Η ψηλαφητή αφήγηση μιας πτώσης

O «Άγγελος» του Πατρίκ Μποκανόφσκι στις Νύχτες Βραδύτητας στην Ελευσίνα
O «Άγγελος» του Πατρίκ Μποκανόφσκι στις Νύχτες Βραδύτητας στην Ελευσίνα



Ο «Κασκαντέρ», όταν γράφει για τα χέρια, γράφει για την πτώση και όταν πέφτει, δεν σταματά να κοιτά τα χέρια του. Ντουμπλάρει φωνές και σώματα, αλλά επιπλέον είναι κι ένας καταρράκτης με θέαμα, βουή και θρύλους. Πρόκειται για ασκήσεις μεταμφίεσης και ρίσκου, αυστηρών υπολογισμών, βαρύτητας και ταχυδακτυλουργίας. Έχει βεβαίως τα χέρια στις τσέπες και πάντα με το μέρος του. Παραδέχεται ότι όλα είναι εκ φύσεως κακογραμμένα, ότι όλα κατευθύνονται προς ένα χείλος. Δεν θέλει όμως να διορθώσει, ούτε ν’ αποτρέψει κάτι, τίποτα, απλώς πηδάει. Με απόλυτη φυσικότητα. Τα νερά του ούτως ή άλλως αργά ή γρήγορα θα σπάσουν.


Κοιτάζει το χέρι του όσο χαϊδεύει το σκυλί.
Χαϊδεύω το σκυλί για να μπορώ να βλέπω ένα χέρι πάνω σ’ ένα σώμα, σκέφτεται ή δηλώνει στον εαυτό του, ή σε κάποιον άλλον. Βλέπω το χέρι να μετράει τα πλευρά που ξεχωρίζουν, να χώνεται στο στόμα, να μετράει τα δόντια, τις θηλές στην κοιλιά και πιστεύω σε κάτι.
Βγαίνει ένα νόημα με την καταμέτρηση της ύλης, υποστηρίζει σθεναρά, αν και δεν του φέρνει κανείς αντίρρηση, αν και κατά βάθος παραδέχεται ότι πρόκειται για ένα μεταφυσικό και ανικανοποίητο αίσθημα, κάτι σαν ένα βλέμμα-προσευχή που αιωρείται ελαφρώς πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και φεύγει μακριά στον ορίζοντα, αλλά δεν χάνεται ποτέ ολωσδιόλου. Είναι πεπεισμένος ότι τον ακολουθούν διαρκώς πεινασμένα σκυλιά ή τα φαντάσματά τους, αριθμημένα σημεία στη γη, στο χαρτί και στον αέρα, τα μετράει και τα ενώνει, σχηματίζει πολλαπλά ευθύγραμμα τμήματα που δεν σχηματίζουν ευθεία, αλλά έτσι μόνο νιώθει ότι επιβεβαιώνεται κάτι, το ήδη αδιαμφισβήτητο αξίωμα ή και η ανυπόστατη υπόθεση της ύπαρξής του, η αυστηρή αρχή και το τέλος της, τ’ απανωτά σπασίματά της. Σκέφτεται ότι αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω να – δεν είναι η πρώτη φορά που δεν μπορεί ή αδιαφορεί να ολοκληρώσει μια πρόταση. Τα σημεία οφείλουν να πάρουν μια οικεία μορφή; αναρωτιέται ταραγμένος∙ οφείλω ν’ αναγνωρίσω τον καιρό τους;


Στην Ελευσίνα ένα από τα τέσσερα χέρια μας δείχνει τον Άγγελο του Μποκανόφσκι.
Μια λεκάνη είναι αυτός ο τόπος, ένα δοχείο νυκτός που ξεχειλίζει στη θάλασσα, λες.
Αυτός ο τόπος συνδέει με κάθε τρόπο τα άκρα (μας), είτε με την ξεφτισμένη ύλη είτε με την ξανακερδισμένη ενέργεια, λέω. Έχουμε αργήσει, λέω, έχουμε χαθεί, λες.
Εν τω μεταξύ χαζεύουμε τρύπες στη γη, κατουριόμαστε, αργούμε και χανόμαστε ακόμα περισσότερο. Γεμίζουμε τρύπες με τα ούρα μας, με τις σκέψεις μας. Κοιτάμε μια τα χρυσαφένια νερά της θάλασσας και μια των σωμάτων μας. Συγκοινωνούν, λέμε ή αναρωτιόμαστε ταυτόχρονα. Το ίδιο κάνει. Κάθε αμφιβολία μας μπορεί ν’ αποδειχθεί βεβαιότητα σ’ αυτόν τον τόπο. Καθόμαστε μεταξύ ναού και εργοστασίου. Πρώτα ακούμε τη μουσική, τα κτήρια τη νύχτα, πάνω στη σκηνή και κάτω, μακριά απ’ αυτήν, φωνές και ιστορίες, μετά τα κοιτάμε, μετά δεν απομένει τίποτα και κοιτιόμαστε. Ένα ωραίο όνομα με βοηθά να καταλάβω και να καταλήξω οριστικά ότι τα κτήρια γράφονται με ήτα. Είμαι εδώ, φωνάζει κάποιος σε κακά γαλλικά. Παρακούω Είμαι πάγος και αντιλαμβάνομαι γιατί πάγος και πέτρα κάποτε ταυτίζονταν. Η ασταθής κατάσταση της ύλης με βοηθά να καταλάβω ποιος είναι ποιος, ποιος είναι πού, αλλά και ποια είναι η σχέση μου με τους ανθρώπους κάθε στιγμή. Ξαπλώνω και ακουμπώ το κεφάλι μου στο χώμα, και διαβάζω στον ξάστερο ουρανό: Η ύλη μπορεί να καταρρεύσει ακόμα και υπό ευνοϊκές συνθήκες.
Η ιδέα μιας παγωμένης κύστης με βοηθάει όχι μόνο ν’ αντέξω τη σωματική πίεση της στιγμής και τα απειροελάχιστα σημάδια της κατάπτωσης, αλλά και να διαλέξω το ποτό που θα πιω αργότερα. Ο Άγγελος προσγειώνεται στο χείλος ενός από τα τέσσερα πανύψηλα φουγάρα, κλείνει τα φτερά του, σκύβει ελαφρώς, κάνει μια κίνηση σαν να κατεβάζει φερμουάρ και αμέσως μετά σηκώνει το βλέμμα προς τη θάλασσα. Προσπαθώ να καταλάβω αν επέλεξε τυχαία το συγκεκριμένο φουγάρο, αν έχει επίγνωση ότι μοιράζεται με πολλούς ανθρώπους χαμηλά στη γη μια τόσο προσωπική στιγμή του, αν παίζει θέατρο, τι θέλει να μας πει. Το σπαθί στο χέρι του δεν συμβολίζει ούτε τον χορό ούτε τον θυμό. Πρόκειται για μια διασπάθιση του χώρου και του φωτός, δηλαδή για μια κοροϊδία, μια παραπλάνηση ή, καλύτερα, για μια απελπισμένη προσπάθεια τομής των τριών αξόνων συμμετρίας των δύο ζωών μας. Μεγάλωσα και δεν μου πάει η καρδιά να καταβρέξω τ’ αρχαία, πάμε παρακάτω, λες. Αργότερα καθόμαστε στο τραπέζι για λίγη ώραׄ όσο δύσκολο κι αν είναι, μεγαλώνουμε αντικριστά, η τσίκνα και οι προσωπικές εξομολογήσεις μάς ποτίζουν. Από ώρα ανακουφισμένοι περιμένουμε να μας πνίξουν τα αγγελικά υγρά.


Το 2016 η Αν Κάρσον εκδίδει το “Float”, είκοσι οχτώ τευχίδια σε μορφή κασετίνας, διερευνώντας και διευρύνοντας –όπως σε κάθε έργο της– τη σχέση μύθου και μνήμης, πραγματικότητας και απώλειας. Στο τεύχος με τίτλο “Uncle Falling” περιέχεται ένα ζεύγος λυρικών διαλέξεων, συνοδεία χορωδίας. Η δεύτερη διάλεξη έχει τίτλο «Falling».

Αρχίζουμε με τη λέξη κράνος.
Αυτή είναι μια διάλεξη για την πτώση.


Τα χέρια της Ακερμάν ενώ καπνίζει στο μπαλκόνι και σκύβει πάνω από την κουπαστή και ταλαντώνεται, κι απ’ το μυαλό της δεν φεύγει η κουβέντα της μητέρας της: «Η κουζίνα πρέπει ν’ αστράφτει». Και καταλαβαίνει γιατί όλα γύρω από την κουζίνα είναι σκοτεινά.
Τα χέρια της Ακερμάν ενώ σαπουνίζει το σώμα της μητέρας της διαγράφοντας κύκλους με το σφουγγάρι στην πλάτη και στην κοιλιά, κι απ’ το μυαλό της δεν φεύγει η κουβέντα της μητέρας στο νοσοκομείο: «Ήσουν επιθετική μαζί μου». Ατέλειωτοι κύκλοι που αφήνουν τα σημάδια τους.
Τα χέρια της Ακερμάν ενώ βάφει τα χείλη της μητέρας της. Την ακούει να την παροτρύνει:

«Βάψε κι εσύ λίγο το πρόσωπό σου». Κι αυτή βάφει τη μύτη της.

Τα χέρια της Ακερμάν καρφωμένα πάνω στους μηρούς της ενώ ακούει τη μητέρα της να λέει με παράπονο: «Πες κάτι!» Αλλά τίποτα, απολύτως τίποτα δεν έρχεται στο μυαλό και στα χείλη της, παρά μόνον αυτό: «Μα ποιος μπορεί να μιλήσει τώρα;» Μα δεν της το λέει, από αγάπη.

Κατακαλόκαιρο πάνω στα παγωμένα χέρια της Ακερμάν ενώ διαβάζει στο γράμμα της μητέρας της: «Ελπίζω να μην έχει πολύ ζέστη στη Νέα Υόρκη. Ξέρω ότι η ζέστη σε καταθλίβει και δεν πήρες μαζί σου τα σανδάλια». Και οι δυο τους σηκώνουν τα χέρια και τα σανδάλια ψηλά, τ’ ακουμπούν στα πρόσωπά τους, κάποια χαίρεται περισσότερο από την άλλη.
Στις 5 Οκτωβρίου 2015 η Ακερμάν γράφει «Η μητέρα μου γελάει», πατάει ένα κουμπί, πέφτει και πεθαίνει.


Από τη στιγμή που άρχισε να πιάνει, άρχισε και να πέφτει.


Κοντά στη θάλασσα, σ’ ένα πολυώροφο πάρκινγκ, πράσινα και κόκκινα φωτάκια αναβοσβήνουν πάνω από το κεφάλι του, φωνές και αυστηρά πλαίσια. Μέσα στο αυτοκίνητο, με παγωμένα χέρια γράφει για χέρια που δεν βολεύονται. Τα φαντάζεται να εκτελούν παράταιρες, ως προς το περιβάλλον και τον χρόνο που βρίσκονται, ή και άκυρες ως προς τις ανάγκες και επιθυμίες που νιώθουν, ενέργειες.
Να χώνονται ανάμεσα στα μπούτια, να μπαίνουν από κάτω τους, να μην κρυώνουν.
Να προσεύχονται σταυρωμένα πάνω από έναν γεμάτο άπλυτα πιάτα νεροχύτη.
Να ξύνουν κάτι, να μην τους φαγουρίζει τίποτα.
Να μένουν λίγο πάνω από τη στάθμη της θάλασσας, παράλληλα, να μην την ακουμπάνε.
Να σφίγγουν γροθιές δίπλα σ’ ένα γυμνό σώμα, να ποθούν, να πονάνε.
Να ρίχνουν πράγματα από το τραπέζι, να πέφτουν, να τα κοιτούν στο πάτωμα να κυλούν.
Να κουμπώνουν ξένα κουμπιά, ν’ αγγίζουν ξένα στήθη σαν μια Βίβλο, να σηκώνουν ξένουςγιακάδες, ν’ αγγίζουν ξένους λαιμούς, να ορκίζονται.
Ν’ αυξάνουν την ένταση της μουσικής και αμέσως να βουλώνουν τ’ αυτιά.
Να μην οδηγούν το φαγητό στο στόμα, να μη σκουπίζουν τα σάλια.
Πάνω στους μηρούς, να μην κουνιούνται, να μη σηκώνονται (ενώ θα έπρεπε), να μην μπορούν, να γδέρνουν το ύφασμα, ν’ ανοίγουν τρύπες, να χώνουν το δάχτυλο, ν’ αγγίζουν.
Να δείχνουν κάτι μακριά, κάτι που υπάρχει, κάτι που δεν υπάρχει, κάτι δικό τους.

_____________
Από το υπό έκδοση βιβλίο  Κασκαντέρ ― Η ψηλαφητή αφήγηση μιας πτώσης, εκδ. Ίκαρος

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: