσε ήδη γύρω από το λαιμό του. Εκείνο το πρωί σηκώθηκε, ωθούμενος απ’ την απόλυτη βαρεμάρα, προχώρησε μέχρι την πόρτα του φράχτη, που έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήταν κλειδωμένη, έκανε ένα χρατς και την άνοιξε, κι έβγαλε τον εαυτό του βόλτα.