Θα μπαίνω πάντα
από εκείνη την αφύλακτη ρωγμή
του αναστεναγμού σου
θα έρχομαι πάντα κλέφτης φιλιών
Άνοιξη μεσημέρι
θα ντύνομαι πάντα ουρανός
να βρίσκουν πατρίδα το φως
κι όλα τα ευθύβολά σου χάδια.
*
Το ύφασμα υφαίνεται
ξανά
στη φόδρα τ' ουρανού
ο μέγας ράφτης
μαντάρει και μοντάρει
δίχως πρόβες
στο ατελιέ της μνήμης
στη ραπτομηχανή του
αλλάΖει
μυστικά αθόρυβα κρυφά
το μέσα έξω του κόσμου.
Από τότε είναι
που όλα ντύθηκαν
εσένα.
*
Μια ξυλόσομπα σ' επαρχιακό καφενείο
Ψήνει σιωπές και κάστανα
Μια γυναίκα σκεπάζει με κουβέρτα
Όλη της την ευλάβεια
Ένα ζευγάρι βρεγμένες κάλτσες
κρεμασμένες υποσχέσεις λες για βήματα
Τσάι βουνού με πράσινες τσακιστές ελιές
Στιφάδα γλυκιά σαν από αναμνήσεις
Η μυρωδιά λευκού απάτητου χιονιού
Στο πρόσωπο ξυπνά το δέρμα όταν σε βρίσκει
Ένα χοντρό βιβλίο μ άκοπες σελίδες
Αδημονεί για μάτια αδιάβαστα
Μια πρώτη δυνατή σταγόνα σε τσίγκο πέφτει
Σέρνει χορό και διάλογο με το μπλαβί
Ένα παιδί βουτά ψίχα ψωμί σε γάλα αχνιστό
Και δοκιμάζει έτσι μια νέα μέρα.
Μόνο γι' αυτά γεννήθηκαν, όλοι οι χειμώνες.